Η Πολιτεία, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του κράτους δικαίου, έχει όχι μόνο αρνητική υποχρέωση να μην μεταχειρίζεται απάνθρωπα τους φυλακισμένους, αλλά και θετική υποχρέωση να μεριμνά για την ουσιαστική αποκατάστασή τους.
Η φυλάκιση, σύμφωνα με τις σύγχρονες αρχές του ποινικού δικαίου, δεν έχει μοναδικό στόχο την τιμωρία ή την απομόνωση· οφείλει να επιδιώκει την επανένταξη του καταδικασθέντος στο κοινωνικό σύνολο, με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Στην Κύπρο, η νομοθεσία προβλέπει ότι οι κρατούμενοι μπορούν να εξεταστούν από το Συμβούλιο Αποφυλάκισης για πιθανή πρόωρη αποφυλάκιση υπό όρους. Ένα από τα βασικά κριτήρια που τίθενται πάντα είναι η παρουσίαση από τον κρατούμενο ενός πλάνου ζωής μετά την αποφυλάκισή του: δηλαδή, πού θα μείνει, με τι θα ασχοληθεί, πώς θα αποφύγει την παραβατικότητα. Θεωρητικά, αυτό κρίνεται ως ένδειξη υπευθυνότητας και διάθεσης για ομαλή κοινωνική επανένταξη.
Ωστόσο, στην πράξη, η ευθύνη αυτή μετατίθεται άδικα εξ ολοκλήρου στον ίδιο τον κρατούμενο, ο οποίος, μέσα από το καθεστώς στέρησης της ελευθερίας, στερείται των μέσων και των υποστηρικτικών μηχανισμών για να καταρτίσει ένα τέτοιο πρόγραμμα. Είναι παράλογο να απαιτείται από τον κρατούμενο να σχεδιάσει με λεπτομέρεια το μέλλον του, όταν η ίδια η Κεντρική Φυλακή δεν του παρέχει την αναγκαία καθοδήγηση, εκπαίδευση, συμβουλευτική ή πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η έννοια της θετικής υποχρέωσης: η Πολιτεία δεν αρκεί να "αφήνει χώρο" στον κρατούμενο για επανένταξη, αλλά έχει καθήκον και υποχρέωση να διασφαλίζει ενεργά ότι αυτός έχει πραγματικές δυνατότητες να ετοιμάσει το σχέδιό του.
Το ΕΔΑΔ έχει επανειλημμένα τονίσει ότι οι ποινές στέρησης της ελευθερίας πρέπει να διατηρούν έναν προοπτικό σκοπό αποκατάστασης και να μην μετατρέπονται σε απλή τιμωρια και απομόνωση. Εάν το κράτος απορρίπτει αιτήσεις αποφυλάκισης επειδή οι φυλακισμένοι δεν παρουσίασαν πλάνο ζωής, ενώ ταυτόχρονα δεν τους βοήθησε να το δημιουργήσουν, τότε στην ουσία αποποιείται της ευθύνης του και καταπατά τη θετική υποχρέωση που έχει. Η υποχρέωση αυτή δεν είναι διακοσμητική ούτε θεωρητική· είναι νομικά δεσμευτική.
Η σημερινή στάση των αρχών, λοιπόν, μαρτυρεί μια αντίφαση: από τη μία, το Συμβούλιο Αποφυλάκισης θέτει την προετοιμασία σχεδίου ζωής ως όρο· από την άλλη, η Κεντρική Φυλακή δεν οργανώνει συστηματικά μηχανισμούς ώστε κάθε κρατούμενος να έχει ένα τέτοιο σχέδιο. Ελλείπουν επαρκή προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης, κοινωνικής συμβουλευτικής, ψυχολογικής στήριξης, αλλά και συνεργασία με κοινωνικές υπηρεσίες για θέματα στέγασης, απασχόλησης και γενικα της επανένταξης.
Η ευθύνη, συνεπώς, δεν μπορεί να βαραίνει αποκλειστικά τον φυλακισμένο. Η αποκατάσταση δεν είναι «ευκαιρία» που μπορεί να του προσφερθεί, αλλά δικαίωμα που πρέπει να του διασφαλιστεί. Και για να διασφαλιστεί, η Πολιτεία οφείλει να δράσει προληπτικά και οργανωμένα, όχι να απορρίπτει αιτήσεις και να κατηγορεί τους κρατουμένους για αδυναμία που η ίδια έχει προκαλέσει.
Η έλλειψη σεβασμού στη θετική αυτή υποχρέωση οδηγεί σε φαύλο κύκλο: οι κρατούμενοι απορρίπτονται, η αποκατάσταση ματαιώνεται, και η κοινωνία τελικά δεν προστατεύεται. Αντί να μειώνεται η υποτροπή, διαιωνίζεται. Για αυτό, η εφαρμογή της θετικής υποχρέωσης δεν είναι μόνο ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και ζήτημα ουσιαστικής κοινωνικής πολιτικής.
Αλεξάνδρος Κληρίδης, Δικηγόρος και Πρόεδρος Συνδέσμου Φυλακισμένων