Διίστανται οι απόψεις σε ό,τι αφορά στην κατασκευή του νέου δρόμου, ο οποίος θα συνδέει τη λεωφόρο Στροβόλου με τη λεωφόρο Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη Λευκωσία. Από τη μία πλευρά, οι κάτοικοι εκφράζουν την αγανάκτησή τους, υποστηρίζοντας ότι στην περιοχή υπάρχει μια δεξαμενή ιστορικής σημασίας, πέραν των 200 χρόνων, η οποία κινδυνεύει να καταστραφεί. Από την άλλη, τα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα διαβεβαιώνουν πως τμήμα της θα διατηρηθεί, αφού μέχρι σήμερα δεν έχει ανακηρυχθεί ως αρχαίο μνημείο.
Σύμφωνα με όσα ακούστηκαν στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ελέγχου, πρόκειται για έναν δρόμο πρωταρχικής σημασίας για το οδικό δίκτυο της πρωτεύουσας, ο οποίος σχεδιάστηκε από το 1990, αλλά δεν έχει ακόμη προχωρήσει. Όπως εξήγησαν οι αρμόδιοι, η κατασκευή του θα συμβάλει σημαντικά στην αποσυμφόρηση του πυρήνα του Στροβόλου, αφού ο νέος δρόμος θα είναι τετραπλής κατεύθυνσης, με δύο λεωφορειολωρίδες και δύο λωρίδες για οχήματα.
Εκ μέρους των κατοίκων της περιοχής, η Αντιγόνη Διάκου ανέφερε ότι «στόχος της προσπάθειάς μας είναι η διάσωση της ιστορικής δεξαμενής, αφού σύμφωνα με την πορεία του δρόμου, η δεξαμενή πρόκειται να καταστραφεί από τη διέλευση δρόμου τεσσάρων λωρίδων που θα ενώνει τις λεωφόρους Αρχαγγέλου και Στροβόλου. Το προκαταρκτικό κόστος κατασκευής εκτιμάται γύρω στα 18 εκατομμύρια ευρώ, χωρίς ΦΠΑ και χωρίς τη δαπάνη απαλλοτριώσεων και χρεώσεων των διάφορων υπηρεσιών».
Εξήγησε ότι «η δεξαμενή είναι ακέραια και βρίσκεται στη λεωφόρο Ελαιώνων, με κατεύθυνση προς τον ναό του Θεού Σοφία. Κτίστηκε περί το 1817, με ίδιες δαπάνες του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, μέσα στο τσιφλίκι του Στροβόλου, ως έργο κοινής ωφελείας για τους κατοίκους. Έγινε γνωστή ως “νερό του Δεσπότη” και “τρέχατα νερά του Δεσπότη” και συνέβαλε καθοριστικά στη γεωργική ανάπτυξη και την οικονομική ευημερία του Στροβόλου, επιλύοντας το πρόβλημα τόσο της παροχής πόσιμου νερού όσο και της άρδευσης της γης».
Παράλληλα σημείωσε ότι η δεξαμενή «δημεύθηκε από το Οθωμανικό κράτος, μαζί με όλες τις περιουσίες των εκτελεσθέντων κληρικών και προεστών το 1821, και πουλήθηκε με πλειστηριασμό στον Χατζή Ιμπραήμ Αγά. Αργότερα αγοράστηκε από Ελληνοκυπρίους. Αποτελούσε το κύριο μέρος ενός ευρύτερου δικτύου διαχείρισης των υδατικών πόρων, συνδεδεμένου με λαγούμια, φρεάτια, πετραύλακα, δεξαμενές και άλλες υποδομές από τη Μεσαιωνική και την Οθωμανική περίοδο».
Η κ. Διάκου πρόσθεσε πως «η δεξαμενή χρησιμοποιήθηκε για την άρδευση καλλιεργειών που ήταν σημαντικές για την οικονομία της Οθωμανικής περιόδου, όπως βαμβάκι, σουσάμι, μουριές και ελαιώνες. Η χρήση της συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Ο Κυπριανός φρόντισε για τη δημιουργία ελαιώνων, τους οποίους δώρισε στην κοινότητα. Οι περίφημοι ελαιώνες του Στροβόλου οφείλουν τη δημιουργία και την ανάπτυξή τους στη δεξαμενή».
Αναφερόμενη στα χαρακτηριστικά της, σημείωσε ότι «διασώζεται ακέραιη μετά από 200 χρόνια, έχει διαστάσεις 26 επί 26 μέτρα και ανήκε στο τσιφλίκι του Στροβόλου, που ήταν περιουσία του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού. Κατασκευάστηκε με πελεκημένους κυβόλιθους πουρόπετρας και σε αρκετά σημεία χρησιμοποιήθηκαν κροκάλες από την κοίτη του ποταμού. Στην έξοδο του νερού, για λόγους ασφάλειας, χρησιμοποιήθηκαν κυβόλιθοι πελεκημένης πουρόπετρας. Αποτυπώθηκε από τον Kitchener το 1883 και στη συνέχεια από το Κτηματολόγιο στις αρχές και τα μέσα του 20ού αιώνα. Ήταν συνδεδεμένη με αυλάκι και λαγούμια με δεύτερη δεξαμενή βορειότερα. Επιδιορθώθηκε τη δεκαετία του 1920 από τους Άγγλους με τσιμέντο Πόρτλαντ και αποτελεί μία από τις πρώτες χρήσεις τσιμέντου στην Κύπρο».
Από πλευράς της Εκκλησίας της Κύπρου, ο Επίσκοπος Νεαπόλεως Πορφύριος σημείωσε ενώπιον της Επιτροπής ότι «έχουμε ένα μνημείο συνδεδεμένο με τον Εθνομάρτυρα Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό. Όλες οι συναντήσεις που έγιναν για το μνημείο δεν είχαν ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Η τελική κατάληξη ήταν η μερική του διάσωση. Για να σωθεί, υπάρχουν πολλές εναλλακτικές, θα μπορούσε να γίνει παράκαμψη, μεταφορά ή ακόμα και υπόγειος δρόμος. Το καλύτερο θα ήταν να καταχωθεί η δεξαμενή, ώστε στο μέλλον να μπορέσει να αποκαλυφθεί και να αναδειχθεί ως μνημείο».
Επιμένουν τα κυβερνητικά τμήματα για την αναγκαιότητα του δρόμου
Από την άλλη πλευρά, τα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα εξήγησαν τη σημασία της κατασκευής του δρόμου, ο οποίος από το 1990 έχει χαρακτηριστεί ως έργο πρωταρχικής σημασίας για το οδικό δίκτυο της πρωτεύουσας. Ωστόσο, λόγω συγκεκριμένων συνθηκών, η υλοποίησή του δεν έχει ακόμη προχωρήσει.
Η εκπρόσωπος του Τμήματος Αρχαιοτήτων, Εύη Φιούρη, εξήγησε πως κατά την εξέταση της δεξαμενής διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για αξιόπιστο δείγμα αξιοποίησης του νερού, το οποίο χρονολογείται στον 19ο αιώνα. Όπως ανέφερε, «επρόκειτο για περιοχή με έντονη γεωργική δραστηριότητα, γι’ αυτό και υπήρχαν αυτά τα συστήματα άρδευσης. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι έχει μελετηθεί επισταμένα ή ότι αποδίδεται σε συγκεκριμένο άτομο» εννοώντας τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και τα όσα ανέφερε η εκπρόσωπος των κατοίκων. «Η όδευση του δρόμου σήμαινε πως η δεξαμενή θα καταστρεφόταν, οπότε το Τμήμα εισηγήθηκε τη διάσωσή της και την εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων» σημείωσε.
Πρόσθεσε ότι «υπήρξε πρόταση να περάσει ο δρόμος πάνω από τη δεξαμενή χωρίς να την καταστρέψει, ωστόσο οι μηχανικοί του Τμήματος Πολεοδομίας εξήγησαν πως κάτι τέτοιο δεν ήταν τεχνικά εφικτό. Από το 2021, σε διαδοχικές συσκέψεις, το Τμήμα Πολεοδομίας κατέληξε ότι το έργο δεν μπορούσε να υλοποιηθεί με διαφορετική χάραξη. Έτσι, το Τμήμα Αρχαιοτήτων δεν προχώρησε στην ανακήρυξη της δεξαμενής ως αρχαίου μνημείου, καθώς κάτι τέτοιο θα απαιτούσε τη διατήρησή της ανέπαφης στη θέση της».
Ο Διευθυντής του Τμήματος Δημοσίων Έργων, Ελευθέριος Ελευθερίου, επεσήμανε ότι «για την κατασκευή του συγκεκριμένου δρόμου έγινε πολεοδομικός σχεδιασμός και ετοιμάστηκαν τα σχετικά σχέδια. Υπήρξε ο κύριος άξονας μέσω του οποίου θα περνούσε ο δρόμος. Στο πλαίσιο της ετοιμασίας, πραγματοποιήθηκαν πολλές συναντήσεις, όπου εξηγήσαμε τη σημασία και τα οφέλη του έργου, καθώς και τους περιορισμούς που προέκυπταν από τον σχεδιασμό. Η μελέτη κατέδειξε την προβλεπόμενη αύξηση της τροχαίας κίνησης τα επόμενα χρόνια και το πώς ο νέος δρόμος θα συνέβαλλε στη μείωση της κυκλοφοριακής συμφόρησης, με ορίζοντα το 2034».
Τόνισε πως «έγιναν πολλές συναντήσεις και για το θέμα της δεξαμενής, με τελευταία τον Νοέμβριο του 2024, όπου συζητήθηκαν εναλλακτικές λύσεις, όπως η παράκαμψη ή η επιχωμάτωσή της ώστε να παραμείνει ανέπαφη. Ωστόσο, η κάλυψη δεν είναι εφικτή λόγω των υποδομών του δρόμου, ενώ η παράκαμψη δεν επιτρέπεται γεωμετρικά, καθώς θα δημιουργούσε λανθασμένες αρτηρίες».
Η εκπρόσωπος του Τμήματος Πολεοδομίας, Αρέστεια Ασπρίδιου, σημείωσε ότι «ο συγκεκριμένος δρόμος είναι πρωταρχικής σημασίας και η θέση του έχει καθοριστεί εδώ και δεκαετίες. Οι δρόμοι αυτής της κατηγορίας αποτελούν τον σκελετό πάνω στον οποίο αναπτύσσεται μια πόλη. Στη Λευκωσία λείπουν ορισμένα βασικά στοιχεία του δικτύου, γεγονός που προκαλεί σοβαρή κυκλοφοριακή συμφόρηση. Ειδικά λόγω του Πεδιαίου ποταμού υπάρχει πρόβλημα σύνδεσης ανατολικών και δυτικών περιοχών. Ο δρόμος αυτός αποτελεί κρίσιμο κρίκο αυτής της σύνδεσης».
Ανέφερε ότι «αν και το έργο είχε χαρακτηριστεί από το 1990 ως πρωταρχικής σημασίας, οι διεργασίες για την υλοποίησή του ξεκίνησαν ουσιαστικά γύρω στο 2013, σταμάτησαν λόγω της οικονομικής κρίσης και ξανάρχισαν το 2018. Όταν μεταβήκαμε επιτόπου στη δεξαμενή, διαπιστώσαμε πως ήταν σε κατάσταση εγκατάλειψης, με λάστιχα, χόρτα και απορρίμματα τριγύρω».
Η κ. Ασπρίδιου πρόσθεσε πως «το Τμήμα προχώρησε σε όλες τις απαραίτητες διαδικασίες που προβλέπει η νομοθεσία και υπάρχει θετική γνωμάτευση τόσο από το Υπουργείο Οικονομικών όσο και από το Δημοτικό Συμβούλιο. Ο δρόμος θα αποτελείται από τέσσερις λωρίδες – δύο για λεωφορεία και δύο για αυτοκίνητα – ενώ θα περιλαμβάνει ποδηλατόδρομο και δενδροφυτεύσεις».
Σε ό,τι αφορά τη δεξαμενή, ανέφερε πως «βρίσκεται σε ιδιωτική γη, για την οποία έχει ήδη εκδοθεί πολεοδομική άδεια διαχωρισμού οικοπέδων. Το τεμάχιο έχει παραχωρηθεί στο Δημόσιο για σκοπούς κατασκευής του δρόμου, ωστόσο οι ιδιοκτήτες, που συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις, τώρα αντιδρούν. Ο Δήμος Στροβόλου αντιμετωπίζει σοβαρή ταλαιπωρία, αφού όλη η κίνηση διέρχεται μέσα από τον πυρήνα της περιοχής. Έχουν γίνει εναλλακτικοί σχεδιασμοί, αλλά χωρίς την υλοποίηση του έργου δεν είναι δυνατή η ουσιαστική αποσυμφόρηση».
Ο εκπρόσωπος του Τμήματος Περιβάλλοντος, Γιώργος Λουκουρής, ανέφερε ότι «η δεξαμενή αποτελούσε μέρος της περιβαλλοντικής μελέτης που είχε εκπονηθεί στο παρελθόν και οι όροι που θέσαμε περιλάμβαναν την ενσωμάτωση εισηγήσεων του Τμήματος, ώστε να διατηρηθεί το μνημείο στο μέτρο του δυνατού». Από την πλευρά του Υφυπουργείου Πολιτισμού, η εκπρόσωπος Μαρίνα Τρυφωνίδου σημείωσε ότι «η Υφυπουργός θεωρεί πως το έργο πρέπει να συνεχιστεί, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του δρόμου, αλλά και να διατυπωθεί τρισδιάστατα, ώστε να διασφαλιστεί η προστασία των στοιχείων πολιτιστικής κληρονομιάς».
Τέλος, ο εκπρόσωπος του Δήμου Στροβόλου, Βάσος Κολυβάς, ανέφερε ότι «η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου το 2021 ήταν να ακολουθήσει τις εισηγήσεις του Τμήματος Πολεοδομίας για την προώθηση του έργου, λαμβάνοντας υπόψη ότι μέρος της δεξαμενής θα μπορούσε να διατηρηθεί. Ο νέος δρόμος θα αποσυμφορήσει τον πυρήνα του Στροβόλου, ενώ είναι σημαντικό να προστατευτεί, στο μέτρο του δυνατού, το ιστορικό μνημείο».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Δήμοι: Έτσι θα μοιραστούν τα €117 εκατ. της κρατικής χορηγίας - Ποιος θα πάρει τη μερίδα του λέοντος