Οι σχέσεις Ελλάδας – Κύπρου πέρασαν κατά καιρούς δοκιμασίες, οι οποίες έτειναν να τραυματίσουν το αναγκαίο αρραγές μέτωπο των δύο χωρών. Μετά τον αντιαποικιακό – απελευθερωτικό αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού, που είχε ως στόχο την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, η Κύπρος οδηγήθηκε στον επώδυνο συμβιβασμό των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, με την εγκαθίδρυση του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους. Με συνταγματικές παγίδες, κηδεμονευτικά βάρη, εγγυήτριες δυνάμεις και μονομερή επεμβατικά δικαιώματα.
Η Ελλάδα είχε και έχει μια ιδιότυπη σχέση με την Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι εγγυήτρια δύναμη της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά ταυτόχρονα διατηρεί ακατάλυτους εθνικούς δεσμούς με την Κύπρο, αφού την τεράστια πλειοψηφία του Κυπριακού λαού αποτελούν Έλληνες.
Αυτό το ιδιότυπο των σχέσεων Ελλάδας και Κύπρου, είχε επιπτώσεις, κατά περιόδους, στην αναγκαία εθνική συνεννόηση Αθηνών – Λευκωσίας.
Χαρακτηριστικό της μη ενιαίας αντίληψης για τις σχέσεις αυτές, υπήρξαν τα διάφορα «δόγματα» που κατά καιρούς χαρακτήριζαν την συνεννόηση των δύο χωρών. Το «εθνικό κέντρο» που λαμβάνει τις αποφάσεις για το χειρισμό του Κυπριακού, «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται» στη συνέχεια μέχρι την «συμπαράταξη και την συναπόφαση» επί Ανδρέα Παπανδρέου. Μερικά ιστορικά επεισόδια στη μετανεξαρτησιακή περίοδο της Κύπρου μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας, που έτειναν να διασαλεύσουν το αναγκαίο κλίμα εθνικής συνεννόησης και ομοψυχίας.
Την ταραγμένη δεκαετία του 1960, υπήρξε διχογνωμία μεταξύ του Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και του Προέδρου Μακαρίου σε ότι αφορά χειρισμούς του Κυπριακού, με τον πρώτο να αποστέλλει αυστηρή επιστολή προς το δεύτερο με την χαρακτηριστική φράση «Άλλα συμφωνούμε και άλλα πράττετε». Διχογνωμία υπήρξε στα αρχικά στάδια και για το περιβόητο Σχέδιο Άτσεσον, προτού αυτό απορριφθεί τόσο από την Κύπρο όσο και από την Ελλάδα.
Την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας οι σχέσεις οξύνθηκαν με την απροκάλυπτη πολεμική της χούντας εναντίον του Προέδρου Μακαρίου, την απόσυρση της Ελληνικής μεραρχίας, την συνάντηση του Έβρου ερήμην της Κυπριακής Κυβέρνησης, την απροκάλυπτη ενίσχυση της ΕΟΚΑ Β και τέλος το προδοτικό χουντικό πραξικόπημα που άνοιξε την πόρτα στον Τούρκο εισβολέα.
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, οι σχέσεις Ελλάδας – Κύπρου ομαλοποιήθηκαν, χωρίς να εκλείψουν οριστικά σκιές, παρεξηγήσεις και διχοστασίες, ιδιαίτερα όσον αφορά τους χειρισμούς του Κυπριακού. Χαρακτηριστική υπήρξε η δημόσια αντιπαράθεση του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου με τον Πρόεδρο της Κύπρου Σπύρο Κυπριανού, όταν ο τελευταίος συνεργάστηκε με το ΑΚΕΛ με το «μίνιμουμ πρόγραμμα» στις προεδρικές εκλογές, τη δεκαετία του 1980.
Σφοδρή υπήρξε και η διαφωνία για το χειρισμό της παραγγελίας του Ρωσικού πυραυλικού συστήματος S300 από την Κύπρο, τη δεκαετία του 1990.
Παρά το γεγονός ότι η παραγγελία αυτή έγινε σε πλήρη γνώση, συνεννόηση και συνδιαβούλευση με την Ελληνική Κυβέρνηση και την Ελληνική στρατιωτική ηγεσία, εν τούτοις η Κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη επέβαλε στην Κυβέρνηση της Κύπρου του Γλαύκου Κληρίδη, τη ματαίωση έλευσης των πυραύλων στην Κύπρο. Γεγονός που έπληξε εκείνη την περίοδο το ηθικό και το φρόνημα του Κυπριακού Ελληνισμού και οδήγησε στην απονεύρωση και εγκατάλειψη του «Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου» που εξαγγέλθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Όμως και σε οικονομικά θέματα υπήρξαν ζητήματα που δημιούργησαν σύννεφα στις σχέσεις Ελλάδας - Κύπρου. Η πομπώδης «εισβολή» του Ανδρέα Βγενόπουλου στο Κυπριακό τραπεζικό σύστημα τη δεκαετία του 2010, οδήγησε στην πτώχευση τη «Λαϊκή Τράπεζα» τη δεύτερη σε μέγεθος τράπεζα της Κύπρου, με την αλόγιστη μεταφορά κεφαλαίων στην Ελλάδα. Μια άλλη Εταιρεία ελληνικών κεφαλαίων, η ΞΕΚΤΕ, που ανέλαβε την κατασκευή του υπεραστικού δρόμου Λευκωσίας – Λεμεσού, βρέθηκε «στο μάτι του κυκλώνα» τη δεκαετία του 1980, για ανικανότητα εκτέλεσης του έργου και κακοτεχνίες.
Στην επικαιρότητα βρίσκεται αυτή τη περίοδο η δημόσια διαμάχη που εκδηλώθηκε μεταξύ Κυπριακής και Ελληνικής Κυβέρνησης για το μεγαλεπήβολο έργο ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου – Ελλάδας.
Ένα έργο, που αν υλοποιηθεί, θα τερματίσει την ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου και θα την ενώσει με τα υπόλοιπα 26 κράτη – μέλη της Ε.Ε.
Δεν υπάρχει ή δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία για την αναγκαιότητα υλοποίησης αυτού του μεγαλόπνοου ενεργειακού έργου, πραγματικά στρατηγικής σημασίας και εθνικής εμβέλειας. Ωστόσο η εκδηλωθείσα προσφάτως ανταλλαγή δηλώσεων μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας, σε υψηλούς τόνους, είναι προφανώς επιζήμια.
Μερικά βέβαια ζητήματα θα πρέπει να αποσαφηνιστούν.
Το πρώτο αφορά την τεχνική δυνατότητα κατασκευής του έργου. Πόσο ασφαλείς και αξιόπιστες είναι οι απόψεις – μελέτες, ότι η «όδευση» του καλωδίου σύνδεσης Κύπρου – Κρήτης είναι εφικτή και ρεαλιστική, δεδομένου ότι η πόντιση του θα πρέπει να διενεργηθεί και σε χαράδρες βάθους τριών και πλέον χιλιομέτρων;
Το δεύτερο αφορά την αποκληθείσα γεωστρατηγική παράμετρο του όλου εγχειρήματος. Ασφαλώς θα πρέπει να υπάρχει εμπιστοσύνη στην πρόθεση της Ελληνικής Κυβέρνησης να προχωρήσει στον κατάλληλο χρόνο στην έκδοση Νάφτεξ για τη διενέργεια των απαραίτητων θαλασσίων εργασιών, δυνάμει του ισχύοντος Δικαίου της θαλάσσης και της θεσπισθείσας το 1982 υπό τον ΟΗΕ Διεθνούς Σύμβασης για το Θαλάσσιο Δίκαιο. Σύμβαση που αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Δεδομένου ωστόσο του προηγούμενου συμβάντος στη θαλάσσια περιοχή Κάσου και Καρπάθου, η ελλαδική πλευρά θα πρέπει να αποδείξει έμπρακτα ότι εννοεί ότι θα προχωρήσει «επί του πεδίου», όπως δήλωσε ο Υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας Γιώργος Γεραπετρίτης.
Όπως είναι γνωστό στο τότε συμβάν, Ιταλικό σκάφος που ασχολείτο με τη διαδικασία θαλασσίων εργασιών για το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης, υποχρεώθηκε να αποχωρήσει, μετά την εμφάνιση τουρκικών πολεμικών πλοίων.
Συνεπώς η Ελλάδα, θα πρέπει τώρα να προχωρήσει στην προώθηση του έργου σύνδεσης αναλαμβάνοντας το γεωπολιτικό ρίσκο.
Αυτό είναι ένα θεμελιώδες ερώτημα το οποίο απαιτεί δικαιολογημένα μια πειστική απάντηση.
Ένα άλλο ζήτημα, το οποίο μέχρι στιγμής δεν έχει συζητηθεί, είναι η θωράκιση – προστασία του υποθαλάσσιου καλωδίου από πιθανές παρενοχλήσεις – δολιοφθορές. Που έπληξαν σε άλλες περιοχές του κόσμου την ομαλή λειτουργία καλωδιακών υποδομών και ευρύτερα την ενεργειακή και οικονομική σταθερότητα. Παραδείγματα: Το 2024 προκλήθηκαν ζημιές σε πέντε υποθαλάσσια καλώδια που διασυνδέουν την Εσθονία με την Φιλανδία. Το ίδιο έπραξαν οι «Χούθι» στην Ερυθρά θάλασσα, καταστρέφοντας τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις της Ασίας με την Ευρώπη. Άρα απαιτείται ύπαρξη μηχανισμών παρακολούθησης και προστασίας των καλωδίων από κακόβουλες ενέργειες.
Όσο οι ενεργειακές δυνατότητες και τα συναφή έργα συνιστούν πυλώνες εθνικής ισχύος και οικονομικής σταθερότητας, άλλο τόσο η προστασία και ασφάλεια των υποθαλάσσιων καλωδίων και υποδομών είναι απολύτως απαραίτητες προϋποθέσεις ομαλής λειτουργίας τους.
Τέλος και χωρίς πρόθεση επίρριψης ευθυνών, στη μία ή την άλλη πλευρά, για τη θλιβερή διαμάχη Αθηνών – Λευκωσίας επί του θέματος, είναι ανάγκη να υπομνησθεί η ανάγκη κατεπείγουσας συνεννόησης των δύο Κυβερνήσεων σε ανώτατο επίπεδο. Είναι αδιανόητη η συνέχιση δημόσιας αντιμαχίας μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, που ελπίζω να γίνεται αντιληπτό ότι τραυματίζει την αναγκαία εθνική συνεννόηση και ομοψυχία επί ζωτικών και ύψιστων κρίσιμων εθνικών συμφερόντων.
Ότι και να συμβεί, είτε το έργο υλοποιηθεί, είτε όχι, οι σχέσεις Κύπρου – Ελλάδας, Ελλάδας – Κύπρου πρέπει να παραμείνουν αρμονικές και αδιατάρακτες. Καμία διαφωνία και καμία διαφορετική προσέγγιση σε ένα τέτοιο θέμα δεν είναι νοητό να οδηγήσει σε τραυματισμό τις επιβαλλόμενες αδελφικές σχέσεις των δύο χωρών.
Είναι εθνική επιταγή να διαφυλαχθούν και να διαφυλάσσονται «ως κόρη οφθαλμού».
Του Γιαννάκη Λ.Ομήρου
Πρώην Προέδρου της Βουλής
Των Αντιπροσώπων