Η σημερινή πραγματικότητα στις Κεντρικές Φυλακές Κύπρου αποκαλύπτει μια πολυσύνθετη κρίση που αγγίζει τόσο τους κρατουμένους όσο και το προσωπικό της Κεντρικής Φυλακής. Οι δεσμοφύλακες, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της εύρυθμης λειτουργίας του σωφρονιστικού συστήματος, βρίσκονται αντιμέτωποι με τρεις αλληλένδετες προκλήσεις: τον υπερπληθυσμό, την υποστελέχωση και τις δυσμενείς συνθήκες εργασίας. Η πρόσφατη καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας σε βάρος δεσμοφυλάκων ανέδειξε με δραματικό τρόπο τα όρια αντοχής και τις ευθύνες τους μέσα σε ένα πλαίσιο που λειτουργεί οριακά.
Ο υπερπληθυσμός αποτελεί διαρκή αθεράπευτη πληγή. Οι Κεντρικές Φυλακές φιλοξενούν αριθμό κρατουμένων που ξεπερνά κατά πολύ τη χωρητικότητά τους. Αυτό επιφέρει αυξημένη ένταση, βία και συχνά περιστατικά αυτοτραυματισμών ή συγκρούσεων. Οι δεσμοφύλακες βρίσκονται αντιμέτωποι με την αδύνατη αποστολή να επιτηρούν περισσότερους κρατουμένους απ’ όσους είναι πρακτικά δυνατό να ελέγξουν, με αποτέλεσμα κάθε τραγικό συμβάν να βαραίνει τελικά τους ώμους τους.
Η αναλογία δεσμοφυλάκων προς κρατουμένους στην Κύπρο παραμένει χαμηλότερη από τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Αυτό σημαίνει συνεχείς υπερωρίες, έλλειψη ξεκούρασης και υψηλά επίπεδα επαγγελματικής εξουθένωσης. Η σωματική και ψυχολογική πίεση οδηγεί σε μειωμένα αντανακλαστικά και λάθη σε κρίσιμες στιγμές. Το πρόσφατο περιστατικό που έφτασε ενώπιον του Κακουργιοδικείου καταδεικνύει πώς η αλυσίδα της υποστελέχωσης και της υπερφόρτωσης μπορεί να οδηγήσει μέχρι και σε απώλεια ζωής και στη βαρύτατη ποινική ευθύνη ενός δεσμοφύλακα.
Οι δεσμοφύλακες εργάζονται σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα επικίνδυνο και ψυχοφθόρο. Αντιμετωπίζουν συνεχείς απειλές, βία και κοινωνική απαξίωση, χωρίς την αναγνώριση που θα άρμοζε σε ένα τόσο δύσκολο επάγγελμα. Επιπλέον, οι χαμηλές απολαβές σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητας και δυσκολίας της εργασίας τους επιτείνουν την αίσθηση αδικίας. Η απουσία ουσιαστικής προοπτικής επαγγελματικής ανέλιξης και η έλλειψη θεσμοθετημένης ψυχολογικής στήριξης οδηγούν σε χαμηλό ηθικό και κλονισμένη εμπιστοσύνη απέναντι στο ίδιο το κράτος.
Η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (CPT, 2023) επιβεβαίωσε τα πιο πάνω προβλήματα:
• Σοβαρή έλλειψη προσωπικού, που καθιστά αδύνατη την αποτελεσματική επίβλεψη.
• Υπερβολική εξάρτηση από υπερωρίες, με σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία και την ασφάλεια.
• Ανεπαρκής εκπαίδευση για πρόληψη βίας, διαχείριση ψυχικά ασθενών και αντιμετώπιση αυτοκτονικών περιστατικών.
• Απουσία ψυχολογικής υποστήριξης, παρότι το επάγγελμα είναι εξαιρετικά στρεσογόνο.
Τα προβλήματα αυτά έχουν άμεσο αντίκτυπο στη ζωή των κρατουμένων. Όταν δεν υπάρχει επαρκής αριθμός δεσμοφυλάκων για να επιτηρεί και να διατηρεί την τάξη, δημιουργείται ένα κενό εξουσίας. Αυτό καλύπτεται από τους ίδιους τους κρατουμένους μέσω της δημιουργίας μιας παράνομης ιεραρχίας. Οι ισχυρότεροι επιβάλλονται στους πιο αδύναμους, με αποτέλεσμα ένα καθεστώς βίας, εκφοβισμού και εκμετάλλευσης.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ανθεί η εξουσία, η μαύρη αγορά προϊόντων και η διαφθορά.
Ο συνδυασμός υποστελέχωσης, υπερπληθυσμού, χαμηλών απολαβών και δυσμενών συνθηκών εργασίας δημιουργεί ένα ιδανικό κλίμα για διαφθορά. Η διαφθορά μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους: από την ανοχή στη διακίνηση απαγορευμένων προϊόντων μέχρι και την ενεργό συμμετοχή σε δίκτυα της μαύρης αγοράς. Αυτό, με τη σειρά του, υπονομεύει πλήρως την αξιοπιστία και τη νομιμότητα του σωφρονιστικού συστήματος.
Η καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου ανέδειξε την ατομική ευθύνη, αλλά ταυτόχρονα φανέρωσε την αποποίηση της συλλογικής ευθύνης από το κράτος. Η μεταφορά όλης της βαρύτητας στον χαμηλόβαθμο δεσμοφύλακα, χωρίς αναγνώριση των δομικών προβλημάτων, δημιουργεί ψευδαίσθηση δικαιοσύνης. Στην πραγματικότητα, μόνο μέσα από γενναίες μεταρρυθμίσεις μπορεί να αντιμετωπιστεί η κρίση.
Η Κύπρος οφείλει να μειώσει τον υπερπληθυσμό με εναλλακτικές ποινές, να ενισχύσει το προσωπικό, να αναβαθμίσει τις απολαβές, να θεσμοθετήσει ψυχολογική στήριξη και να προσφέρει ουσιαστική εκπαίδευση. Μόνο έτσι θα προστατευθούν τα δικαιώματα των κρατουμένων, η επαγγελματική αξιοπρέπεια των δεσμοφυλάκων και η νομιμότητα του σωφρονιστικού συστήματος.