«Άκουσα ανησυχία, κατάλαβα ότι ο συναγωνιστής μου δεν άντεξε... Τότε σταμάτησαν και τα δικά μου βασανιστήρια»

 
Κάποιους τους ενώνει η ζωή και κάποιους άλλους ο θάνατος. Αυτούς τους ένωσε ο θάνατος... ο θάνατος του ενός, που έγινε η ζωή του άλλου.

Ο Πλάτων Στυλιανού και ο Ανδρέας Κουζούπης μέλη και οι δύο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, το πρωινο της 4ης Αυγούστου του 1958 θα συναντηθούν για πρώτη φορά και θα προφτάσουν να συστηθούν, πριν οδηγηθούν σε ένα σκοτεινό υπόγειο των κρατητηρίων Λεμεσού.

Εκεί οι δύο άνδρες θα βασανιστούν ανελέητα για ώρες από Βρετανούς ανακριτές και Τούρκους επικουρικούς, αρνούμενοι να αποκαλύψουν κρίσιμες πληροφορίες του αγώνα.

Ζωντανός  από τη σαδιστική κτηνωδία θα βγει μόνο ο Ανδρέας Κουζούπης, γιατί όπως ο ίδιος θα πει αρκετά χρόνια αργότερα σε μια γραπτή προσωπική του μαρτυρία, ο θάνατος του συναγωνιστή του, Πλάτωνα, εκείνη την μέρα, έκανε τους Βρετανούς να σταματήσουν τα δικά του βασανιστήρια και να τον πάρουν πίσω στον κεντρικό σταθμό της Λεμεσού.
 
Με τον θάνατό του ο Πλάτων Στυλιανού πέρασε στο Πάνθεον των ηρώων, ενώ το φρικτό έγκλημα σε βάρος του, αν και έμεινε ατιμώρητο, δεν κουκουλώθηκε, χάρη στην αποφασιστικότητα του συναγωνιστή του να μαρτυρήσει όλα όσα οι δυο τους έζησαν εκείνο το πρωί στα χέρια των δημίων τους. 
 
Το ξύλο και μια κάσα... πεντόλιρα
Ο Πλάτων Στυλιανού, εργάτης στην ΚΕΟ και παντρεμένος με έξι ανήλικα παιδιά, συνελήφθη στις 24 Ιουλίου 1958 μέσα στο σπίτι του στην Λεμεσό, όταν οι Άγγλοι υποψιάστηκαν την ενεργό δράση του στην ΕΟΚΑ.
 
  Ο αγωνιστής της ΕΟΚΑ Πλάτων Στυλιανού

Ένα από τα παιδιά του, ο Ανδρέας Στυλιανού, Υποστράτηγος εν αποστρατεία σήμερα,  μιλώντας στο ΡΕΠΟΡΤΕΡ, θυμάται καθαρά εκείνη την μέρα, που έμελλε να είναι και η τελευταία  που θα έβλεπε τον πατέρα του ζωντανό.

«Όταν σκότωσαν τον πατέρα μου ήμουν 10 χρονών. Όλα ξεκίνησαν όταν ήρθαν στο σπίτι Εγγλέζοι και Τούρκοι αστυνομικοί και άρχισαν να τον κτυπούν για να τους δώσει πληροφορίες για την ΕΟΚΑ. Έβγαζαν τα κεραμίδια, αναποδογύριζαν πιθάρια έψαχναν για όπλα. Κρατούσαν αξίνες και έκαναν όλο το σπίτι άνω κάτω. Εμάς τα παιδιά, μας είχαν πάρει στο πίσω μέρος του σπιτιού, αλλά άκουγα τις κραυγές της μάνας μου για βοήθεια όσο τον κτυπούσαν»

Ο μεγάλος γιός του Πλάτωνα Στυλιανού, Θεόδωρος, Δικηγόρος και πρώην  Βοηθός Αρχηγός Αστυνομίας, τότε στα 12 του χρόνια είχε την ατυχία να δει τον πατέρα του να ξυλοκοπείται βάναυσα από τους αποικιοκράτες, αρνούμενος να αποκαλύψει αυτά που τον ρωτούσαν για την οργάνωση.

«Θυμάμαι που ο ένας από τους αστυνομικούς -ένας Τούρκος- άνοιξε πάνω στο τραπέζι μια κάσα με πεντόλιρα και του λέει αυτά είναι δικά σου αν μιλήσεις. Δεν ξερω τίποτα τους έλεγε ο πατέρας μου και συνέχισαν να τον χτυπάνε, ενώ η μάνα μας έτρεξε έξω από το σπίτι φωνάζοντας βοήθεια»

Στις κραυγές της συζύγου του αγωνιστή, Καλλιόπης, προσέτρεξε μια περίπολος Άγγλων στρατιωτών που περνούσε εκείνη την ώρα από την περιοχή. Οι στρατιώτες διέταξαν τους Τούρκους να σταματήσουν να τον κτυπούν, και αφού του πέρασαν χειροπέδες, τον μετέφεραν στα κρατητήρια Λανιτείου.
 
Η προσωπική μαρτυρία ενός αγωνιστή
Μετά από 11 μέρες κράτησης στο Λανίτειο και συγκεκριμένα το πρωί της 4ης Αυγούστου 1958, ο Πλάτων Στυλιανού οδηγείται στον ειδικό αστυνομικό σταθμό Λεμεσού (Special Branch). Εκεί γνωρίζει για πρώτη φορά έναν 20χρονο συναγωνιστή του, τον Ανδρέα Κουζούπη, ο οποίος είχε συλληφθεί δυο μέρες νωρίτερα. Οι δύο άντρες πρόλαβαν να συστηθούν πριν μεταφερθούν συνοδεία Τούρκων επικουρικών σε ένα βαν που τα παράθυρα του ήταν σκεπασμένα με μαύρες κουρτίνες.

Το τι ακολούθησε έγινε γνωστό από τον ίδιο τον Κουζούπη, ο οποίος κλήθηκε δύο μήνες μετά να καταθέσει ως μάρτυρας στη δίκη για τον περίεργο θάνατο του Πλάτωνα Στυλιανού.

Αν και ο 20χρονος τότε αγωνιστής, αρχικά δίσταζε να μαρτυρήσει στο δικαστήριο, όπως μάς είπε μιλώντας στον ΡΕΠΟΡΤΕΡ ο γαμπρός του, Σώτος Σωτηρίου , στη συνέχεια και με τις διαβεβαιώσεις του τότε θανατικού ανακριτή Μόργκαν, άρχισε να αποκαλύπτει όλη τη φρίκη που έζησε μαζί με τον Πλάτωνα στα χέρια Βρετανών και Τούρκων ανακριτών.

Συγκεκριμένα στην κατάθεσή του ο Κουζούπης λέει χαρακτηριστικά:
«Μόλις το βαν πέρασε τη φρουρά του Λανιτείου σταμάτησε. Τότε ο ένας από τους δύο Τούρκους αστυνομικούς που μάς μετέφεραν πήρε δύο άδειες σακούλες τσιμέντου και μάς τις φόρεσε στο κεφάλι. Στη συνέχεια μας έδεσε τον ένα στον άλλο με χειροπέδες αφήνωντας το άλλο μας χέρι ελεύθερο. Το βαν συνέχισε μια πορεία για 15 περίπου λεπτά οπόταν και ξανά σταμάτησε σε ένα ήσυχο μέρος. Μάς άφησαν στο αυτοκίνητο με τις κουκούλες στο κεφάλι, η ζέστη ήταν αφόρητη, δεν αντέχαμε και αρχίσαμε να κλωτσούμε την πόρτα. Ένας από τους αστυνομικούς άνοιξε για λίγο την πίσω πόρτα να μπει φρέσκος αέρας και μετά την ξανά έκλεισε. Μετά από μερικά λεπτά πήραν τον Πλάτωνα. Μπόρεσα να σηκώσω με το χέρι μου την κουκούλα και έβλεπα τι γινόταν. Του πέρασαν ένα σύρμα πάνω από την κουκούλα στο λαιμό και του έδεσαν ξανά τα χέρια με χειροπέδες. Το ίδιο έκαναν και σε εμένα μετά από λίγα λεπτά. Με κατέβασαν σε ένα υπόγειο και εκεί με απείλησαν λέγοντάς μου: ‘Εδώ πυροβολούμε και σκοτώνουμε, γι αυτό μίλα’. Άρχισαν να με κτυπούν στο στομάχι με ένα σακο με άμμο, να μου τραβούν τα γεννητικά όργανα, ενώ τα ίδια βασανιστήρια κατάλαβα ότι έκαναν στο ίδιο δωμάτιο και στον Πλάτωνα. Αργότερα μου έβγαλαν τα ρούχα και την κουκούλα και με έριξαν πάνω σε ένα κρεβάτι με σούστες που δεν είχε στρώμα. Εκεί άρχισαν να χοροπηδούν πάνω στο σώμα μου. Στη συνέχεια μου φόρεσαν και πάλι την κουκούλα και το σύρμα στο λαιμό και άρχισαν να ρίχνουν από πάνω νερό. Πνιγόμουν και λιποθυμούσα και όταν συνερχόμουν έκαναν πάλι το ίδιο. Σε κάποια στιγμή άκουσα ανησυχία, κατάλαβα ότι κάτι είχε συμβεί στον Πλάτωνα από τα βασανιστήρια. Τότε σταμάτησαν και με πήγαν πίσω στο βαν. Απο εκεί με μετέφεραν στο Special Branch Λεμεσού και μου έβγαλαν την κουκούλα. Τότε είδα το πρόσωπο του ανακριτή μου, ήταν ο λοχίας Κένεντι»
 
Από τον φάκελο της υπόθεσης που φυλάσσεται στο Κρατικό Αρχείο

Ο Ανδρέας Κουζούπης έφυγε από τη ζωή πριν τρία χρόνια. Πριν πεθάνει όμως φρόντισε να αφήσει ως παρακαταθήκη στην οικογένειά του, μια γραπτή προσωπική μαρτυρία για όλα όσα έζησε το 1958.

Στην μαρτυρία αυτή, αντίγραφο της οποίας μας παραχώρησε η κόρη του και ο γαμπρός του και δημοσιεύουμε αυτούσια, γράφει μεταξύ άλλων:

«Κατάλαβα ότι ο συναγωνιστής μου Πλάτων Στυλιανού δεν άντεξε και πέθανε. Ο θάνατός του, τους έκανε να σταματήσουν τα δικά μου βασανιστήρια και να με μεταφέρουν στον κεντρικό σταθμό της Λεμεσού»

«Κόντευε να δύσει ο ήλιος όταν με επέστρεψαν στο Special Branch της Λεμεσού. Εκεί μου έβγαλαν το σακούλι από το κεφάλι και είδα ότι παρών στα βασανιστήρια ήταν κι ο ανακριτής Κένεντι.... Όταν μάλιστα πήγα στο αποχωρητήριο είδα ότι έχανα αίμα»

«Στο δικαστήριο παρουσίασα τα πράγματα όπως ακριβώς έγιναν. Με έκπληξή μου όμως διάβασα στο ΕΘΝΟΣ την 27η Σεπτεμβρίου 1958 ότι ο δικαστής Μόργκαν εξέδωσε απόφαση ότι ο θάνατος του Πλάτωνα Στυλιανού οφειλόταν σε φυσικά αίτια!!! Ήταν μια δίκη παρωδία και ευχαριστώ το Θεό που με γλίτωσε από έναν βέβαιο θάνατο γιατί δεν ήμουν ακόμη έτοιμος»
 
Η προσωπική γραπτή μαρτυρία Κουζούπη

Στην αναφορά στο Συμβούλιο Ιστορικής Μνήμης ΕΟΚΑ για τη δράση του πολλά χρόνια αργότερα, ο Κουζούπης θα αποκαλύψει ακόμη ένα συνταρακτικό γεγονός που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια μετάφορας του από το Πολέμι όπου κρατείτο, στο δικαστήριο Λεμεσού, όπου και θα κατέθεται όλα όσα ήξερε για τον θάνατο του Πλάτωνα Στυλιανού.

 
 
Όλα φώναζαν έγκλημα
Ο θάνατος του Πλάτωνα Στυλιανού για ακόμη μία φορά έβαλε σε εφαρμογή τον γνωστό βρετανικό «μηχανισμό» συγκάλυψης, στον οποίο καθοριστικό ρόλο έπαιζε ένα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των αρχών, πόρισμα.

Στην περίπτωση του Στυλιανού, το πόρισμα του γιατρού Μπόιντ του νοσοκομείου Ακρωτηρίου όπου μεταφέρθηκε η σορός από τον ανακριτή Κένεντι, προσδιόριζε ως αιτία θανάτου του 36χρονου, την αυτόματη υπαραχνοειδή αιμορραγία.
 

Η υπαραχνοειδής αιμορραγία είναι ουσιαστικά μια μορφή εγκεφαλικής αιμορραγίας που προκαλείται, είτε αυτόματα (δηλαδή τυχαία), είτε μετά από κάποιο χτύπημα.

Ο ιατρός Μπόιντ απεφάνθη πως η εγκεφαλική αιμορραγία του Στυλιανού ήταν τυχαία και όχι αποτέλεσμα κάποιου χτυπήματος, αγνοώντας προκλητικά τόσο τις πρόσφταες μελανιές που ο ίδιος εντόπισε σε στήθος, κοιλιά, πρόσωπο και μεσεντέριο, όσο και το γεγονός ότι δεν βρέθηκε η πηγή της αιμορραγίας, όπως κατά κανόνα συμβαίνει όταν αυτή είναι τυχαία.

Η χήρα του ήρωα, προσπάθησε με νύχια και με δόντια να βρει δικαίωση για τον θάνατο του άντρα της, γι αυτό και απαίτησε μέσω δικηγόρου, τη διενέργεια και δεύτερης νεκροψίας από Έλληνα κυβερνητικό γιατρό.

Η νεκροψία αυτή πράγματι διενεργήθηκε στις 7 Αυγούστου, αλλά όχι από Έλληνα παθολογοανατόμο, αλλά από τον κυβερνητικό γιατρό Σενερκίν, ο οποίος και επανέλαβε τα ευρήματα του γιατρού Μπόιντ, επισφραγίζοντας ουσιαστικά την απαλλαγή των Βρετανών από κάθε ευθύνη.

Στην όλη ποινική έρευνα -όπως ήταν επόμενο- ο θανατικός ανακριτής βρίσκοντας πάτημα στις γνωματεύσεις των Μπόιντ και Σενερκίν και αδιαφορώντας για όλα τα στοιχεία που φώναζαν έγκλημα, έκρινε το θάνατο του Στυλιανού, ως το αποτέλεσμα μιας «τυχαίας» εγκεφαλικής αιμορραγίας.

 
Οι εξόφθαλμες αντιφάσεις των Βρετανών
Οι Βρετανοί στις καταθέσεις τους επιχείρησαν να κουκουλώσουν την εγκληματική τους ενέργεια, υποστηρίζοντας πως ο Πλάτων Στυλιανού μεταφέρθηκε γύρω στις 10 το πρωί στο Special Branch Λεμεσού, ανακρίθηκε στις 12.15 από τον λοχία Κένεντι για 45 λεπτά και εν συνεχεία τοποθετήθηκε για «λόγους ασφαλείας» σε ένα βαν επειδή ο Βρετανός αστυνομικός σκόπευε να συνεχίσει την ανάκριση, μετά το μεσημεριανό του.

Οι εμπλεκόμενοι υποστήριξαν εξάλλου, πως σε καμία περίπτωση, δεν υπήρξε κακομεταχείριση του κρατουμένου, χωρίς όμως να είναι σε θέση να εξηγήσουν πώς βρέθηκαν οι πρόσφατες μελανιές στο σώμα του, αλλά και ούτε πώς κατέληξαν τα ρούχα του να είναι σκισμένα, λερωμένα και βρεγμένα.

Στον καταιγισμό των αντιφάσεών τους συμπεριλήφθη και το γεγονός ότι στο στομάχι του 36χρονου αγωνιστή, ο ιατροδικαστής βρήκε υπολείμματα τροφής όταν διενήρησε στις 18.40 την νεκροψία. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως ο κρατούμενος που προφανώς είχε πάρει πρόγευμα πριν την μεταφορά του στο Special Branch Λεμεσού γύρω στις 10 το πρωί, απεβίωσε το πολύ τρεις ώρες αργότερα και όχι στις 15.00 όπως υποστήριξαν οι Βρετανοί.

Από την άλλη, στο χρονικό πλαίσιο της υπόθεσης εύκολα κανείς εντοπίζει σημαντικά κενά, όπως για παράδειγμα οι δύο και πλέον ώρες που ο Στυλιανού σύμφωνα με τους ανακριτές του τοποθετήθηκε στο χωλ των κρατητηρίων γιατί ο λοχίας Κένεντι είχε κάποιες άλλες υποχρεώσεις. Ωστόσο όταν ρωτήθηκαν γιατί μετά το πέρας της ανάκρισης έβαλαν τον Στυλιανού για δύο ώρες μέσα στο βαν, είπαν πως το έκαναν για λόγους ασφαλείας, αφού στο χωλ των κρατητηρίων δεν κλειδώνει η πόρτα.
 

Με την ίδια λογική αντιφάσεων οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί ανακριτές κατέθεσαν ότι το βαν στο οποίο τοποθετήθηκε ο 36χρονος μετά την ανάκριση ήταν σταθμευμένο σε σκία, ωστόσο στην μαρτυρία του ένας από τους Τούρκους επικουρικούς είπε το εντελώς αντίθετο, ότι δηλαδή το βαν ήταν σταθμευμένο στον ήλιο.
 
Λαοθάλασσα για το ύστατο χαίρε στον ήρωα
Όταν ο Πλάτων Στυλιανού έφτασε νεκρός στο σπίτι του στη Λεμεσό, από την μέση και πάνω ήταν γυμνός, όπως θυμούνται οι δύο από τους γιούς του που μίλησαν στον ΡΕΠΟΡΤΕΡ, Θεόδωρος και Ανδρέας.

«Η μητέρα μου την προηγουμένη του θανάτου του, είχε πάει να τον δει στο Λανίτειο που τον είχαν και ήταν καλά, της ζήτησε μάλιστα να του φέρει και καθαρά ρούχα. Την μέρα που τον έφεραν στο σπίτι νεκρό από την μέση και πάνω ήταν γυμνός και στο στήθος είχε σημάδια σαν μαύρες τρύπες και θυμάμαι το μέτωπό του ήταν εξογκωμένο», μάς λέει ο Ανδρέας Στυλιανού, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του, Θεόδωρος, θυμάται τα νύχια του πατέρα του να είναι βγαλμένα και το μουστάκι του ξερριζωμένο.

Την ημέρα άφιξης της σορού, οι Βρετανοί κήρυξαν την περιοχή σε κέρφιου, ενώ απαγόρευσαν την τέλεση της κηδείας. Ωστόσο η επιμονή των συγχωριανών του που βγήκαν -πάρα την απαγόρευση κυκλοφορίας- στους δρόμους, δεν έδωσε άλλη επιλογή στους αποικιοκράτες, παρά να επιτρέψουν την τέλεσή της.

«Όλο το χωριό βγήκε έξω, λαοθάλασσα. Θυμάμαι κόσμο σκαρφαλωμένο μέχρι και στα δέντρα τη στιγμή που περνούσε η νεκρική πομπή και κοπέλες χειροκροτούσαν γονατιστές», μας λέει ο Θεόδωρος Στυλιανού.
 
               Από την εφημερίδα "Έθνος", 9 Αυγούστου 1958
 
Από την άλλη ο 70χρονος σήμερα Υποστράτηγος εν αποστρατεία, Ανδρέας Στυλιανού, δεν θα ξεχάσει ποτέ ένα μικρό ποιηματάκι που ανέγνωσε στην εκκλησία μια κοπέλα σαν επικήδειο... «Σακούλια άμμο έριχναν οι τύραννοι εχθροί σου, έτσι που τα εντόσθια έλιωσαν στο κορμί σου».
 

Ο αδριάντας του Πλάτωνα Στυλιανού στο Βουνί Λεμεσού

Η χήρα του Πλάτωνα Στυλιανού, Καλλιόπη έφυγε από τη ζωή πριν τρία χρόνια, χωρίς ποτέ να δει δικαίωση για το έγκλημα σε βάρος του συζύγου της. Ωστόσο η ανεκτίμητη παρακαταθήκη της ηρωικής θυσίας του αγωνιστή από το Βουνί, παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο, μέσα από την αγάπη και τον θαυμασμό των παιδιών και των εγγονών του, όπως ο Κωνσταντίνος, γιος του Ανδρέα Στυλιανού -στρατιωτικός και ο ίδιος- που αν και δεν είχε την τύχη να γνωρίσει τον παππού του, τρέφει γι αυτόν, όπως μάς αποκάλυψε ο πατέρας του, τεράστια λατρεία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Δειτε Επισης

Επανέρχεται με επιστολή προς Υφ. Πρόνοιας για το Πασχαλινό Επίδομα η ΕΚΥΣΥ
Βαφεάδης: Δεν έχει ληφθεί η εγγυητική για Λιμάνι και Μαρίνα Λάρνακας
Αισιοδοξία Κουμή για αντίστοιχες επιδόσεις στις τουριστικές αφίξεις με το 2023 παρά τις προκλήσεις
Ζητά από υποψήφιους δέσμευση για προώθηση των αιτημάτων της ΟΠΑΚ
Τροποποίηση κανονισμού ΕΕ για προστασία καταναλωτών, ζητά ο ΓΔ του Υπ. Ενέργειας
Μισοάδειο βλέπουν το ποτήρι μονογονιοί, πολύτεκνοι και συνταξιούχοι-Θέτουν σειρά αιτημάτων στο τραπέζι
Μιχαηλίδου: Έμφαση στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των παιδιών
Στο 11,7% η διαφορά ακριβότερου από φθηνότερο καλάθι προϊόντων-Αυξήσεις σε λαχανικά, αλλαντικά και όσπρια
Η εκπαίδευση Νοσηλευτών επίκεντρο επιστολής προς υπ. Υγείας από αρμόδιους Συνδέσμους
Η θέση ΥΠΑΝ για τις καταγγελίες για σχολεία-«Μεμονωμένα περιστατικά, κοινωνικό φαινόμενο η βία»