«Μου έβαζαν το πιστόλι στο στόμα και έπαιζαν ρώσικη ρουλέτα!»

 
«Κάποιος θόρυβος ακούστηκε απάνω, εκεί που ήταν το ανακριτήριο. Ο θόρυβος ολοένα και δυνάμωνε, ξεχώριζα τώρα φωνές, καρέκλες και τραπέζια που έπεφταν στο πάτωμα, γροθιές που χτυπούσαν κάποιο κορμί, βογγητά πόνου... Μια σπαραχτική φωνή, που σιγά-σιγά έσβηνε, έσκιζε τη νύχτα: ‘Σας μισώ, σας μισώ...’. Έσφιξα τις γροθιές. Καημένο μου πλάσμα, πόσο θα ‘θελα να σε βοηθήσω, μα και πόσο ανήμπορος είμαι. Παρά στέκω μονάχα άγρυπνος στο μαρτύριό σου, βασανισμένε μου άγνωστε...»

Αυτά έγραφε πάνω σε ένα λιγδωμένο χαρτί που είχε βρει στο πάτωμα, χρησιμοποιώντας ένα μισοσπασμένο μολύβι που ακόνιζε με τα δόντια. Ξαπλωμένος στον τσιμεντένιο τάφο που είχε για κρεβάτι στο σκοτεινό κελί του, ατέλειωτες ήταν οι ώρες μέσα στο... κολαστήριο της Ομορφίτας!

Ήταν ο κρατούμενος υπ’ αριθμόν 743, ή όπως τον είχαν καταχωρημένο οι Εγγλέζοι, D.P. 743. Τον Νοέμβριο του 1956, μόλις στα 25 του χρόνια, ο Ρένος Λυσιώτης βρέθηκε από τα έδρανα των δικαστηρίων όπου υπερασπιζόταν συναγωνιστές του στην ΕΟΚΑ, κρατούμενος στον αστυνομικό σταθμό της Ομορφίτας. Εκεί που κι άλλοι πολλοί Ε/κ -μέλη του αγώνα- είχαν μαρτυρήσει στα χέρια σαδιστών ανακριτών των Βρετανικών δυνάμεων.

Σήμερα, 62 χρόνια μετά, είχα την τύχη να τον γνωρίσω από κοντά και να μιλήσουμε για τις 18 εφιαλτικές μέρες που σημάδεψαν την ζωή του.
 
Δεκαοκτώ μέρες κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε τρομερά ψυχολογικά βασανιστήρια, από τα οποία πολύ λίγοι άνθρωποι θα είχαν τη δύναμη να βγουν αλώβητοι. Εικονικές εκτελέσεις, ρώσικη ρουλέτα με το όπλο στο στόμα, ισοπέδωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ανατριχιαστικοί ήχοι που τρυπούν το μυαλό, ήταν μόνο μερικά από τα όσα βίωσε ο Ρένος Λυσιώτης στο άντρο της κτηνωδίας.

Συναντηθήκαμε στο δικηγορικό του γραφείο, κάπου εκεί στο κέντρο της Λευκωσίας. Αντικρίζοντάς τον για πρώτη φορά, δεν άργησα να καταλάβω πως ο άνθρωπος που τότε αρνήθηκε να υποταχθεί στους αποικιοκράτες, σήμερα αρνείται να υποταχθεί στον αδυσώπητο χρόνο. Μάρτυρας το σπινθηροβόλο βλέμμα του αιώνιου νέου που εξακολουθεί να αναβλύζει πεισματικά από τις κουρασμένες κόγχες των ματιών του.


Ο Ρένος Λυσιώτης σήμερα όπως μας υποδέχθηκε στο γραφείο του

Η ΜΥΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

Πώς μπήκε στη ζωή σας η ΕΟΚΑ;

Στην ΕΟΚΑ εντάχθηκα γιατί αυτά τα πολύ όμορφα και σωστά που είχα μάθει ως φοιτητής νομικής στην Αγγλία περί Δικαίου, Δικαιωμάτων και Δικαιοσύνης, ίσχυαν και εφαρμόζονταν στην Αγγλία, αλλά όχι στην Κύπρο. Κι αυτό με έπνιγε.
 
Πριν την ένταξή σας στον αγώνα είχατε υπερασπιστεί αρκετές φορές συλληφθέντες αγωνιστές...
Την περίοδο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και πριν συλληφθώ, είχα αναλάβει αρκετές φορές, σε συνεργασία και με άλλους συναδέλφους, την υπεράσπιση αγωνιστών -πάντοτε αφιλοκερδώς και σε συνενόηση με τον στρατολόγο της ΕΟΚΑ, Παπασταύρο Παπαγαθαγγέλου. Η υπόθεση όμως που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι είναι αυτή των Μιχαήλ Κουτσόφτα και Ανδρέα Παναγίδη, οι οποίοι και απαγχονίστηκαν τελικά από τους αποικιοκράτες.


Πώς έγινε η μύηση;
Επιστρέφοντας από την Αγγλία δούλεψα για λίγο χρόνο ως ασκούμενος δικηγόρος στο γραφείο του Ιωάννη Κληρίδη πριν ανοίξω το δικό μου.
 
Όταν ξεκίνησα να υπερασπίζομαι συλληφθέντες αγωνιστές άρχισα να μπαίνω σιγά σιγά στο πνεύμα του αγώνα. Η δράση μου ως δικηγόρος και το πάθος μου στην υπεράσπιση μελών της οργάνωσης άρχισαν να γίνονται γνωστά στις τάξεις της ΕΟΚΑ. Ένα απόγευμα Μάρτης του 1956 ήταν, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το δικηγορικό μου γραφείο. Ο οδηγός του που ήταν ένας νεαρός μου είπε να τον ακολουθήσω. Το έκανα, χωρίς δισταγμό. Με οδήγησε στην Ιερατική Σχολή και εκεί σε ένα μικρό δωμάτιο ήταν ο Αρχιμανδρίτης Κωνσταντίνος Λευκωσιάτης. Αφού μου συστήθηκε, χωρίς περιστροφές μου είπε πως η οργάνωση έχει καιρό που παρακολουθεί την δικηγορική μου δράση στην υπεράσπιση αγωνιστών και πως ο Αρχηγός Διγενής του ανέθεσε να με ορκίσει ως μέλος της ΕΟΚΑ.

Άπλωσα το χέρι στο Ευαγγέλιο και ορκίστηκα αμέσως. Ανέλαβα υπεύθυνος Νεολαίας Λευκωσίας, στη συνέχεια με την ίδρυση της ΠΕΚΑ ανέλαβα πρώτος υπεύθυνος Λευκωσίας. Ο Αρχιμανδρίτης αρχικά μου είχε δώσει το ψευδώνυμο Μαρτίνος, αλλά τα ψευδώνυμα μετά από τακτά χρονικά διαστήματα άλλαζαν για λόγους ασφαλείας, κι έτσι στη συνέχεια έγινα Αυγερινός και ακολούθως Ραφαήλ.
 
Ο Ρένος Λυσιώτης στα κρατητήρια Πύλας

Δεν το σκεφτήκατε καθόλου πριν πείτε το «ναι»;
Καθόλου. Είπα αμέσως ναι. Ήμουν πανευτυχής. Ήταν μεγάλη τιμή αυτό για μένα.

Η οικογένεια σας το ήξερε;
Οχι. Μέχρι και δύο βδομάδες πριν τη συλλήψή μου κανένας από την οικογένειά μου δεν γνώριζε ότι ήμουν μέλος της ΕΟΚΑ.
Κάποια στιγμή όμως πριν συλληφθώ, είχα αρχίσει να ανησυχώ. Τότε αποφάσισα να μιλήσω στους γονείς μου. Ωστόσο δεν μπορούσα να ανακοινώσω ο ίδιος κάτι τέτοιο στην μητέρα μου, γιατί ξέροντας πόσο ευαίσθητη ήταν, φοβόμουν ότι δεν θα το άντεχε. Πήρα το πατέρα μου στην κουζίνα και του λέω έχω να σου ανακοινώσω κάτι.... Φαντάστηκε ότι γνώρισα κάποια κοπέλα. «Είσαι ερωτευμένος;», με ρώτησε. «Μπορείς να πεις κι έτσι», του λέω. «Είμαι βαθιά ερωτευμένος με την πατρίδα, είμαι μέλος στην ΕΟΚΑ». Τότε αγκαλιαστήκαμε χωρίς να πει κανένας μας ούτε λέξη. 

Η ΣΥΛΛΗΨΗ

Θυμάστε την ημέρα που σας συνέλαβαν;
Ένα πρωί ήρθαν δύο Εγγλέζοι στο γραφείο μου. Μου λένε: «Είσαι ο Ρένος Ξάνθου Λυσιώτης»; Ναι, τους λέω. «Έχουμε πληροφορίες ότι συνεργάζεσαι με την ΕΟΚΑ», είπαν και ξεκίνησαν να ψάχνουν τα πάντα... βιβλία, φακέλους, έγγραφα.

Είχα αρχίσει να αγχώνομαι γιατί μέσα στην τσέπη μου, ανάμεσα στα χαρτονομίσματα 100 λιρών που είχα μόλις πάρει ως αμοιβή για μία υπόθεση διαζυγίου που είχα αναλάβει, ήταν και μια επιστολή που είχα ετοιμάσει για τον Γρίβα. Του έγραφα για ένα οίκημα στη Λευκωσία που γίνονταν συναντήσεις Βρετανών με καταδότες, το οποίο είχαμε θέσει υπό παρακολούθηση για να βλέπουμε ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Αν το έβρισκαν αυτό πάνω μου, θα είχαν τελειώσει όλα.

Τους είπα θέλω να πάω στην τουαλέτα, αλλά δεν μου το επέτρεπαν γιατί μου είπαν πως μπορεί να είχα κάτι πάνω μου και να επιχειρήσω να το πετάξω. Εκεί αποφάσισα να το παίξω κορώνα γράμματα.
 
                              Φωτογραφία του από τις αρχές στα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς 

«Δεν έχω τίποτε πάνω μου, ορίστε» τους λέω «αν θέλετε ψάξτε με , αλλιώς αφήστε με να πάω στην τουαλέτα και βάλτε κάποιον δικό σας να με προσέχει».

Αποφάσισαν για καλή μου τύχη να κάνουν το δεύτερο. Είπαν σε έναν Τούρκο να με πάει στην τουαλέτα και να παρακολουθεί. Εκεί του πρόσφερα τσιγάρο και του έπιασα την κουβέντα, ενώ την ίδια ώρα προσπαθούσα να τραβήξω από την τσέπη τα λεφτά με την επιστολή να πέσουν στην λεκάνη. Τελικά τα κατάφερα χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα.

Στο γραφείο που συνέχιζαν την έρευνα είχα να ανησυχώ και για κάτι άλλο... μέσα στο συρτάρι του γραφείο μου ανάμεσα στους φακέλους δικογραφιών υπήρχε ένας φάκελος ίδιος αλλά πιο κοντός -τον είχα κόψει με ψαλίδι για να διαφέρει ώστε να τον βρίσκω εύκολα. Εκεί είχα χαρτιά για την οργάνωση. Ο Εγγλέζος έπαιρνε έναν έναν τους φακέλους και έλεγχε ό,τι είχαν μέσα. Έφτανε στον επίμαχο φάκελο όταν ο άλλος Εγγλέζος τον ρώτησε αν βρήκε κάτι. Του είπε πως βρήκε ότι μπορεί να βρει κάποιος σε ένα δικηγορικό γραφείο και αμέσως πέταξε μέσα όλους τους φακέλους και ευτυχώς δεν συνέχισε την έρευνα και έκλεισε το συρτάρι.

Στη συνέχεια με πήραν συνοδεία στο σπίτι μου για να κάνουν κι εκεί έρευνα. Όταν τους είδε η μητέρα μου κατάλαβε τι γινόταν, όμως σαν καλή Κύπρια οικοδέσποινα τους έβγαλε και τους κέρασε γλυκό καρυδάκι. Έψαξαν όλο το σπίτι δεν βρήκαν τίποτα και μου είπαν να τους ακολουθήσω.
 
Τότε η μητέρα μου τους ρώτησε πού με παίρνουν. Με τραβούσαν χωρίς να της απαντούν, άρχισε να φωνάζει και σε κάποια στιγμή η μητέρα μου αν και μικροκαμωμένη και πάντα ήρεμη και χαμηλών τόνων, μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι, τράβηξε έναν από αυτούς από τον γιακά και του φώναξε: «Πού τον πάτε». Εκείνος την έκανε πέρα. Στο δρόμο, όταν τους ρώτησαν πού πάμε μου είπε ο ένας ειρωνικά... «Ομρφίτα Πάλας».

Συνολικά πόσο καιρό κάνατε κρατούμενος;
Με συνέλαβαν στις 5 Νοεμβρίου του 1956 και αποφυλακίστηκα στις 13 Μαρτίου του 1958. Αρχικά στην Ομορφίτα όπου και κρατήθηκα για 18 εφιαλτικές μέρες, ακολούθως με πήγαν στα κρατητήρια Πύλας, όπου με εντολή του Διγενή ανέλαβα υπεύθυνος των εκεί κρατούμενων αγωνιστών.  Τον Ιανουάριο του 1958 μεταφέθηκα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς, και τελευταίος σταθμός στο Πυρόι, εκεί ήταν ο διακομιστικός σταθμός λίγο πριν την αποφυλάκιση.

Συρματοπλέγματα γύρω από τις τσίγκινες παράγκες των κρατητηρίων Πύλας

ΤΟ ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟ 

Πρώτος σταθμός κρατητήρια Ομορφίτας. Τι θυμάστε;
Όταν έφτασα στην Ομορφίτα με έγδυσαν για να δουν αν έχω τίποτα κρυμένο πάνω μου. Πήραν στη συνέχεια έναν φακό και τον έβαλαν από πίσω. Ήθελαν να ελέγξουν ακόμη και εκεί. Στη συνέχεια με οδήγησαν στον γραφείο ενός Άγγλου Ταγματάρχη, του Σάνφορντ. Φορούσε τη στολή, τα γαλόνια του, και ομολογουμένως προσπαθούσε να είναι ευγενικός και τζένλεμαν. Μου είπε: «Πιστεύουμε πως είσαι μέλος της ΕΟΚΑ, ή θα μιλήσεις ή θα σε παραδώσουμε σε άλλους και αυτοί δεν θα είναι τόσο ευγενικοί όσο εγώ».

Εγώ αρνήθηκα τα πάντα και όπως ήταν φυσικό με παρέδωσαν στους «άλλους», δύο Άγγλους ανακριτές, δύο ανθρωπόμορφα τέρατα. Ο ένας λεγόταν Ντέιβιντ Μακλόκλαν και ο άλλος Σμιθ.

Ο Μακλόκλαν ήταν νεαρός, ένας πραγματικός σαδιστής, ο Σμιθ ηλικιωμένος, μικροκαμωμένος και με βλέμα που θύμιζε αλεπού. Με έβαλαν και έκατσα και ξεκίνησε η ανάκριση. Στο δωμάτιο των ανακρίσεων υπήρχε ένα τραπεζάκι και τρεις καρέκλες. Στην μια καθόμουν εγώ και στις άλλες οι Βρετανοί. Συνήθως ο ένας μπροστά μου και ο άλλος πίσω μου. Με ρωτούσαν συνέχεια να τους αποκαλύψω ποιος είναι ο Γούναρης. Τους απαντούσα πως δεν ξέρω και πράγματι δεν ήξερα ποιος ήταν ο "Γούναρης".
 
Αγωνιστές κρατούμενοι στο προαύλιο των κρατητηρίων Πύλας

Κατά τη διάρκεια των πρώτων ανακρίσεων μου είχαν πει πως δεν πρόκειται να πειράξουν ούτε τρίχα από τα μαλλιά μου, γιατί θα εφαρμόσουν πάνω μου μια άλλη μέθοδο βασανιστηρίων, τα ψυχολογικά βασανιστήρια ή άλλιώς ‘brain washing’. Μου είπαν πως την μέθοδο αυτή εφήρμοσαν πρώτοι οι Ρώσοι, και οι ίδιοι την τελειοποίησαν.


Μερικές βδομάδες πριν τη σύλληψή μου ο αρχηγός Διγενής μου είχε δώσει εντολή να ψάξω τι ακριβώς είναι το ‘brain washing’ γιατί έχουν πληροφοίες ότι θα το εφαρμόσουν οι Άγγλοι πάνω σε συλληφθέντες συναγωνιστές. Οπότε ένα περίπου ήξερα τι με περίμενε.

Δηλαδή τι ακριβώς σας έκαναν;
Αρχικά ξεκίνησαν τις ανακρίσεις με απειλές. Μία από αυτές ήταν ότι αν δεν τους πω αυτά που ήθελαν να μάθουν, θα συλλάβουν την μητέρα μου, θα τη φέρουν και θα τη βιάσουν οι Τούρκοι δεσμοφύλακες μπροστά μου. Συνήθιζαν να βασανίζουν κρατούμενους αγωνιστές με την απειλή ότι θα κάνουν κακό σε αγαπημένα τους πρόσωπα.

Τα βασανιστήρια διαρκούσαν από το πρωί ως τη νύχτα, ασταμάτητα. Άλλες φορές πάλι, ενώ ήμουν στο κελί μου, άκουγα τις κραυγές πόνου άλλων συναγωνιστών που τους είχαν στο ανακριτήριο και τους βασάνιζαν.

Θυμάμαι κάποια στιγμή και ενώ με είχαν στο δωμάτιο για ανάκριση, είχαν βγάλει και οι δύο τα όπλα τους. Ο ένας στεκόταν μπροστά μου και ο άλλος πίσω μου. «Θα σου κάνουμε ένα μάθημα για τα όπλα», μου λένε.

Έβαζαν μια μια τις σφαίρες στη θαλάμη των όπλων τους και άφηναν μια κενή, μου έβαζαν τα όπλα ο ένας στο στόμα, ο άλλος στον κρόταφο ή το στήθος, και μου έδιναν διορία μέχρι το τρία για να μιλήσω. Ένα, δύο, τρία... κλικ. Πότε τραβούσε ο ένας τη σκανδάλη, πότε ο άλλος. Κάποιες φορές μου έλεγαν περιπαιχτικά ότι ξέχασαν την ασφάλεια και πως μπορεί να μην είμαι τόσο τυχερός την επόμενη φορά. Αυτό συνεχιζόταν δεν ξέρω και γω για πόσο. Ήταν τόσος ο τρόμος και η ψυχολογική κατάρρευση, που είχα χάσει πια την αίσθηση του χρόνου.

Σε μία άλλη περίπτωση κι ενώ με ανέκριναν, με ρώτησαν αν πεινάω, και εγώ απάντησα ‘ναι’. Τότε φώναξαν στον φύλακα έξω να μου φέρει σουβλάκια. Απόρρησα...Ήρθε ο φύλακας και μου βάζει μπροστά μου ένα πιάτο γεμάτο πράσινες ελιές που ήταν καλυμένες από πάνω με χοντροκομμένο αλάτι.

«Τα σουβλάκια σου», μου λένε οι ανακριτές. «Μα δεν είναι σουβλάκια. Είναι ελιές με αλάτι», τους λέω. «Είναι σουβλάκια», φώναξαν και πρόταξαν τα όπλα αναγκάζοντάς με να τις φάω όλες.
 
Θυμάμαι τα χείλη μου είχαν σκάσει από το αλάτι. Ήθελα απεγνωσμένα νερό και ήπια όλη την κανάτα που μου είχαν φέρει. ΄Όπως ήταν φυσικό μετά ήθελα να πάω στην τουαλέτα, αλλά δεν με άφηναν. Να τα κάνεις πάνω σου μου έλεγαν, θα σε εξευτελίσουμε, θα σε κάνουμε να νιώθεις σκουπίδι... Δεν τους έδωσα όμως αυτή την ικανοποίηση, κρατήθηκα, αν και πονούσα φρικτά. Μέχρι σήμερα, αν για κάποιο λόγο καθυστερήσω να πάω τουαλέτα, ακόμη νιώθω τον ίδιο φρικτό πόνο.

Το χειρότερο όμως βασανιστήριο από όλα ήταν άλλο. Μία μέρα στο δωμάτιο ανάκρισης, με είχαν καθισμένο και συνέχιζαν να μου ζητούν να τους πω «Ποιος είναι ο Γούναρης». Αυτός που στεκόταν μπροστά μου, μου έβαζε το όπλο στο στόμα και ο άλλος από πίσω επαναλαμβανε μεσα στο αυτί μου φωνάζοντας: «Γούναρης, Γούναρης, Γούναρης, Γουναρης!», ενώ την ίδια ώρα χτυπούσε το χέρι στο τραπέζι και επειδή φορούσε ένα δαχτυλίδι κάθε φορά ακουγόταν και ένας εκνευριστικός ήχος. Αυτός ο ήχος ήταν ασταμάτητος και κάποια στιγμή έγινε τόσο βασανιστικός που κάθε στιγμή που τον άκουγα τρανταζόμουν ολόκληρος. Μπορώ να πω ότι αυτός ο εκνευριστικός ήχος, η δυνατή φωνή και το στόμα του κολλημένο σαν τη βδέλα στο αυτί μου, ήταν πολύ πιο σκληρό βασανιστήριο κι από το όπλο στο στόμα μου. Από μέσα μου παρακαλούσα να με χτυπήσουν, να με σκοτώσουν, αρκεί να σταματήσει αυτός ο απαίσιος ήχος, να μην τον ακούω.
 
Ένα από τα φυλλάδια της ΠΕΚΑ προς εμψύχωση του κυπριακού ελληνισμού στον αγώνα για ανεξαρτησία

Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ανάκρισης μου λένε: «Γιατί δεν μιλάς, φοβάσαι τον Διγενή». Κι άρχισαν να λένε πως ο Διγενής είναι ο Γρίβας. «Δεν ξέρω ότι ο Διγενής είναι ο Γρίβας», τους λέω εγώ. «Δεν το ξέρεις; Να στο αποδείξουμε», μου λένε.

Τότε άνοιξε η πόρτα και ένας Τούρκος φρουρός έφερε έναν νεαρό γύρω στα 25, κυριολεκτικά μισοπεθαμένο από το ξύλο. Τον βάσταγε ο Τούρκος γιατί δεν μπορούσε ούτε να σταθεί, ούτε καν να σηκώσει το κεφάλι. Από πάνω ως κάτω ήταν γεμάτος αίματα και στο λαιμό είχε σημάδια από σχοινί.

«Ορίστε αυτοί είναι οι λεβέντες σας», μου λέει ο ένας ανακριτής με ικανοποίηση.
 
Πιάνει από τους ώμους το νεαρό και τον τραντάζει. «Ποιος είναι ο αρχηγός σου στο βουνό;», τον ρωτάει. Τότε εκείνος προσπάθησε να ψελίσει με όση δύναμη του είχε απομείνει: «Γρι..., Γρι..., Γρι..., Γρίβας», είπε.

Ήθελαν να μου ρίξουν το ηθικό, να με κάνουν να μιλήσω κι εγώ. 

Ο Ρένος Λυσιώτης με έναν συναγωνιστή του, κρατούμενοι και οι δύο στην Πύλα

Ποιος μπορεί όμως να κατηγορήσει το συγκεκριμένο νεαρό που μίλησε;
Κανείς, ο άνθρωπος αυτός απλά δεν άντεξε. Ο κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του όρια στον πόνο. Κι εγώ δεν ξέρω μέχρι πού θα μπορούσα να φτάσω και να λυγίσω. Για παράδειγμα το παιδί που μίλησε και οδήγησε τους Βρετανούς στη σύλληψή μου, ένα παλικάρι 17-18 χρονών μέλος κι αυτός του αγώνα. Τον έπιασαν και τον βασάνισαν. Του πέρασαν καυτό σίδερο, από αυτό που σιδερώναμε τα ρούχα, πάνω από την κοιλιά του, και παρόλα αυτά δεν είπε λέξη. Την επόμενη όμως μέρα που τον πήραν ξανά για ανάκριση, τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι πριν καν αρχίσουν να τον ρωτάνε, από τον φόβο και μόνο ότι θα περάσει τα ίδια. Μπορείς να πεις οτι αυτό το παιδί ήταν προδότης; Απλά δεν άντεξε. Κι εδώ να σας πω ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήρθε και με βρήκε πριν καμιά εικοσαριά χρόνια και έπεσε γονατιστός να μου ζητήσει συγγνώμη. Έλεγε και ξανάλεγε ότι ήταν προδότης που μίλησε. Τον έπιασα από τα χέρια και του είπα: «Απλά δεν άντεξες». Και μάλιστα στην επόμενη συγκέντρωση των βετεράνων αγωνιστών τον πήρα μαζί μου. Του έφυγε ένα βάρος που κουβαλούσε στην ψυχή του χρόνια.
 
Η ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ

Η Επιτροπή ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης είχε ξεκινήσει τότε έρευνα των καταγγελιών της Ελλάδας για βασανιστήρια Ε/κ κρατουμένων στην Κύπρο και αν δεν κάνω λάθος, η Επιτροπή αυτή είχε πάρει κατάθεση και από εσάς;
Ναι, ήταν Γενάρης του 1958, ξημέρωμα. Ήρθαν και με ξύπνησαν. Μου είπαν να ετοιμαστώ για τον διαμετακομιστικό σταθμό της Κοκκινοτριμιθιάς. Εκεί ήταν ο τελευταίος σταθμός πριν την αποφυλάκιση. Κι ενώ ξεκίνησα για το λεωφορείο που θα μας μετέφερε, ένας Λοχίας μου φωνάζει να τον ακολουθήσω. «Εσύ δεν θα φύγεις, όχι τώρα», λέει ο Κομαντάντ.  Ο λοχίας με οδηγεί σε ένα μικρό δωμάτιο-κελί του Διευθυντηρίου. Άκουσα τον Κομαντάντ που είπε: «Να μην έρθει σε επαφή με κανένα». Κλείνει η πόρτα και έρχεται ένας στρατιώτης φρουρός στην πόρτα. Με κυρίευσε η αγωνία. Δεν ήξερα τι γινόταν, ούτε γιατί ήμουν εκεί.
 
Ο Ρένος Λυσιώτης στο Κομπάουντ C της Πύλας 

Κάποια στιγμή ο φρουρός μπαίνει μέσα, αφήνει το όπλο του σε μία γωνία, μου προσφέρει τσιγάρο και κάθεται δίπλα μου.

Μην ανησυχείς μου λέει, είμαι Ιρλανδός.Με λένε Τζο Λέννελ. Έχει έρθει μια Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και θέλει να σου πάρει κατάθεση. Θα έρθουν σε λίγο, γι αυτό είσαι εδώ.

Τον κοίταζα απορρημένος και εκείνος συνέχιζε να μιλά:
«Η καρδιά μου χτυπά όπως και η δική σας. Αναγκάστηκα να καταταγώ στον Βρετανικό στρατό γιατί είμαι από πολύ φτωχή οικογένεια. Ξέρω τι θα πει εγγλέζικη κτηνωδία. Όταν ετοιμαζόμουν να έρθω στην Κύπρο, η μάνα μου μου είπε... εκεί που θα πας οι άνθρωποι αυτοί αγωνίζονται για τον ίδιο σκοπό που αγωνίστηκε κι ο πατέρας σου. Κάνε το καθήκον σου αλλά κοίτα να ελαττώνεις τον πόνο και την πίκρα τους.

Συνέχισε να μου λέει για την οικογένειά του και για τον πατέρα του που τελικά τον σκότωσαν οι Άγγλοι. Εκείνη τη στιγμή έβαλε τα κλάματα, τον αγκάλιασα και έκλαψα κι εγώ μαζί του.

Σε εκείνο το σημείο της συνέντευξης, ο Ρένος Λυσιώτης κομπιάζει και σταματάει την εξιστόρηση. Είχαν γεμίσει τα μάτια του και όση προσπάθεια κι αν έκανε να το κρύψει, είδα το δάκρυ που πρόφτασε και κύλησε... Γυρίζει με ένα πικρό χαμόγελο απορίας και μονολογεί: «Κοίτα να δεις έχουν περάσει 60 χρόνια κι ακόμη όποτε το σκέφτομαι συγκινούμαι».
 
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ

Όσο ήσασταν κρατούμενους εκτός από το ημερολόγιο που κρατούσατε, βγάζατε και φωτογραφίες...
Τις φωτογραφίες τις τράβηξα κατά τη διάρκεια της κράτησής μου στην Πύλα. Εκεί είχα προμηθευτεί μια φωτογραφική από το μυστικό μας «ταχυδρομείο» και τα φιλμ τα έδινα στην μητέρα μου στις επισκέψεις.

Τι ήταν το μυστικό ταχυδρομείο;
Το μυστικό ταχυρομείο λειτουργούσε κρυφά από τη διοίκηση των φυλακών, μέσω της τροφοδοσίας. Η ΕΟΚΑ είχε φροντίσει οδηγός του φορτηγού που έφερνε τις προμήθειες του μαγειρείου να είναι ένας δικός μας. Έτσι κάπου εκεί στην καρότσα, σε μια κρύπτη, έβγαιναν και έμπαιναν επιστολές από και προς τον αρχηγό Διγενή.

Από όλες αυτές τις επιστολές που ανταλλάσατε με τον Αρχηγό Διγενή κρατήσατε καμία ;
Ό,τι επιστολή παίρναμε από τον Αρχηγό την διαβάζαμε και την καίγαμε αμέσως. Κράτησα μόνο μία. Την έχω φυλαγμένη εδώ στο γραφείο μου.

Τον ρωτάω αν μπορώ να την δώ. Μου χαμογελάει και μου δείχνει ένα μεγάλο άλμπουμ σε μια τσάντα στην γωνιά. Η επιστολή του Διγενή μαζί με μία φωτογραφία του ήταν φυλαγμένα κάτω από προστατευτικό σελοφάν στην πρώτη σελίδα του άλμπουμ.
 
Η επιστολή του Αρχηγού της ΕΟΚΑ στον Ρένο Λυσιώτη φυλαγμένη στην πρώτη σελίδα του άλμπουμ
 
 
*Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι από την προσωπική συλλογή του Ρένου Λυσιώτη. Οι φωτογραφίες αυτές τραβήχτηκαν κρυφά (κάποιες από τον ίδιο και κάποιες από συγκρατούμενούς του συναγωνιστές) κατά τη διάρκεια της κράτησής του στην Πύλα. Το 2017 η πολύτιμη αυτή συλλογή εκτέθηκε για επτά μήνες στο Μουσείο Αγώνος, στη Λευκωσία.
 

Δειτε Επισης

Ανήλικη ξυλοκόπησε άγρια τη 17χρονη αδερφή της στην Ελλάδα-Το θύμα έχασε τις αισθήσεις του
Ο Γιώργος Σκαλιάς ο εκλεκτός του ΠτΔ ως ειδικός σύμβουλος για θέματα εκπαίδευσης
Άνοδος 5,4% στις αφίξεις τουριστών την πρώτη τριμηνία 2024-Αισιοδοξία Υφ. Τουρισμού
«Η Άσσια βίωσε το μίσος των κατακτητών»-Σύντομα παραδίδεται το μνημείο Πεσόντων
Εκ πρώτης όψεως ευθύνες για την απόδραση κρατούμενου από τις Κεντρικές-Εν αναμονή της έκθεσης γεγονότων
Απαντά στη συσκότιση της Αστυνομίας για σοβαρές υποθέσεις ο Χαρτσιώτης-Τα ρίχνει στα ΜΜΕ «που εστιάζουν στα αρνητικά»
Δεν είναι ευχαριστημένος με τα μέτρα για το έγκλημα ο Χαρτσιώτης-«Ευελπιστώ να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα»
Στέλνει στη Βουλή το θέμα μετακίνησης ψηφοφόρων το ΑΚΕΛ-Ζητά διερεύνηση πριν τις εκλογές
Επιστολή Στεφάνου σε Κεραυνό για πράσινη φορολογία-Ζητά ξανά αναβολή της επιβολής της
Συμπλοκή και μαχαιρώματα μεταξύ Σύρων στη Λευκωσία-Οι ισχυρισμοί των εμπλεκομένων