«Πολλές νύκτες έκλαια και έλεα πώς θα τα καταφέρω… Εμαράζωνα που άφηκα τα μωρά»

Η ζωή μόνο εύκολα δεν της τα έφερε, το αντίθετο θα έλεγε κάποιος… Έχασε τους γονείς της σε δυστύχημα, πήρε το ρόλο της μάνας στα δεκατρία της για να μεγαλώσει τον μικρότερο αδελφό της, σκούπιζε δρόμους και έκοβε χόρτα για να επιβιώσουν, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που έπεφταν νηστικοί τα βράδια. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, μέσα σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και όταν παντρεύτηκε και έκανε δύο παιδιά, αναγκάστηκε να τα αφήσει και να έρθει στην Κύπρο για να δουλέψει, προκειμένου να τους εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον.

Αυτό που κάνει την ιστορία της συγκλονιστική, δεν είναι οι τραγωδίες της ζωής της, αλλά η τεράστια δύναμη που επιστράτευσε, από πολύ τρυφερή ηλικία, προκειμένου να τις αντιμετωπίσει. Αυτή η γυναίκα, η Mariya Kunjumol Anoop, 38 χρόνων από την Ινδία, που θέλει να την φωνάζουν Μαρία, δεν τα έβαλε ποτέ κάτω και ο τρόπος που αντιμετωπίζει τη ζωή, η αισιοδοξία της, αλλά και η προσφορά της αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση. Ανήκει σε αυτή την κατηγορία των υγιών προτύπων, που κάποιοι μπορεί να υποτιμούν επειδή η δουλειά της, δεν έχει την αίγλη άλλων… Κι όμως η Μαρία, όπως και πολλές άλλες γυναίκες που ήρθαν για να φροντίζουν ηλικιωμένους, τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, πέραν από την προσφορά τους στην κυπριακή κοινωνία, έχουν να πουν και να μας μάθουν πολλά.

Η Μαρία μένει στην Κύπρο τα τελευταία έντεκα χρόνια, κι εάν δεν την πρόδιδε το παρουσιαστικό της, κάποιος θα πίστευε ότι είναι Κυπραία. Μιλά άπταιστα την κυπριακή διάλεκτο και έμαθε να διαβάζει και να γράφει σε χρόνο ρεκόρ.

«Μεγάλωσα στην Κέραλα, που μένουν Βουδιστές και Χριστιανοί ορθόδοξοι. Εγώ είμαι Χριστιανή Ορθόδοξη. Είμαι στην Κύπρο έντεκα χρόνια. Θυμούμαι ότι όταν ήρτα εν είχε τίποτε μέσα η βαλίτσα μου. Εν είχα λεφτά να αγοράσω πράματα να βάλω μέσα. Εν είχα ρούχα να φορήσω για να βάλω μες την βαλιτσα. Εν πιστεύκει κανένας… Το ξέρω εγώ, ο άντρας μου και ο Θεός… Με τόση δυσκολία ήρτα, είμαστε πολλά φτωχή οικογένεια στην Ινδία», λέει και τονίζει την κάθε λέξη.

«Εδούλευκα μες τους δρόμους»

Αρχίζει να διηγείται την ιστορία, από το σημείο όπου ένα τραγικό ατύχημα άλλαξε τη ζωή της. «Όταν ήμουν 13 χρονών και ο αδελφός μου 8, έγινε ένα ατύχημα με λεωφορείο. Σκοτώθηκε η μάμα μου και ο παπάς μου τραυματίστηκε και πέθανε μετά που δύο χρόνια. Οι γονιοί μου δούλευκαν στα χωράφια και είχαμε και πρόβατα στο σπίτι. Εν θυμούμαι πολλά από εκείνην την ημέρα, ήμασταν μωρά…

Μετά το ατύχημα, κάθε εβδομάδα έρκετουν η γιαγιά και η θεία μου, που έμεναν μισή ώρα μακριά και μας έφερναν φαΐ. Ήταν πάρα πολλά δύσκολα.

Έμαθα να μαγειρεύω και πήγαινα δουλειά ποτζιεί τζιαι ποδά. Ξεκίνησα να δουλεύκω όταν ήμουν 15 χρονών μες τους δρόμους, εσκούπιζα και έβκαλα χόρτα. Επλήρωνέ μας το Δημαρχείο, αλλά ήταν λίγα λεφτά».

«Είχε μέρες που δεν είχατε να φάτε;», ρωτώ… «Πολλές φορές», απαντά.

«Είχαμε κολοκάσι μες την αυλή και το βράζαμε. Έρκετουν η θεία μου κάθε Σάββατο και μας έφερνε φαΐ. Έφερνε ένα τάπερ γεμάτο και τρώαμεν για μια εβδομάδα. Επεριμέναμεν να έρθει το Σάββατο. Ελέαμεν “εν να ρτει τωρά, εν να ρτει τωρά…”.

Κάποιες μέρες ο αδερφός μου και έλεεν "εν έχει φαί". Έλεα του “εν πειράζει να προσευχηθούμε και να πέσουμε να κοιμηθούμε”. Εκοιμούμαστε τζιαι έφευκεν μας το βάρος… Επεράσαμεν πάρα πολλά δύσκολα, αλλά ήθελα πάρα πολλά να σπουδάσω κάτι. 

Πήγα κολλέγιο τρία χρόνια και σπούδασα χημικός. Έκανα μάθημα σε παιδιά και πλήρωνα το κολλέγιο και ήθελα να σπουδάσει και ο αδελφός μου. Σκέφτηκα ότι μπορεί να μεν καταφέρω να σπουδάσω εγώ σε πανεπιστήμιο, αλλά ήθελα να σπουδάσει ο αδερφός μου. Σπούδασε μάγειρας στο πανεπιστήμιο και τωρά δουλεύκει σε έναν φούρνο στην πόλη μου. Εγώ δούλευκα σε μια κλινική και έπιανα κάθε μήνα 1600 ρούπια, δηλαδή 20 ευρώ».

«Όπως επροσεύχουμουν εκτύπησε το τηλέφωνο…»

Στα 21 της η Μαρία παντρεύτηκε και μετακόμισε στο πλίνθινο φτωχικό του άντρα της, τον οποίο έβλεπε μόλις μια μέρα την εβδομάδα, αφού εργαζόταν ως ταξιτζής σε άλλη πόλη για να μπορέσουν να επιβιώσουν.

«Παντρεύτηκα το 2004. Γνώρισα τον άντρα μου και μετά έστειλε προξένια στην γιαγιά μου και παντρευτήκαμε. Εφτά χρόνια ο άντρας μου δούλευκε σε άλλη πόλη. Έφευκε Δευτέρα πρωί, έρκετουν πίσω Σάββατο απόγευμα. Μετά ήρταν τα δύο μας μωρά και δυσκόλεψε πολλά η ζωή μας.

Αγαπώ πολλά τον άντρα μου, είναι πάρα πολλά καλός άνθρωπος. Όταν ήρτα Κύπρο ο μεγάλος μου γιος ήταν 4 και ο μικρός 1,5 χρονών. Τόσα χρόνια που λείπω, έσασε μια χαρά τα μωρά μόνος του. Προσέχει τα μωρά, σαν να είναι μάνα. Μαειρεύκει, σιδερώνει…

Όταν ήμουν μόνη μου εν είχα πρόβλημα, επερνούσα το μήνα με τη δουλειά στην κλινική, αλλά όταν έκαμα οικογένεια ήταν πολλά δύσκολο. Γι’ αυτό αποφάσισα να φύω από την Ινδία και να πάω στο εξωτερικό σε κάποια χώρα. Εν ήξερα ότι θα ήταν η Κύπρος. Ήταν, όμως πιο λίγα τα λεφτά για τον ατζέντη παρά σε άλλη χώρα. Γι’ αυτό ήρθα Κύπρο.

Να σου πω… Πριν να έρτω Κύπρο, πήγα εκκλησία στην Ινδία, στην Παναγία την Χρυσοπολίτισσα. Μπήκα μέσα, γονάτισα, προσευχήθηκα και έκλαια. Ελάλουν “Παναγιά μου είμαι πολλά βασανισμένη κοπέλα, βοήθα με να πάω σε μια χώρα. Όποτε αποφασίσεις εσύ”. Όπως επροσεύχουμουν εκτύπησε το τηλέφωνό μου, εν το απάντησα επειδή ήμουν μες την εκκλησία. Κτύπησε ξανά και μου είπε ότι ήταν ατζέντης. Λαλεί μου “εν έτοιμη η βίζα σου. Πρέπει να πάεις την άλλη εβδομάδα στην Κύπρο”. Ξέρεις, όποτε προσεύχεσαι ακούει ο Θεός…».

«Ήμουν αποφασισμένη να τα καταφέρω»

Με την άδεια βαλίτσα στο χέρι, που ήταν όμως γεμάτη όνειρα για μια καλύτερη ζωή, η 27χρονη τότε Μαρία, έφτασε στην Κύπρο και άρχισε να προσέχει έναν παππού και μία γιαγιά στη Λάρνακα.   

«Έλεα ότι θα έρτω λίγα χρόνια στην Κύπρο αλλά έμεινα. Εμαράζωνα πάρα πολλά πριν να έρτω γιατί εν ήξερα πώς θα ήταν η χώρα, αλλά ήμουν αποφασισμένη να τα καταφέρω. Ευχαριστώ πολλά το Θεό που με βοήθησε…

Ήμουν σίγουρη ότι όπου πάω, ήταν να τα καταφέρω. Δεν ήθελα να μου κάμνει κανένας παράπονο και προσπαθούσα συνέχεια. Όταν ήρτα, είχα δυσκολία με τη γλώσσα, έξερα όμως Αγγλικά. Στο πρώτο σπίτι που ήρτα ο παππούς ήξερε Αγγλικά. Ρωτούσα εγώ Αγγλικά και ο παππούς, απαντούσε ελληνικά. Έπιασα ένα δευτεράκι, έγραφα και έμαθα Ελληνικά σε έξι μήνες. Ξέρω να διαβάζω και να γράφω. Έμαθα μόνη μου. Μετά ήθελα να μάθω να μαειρεύκω κυπριακά. Στο πρώτο σπίτι, έφερνε η κόρη τους φαΐ. Λαλώ που μέσα μου, “πληρώνουν με κάθε μήνα για να δουλεύκω στο σπίτι, εν αντροπή να φέρνει η κόρη φαΐ κάθε μέρα”. Ερώτησα και έγραψα μες το δευτεράκι συνταγές. Πρώτα έμαθα να κάμνω κεφτέδες. Έμαθα και κάμνω κουπέπια, κεφτέδες, μακαρόνια του φούρνου, φατζιή, πιλάφι, λουβί με τα λάχανα, κολοκάσι καππαμά, κολοκάσι γιαχνί. Τα πάντα... Ούτε δουλειές ήξερα να κάμνω, αλλά έμαθα. Πάντα λαλώ ότι άμα πας σε ένα τόπο, έρκεται και ένα θαύμα.

Έμαθα πολλά πράματα. Αρέσκει μου η Κύπρος. Για την Κύπρο νιώθω ότι εν η δεύτερη μου πατρίδα. Κάθε χώρα έχει τους καλούς και τους κακούς της, έτσι είναι παντού. Εν ένιωσα ούτε ρατσισμό στα σπίτια που δούλεψα, ούτε ότι με βασάνισαν. Εν μου αρέσκει να έχει κάποιος παράπονο. Αρέσκει μου να βοηθώ τον κόσμο. Το καλό έρκεται πίσω. Όταν βοηθήσεις, θα έρθει κάποια στιγμή που εν να σε βοηθήσουν. Έτσι σκέφτομαι εγώ…

Η πρώτη οικογένεια που δούλεψα ήταν σε ένα παππού και μια γιαγιά από την Άσσια. Ήταν παρά πολλά καλοί και τα παδκιά τους. Το ίδιο και στο δεύτερο σπίτι και τώρα με τη γιαγιά. Αγαπώ πάρα πολλά τη γιαγιά και αγαπά με και εμένα. Όσο μπορώ θα μηνίσκω Κύπρο και θα βοηθώ, παππού και γιαγιά. Η δουλειά μας τούτη είναι».

«Πολλές νύκτες έκλαια…»

Η προσαρμογή της δεν ήταν εύκολη… Πώς να είναι άλλωστε. Είναι μια μάνα που αναγκάστηκε να αφήσει τα παιδιά της πίσω…

«Πολλές νύκτες στην Κύπρο, έκλαια που άφηκα τα μωρά. Όταν ήρτα εν είχε αυτά τα τηλέφωνα για να κάνουμε βιντεοκλήση να τα βλέπω. Μιλούσαμε κάθε εβδομάδα. Ήταν δύσκολο.

Στέλνω λεφτά κάθε μήνα στην Ινδία και τα πιάνει ο άντρας μου. Έπιασε ένα χωράφι και εκτίσαν και το σπίτι μας… Εάν δεν ήταν η Κύπρος, ποττέ εν θα έκαμνα εγώ σπίτι. Είμαι πάρα πολλά ευχαριστημένη. Είχαμε και πριν σπίτι αλλά ήταν με πλιθάρι και χαμέ ήταν χώμα, εν είχε τσιμέντο και μάρμαρα. Εμεινίσκαμε όλοι σε ένα δωμάτιο. Τώρα είναι μια χαρά το σπίτι μου».

Η Μαρία, αντιμετωπίζει τη δουλειά της ως λειτούργημα (και είναι λειτούργημα) αλλά και ως ανταπόδοση σε αυτά που πρόσφερε σε αυτήν και τον αδελφό της, η γιαγιά της όταν έχασαν τους γονείς της.

«Εβοήθησεν μας πολλά η γιαγιά μου και όταν προσέχω γιαγιάδες και παππούδες, νιώθω καλά… Η γιαγιά μου επέθανε πριν πολλά χρόνια. Ήμουν 23 χρονών. Εστοίχησεν μου πάρα πολλά…

Κάθε χρόνο που έχουν γενέθλια τα μωρά μου, εν τα κάμνουν σπίτι. Πηγαίνουν σε γηροκομεία και τα κάμνουν τζιαμέ. Παίρνουν λεφτά και φαί. Παίρνει τους ο άντρας μου. Σκέφτηκα ότι πέρασα εγώ δύσκολα και πρέπει να μάθουν τα μωρά να βοηθούν. Έχει κόσμο στα γηροκομεία που εν έχει φαί ή μωρά που εν έχουν γονιούς. Μπορεί ένα γηροκομείο να χρειάζεται ανεμιστήρες ή κάτι άλλο και τα αγοράζουμε, αντί για δώρο των μωρών. Αρέσκει και των μωρών. Ρωτούμεν τους εάν προτιμούν να κάνουμε τούρτα και να φωνάξουν τους φίλους τους και λεν όχι. Παν με μεγάλη χαρά τζιαμέ».

«Τωρά θέλω να σπουδάσω τα μωρά μου»

Πλέον ο επόμενος της στόχος, είναι να σπουδάσει τα δύο αγόρια της, που είναι σήμερα 15 και 13 χρονών. Είναι αποφασισμένη να μείνει στην Κύπρο, όσο χρειαστεί για να το πετύχει και αυτό.

«Όταν ήρτα Κύπρο, ήθελα να κάμουμε σπίτι. Τωρά θέλω να σπουδάσω τα μωρά μου. Ο μεγάλος θέλει να γίνει γιατρός και ο άλλος θέλει να γίνει Αστυνομικός. Είναι καλοί μαθητές, ο μεγάλος πάει σε Αγγλικό σχολείο. Μιλούμε δύο φορές την ημέρα με τα μωρά, πρωί και απόγευμα. Μιλώ και με τες δασκάλες και ρωτώ πως τα παν. Κάθε δύο χρόνια τα Χριστούγεννα, πάω και τους βλέπω. Τώρα με τον κορωνοϊό όμως έχει τρία χρόνια να πάω».

Η 38χρονη αντλεί δύναμη, όπως λέει, από την πίστη της στον Θεό και δεν σταματά να προσεύχεται.

«Κάθε Κυριακή πάω εκκλησία. Όμως για χρόνια δεν με άφηναν να μεταλάβω. Έλεγε ο παπάς ότι ήθελε χαρτί ότι βαφτίστηκα. Δέκα χρόνια ελέαν μου όχι. Τώρα που ήρτα στη γιαγιά, με πήρε η νύφη της εξομολογήθηκα και πριν δύο μήνες εμετάλαβα στον Άγιο Ελευθέριο στο Τσιακκιλερό. Μόλις εμετάλαβα, ένιωσα ότι έφυεν ένα βάρος που μέσα μου. Τόσα χρόνια πάω εσπερινό, πάω εκκλησία την Κυριακή. Ήθελα πολλά να μεταλάβω. Μόλις ήρθα σπίτι ετηλεφώνησα του άντρα μου και λέω του “έχω έναν πολλά καλό νέο. Εμετάλαβα”…  Εντάξει εν φταίει ο παπάς, επειδή νομίζει ότι όλη η Ινδία είναι μόνο βουδιστές, όμως έχει και Ορθόδοξους Χριστιανούς».

«Τι θέλεις να πεις στον κόσμο πριν κλείσουμε;», «Ότι ο Θεός κλειδώνει μια πόρτα τζιαι ανοίγει μια καμαρόπορτα», απαντά, συμπληρώνοντας ότι είναι κάτι που άκουσε όταν ήρθε στην Κύπρο και της άρεσε.

«Αυτό το μήνυμα θέλω να στείλω στον κόσμο. Όπου βρίσκουμε δυσκολία, πρέπει να βρίσκουμε και τες δυνάμεις μας. Πρέπει να προχωρούμε με τες δυνάμεις μας. Πρέπει να πιστεύκουμε ότι θα τα καταφέρουμε, όπου και να πάμε. Εγώ έτσι σκέφτομαι…», λέει καταλήγοντας.

Αυτή είναι η Mariya Kunjumol Anoop, μια γυναίκα που δεν τα έβαλε ποτέ κάτω και ολόκληρη της η ζωή είναι γεμάτη από προσφορά προς τους άλλους. Γι’ αυτό της αξίζει μεγάλος σεβασμός.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Δειτε Επισης

BINTEO: Συγκίνησαν οι ολυμπιονίκες ζωής-Αγωνίστηκαν και αποθεώθηκαν στο ψηλότερο σκαλοπάτι του βάθρου
Η Λούλλα έκανε Κόσμο της το κυπριακό φαγητό και το μοιράζεται με όλο τον κόσμο
Το Mall με τις αντίκες που πηγαίνει από γενιά σε γενιά από το 1978 και κρατά ζωντανή την ιστορία
«Δεν μιλούσα, δεν περπατούσα, με έκαναν μπάνιο… Πλέον είμαι συνεχώς στο σπίτι»
«Ίσως το πρωί να μην μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι, να έχει πόνους σε όλο το σώμα»
«Δεν χρειάζονται πολεμικά ανακοινωθέν, ''έχασε ή νίκησε'' τη μάχη ένα παιδί… Γιατί κατάφεραν να αγωνιστούν»
Αυτός ήταν 28 και εκείνη 17... «Ερωτευμένοι για 62 χρόνια, η αγάπη μας δεν φθάρηκε ποτέ»
Η σοπράνο που τραγουδά για σαράντα χρόνια στη Σχολή Τυφλών-«Εάν δεν ήμουν εδώ, δεν ξέρω τι θα έκανα»
Ποιος είναι ο twenty three; Ο Κύπριος καλλιτέχνης του δρόμου που συνδυάζει το παλιό με το σύγχρονο
Ο ράφτης στην παλιά Λευκωσία που επιμένει παραδοσιακά-Η τέχνη του κουστουμιού και η γνωστή πελατεία