powered by inbusiness-news-logo cbn omada-logo celebrity-logo LOGO-PNG-108

Δεν γίνεται να συγκρίνετε τα μήλα με τα πορτοκάλια!

Επανέρχομαι αναφορικά με το ζήτημα της εξισορρόπησής της ελευθερίας του λόγου και του σεβασμού της θρησκείας και των θρησκευτικών πεποιθήσεων του καθενός. Σε άρθρο γνώμης μου, που δημοσιεύθηκε στον Reporter.cy στις 16/12/2025, επέκρινα την προσβολή των θρησκευτικών αισθημάτων των Ελλήνων Χριστιανών Ορθοδόξων ένεκα των πινάκων ζωγραφικής του γνωστού ζωγράφου που απεικόνιζε μεταξύ άλλων ιερά χριστιανικά σύμβολα σε προσβλητικές για εμένα (και για πολλούς άλλους) απεικονίσεις.

Πολλοί φωστήρες έσπευσαν να αποδομήσουν τις απόψεις μου και να υπερασπιστούν τον ζωγράφο, παραπέμποντας (λανθασμένα!) στην απόφασή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (το «ΕΔΑΔ») στην υπόθεση Vereinigung Bildender Künstler v. Austria, Application No. 68354/01, (ECtHR, 25/4/2007). Λίγα λόγια για την εν λόγω απόφαση. Συγκεκριμένα, το 1998, το σωματείο Vereinigung Bildender Künstler διοργάνωσε έκθεση στις εγκαταστάσεις του. Η έκθεση αυτή, με τίτλο «Ο αιώνας της καλλιτεχνικής ελευθερίας», προοριζόταν να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο των εορτασμών για την 100η επέτειο του σωματείου. Μεταξύ των έργων που θα εκτίθεντο ήταν ένας πίνακας με τίτλο «Αποκάλυψη», ο οποίος είχε φιλοτεχνηθεί για την περίσταση από τον Αυστριακό ζωγράφο Otto Mühl. Ο πίνακας απεικόνιζε ένα κολλάζ διαφόρων δημόσιων προσώπων, όπως η Μητέρα Τερέζα, ο Αυστριακός καρδινάλιος Hermann Groer και οι πρώην επικεφαλής του Αυστριακού Κόμματος της Ελευθερίας (FPÖ) κκ. Haider και Meischberger, σε σεξουαλικές στάσεις. Ο κύριος Meischberger προσέφυγε στη δικαιοσύνη. Κατ’ έφεση, το Εφετείο της Βιέννης εξέδωσε απαγορευτικό διάταγμα με το οποίο απαγόρευσε στο εν λόγω σωματείο να εκθέτει τον συγκεκριμένο πίνακα σε εκθέσεις. Το διάταγμα επικυρώθηκε και από το Ανώτατο Δικαστήριο. Το εν λόγω σωματείο προσέφυγε στο ΕΔΑΔ επιχειρηματολογώντας ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του στην ελευθερία του λόγου και κατά συνέπεια το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (η «ΕΣΔΑ»).

Το ΕΔΑΔ με τέσσερεις ψήφους υπέρ και τρεις κατά, αποφάσισε πως στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχε παραβίασή του δικαιώματός της ελευθερίας του λόγου και ειδικότερα διευκρίνισε στην παράγραφο 38 της απόφασής του (σε μετάφραση από τα αγγλικά στα ελληνικά) ότι: «Συνοψίζοντας, έχοντας σταθμίσει τα προσωπικά συμφέροντα του κ. Meischberger και λαμβάνοντας υπόψη την καλλιτεχνική και σατιρική φύση της απεικόνισής του, καθώς και τον αντίκτυπο του επίμαχου μέτρου στο προσφεύγων σωματείο, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το απαγορευτικό διάταγμα των αυστριακών δικαστηρίων ήταν δυσανάλογο προς τον επιδιωκόμενο στόχο και ως εκ τούτου μη απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία κατά την έννοια του Άρθρου 10 § 2 της Σύμβασης».  

Εντούτοις, αυτό που πρέπει να κατανοήσει κανείς είναι πως η παρούσα υπόθεση αφορά άλλο ζήτημα: ήτοι την εξισορρόπησή της ελευθερίας του λόγου με την υπόληψη και αξιοπρέπεια πολιτικών και θρησκευτικών ηγετών. Τουναντίον, η περίπτωση του γνωστού ζωγράφου στην Κύπρο και η όλη συζήτηση αφορά την εξισορρόπησή της ελευθερίας του λόγου με τον σεβασμό στις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Συνεπώς, είναι θέση μου πως η υπόθεση Vereinigung Bildender Künstler, δεν είναι τόσο σχετική με το παρόν θέμα. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός πως στον πίνακα «Αποκάλυψη» δεν απεικονιζόταν κανένα ιερό χριστιανικό σύμβολο, όπως ο Χριστός, η Παναγία ή κάποιος Άγιος. Όσον αφορά τη Μητέρα Τερέζα που απεικονίζεται και που πλέον έχει αγιοποιηθεί από το 2016, την επίμαχη περίοδο, ήτοι το 1998 (που έγινε η έκθεση) μέχρι και το 2001 (που εκδόθηκαν τα απαγορευτικά διατάγματα) δεν ήταν Αγία, αλλά θεωρείτο μια θρησκευτική ηγέτιδα. Δια ταύτα, επιμένω πως η θεματολογία της υπόθεσης Vereinigung Bildender Künstler διαφοροποιείται από την περίπτωση του ζωγράφου στην Κύπρο και ταυτίζεται περισσότερο με αποφάσεις όπως η Klein v. Slovakia, Application no. 72208/01, (ECtHR, 31/10/2006).  

Δέον σημειωθεί, πως ακόμη και οι ίδιοι οι δικαστές του ΕΔΑΔ είχαν διαφωνίες για την προσέγγιση στην Vereinigung Bildender Künstler, όπως διαφαίνεται από τους αποστατούντες δικαστές της μειοψηφίας. Χαρακτηριστικά, εν τη σοφία του ο εντιμότατος κ. Λουκαΐδης είχε αναφέρει στην απόφαση μειοψηφίας του (σε μετάφραση από τα αγγλικά στα ελληνικά) πως: «Η φύση, το νόημα και το αποτέλεσμα οποιασδήποτε εικόνας ή εικόνων σε έναν πίνακα δεν μπορούν να κριθούν με βάση αυτό που ο ζωγράφος ισχυρίζεται ότι μεταφέρει. Αυτό που μετράει είναι η επίδραση της ορατής εικόνας στον παρατηρητή. Επιπλέον, το γεγονός ότι μια εικόνα έχει παραχθεί από έναν καλλιτέχνη δεν καθιστά πάντα το τελικό αποτέλεσμα «καλλιτεχνικό». Ομοίως, μια εικόνα δεν θα γίνει «σατιρική» εάν ο παρατηρητής δεν κατανοήσει ή δεν ανιχνεύσει κανένα μήνυμα με τη μορφή μιας ουσιαστικής επίθεσης ή κριτικής που σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο πρόβλημα ή τη συμπεριφορά ενός ατόμου». Και ο εντιμότατος κ. Λουκαΐδης συνεχίζει πολύ σοφά να επισημάνει πως: «Κανείς δεν μπορεί να βασιστεί στο γεγονός ότι είναι καλλιτέχνης ή ότι ένα έργο είναι πίνακας ζωγραφικής για να αποφύγει την ευθύνη για προσβολή άλλων». Στο ίδιο μοτίβο, οι υπόλοιποι δικαστές μειοψηφίας κκ. Speilman και Jebens, έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια του θιγμένου κ. Meischberger, υπογραμμίζοντας ότι: «… όπου διακυβεύεται η «προστασία των δικαιωμάτων των άλλων», η καλλιτεχνική ελευθερία δεν μπορεί να είναι απεριόριστη».

Περαιτέρω, η ίδια η απόφασή της πλειοψηφίας ξεκαθαρίζει στην παράγραφο 31, πως η σχετική εθνική νομοθεσία και οι σχετικές αυστριακές δικαστικές αποφάσεις δεν κάνουν αναφορά στα δημόσια ήθη. Άρα, το ΕΔΑΔ τόνισε ότι: «Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί ότι οι αυστριακές αρχές, όταν απαγόρευσαν την έκθεση του επίμαχου πίνακα, επιδίωξαν οποιονδήποτε άλλο στόχο εκτός από την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων του κ. Meischberger». Δια ταύτα, αυτό που είναι αυταπόδεικτο από την απόφασή της πλειοψηφίας είναι πως η υπόθεση αφορούσε την υπόληψη και την αξιοπρέπεια ενός πολιτικού προσώπου και δεν αφορούσε τα δημόσια ήθη ή τη θρησκεία γενικότερα. Επιπλέον, το ΕΔΑΔ ξεκαθάρισε στην παράγραφο 34 της απόφασής του πως ο πίνακας αφορά τη δημόσια θέση του κ. Meischberger ως πολιτικού και πως υπό την ιδιότητά του ως πολιτικός ο κ. Meischberger πρέπει να επιδεικνύει μεγαλύτερη ανοχή στην κριτική.

Συμπερασματικά, η υπόθεση Vereinigung Bildender Künstler v. Austria θεωρώ πως καταπιάνεται με την εξισορρόπησή της ελευθερίας του λόγου με την υπόληψη και αξιοπρέπεια δημόσιων προσώπων. Επιμένω, πως η προσέγγιση στην περίπτωση εξισορρόπησής του δικαιώματός της ελευθερίας του λόγου με τον σεβασμό στις θρησκευτικές πεποιθήσεις, διαφοροποιείται, όπως εδραιώθηκε στις αποφάσεις του ΕΔΑΔ στην Otto Preminger Institut v. Austria, Application no. 13470/87, (ECtHR, 20/9/1994) και στην E.S. v. Austria, Application no. 38450/12, (ECtHR, 25/10/2018).  

*Πέτρος Παπαδόπουλος

Δικηγόρος  

 

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Promotional Rep NewsFeed
ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
;