Στον απόηχο του σεξιστικού σχολίου του προέδρου της ΟΕΛΜΕΚ, Δημήτρη Ταλιαδώρου προς την Υπουργό Παιδείας Αθηνά Μιχαηλίδου, επανέρχεται έντονα στο προσκήνιο η συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο ο δημόσιος λόγος των εκπαιδευτικών επηρεάζει όχι μόνο την κοινωνία αλλά και τη σχολική κουλτούρα.
Η άρνηση του κ. Ταλιαδώρου να απολογηθεί, παρά τη δημόσια κατακραυγή, άναψε εκ νέου συζητήσεις γύρω από το πώς αντιλαμβανόμαστε την ισότητα των φύλων και ποια μηνύματα περνούν στα παιδιά όταν τέτοιες αναφορές προέρχονται από θεσμικά πρόσωπα. Η συγκεκριμένη τοποθέτηση του προέδρου της ΟΕΛΜΕΚ, η οποία προκάλεσε κύμα αντιδράσεων, λειτουργεί ως αφορμή για μια ουσιαστική συζήτηση γύρω από τις ανάγκες και τις ευθύνες του εκπαιδευτικού συστήματος.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι τα σεξιστικά σχόλια δεν αποτελούν απλώς μια ατυχή στιγμή δημόσιας έκφρασης, αλλά ένα φαινόμενο με βαθιές επιπτώσεις στη μαθητική κοινότητα και στην κοινωνική συνοχή. Η συζήτηση που άνοιξε μετά το σχόλιο του κ. Ταλιαδώρου αναδεικνύει την ανάγκη για ενίσχυση πολιτικών και εκπαιδευτικών πρακτικών που θα προστατεύουν τα παιδιά και θα ενισχύουν μια κουλτούρα σεβασμού, ισότητας και συμπερίληψης.
Μιλώντας στον REPORTER η σχολική/εκπαιδευτική ψυχολόγος στο Τμήμα Ανάδοχων Οικογενειών του Hope For Children, Στέλλα Σταύρου, εξήγησε πως «ο σεξιστικός λόγος στον χώρο της εκπαίδευσης συνιστά μια μορφή λεκτικής βίας με σημαντικές συνέπειες τόσο για την κοινωνία όσο και για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών. Ιδιαίτερα, όταν εκφέρεται από εκπαιδευτικούς, δηλαδή από πρόσωπα αυξημένου θεσμικού κύρους, η επίδρασή του είναι πολλαπλασιαστική».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Επιμένει να μην απολογείται για το σεξιστικό σχόλιο ο πρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ-«Δεν κρίνεται από εμένα ο κ. Ταλιαδώρος»
Παράλληλα επισήμανε πως «τέτοιου τύπου λεκτικές στάσεις αναπαράγουν στερεότυπα φύλου, υπονομεύουν την αυτοεκτίμηση και τις δυνατότητες των παιδιών και διαμορφώνουν ένα σχολικό περιβάλλον όπου η άνιση μεταχείριση ενδέχεται να θεωρηθεί αποδεκτή. Κατά συνέπεια, επηρεάζεται αρνητικά η ψυχική ευημερία των μαθητών, ενώ παράλληλα διαιωνίζονται κοινωνικές αντιλήψεις που αντιβαίνουν στις αρχές της ισότητας και του σεβασμού». Είναι, επομένως, «κρίσιμο η εκπαιδευτική κοινότητα να υιοθετεί λόγο και πρακτικές που ενισχύουν τη δημοκρατική κουλτούρα, τη συμπερίληψη και την προστασία της παιδικής αξιοπρέπειας».
Την ίδια ώρα, η κ. Σταύρου επισήμανε πως «εν έτει 2025, ο σεξιστικός λόγος απέναντι στα παιδιά, αν και περισσότερο αναγνωρίσιμος και κοινωνικά αποδοκιμαζόμενος, εξακολουθεί να υφίσταται με σημαντική ένταση, ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα όπου επιβιώνουν στερεότυπα φύλου. Στην εκπαίδευση εκδηλώνεται συχνά μέσα από διαφοροποιημένες προσδοκίες, έμμεσες υποτιμητικές αναφορές ή σχόλια που περιορίζουν τις δυνατότητες των παιδιών ανάλογα με το φύλο τους».
Αναφερόμενη στον αντίκτυπο που ενδεχομένως να υπάρξει στα παιδιά, τόνισε πως αυτός είναι ουσιαστικός και «επηρεάζει την αυτοαντίληψη, μειώνει την αυτοεκτίμηση και διαμορφώνει εκπαιδευτικές και επαγγελματικές φιλοδοξίες μέσα σε στενά, στερεοτυπικά πλαίσια. Παράλληλα, τέτοια βιώματα μπορούν να επηρεάσουν τη μετέπειτα ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη, τις σχέσεις τους και την ικανότητά τους να διεκδικούν ισότιμα τον χώρο που τους αναλογεί στην κοινωνία».
Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του φαινομένου σημείωσε πως «απαιτεί διαρκή ευαισθητοποίηση και θεσμική δέσμευση, ώστε το σχολείο να αποτελεί χώρο ασφάλειας, σεβασμού και ουσιαστικής ισότητας για όλα τα παιδιά».
Ερωτηθείσα εάν μπορεί να επηρεαστεί η εξέλιξη των παιδιών, σε περιπτώσεις που ο σεξιστικός λόγος προέρχεται από εκπαιδευτικούς, η κ. Σταύρου επισήμανε πως σε αυτές τις περιπτώσεις «δύναται να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τη συναισθηματική, κοινωνική και γνωστική ανάπτυξη των παιδιών. Ο εκπαιδευτικός αποτελεί κεντρικό πρότυπο ρόλου και οι στάσεις που εκδηλώνει, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο το παιδί αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τους άλλους».
Ταυτόχρονα, υπογράμμισε πως «η επαναλαμβανόμενη έκθεση σε σεξιστικά σχόλια μπορεί να ενισχύσει άκαμπτα έμφυλα στερεότυπα, να περιορίσει την αυτοεκτίμηση και το αίσθημα επάρκειας, ιδιαίτερα όταν το παιδί ανήκει στην ομάδα-στόχο του στερεοτύπου, να αποθαρρύνει την ελεύθερη επιλογή δραστηριοτήτων, ενδιαφερόντων και μελλοντικών επαγγελματικών στόχων και να διαταράξει το αίσθημα ασφάλειας που είναι απαραίτητο για την ομαλή μαθησιακή και ψυχοκοινωνική εξέλιξη».
Η ίδια ως Σχολικός/Εκπαιδευτικός Ψυχολόγος, υπογράμμισε πως «η καλλιέργεια ενός σχολικού περιβάλλοντος που προάγει τον σεβασμό, την ισότητα και τη συμπερίληψη δεν αποτελεί μόνο παιδαγωγική επιλογή, αλλά θεμελιώδη προϋπόθεση για την υγιή ανάπτυξη όλων των παιδιών».
Η αντιμετώπιση από τα ίδια τα παιδιά
Σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης του σεξιστικού λόγου από τους ανήλικους, η κ. Σταύρου επισήμανε πως «τα παιδιά σήμερα αντιμετωπίζουν τον σεξιστικό λόγο μέσα σε ένα περιβάλλον όπου η ενημέρωση και η κοινωνική ευαισθητοποίηση είναι αυξημένες, αλλά η έκθεσή τους σε στερεοτυπικές ή υποτιμητικές εκφράσεις παραμένει συχνή».
Τόνισε πως «πολλά παιδιά έχουν πλέον τη δυνατότητα να αναγνωρίσουν τον σεξισμό και να τον χαρακτηρίσουν ως ακατάλληλο, χάρη στη συστηματικότερη εκπαίδευση γύρω από ζητήματα ισότητας». Ωστόσο, όπως είπε, «η συναισθηματική τους αντίδραση ποικίλλει. Πιο συγκεκριμένα, μικρότερα παιδιά μπορεί να βιώνουν αμηχανία, ντροπή ή μείωση της αυτοεκτίμησης, καθώς δεν διαθέτουν ακόμη τα γνωστικά εργαλεία για να κατανοήσουν το πλαίσιο και να το αποστασιοποιήσουν από την προσωπική τους αξία».
Την ίδια ώρα, τόνισε πως «σε κοινωνικές ομάδες όπου ο σεξιστικός λόγος είναι συνηθισμένος, παρατηρείται η τάση ορισμένων παιδιών να τον υιοθετούν ως μέσο συμμόρφωσης ή για να ενισχύσουν την κοινωνική τους αποδοχή. Αντιθέτως, έφηβοι με μεγαλύτερη κριτική σκέψη και επαφή με κοινωνικά μηνύματα ισότητας συχνά επιλέγουν να τον αμφισβητήσουν, να αντιδράσουν ή να υπερασπιστούν συνομηλίκους τους».
Σε κάθε περίπτωση, η κ. Σταύρου ανέφερε πως «η στάση που διαμορφώνουν τα παιδιά επηρεάζεται βαθιά από τα πρότυπα ενήλικων. Η σταθερή καθοδήγηση, οι ξεκάθαρες αξίες και το υποστηρικτικό πλαίσιο εντός της οικογένειας και του σχολείου αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την ανάπτυξη υγιούς και κριτικής αντιμετώπισης του σεξιστικού λόγου».
Αναφερόμενη στο Hope For Children, εξήγησε πως «ενσωματώνει συστηματικά την οργανωσιακή του εμπειρία στα εκπαιδευτικά του προγράμματα, αξιοποιώντας τεκμηριωμένες παιδαγωγικές προσεγγίσεις για την πρόληψη των διακρίσεων και την αποδόμηση έμφυλων στερεοτύπων. Η δουλειά του οργανισμού στα σχολεία βασίζεται σε βιωματικές μεθόδους μάθησης, οι οποίες ενθαρρύνουν την κριτική σκέψη, την ενδυνάμωση των παιδιών και την καλλιέργεια δεξιοτήτων ενσυναίσθησης και σεβασμού της διαφορετικότητας. Μέσα από βιωματικά εργαστήρια, δημιουργικές δραστηριότητες και συμμετοχικές συζητήσεις, ο οργανισμός βοηθά τα παιδιά να αναγνωρίζουν τους μηχανισμούς που παράγουν ανισότητες, να αμφισβητούν προκαταλήψεις και να αναπτύσσουν στάσεις που προάγουν την κοινωνική ένταξη και τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Απαραίτητες οι αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα
Σχετικά με το ενδεχόμενων αλλαγών στο εκπαιδευτικό σύστημα ώστε να μην παρατηρούνται τέτοιου είδους φαινόμενα, η κ. Σταύρου τόνισε πως αυτές θα πρέπει να «είναι ουσιώδεις για την πρόληψη και περιορισμό του σεξιστικού λόγου. Απαιτείται η ενσωμάτωση ολοκληρωμένων προγραμμάτων αγωγής ισότητας και κοινωνικό-συναισθηματικής ανάπτυξης, ώστε οι μαθητές να καλλιεργούν ενσυναίσθηση, σεβασμό και κριτική σκέψη απέναντι στα στερεότυπα φύλου».
Παράλληλα, όπως τόνισε, «η συστηματική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε θέματα έμφυλων διακρίσεων και διαχείρισης σχολικού κλίματος είναι καθοριστικής σημασίας. Η υιοθέτηση σαφών πολιτικών μηδενικής ανοχής και η προώθηση ανοιχτού διαλόγου μέσα στην τάξη μπορούν να δημιουργήσουν ένα ασφαλές, συμπεριληπτικό περιβάλλον που αποθαρρύνει τέτοια φαινόμενα και ενισχύει την υγιή ψυχοκοινωνική ανάπτυξη όλων των παιδιών».
Επιπρόσθετα σημείωσε πως «η έγκαιρη και εξειδικευμένη υποστήριξη είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς ο σεξιστικός λόγος ανεξάρτητα από το αν εκδηλώνεται άμεσα ή έμμεσα μπορεί να λειτουργήσει ως ψυχοκοινωνικός στρεσογόνος παράγοντας για τα παιδιά. Η συστηματική έκθεση σε απαξιωτικά σχόλια, στερεοτυπικές προσδοκίες ή σεξιστική παρενόχληση επηρεάζει την αυτοαντίληψη του παιδιού, διαμορφώνει αρνητικές πεποιθήσεις σχετικά με τον εαυτό και το φύλο του και αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης άγχους, καταθλιπτικών συμπτωμάτων και κοινωνικής απόσυρσης».
Η ενημέρωση των παιδιών, όπως είπες, «για τη γραμμή 1466 του “Hope For Children” CRC Policy Center διασφαλίζει ότι γνωρίζουν πως έχουν άμεση και αξιόπιστη βοήθεια διαθέσιμη όταν δεν μπορούν ή δεν νιώθουν άνετα να απευθυνθούν σε ενήλικα του περιβάλλοντός τους. Η πρόσβαση στη 1466 μπορεί να αποτρέψει περαιτέρω ενοχοποίηση, απομόνωση και ψυχολογική επιβάρυνση, προσφέροντας ένα ασφαλές πλαίσιο υποστήριξης. Επιπλέον, η καθοδήγηση που παρέχεται μέσω της γραμμής συμβάλλει στην ενδυνάμωση των παιδιών, ενισχύοντας δεξιότητες αυτοπροστασίας, διαχείρισης συναισθημάτων και θέσπισης προσωπικών ορίων. H γραμμή λειτουργεί επί 24ωρης βάσης κάθε μέρα και παρέχει ψυχολογική, κοινωνική και νομική υποστήριξη, συμβουλές και καθοδήγηση σε θέματα που σχετίζονται με την προστασία των παιδιών. Παράλληλα, παιδιά και οικογένειες έχουν την δυνατότητα να λάβουν δωρεάν κατ’ ιδίαν υπηρεσίες ψυχικής υγείας προσαρμοσμένες στις ανάγκες τους».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- Μόλις το 5% προσήλθε στα σχολεία μετά τη στάση εργασίας των καθηγητών-Ταλαιπωρήθηκαν 42.000 μαθητές
- Τραβά το σχοινί η ΟΕΛΜΕΚ για το σχέδιο αξιολόγησης-Το χαρακτήρισε «γελοίο», απειλεί με κλιμάκωση αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά της
- ΒΙΝΤΕΟ: Ο διάλογος Αννίτας και Ταλιαδώρου έξω από τη Βουλή-«Δεν άργησα, δεν καθορίζεις εσύ το πρόγραμμα μου»











