Η δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών πριν από τις Βουλευτικές Εκλογές δεν είναι καινούριο φαινόμενο. Η διαφορά των φετινών εκλογών με άλλες του παρελθόντος είναι πως κάποια από αυτά τα νέα κόμματα, λόγω των ιδιομορφιών τους, προσελκύουν πάρα πολύ την προσοχή και φαίνεται πως δεν θέλουν απλώς να προκαλέσουν φασαρία, αλλά να καταφέρουν να μπουν στη Βουλή με την πρώτη. Αυτό δεν είναι αδύνατον. Έχει επιτευχθεί και άλλες φορές στο παρελθόν, με κόμματα όπως ήταν η Συμμαχία Πολιτών, η Αλληλεγγύη και η ΔΗΠΑ μεταξύ άλλων. Η διαφορά είναι ότι κόμματα όπως τα πιο πάνω είχαν ως βασικό χαρακτηριστικό έμπειρα πολιτικά πρόσωπα, με προηγούμενες θητείες στη Βουλή ή άλλα αξιώματα, που προέρχονταν από τον παραδοσιακό πολιτικό ιστό της χώρας, ενώ σήμερα, αρκετοί από τους νέους σχηματισμούς παρουσιάζονται συνειδητά ως πολέμιοί του.
Κόμματα όπως είναι το Άλμα του Οδυσσέα Μιχαηλίδη και η Άμεση Δημοκρατία του Φειδία Παναγιώτου (και όχι μόνο αυτά) ουσιαστικά παρουσιάζουν την απόσταση που τα χωρίζει από το σύστημα και την απουσία τριβής με αυτό ως σημαντικό πλεονέκτημα και όχι ως μειονέκτημα. Στέλνουν, δηλαδή, το μήνυμα ότι πρέπει να τους ψηφίσουν ακριβώς λόγω της απουσίας αυτού του είδους της πολιτικής σχέσης, επειδή τους εξασφαλίζει κάποιου είδους ηθικό πλεονέκτημα έναντι των κομμάτων που θεωρούν αποτυχημένα στην καλύτερη περίπτωση και άχρηστα και διεφθαρμένα στη χειρότερη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Οι συστάσεις υποψηφίων, η διαμόρφωση πολιτικού χαρακτήρα μέσα από τα πρόσωπα και η ανάπτυξη δυναμικής
Στην προσπάθεια αυτή, οι καινούριοι σχηματισμοί φαίνεται ότι προσελκύουν διάφορους ενδιαφερόμενους, που πιστεύουν ότι μπορεί να τα πετύχουν καλύτερα, ακόμη και με ανορθόδοξες διαδικασίες. Το Άλμα ακολουθεί πιο τυπικές διεργασίες και φρόντισε, μέχρι στιγμής, να αναζητήσει κάποιους υποψήφιους με πιο ισχυρά βιογραφικά, ενώ εξακολουθεί να συνομιλεί και με πρόσωπα με πολιτική εμπειρία. Ωστόσο, ο Φειδίας Παναγιώτου ή ο Χριστόφορος Τορναρίτης του Σήκου Πάνω κάλεσαν σε εκδήλωση ενδιαφέροντος για τις Βουλευτικές μέσω social media, χωρίς να δίνουν απαραιτήτως την εντύπωση πως έχουν θέσει άλλα κριτήρια πέραν της βούλησης να προσφέρουν στον κόσμο κάτι το διαφορετικό.
Η απουσία πολιτικής εμπειρίας μπορεί να αντισταθμιστεί από μία καλή αντίληψη του πώς λειτουργεί το κράτος και τι απαιτήσεις υπάρχουν. Όταν, όμως, αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για μία υποψηφιότητα, δεν διασφαλίζεται ότι όντως υπάρχουν οι απαραίτητες γνώσεις που θα επιτρέψουν σε ένα υποψήφιο όχι απλώς να ελκύει τα βλέμματα προεκλογικά, αλλά να μπορεί να αποδώσει και πολιτικά μετεκλογικά. Ο Φειδίας Παναγιώτου, για παράδειγμα, ο οποίος παραδεχόταν πριν από τις Ευρωεκλογές ότι δεν έχει ιδέα από πολιτική και μετεκλογικά παραδεχόταν ότι δεν είχε ιδέα πώς λειτουργεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τελικά έφτιαχνε βιντεάκια για να εξηγεί στους άλλους τι ανακάλυπτε στην πορεία. Και μπορεί να θεωρούσε αυτό το πράγμα κάποιου είδους κοινωνική αποστολή, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θεωρείται ο πλέον παραγωγικός ή αποτελεσματικός ευρωβουλευτής της Κύπρου. Αυτό τον ρόλο τον διεκδικούν οι «κανονικοί» πολιτικοί, που ξέρουν πώς δουλεύει το σύστημα, κατανοούν τις ιδιαιτερότητες της θέσης τους και αντιλαμβάνονται ότι η αποστολή τους είναι η παραγωγή και η παρέμβαση.
Το παράδειγμα του Φειδία Παναγιώτου, ο οποίος τόσο καιρό μετά την εκλογή του δεν απασχολεί ποτέ για την πολιτική του και όποτε απασχολεί με τις παρεμβάσεις του είναι στο πλαίσιο επικρίσεων (συχνά ούτε καν κυπριακών) προξενεί το ερώτημα εάν οδεύουμε και σε μία Βουλή, στην οποία αρκετά από τα νέα πρόσωπα θα είναι εξίσου ερασιτέχνες της πολιτικής, οι οποίοι δεν έκαναν την προεργασία τους και σκοπεύουν να μάθουν στην πορεία και ό,τι βγει.
Μπορεί συχνά (και φταίνε πρώτα από όλα οι ίδιοι για αυτό) οι βουλευτές να δίνουν την εντύπωση στον κόσμο ότι πάνε εκεί για να τσακωθούν και να κάνουν show, όμως η Βουλή αποτελεί μία από τις σημαντικότερες αρτηρίες για τη λειτουργία του κράτους. Και αν, για οποιοδήποτε λόγο φράξει, θα προκύψουν πολύ μεγάλα προβλήματα. Το νέο αίμα πρέπει να επιτρέψει στο… αίμα (νομοθετικό και οικονομικό) να ρέει απρόσκοπτα, αλλιώς κινδυνεύουν να βάλουν το κράτος σε μεγάλες περιπέτειες.
Οι νέοι βουλευτές, με την μικρότερη τριβή, δεν θα πρέπει να φροντίσουν να έχουν μόνο καλές προθέσεις αλλά σφαιρική αντίληψη του τρόπου που λειτουργεί το κράτος και πώς αυτός επηρεάζεται από αποφάσεις που λαμβάνονται στη Βουλή. Μπορεί, για παράδειγμα, να καταψηφίζουν ένα νομοσχέδιο που έρχεται από την εκτελεστική εξουσία, επειδή θεωρούν ότι αυτή είναι πράξη αντίστασης στη διαφθορά, αλλά πρέπει να αντιλαμβάνονται ότι η «επανάσταση» έρχεται με συγκεκριμένες επιπτώσεις για συνανθρώπους μας. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης συχνά προβαίνουν σε καταψηφίσεις νομοσχεδίων και αυτό δεν είναι κάτι το παράξενο, εφόσον διαφωνούν πραγματικά και θεωρούν πως έχουν καλύτερη αντιπρόταση. Αλλά φροντίζουν να κατανοούν και τις επιπτώσεις της απόφασής τους, εξού και πολύ συχνά υπερψηφίζονται κυβερνητικές πρωτοβουλίες από τους «εχθρούς» της Κυβέρνησης. Επειδή γνωρίζουν ότι ο ρόλος τους δεν περιορίζεται στο «όχι» και στην «αντίσταση» αλλά είναι και βαθιά λειτουργικός.
Ενώπιον της Βουλής θα βρεθεί ο Κρατικός Προϋπολογισμός, για παράδειγμα, και χωρίς προϋπολογισμό δεν υπάρχει κράτος. Και θα πρέπει να φροντίζουν να μπαίνουν όλα στη ζυγαριά τους. Εάν, για παράδειγμα, οι βουλευτές της Άμεσης Δημοκρατίας καταψηφίσουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό, επειδή έτσι τους είπαν κάποιοι στην έρευνα που έκαναν στην εφαρμογή τους, θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιληφθούν το άμεσο πλήγμα που θα επιφέρει στη Δημοκρατία μας η αδυναμία καταβολής μισθών ή επιδομάτων και να αναλάβουν και την ευθύνη για τον αντίκτυπο. Διότι η αντίθεση δεν τελειώνει την στιγμή της έκφρασής της, γίνεται κατά κύριο λόγο κατανοητή εκ των υστέρων. Και η ευθύνη ενός βουλευτή είναι δική του, δεν μοιράζεται με ανώνυμους σε polls (όπως, λογικά, δεν θα μοιράζονται ούτε και τον μισθό τους μαζί τους).
Το νέο αίμα δεν είναι κακό για την πολιτική. Μπορεί να την εμποτίσει με νέες ιδέες, νέες οπτικές γωνίες και νέες ερμηνείες. Μπορεί να φρεσκάρει την προσέγγιση και να εισάγει καλές πρακτικές. Ωστόσο οφείλουν αυτοί οι άνθρωποι, εάν και εφόσον εκλεγούν, να αντιληφθούν το βάρος και τις επιπτώσεις που έχουν οι αποφάσεις τους. Να γνωρίζουν ότι πρέπει να ασκούν πολιτική μέσα από τις θέσεις και όχι μέσα από την αντίθεση. Και να αντιλαμβάνονται πως η Βουλή πολλές φορές είναι ένας χώρος συμβιβασμού και όχι στείρας αντίδρασης.











