Η καταχώρηση λαϊκής αγωγής, ήτοι η λατινικά εδραιωμένη actio popularis, δεν προβλέπεται από τις πρόνοιες του Συντάγματος της Κύπρου. Παραταύτα, η λαϊκή αγωγή έχει τις ρίζες της στο ρωμαϊκό δίκαιο και ουσιαστικά αναφέρεται στο δικαίωμα ενός πολίτη να κινείται νομικά για την υπεράσπισή του δημόσιου συμφέροντος. Στο παρόν άρθρο μου, θα επιχειρηματολογήσω συνοπτικά ότι η καθιέρωση στην Κύπρο του δικαιώματος στην καταχώρηση προσφυγής τύπου αctio popularis στα πλαίσια του διοικητικού δικαίου είναι επιτακτική ανάγκη, αφού μόνον έτσι μπορεί η διοίκηση και η πολιτεία να είναι πραγματικά υπόλογες για τις αποφάσεις τους.
Φανταστείτε να βλέπατε κάτι που κάνει η διοίκηση και να θεωρούσατε πως είναι λανθασμένο και κατά του δημοσίου συμφέροντος. Με την actio popularis θα μπορούσατε να προσφύγετε στη δικαιοσύνη χωρίς η προσφυγή σας να απορριφθεί ένεκα της έλλειψης έννομου συμφέροντος.
Βεβαίως ως έχει εδραιωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Pitsillos v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1982) 3 C.L.R. 208, το Σύνταγμα της Κύπρου δεν παρέχει δικαίωμα σε actio popularis. Συγκεκριμένα, το σεβαστό Δικαστήριο αποφάσισε ότι (σε μετάφραση από τα αγγλικά στα ελληνικά): «Δεν έχουμε την τάση να ερμηνεύουμε περιοριστικά τις νομικές διατάξεις που παρέχουν δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια. Αντιθέτως, η πρόσβαση πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ευρύτερη επιτρέπει ο νόμος. Δεν μπορούμε όμως να αγνοήσουμε τις αναγκαστικές συνταγματικές διατάξεις που ορίζουν ότι το δικαίωμα δικαστικού ελέγχου γεννάται μόνον όταν το δικαίωμα που αποκαθίσταται, επηρεάζεται άμεσα ως αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης». Αυτό επιβεβαιώθηκε αργότερα και στην υπόθεση Δήμος Έγκωμης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Yπουργού Eσωτερικών (1997) 3 ΑΑΔ 346, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι η αctio popularis δεν είναι παραδεκτή προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146(2) του Συντάγματος.
Άρα, δικαιολογημένα τα δικαστήρια μέχρι σήμερα δεν έχουν εδραιώσει την αctio popularis αφού το άρθρο 146(2) του Συντάγματος έχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την καταχώρηση προσφυγής και τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων της διοίκησης. Ειδικότερα, το άρθρο 146(2) προνοεί ότι: «H προσφυγή ασκείται υπό παντός προσώπου, του οποίου προσεβλήθη ευθέως δια της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως, ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον, όπερ κέκτηται τούτο είτε ως άτομον είτε ως μέλος κοινότητός τινος». Δια ταύτα, η αctio popularis μπορεί να πει κανείς πως αντιτίθεται στην εν λόγω πρόνοια του Συντάγματος αφού το ευρύ κοινό δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτόματα πως έχει «έννομο συμφέρον» για όλες τις αποφάσεις και/ή παραλήψεις της διοίκησης.
Εντούτοις, είναι θέση μου πως μέσα από τη δικαστική ερμηνεία της εν λόγω πρόνοιας και ως έχει εξελιχθεί σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο η έννοια του «δημόσιου συμφέροντος» και η καταχώρηση προσφυγών και/ή αγωγών για την προάσπισή του εν λόγω δημοσίου συμφέροντος -είτε αυτό παίρνει τη μορφή της προστασίας του περιβάλλοντος ή των ανθρώπινων δικαιωμάτων γενικώς- σημαίνει πως πλέον δύναται η νομολογία να υιοθετήσει μια πιο ευρεία ερμηνεία του «έννομου συμφέροντος» η οποία θα επιτρέπει και/ή θα εγκαθιδρύει τις λαϊκές προσφυγές στην Κύπρο. Εννοείται πως η δικαστική ερμηνεία θα πρέπει να υποβοηθηθεί με μια αναγκαία τροποποίηση του άρθρου 146 του Συντάγματος, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη πως το εν λόγω άρθρο δεν συμπεριλαμβάνεται στις θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος και άρα μπορεί να τροποποιηθεί.
Ενδεικτικά, η αctio popularis έχει αναγνωριστεί νομολογικά σε αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις που αφορούν συγκεκριμένους τομείς και/ή με συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μεταξύ άλλων, στη Σκωτία, στην Ινδία, στην Ισπανία και στην Ολλανδία. Επίσης, πολύ πρόσφατα στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Verein Klimaseniorinnen Schweiz and others v. Switzerland (Application no. 53600/20) 9/4/2024, παρόλο που το ίδιο το ΕΔΑΔ στην απόφασή του δήλωσε ότι αποκλείονται οι αctio popularis, θεωρώ πως το σκεπτικό και/ή αιτιολογικό της απόφασης είναι ύμνος προς την καθιέρωσή της αctio popularis.
Κάποιοι θα μπορούσαν να πουν (λανθασμένα!) πως η αctio popularis θα οδηγήσει σε ένα χάος στο δικαστικό σύστημα, αφού τα δικαστήρια θα κατακλειστούν από σωρεία προσφυγών από πολλούς Ρομπέν των Δασών που θα επιδιώξουν λυσσαλέα κι αβάσιμα να ελέγξουν τη διοίκηση μέσα από τη δικαιοσύνη σε μια προσπάθειά τους να προασπιστούν αυτό που οι ίδιοι θεωρούν δίκαιο, παραλύοντας εντέλει το δικαστικό σύστημα αλλά και τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό από τις αλλεπάλληλες νομικές έριδες.
Εύλογη η πιο πάνω ανησυχία, όμως θεωρώ πως είναι υπερβολική, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και αποτελεί διαχρονική προπαγάνδα της εκάστοτε διοίκησης που απλώς φοβάται να υπόκειται σε συνεχή έλεγχο από τον ίδιο τον λαό. Εξάλλου, αφού οι «άριστοι των αρίστων» στις δημόσιες υπηρεσίες τα κάνουν όλα τέλεια, ποιος ο λόγος να φοβούνται την έλευσή της κάθαρσης μέσα από τις λαϊκές προσφυγές;
Συνεπώς, τα Συντάγματα και οι νόμοι, αγαπητοί, πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ζωντανοί οργανισμοί: καθώς προοδεύουν κι αλλάζουν οι καιροί, πρέπει να εξελίσσονται και να αλλάζουν κι αυτά ανάλογα, για να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εκάστοτε εποχής. Σαφώς, έχει γίνει κάποια πρόοδος αναφορικά με τη διεύρυνσή της ερμηνείας του «έννομου συμφέροντος», ιδίως σε υποθέσεις προστασίας του περιβάλλοντος, εντούτοις η αναγνώρισή της actio popularis από τα κυπριακά δικαστήρια θα αποτελέσει άστρο προόδου και προκοπής της δικαιοσύνης και σημαντική συνέργεια προς τον αποτελεσματικό έλεγχό της διοίκησης.
*Πέτρος Παπαδόπουλος, Δικηγόρος