Όταν πριν από χρόνια μια φίλη μού πρότεινε να φτιάξω Facebook, την κοίταξα όπως κοιτάζει κάποιος το GPS στην Αγία Νάπα στην τοποθεσία… Βηρυτός. Με το φρύδι σηκωμένο, προσπάθησα να της εξηγήσω ότι τα εφηβικά μου χρόνια έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Δεν είχα καμία διάθεση να μοιραστώ τη ζωή μου με αγνώστους και να μετράω «likes», όπως ο εργαζόμενος τα λεπτά της Παρασκευής.
Φυσικά, λίγο καιρό μετά, υπέκυψα. «Μόνο προφίλ θα φτιάξω», είπα. Για να βρεθώ λίγα χρόνια αργότερα να σκλοράρω σαν πρεζάκιας σε πέντε πλατφόρμες, να τσεκάρω σχόλια, να ακολουθώ τα trends, με ένα… μικρό σκίρτημα στην καρδιά κάθε φορά που βαρούσε το notification. Δεν θυμάμαι καν πότε έγινε η μετάβαση. Αλλά μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι το ξεχειλώσαμε όταν η κριτική μάζα πέρασε το κατώφλι της λογικής, της ισορροπίας, της σύνεσης και της άμιλλας.
Ο χώρος επικοινωνίας έγινε μηχανή επιρροής και ο τόπος καταφυγής για όλα τα φρούτα, σάπια και ψημένα. Και φτάσαμε εδώ: Μια απλή ανάρτηση κάποιου – έχει δεν έχει βάση, στηρίζεται δεν στηρίζεται σε γεγονότα και αποδείξεις – είναι πλέον ικανή να φέρει πολιτική κρίση, να κάψει ανθρώπους, να στοχοποιήσει πολίτες και επαγγελματίες, να τινάξει στον αέρα υπολήψεις, να στείλει οικογένειες σε εξορία. Μια λέξη, μια φωτογραφία, ένα μιμ ρε γαμώτο, ένα υπονοούμενο και πουφ!... Αμέσως θα μπει στο μίξερ της κοινής γνώμης και η σκυτάλη θα πάρει την πορεία της.
Ξέρω, είναι διεθνής ο μαραθώνιος. Αλλά υπάρχει κάτι το έξτρα βάρβαρο όταν συμβαίνει στον τόπο σου, πόσο μάλλον αν ζεις στην Κολοπετινίτσα, η οποία φαντασιώνεται πως είναι ένα ένα mixed breed Κούβας και Ελβετίας με ολίγην ευρωπαϊλα για καϊμάκι. Τόσο κοινή είναι η γνώμη. Οπόταν ένα ψεύτικο στόρι, μια πρόχειρη ερμηνεία ή ένας συνειδητός ψίθυρος – με έμφαση στο συνειδητός – έχει απρόβλεπτες και αλυσιδωτές αντιδράσεις.
Κι όταν αποδειχτεί μούφα, όταν και αν αποκαλυφθεί το κόζι, ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Το δικαστήριο των comments θα έχει αφήσει ουρά τις διαλυμένες και πληγωμένες ζωές και τις μισόστρατες καριέρες, χωρίς να προσμετράμε τις παράπλευρες απώλειες.
Αν κάποιος θέλει να καταλάβει πού πραγματικά βρίσκεται ο πήχης του δημόσιου διαλόγου στην μακάρια νήσο, αρκεί να αφιερώσει πέντε λεπτά στα σχόλια κάτω από μια είδηση – κυρίως όταν αυτή αγγίζει κάτι κοινωνικά ή ηθικά ή πολιτικά φορτισμένο. Εκεί, θα συναντήσει το απόλυτο κράμα αμορφωσιάς και σκατοψυχιάς. Όχι διαφωνίες, που θα ήταν κάτι απόλυτα θεμιτό. Επιθέσεις, χυδαιότητες, βρισιές που, σ’ ένα παράλληλο σύμπαν θα ταρακουνούσαν το blockchain του συστήματος. Στα social όμως, είναι απλώς ακόμα μία νορμάλ ημέρα.
Με την ευκολία της απόστασης, συχνά και της ανωνυμίας, μ’ ένα κινητό υπό μάλης, έχεις πρόσβαση στο μεγαλύτερο φόρουμ του κόσμου, το οποίο ξεπερνάει ακόμη και αυτά τα χωρ(κατ)ικά ύδατα της τρανής Κολοπετινίτσας. Όπου κάποιοι, επειδή δεν μπορούν να διαφωνήσουν όμορφα – δεν θα ήξεραν και πώς, βέβαια – ανοίγουν τον βόθρο τους και λεν ό,τι τους καπνίσει. Με άκρατο αρνητισμό και σημαία τον λαϊκισμό. Όλα Χι, τίποτε καλό, καμία ισορροπία, μηδέν προβληματισμός και συνεισφορά στα πεπραγμένα.
Στο ίδιο σύμπαν, τα social έχουν φέρει στην επιφάνεια πολλές αλήθειες που μέχρι πρότινος έμεναν θαμμένες κάτω από στρώματα σιωπής. Ιστορίες κακοποίησης, σκάνδαλα διαφθοράς, καταχρήσεις εξουσίας. Έδωσαν φωνή σε ανθρώπους που κάποτε δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Αυτές οι φωνές, κινδυνεύουν να χαθούν κάτω από τη σωρό των εύπεπτων καυστικών κλιπ και των ανάλατων τρολς.
Όλα χωράνε κάτω από την ίδια ομπρέλα: Η επανάσταση και το ξεφτίλισμα, η διάνοια και η προκοπή πλάι στο βαρβάτο χωρκατιλίκι, η καταγγελία, το κουτσομπολιό, η οργή, ο διασυρμός, η κακοποίηση. Δημοκρατία θα μου πείτε και θα συμφωνήσω. Όμως, καμία διάκριση, σχεδόν κανένα φίλτρο, μηδέν αισθητική. Και όσο πιο αμόρφωτος – κοινωνικά και άλλοσπως – ένας λαός, τόση πιο αβάσταχτη η μπόχα. Ένα βήμα πιο κάτω, η τρισχειρότερη ψευδοδιάνοια μασκαρεμένη με κοστούμι να κουνάει το δάχτυλο. Έλεος.
Κατά τα άλλα, εγώ ήμουν ο περίεργος που αντιστεκόμουν στα νέα ήθη. Αλλά ναι. Έσκασα, βούτηξα στο δέλτα του super highway και τώρα κολυμπώ με Νίμο και καρχαρίες στα ίδια θολά νερά, με την πρέζα ανά χείρας. Πάρα κάτω;