Το ζήτημα των επιθέσεων εναντίον επαγγελματιών υγείας, φαινόμενα τα οποία παρατηρούνται και αυξάνονται χρόνο με τον χρόνο, έφερε σε διάσταση τους αρμόδιους για το αν θα πρέπει ή όχι να ψηφιστεί μία ξεχωριστή νομοθεσία, ώστε να αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα για βίαιες συμπεριφορές εναντίον γιατρών και νοσηλευτών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε η Αστυνομία ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, τουλάχιστον 50 επιθέσεις εναντίον επαγγελματιών υγείας καταγράφονται κάθε χρόνο. Από την άλλη, η πρόταση νόμου που κατατέθηκε από τη βουλεύτρια του ΑΚΕΛ, Μαρίνα Νικολάου, αποτέλεσε την αφορμή ώστε να τεθεί ξανά το ζήτημα της κάλυψης μέσω της νομοθεσίας και άλλων επαγγελματιών, οι οποίοι δέχονται επίσης επιθέσεις εν ώρα καθήκοντος, όπως οι αστυνομικοί και οι πυροσβέστες.
Το συμπέρασμα από τη συζήτηση που έγινε στην Επιτροπή είναι πως οι αρμόδιοι συμφωνούν στο ότι διαφωνούν για το αν θα πρέπει να γίνει ο συγκεκριμένος διαχωρισμός των επαγγελματιών υγείας, την ίδια στιγμή που όλοι συμφωνούν με τη φιλοσοφία του μέτρου.
Αρχικά η κ. Νικολάου, κατά την τοποθέτησή της, σημείωσε πως «η πρόταση νόμου που κατατέθηκε στην Επιτροπή έχει σκοπό να ενισχύσει την προστασία των επαγγελματιών υγείας, τροποποιώντας τον περί Ποινικού Κώδικα Νόμο, ώστε να καταχωρηθεί ως επιβαρυντικός παράγοντας κατά την επιμέτρηση και επιβολή ποινής οποιουδήποτε αδικήματος, εάν αυτό διαπράχθηκε εναντίον επαγγελματία υγείας κατά την άσκηση των καθηκόντων του».
Σημείωσε ακόμη πως «ξέρουμε όλοι ότι οι επαγγελματίες υγείας εργάζονται ακούραστα, πάρα πολλές φορές κάτω από αντίξοες συνθήκες, παρέχοντας τις υπηρεσίες υγείας με υψηλό αίσθημα ευθύνης και επαγγελματισμού σε ολόκληρη την κοινωνία. Δυστυχώς, παρατηρούμε ότι οι επαγγελματίες υγείας γίνονται συχνά θύματα επιθετικών συμπεριφορών, απειλών ή ακόμη και σωματικών επιθέσεων την ώρα που επιτελούν τα καθήκοντά τους. Αυτές οι συμπεριφορές όχι μόνο θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτής της ξεχωριστής ομάδας εργαζομένων, αλλά την ίδια στιγμή υπονομεύουν και την ασφαλή, απρόσκοπτη και επαγγελματική λειτουργία των υπηρεσιών υγείας στον τόπο μας».
Επιπρόσθετα, η κ. Νικολάου τόνισε πως «οι βασικοί στόχοι της πρότασης νόμου είναι η αποτροπή φαινομένων ανάρμοστης ή προσβλητικής συμπεριφοράς, καθώς και βίας κατά των επαγγελματιών υγείας. Επιδιώκουμε να αναγνωριστεί η ιδιαιτερότητα και η νομική σημασία που έχει το έργο το οποίο επιτελούν, και ταυτόχρονα να ενισχυθεί η αίσθηση ασφάλειας ανάμεσα στους εργαζομένους στον χώρο της υγείας, ώστε να μπορούν να ασκούν το λειτούργημά τους απρόσκοπτα και με ασφάλεια».
Προβληματισμοί από το Υπουργείο, διαφωνίες από ο Παγκύπριος Δικηγορικός
Τους προβληματισμούς του Υπουργείου Δικαιοσύνης, παρά το γεγονός ότι συμφωνεί με τη φιλοσοφία της πρότασης νόμου, εξέφρασε η εκπρόσωπός του, Φαίδρα Γρηγορίου. Όπως εξήγησε, στο Ποινικό Δίκαιο «οι επιβαρυντικοί και μετριαστικοί παράγοντες αναπτύσσονται νομολογιακά. Κατ’ εξαίρεση καταγράφονται σε νομοθεσία και πρέπει να υπάρχει ειδικός λόγος για να αιτιολογηθεί κάτι τέτοιο, διότι συνήθως προχωρούμε σε διακεκριμένα αδικήματα αντί σε επιβαρυντικό παράγοντα. Είμαστε σύμφωνοι σε σχέση με τη διεύρυνση, διότι ίσως να δημιουργείται θέμα άνισης μεταχείρισης επαγγελματιών. Άρα, από τη μία να επεκταθεί σε όλους τους επαγγελματίες, από την άλλη όμως να μειωθεί σε σχέση με τα αδικήματα, δηλαδή να μην αφορά οποιοδήποτε αδίκημα, αλλά να περιοριστεί σε επιθέσεις, για παράδειγμα».
Υπενθύμισε πως «εκκρεμεί ένα νομοσχέδιο το οποίο κατέθεσε το Υπουργείο Δικαιοσύνης και το οποίο θεσπίζει ως διακεκριμένο αδίκημα την επίθεση εναντίον δημόσιου λειτουργού. Άρα ίσως είναι καλό να τα δούμε μαζί».
Παράλληλα, από πλευράς του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, η Άρτεμις Σαββίδου εξέφρασε επίσης προβληματισμούς όσον αφορά, όπως είπε, θέματα αντισυνταγματικότητας της πρότασης νόμου, παραβίασης αρχών του νομικού δικαίου και ενδεχόμενης παραβίασης κάποιων διεθνών δεσμεύσεων της χώρας. Όπως τόνισε, «φαίνεται να παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, διότι η ιδιότητα του επαγγελματία υγείας συζητείται ως προστατευόμενο χαρακτηριστικό σε σχέση με άλλα επαγγέλματα που επίσης εκτίθενται σε κίνδυνο, όπως για παράδειγμα οι οδηγοί μέσων μαζικής μεταφοράς. Η επιβολή επιβαρυντικού παράγοντα με βάση την ιδιότητα κάποιου δημιουργεί ιεραρχία θεμάτων και επαγγελματιών. Στην ίδια κατηγορία με αυτό είναι και η ρύθμιση της ΕΣΔΑ, μίας διεθνούς μας δέσμευσης, σε ό,τι αφορά την απαγόρευση διακρίσεων· δηλαδή, η προνομιακή διαχείριση χωρίς κανέναν αντικειμενικό ή αναγκαίο λόγο που να ξεχωρίζει τους συγκεκριμένους επαγγελματίες».
Για την παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, η κ. Σαββίδου εξήγησε πως «στην Κύπρο είναι έργο αποκλειστικά του Δικαστηρίου η επιμέτρηση της ποινής και ο καθορισμός των παραγόντων, τους οποίους ήδη η νομολογία μας έχει αποφασίσει σε διάφορες αποφάσεις. Ανάμεσα σε αυτούς τους επιβαρυντικούς παράγοντες είναι και οι συνθήκες του θύματος. Άρα, αυτό που ήδη αποτελεί πηγή δικαίου, δηλαδή νόμο, θα έρθουμε να το περιορίσουμε με έναν άλλο νόμο που να αφορά μόνο τους επαγγελματίες υγείας, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το υφιστάμενο πλαίσιο».
Σε ό,τι αφορά τις ενδεχόμενες παραβιάσεις των νομικών αρχών του ποινικού δικαίου, τόνισε πως «πρόκειται για την αρχή της νομιμότητας και της αναλογικότητας· η γενικότητα της επιδιωκόμενης τροποποίησης δημιουργεί ασάφειες και καταγράφει μία αδικαιολόγητη διαφοροποίηση». Παράλληλα επισήμανε ότι «υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, όπως για παράδειγμα να γίνει μία ειδική ποινική διάταξη για βία κατά επαγγελματιών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενδεχομένως στο πλαίσιο ενός ειδικού ποινικού νόμου».
Η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας εξέφρασε τις επιφυλάξεις της ως προς την τροποποίηση, διότι όπως εξήγησε «στο σύστημά μας οι επιβαρυντικοί και ελαφρυντικοί παράγοντες δεν καθορίζονται συνήθως με νόμο, παρά ελάχιστων εξαιρέσεων, αλλά καθορίζονται μέσω της νομολογίας. Δηλαδή αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των δικαστηρίων να λάβουν υπόψη τους τους παράγοντες ανάλογα με τη φύση του αδικήματος και τα ιδιαίτερα περιστατικά του».
Τόνισε ακόμη πως «αν κριθεί ότι υπάρχει τέτοια μεγάλη ανάγκη που να το δικαιολογεί, αυτό που συνήθως γίνεται είναι να δημιουργηθεί ένα διακεκριμένο αδίκημα και όχι να προστεθεί στον νόμο ως επιβαρυντικός παράγοντας. Μία τέτοια ενδεχόμενη προσθήκη ελλοχεύει κινδύνους, αφού στη συνέχεια θα πρέπει να προστεθούν επιβαρυντικοί παράγοντες και για άλλες κατηγορίες, όπως για τους δασκάλους ή για τους αστυνομικούς και ενδεχομένως για κάθε επάγγελμα ξεχωριστά. Η θέση μας είναι να τα δούμε συνολικά μαζί με το άλλο νομοσχέδιο».
Δεν είναι προνομιακή μεταχείριση, λέει η Ισότητα-Συμφωνούν οι υπόλοιποι
Ο πρόεδρος του Κλάδου Αστυνομικού Σώματος Ισότητας, Νίκος Λοϊζίδης, τονίζοντας πως «δεν είναι προνομιακή μεταχείριση των επαγγελματιών υγείας όταν αυτό αποδεικνύεται με αριθμούς», σημείωσε: «Έχουμε μέσο όρο 50 επιθέσεις τον χρόνο σε νοσηλευτές και επαγγελματίες υγείας. Για τους αστυνομικούς έχουμε μέσο όρο 250 επιθέσεις. Για τις ΥΚΕ άλλες 50 μέσες ετήσιες επιθέσεις. Πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτή η πρόταση αποτελεί την αφορμή, αλλά η πραγματική αποτροπή έρχεται μόνο με την αυστηροποίηση της ποινής και τις σαφείς οδηγίες του νόμου προς τον Αρχηγό Αστυνομίας για άμεση καταχώρηση της υπόθεσης».
Την ίδια στιγμή ζήτησε από την Επιτροπή να θεσπίσει οτιδήποτε χρειάζεται για να προστατευθούν όλοι οι κρατικοί λειτουργοί ή γενικότερα οι λειτουργοί που υπηρετούν τους θεσμούς.
Από πλευράς Αστυνομίας, η εκπρόσωπος συμφώνησε με τη φιλοσοφία της πρότασης νόμου και σημείωσε πως «τα φαινόμενα βίας στα νοσοκομεία και σε γραφεία ιατρών είναι συχνά, διότι οι πολίτες βρίσκονται σε ευάλωτη κατάσταση και υπάρχει μία νοοτροπία να επιτίθενται εναντίον γιατρών και νοσοκόμων επειδή δεν βρίσκονται σε καλή ψυχολογική ή σωματική κατάσταση. Όμως αυτές οι επιθέσεις στρέφονται και εναντίον όλων των δημόσιων λειτουργών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, για παράδειγμα εναντίον λειτουργών των ΥΚΕ, και για αυτόν τον λόγο κατατέθηκε το νομοσχέδιο που καλύπτει όλους τους δημόσιους λειτουργούς».
Η εκπρόσωπος του Υπουργείου Υγείας, Μαρία Ευαγγέλου, κατά την τοποθέτησή της συμφώνησε με την πρόταση νόμου και εξήγησε πως «πρέπει να θυμόμαστε πάντα ότι οι επαγγελματίες υγείας καλύπτουν τα νοσοκομεία ειδικά σε 24ωρη βάση, με πρωινές, απογευματινές και νυχτερινές βάρδιες. Θεωρούμε πως η προστασία τους είναι προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος, διότι όταν κάνεις επίθεση σε έναν νοσηλευτή, στην ουσία κάνεις επίθεση και στον ασθενή, αφού εμποδίζεται το έργο του. Επομένως έχει να κάνει και με τη διαχείριση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας. Μία τέτοια ρύθμιση θα αποτρέπει τις επιθέσεις, θα αναγνωρίζει την προσφορά τους και θα ενισχύει τη σωματική και ψυχική ασφάλεια του προσωπικού. Η μελέτη μας δείχνει ότι άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, η Βρετανία, η Τουρκία και το Πακιστάν, έχουν ήδη υιοθετήσει αυστηρότερες ποινές για αντίστοιχες περιπτώσεις».
Από πλευράς του, ο πρόεδρος της ΠΑΣΥΝΟ, Σάββας Ιακώβου, χαιρέτισε την τροποποίηση της νομοθεσίας και σημείωσε πως «η όποια ρύθμιση είναι υπέρ της προστασίας των νοσηλευτών και γενικά των επαγγελματιών υγείας, μας βρίσκει θετικούς». Παράλληλα επισήμανε πως «θέλουμε να γίνει μία εκστρατεία ενημέρωσης του κοινού. Θεωρώ ότι πρέπει να αυξηθεί η ποινή για τέτοιου είδους αδικήματα, ώστε να είναι αποτρεπτική, και σίγουρα οι νοσηλευτές έχουν διαφορετική φύση δουλειάς. Είμαστε όλη μέρα στα νοσοκομεία, αντιμετωπίζουμε περιστατικά βίας που δεν θα έπρεπε, ενώ χρειαζόμαστε και την κατάλληλη προστασία. Έχουν καταγραφεί επιθέσεις ακόμη και με μαχαίρια, και νομίζω η ανάγκη φαίνεται. Σε κάποια περιστατικά στο παρελθόν είδαμε υποθέσεις να πηγαίνουν στο Δικαστήριο και να χάνονται. Θυμίζω το παράδειγμα συναδέλφου στον οποίο ασκήθηκε πραγματική βία και κατέληξε με κάταγμα στο χέρι. Η υπόθεση πήγε δύο με τρεις φορές ενώπιον Δικαστηρίου και στο τέλος της ημέρας έγινε απαλλαγή από τον Γενικό Εισαγγελέα».
Καταληκτικά, ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων, η ΣΕΚ, η ΠΕΟ, η ΠΑΣΥΔΥ και ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Νοσηλευτών και Μαΐων συμφώνησαν με την πρόταση νόμου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Διαφωνία ΠΑΣΥΝΜ για εργοδότηση νοσηλευτών και μαιών μέσω Υπουργικού Διατάγματος











