Αέρα ελευθερίας αναπνέει τους τελευταίους μήνες ο βαρυποινίτης Ανδρέας Ονουφρίου, ένα από τα πιο γνωστά πρόσωπα που απασχόλησαν ποτέ την Αστυνομία, με τελευταίο σταθμό στις καταδίκες του να είναι το 2015, οπότε του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 20 ετών για απόπειρες φόνου εναντίον τεσσάρων αστυνομικών και της κατοχής και μεταφοράς όπλων και εκρηκτικών υλών.
Μια υπόθεση που είχε καθηλώσει το παγκύπριο και σήκωσε στο πόδι ολόκληρη την Αστυνομία, αφού είχε εξαπολυθεί ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη του, ενώ την ώρα που ο Ονουφρίου είχε περικυκλωθεί από πάνοπλα μέλη του Αντιτρομοκρατικού Ουλαμού, όπως υπέδειξε το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, αυτός αφού «γονάτισε και πήρε θέση μάχης, έχοντας στην κατοχή του το έμφορτο στρατιωτικό τυφέκιο, και δίπλα του δυστυχώς, το ανήλικο παιδί του, άρχισε να πυροβολεί προς το μέρος που βρίσκονταν ο Υπαστυνόμος Μακρή (Διοικητής του ΕΑΟ) και οι Αστυφύλακες».
Η εικοσαετής ποινή φυλάκισης του Ονουφρίου επικυρώθηκε και από το Εφετείο, το 2019, ωστόσο, δεδομένου της προεδρικής χάρης που έλαβε στις προηγούμενες εκλογές (σ.σ ένα τέταρτο της ποινής κάθε κατάδικου) και τον τρόπο που μετριέται ο χρόνος στις Φυλακές, ο κατάδικος αποφυλακίστηκε το 2025, εκτίοντας συνολικά δέκα χρόνια από την επιβληθείσα ποινή του.
Η πρωτοφανής υπόθεση του 2015
Όπως προαναφέρθηκε, ο Ονουφρίου είχε απασχολήσει έντονα την κοινή γνώμη και την Αστυνομία το 2014, όπου η υπόθεση του και τα γεγονότα αποτελούσαν πρώτη είδηση στην Κύπρο και όχι μόνο.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, όπως αυτά καταγράφονται στην απόφαση του, ο Ονουφρίου στις 24 Απριλίου 2014 κατείχε εντός του διαμερίσματος του πυροβόλο όπλο. Ωστόσο, όπως υπέδειξε το Δικαστήριο, «δυστυχώς η εγκληματική του δραστηριότητα δεν έμεινε μέχρι εδώ», αφού κατά τις πρωινές ώρες, όταν αντιλήφθηκε την παρουσία αστυνομικών έξω από το διαμέρισμα του και ότι αυτοί είχαν πρόθεση να το ερευνήσουν, αποφάσισε να κάνει κάτι το οποίο, όχι μόνο ξάφνιασε τους αστυνομικούς, αλλά τους έκανε να τραπούν και εις φυγή.
Αφού ζώστηκε το έμφορτο όπλο που κατείχε εντός του διαμερίσματος του και φορώντας κουκούλα με την οποία κάλυψε το πρόσωπο του (φαίνονταν μόνο τα μάτια και το στόμα του), άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος του και εξήλθε από αυτό. Έχοντας το χέρι στη σκανδάλη του όπλου απευθύνθηκε προς τους αστυνομικούς που βρίσκονταν έξω από το διαμέρισμα του, και τους ανέφερε τα ακόλουθα: “ρε π...ες εν να σας φάω ούλλους”. Όταν δε ο ειδικός αστυφύλακας Θεοδότου, ο μόνος που έμεινε στα σκαλιά της πολυκατοικίας όπου διέμενε ο κατηγορούμενος, προσπάθησε να του πάρει το έμφορτο όπλο, ο κατηγορούμενος έφερε σθεναρή αντίσταση και απευθυνόμενος προς αυτόν του ανέφερε επανειλημμένα τα ακόλουθα “άηστο γιατί εν να σε παίξω”. O κατηγορούμενος στην προσπάθεια του να συνεχίσει να κατέχει το έμφορτο πυροβόλο όπλο, δεν δίστασε να πυροβολήσει τον ειδικό αστυφύλακα με πρόθεση να τον σκοτώσει αφού αυτός ήταν εμπόδιο στη όλη παράνομη δραστηριότητα του. Από ευτυχείς συγκυρίες η σφαίρα δεν έπληξε τον ειδικό αστυφύλακα ο οποίος με αυτοθυσία, αρετή και τόλμη κατάφερε τελικά να του πάρει το όπλο και να το πετάξει χάμω.
Ακολούθως, σύμφωνα πάντα με τα όσα καταγράφει η απόφαση του Κακουργιοδικείου, ο Ονουφρίου κατάφερε τελικά να εξέλθει της πολυκατοικίας και να εξαφανιστεί. Φεύγοντας πήρε μαζί του, όχι μόνο το πυροβόλο όπλο με το οποίο προηγουμένως αποπειράθηκε να φονεύσει τον ειδικό αστυφύλακα, αλλά και το τσαντάκι λοχία, το οποίο του έπεσε καθ’ ον χρόνο ο τελευταίος έτρεχε για να απομακρυνθεί από την πολυκατοικία.
Ακολούθως, η Αστυνομία καταζητούσε τον κατηγορούμενο και εναντίον του εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης, ενώ είχε στηθεί μεγάλη επιχείρηση από τον Αντιτρομοκρατικό Ουλαμό, όπου εν τέλει τον εντόπισε εξοχική κατοικία στη Λάγια της Επαρχίας Λάρνακας που ανήκε σε φιλικό του πρόσωπο.
Σε κάποιο σημείο κατάφερε και πήρε από οικογενειακά του πρόσωπα το ανήλικο παιδί του ηλικίας μόλις 4 ετών και το μετέφερε στη Λάγια όπου κρυβόταν. Στις 29.4.14 η Αστυνομία κατόπιν συντονισμένης και καλά σχεδιασμένης επιχείρησης, απέφυγε τα οδυνηρά λάθη, παραλείψεις και προχειρότητες της 24.4.14. Η ικανότητα του επικεφαλής της επιχείρησης κ. Μακρή αλλά και των ανδρών του, είχε ως αποτέλεσμα να συλλάβουν ουσιαστικά επ’ αυτοφώρω το μέχρι τότε καταζητούμενο Ανδρέα Ονουφρίου. Ο τελευταίος πριν συλληφθεί, και αφού αντιλήφθηκε την παρουσία της Αστυνομίας στη Λάγια, επέλεξε για άλλη μια φορά να δώσει μάχη με την Αστυνομία. Αρχικά αρνήθηκε να παραδοθεί και δεν υπάκουσε στις υποδείξεις της Αστυνομίας. Στη συνέχεια αφού γονάτισε και πήρε θέση μάχης, έχοντας στην κατοχή του το έμφορτο στρατιωτικό τυφέκιο, και δίπλα του δυστυχώς, το ανήλικο παιδί του, άρχισε να πυροβολεί προς το μέρος που βρίσκονταν ο Υπαστυνόμος Μακρή και οι Αστυφύλακες Ξενοφώντος και Τομπάζος με πρόθεση να τους φονεύσει. Από ευτυχείς συγκυρίες και πάλι αποφεύχθηκε το μοιραίο.
Είχε καταδικαστεί για απόπειρα εναντίον Δικαστή και της κόρης του
Το Κακουργιοδικείο Λεμεσού κατά την πιο πάνω επιβληθείσα ποινή, είχε λάβει υπόψη τις προηγούμενες καταδίκες του Ανδρέα Ονουφρίου, εκ των οποίων η μια αφορούσε και πάλι απόπειρα φόνου.
Συγκεκριμένα καταδικάστηκε στις 7 Αυγούστου 1998 από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού για απόπειρα φόνου του Δικαστή Μαυρονικόλα και της πεντάχρονης θυγατέρας του, όπου του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 ετών. Ο Ονουφρίου είχε τοποθετήσει εκρηκτικό μηχανισμό κάτω από το όχημα του, ενώ από την έκρηξη είχε τραυματιστεί τόσο ο Δικαστής όσο και η θυγατέρα του. Ωστόσο, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, από τύχη αποφεύχθηκαν τα χειρότερα, αφού η βόμβα εξερράγη, καθώς ο Δικαστής πλησίαζε το όχημά του για να πάει την κόρη του στο σχολείο, ενώ μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο χαρακτήρισε την επίθεση ως «ψυχρή» και σημείωσε ότι το έγκλημα «τρομοκράτησε την κοινή γνώμη». Στις 11 Μαρτίου 2008 αποφυλακίστηκε αφού εξέτισε τις ποινές του.
Η απόδραση και η... περούκα
Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην απόφαση, προηγουμένως και ενώ εξέτιε την ποινή του για την ενέδρα στον Δικαστή, του είχε δοθεί άδεια από τις αρμόδιες Αρχές του Κράτους για να συνάψει γάμο, με αποτέλεσμα να εξέλθει των Φυλακών.
Η άδεια άρχιζε από τις 12 το μεσημέρι της 5.9.2003 και έληγε την ίδια ώρα της επομένης, 6.9.2003. Μια περίπου ώρα μετά τη λήξη της άδειας, ο τότε Διευθυντής των Φυλακών ενημερώθηκε ότι ο Ονουφρίου δεν επέστρεψε στις Φυλακές ως όφειλε και ενόψει τούτου, κηρύχθηκε δραπέτης.
Σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στην δικαστική απόφαση, η Αστυνομία κινητοποιήθηκε για τον εντοπισμό και τη σύλληψή του, ενώ μετά από πάροδο αρκετών ημερών, η Αστυνομία, αξιοποιώντας πληροφορίες πέτυχε στις 20.9.2003 τη σύλληψη του.
Η σύλληψη επιτεύχθηκε αμέσως μετά την επιβίβαση του σε αυτοκίνητο που οδηγούσε άλλο άτομο σε χώρο στάθμευσης ξενοδοχείου στη Λεμεσό. Ο κατηγορούμενος φορούσε γυναικεία περούκα με μακριά ξανθά μαλλιά και αλεξίσφαιρο γιλέκο. Μέσα σε τσάντα που βρέθηκε στο αυτοκίνητο, στα πόδια του, βρέθηκε ένα περίστροφο και αριθμός σφαιρών. Σφαίρες βρέθηκαν επίσης στην τζέπη του και σε άλλους χώρους του αυτοκινήτου. Στην κατοχή του βρέθηκε επίσης μπρελόκ με κλειδιά, ένα από τα οποία, έφερε επιγραφή σε πλαστική θήκη με τον αριθμό «C 34». Οι έρευνες της αστυνομίας επεκτάθηκαν στο διαμέρισμα στο οποίο, σύμφωνα με τη μαρτυρία, διέμενε ο κατηγορούμενος. Κατά την έρευνα του εν λόγω διαμερίσματος, βρέθηκε ένα αγγλικό διαβατήριο με αποκολλημένη τη φωτογραφία του κατόχου του και μετατοπισμένη σε άλλη σελίδα. Βρέθηκαν επίσης μεταλλικά τυπογραφικά στοιχεία με τα οποία μπορούσαν να εκτυπωθούν οι λέξεις «ΚΥΠΡΙΑΚΗ» και «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» καθώς και το έμβλημα της Δημοκρατίας.
Για την εν λόγω υπόθεση ο Ονουφρίου κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε στις κατηγορίες που αφορούσαν κατοχή εκρηκτικών υλών (ποινή φυλάκισης τριών ετών), κατοχή πλάκας ή οργάνου χρησιμοποιούμενου για την κατασκευή σφραγίδων (σ.σ ποινή φυλάκισης εννέα μήνες) και απόδραση κρατουμένου (σ.σ ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών). Ωστόσο, στην τελευταία κατηγορία αθωώθηκε στο Εφετείο και εν τέλει η ποινή του για τα συγκεκριμένα αδικήματα ήταν τρία έτη.
Η απόδραση του 2009
Ο Ανδρέας Ονουφρίου απασχόλησε την Αστυνομία και το 2009, καθώς είχε αποδράσει από τα κρατητήρια όπου κρατείτο και για τον εντοπισμό του είχε στηθεί μεγάλη επιχείρηση.
Συγκεκριμένα, στις 14 Ιανουαρίου 2009, η Αστυνομία βρήκε σε διαμέρισμα στην Αγία Νάπα ένα πυροβόλο όπλο και αριθμό στρατιωτικών φυσιγγίων. Μετά από εξετάσεις γενετικού υλικού, τρεις μήνες μετά τον εντοπισμό του οπλισμού, η Αστυνομία φόρεσε χειροπέδες στον Ονουφρίου, ο οποίος κρατήθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Παραλιμνίου, ενώ την επόμενη ημέρα οδηγήθηκε ενώπιον Δικαστηρίου. Ωστόσο η διαδικασία αναβλήθηκε και ορίστηκε την επόμενη ημέρα και δόθηκαν οδηγίες όπως ο ύποπτος παραμείνει υπό κράτηση.
Κατά τις πρωινές ώρες, ο 59χρονος τότε, μαζί με τον Τούρκο συγκρατούμενο του, απέδρασαν από το κελί τους. Η απόδραση είχε επιτευχθεί μετά που παραβιάστηκε μια προστατευτική σχάρα κάτω από τους τσίγκους της οροφής του κτηρίου, αφού κόπηκε ένας τσίγκος, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί οπή. Για την κατάβαση τους από τη στέγη χρησιμοποιήθηκαν κουβέρτες και σεντόνια που είχαν δεθεί σε σωλήνα επί της στέγης.
Στη συνέχεια ο Ονουφρίου και ο Τούρκος συγκρατούμενος του, επιβιβάστηκαν σε αυτοκίνητο που οδηγούσε τρίτο πρόσωπο και τελικά κατέληξαν στις κατεχόμενες περιοχές, με τον καταζητούμενο να έχει στην κατοχή του την πολιτική ταυτότητα του, τηλέφωνα και χρήματα, αντικείμενα που δεν είχε προηγουμένως.
Ο Ονουφρίου παρέμεινε στις κατεχόμενες περιοχές για έξι ημέρες και ακολούθως, αφού συνελήφθη παραδόθηκε στις αστυνομικές αρχές της Δημοκρατίας από τα Ηνωμένα Έθνη. Ο Αντρέας Ονουφρίου ισχυρίστηκε ότι είχε απαχθεί από τον συγκρατούμενο του, ωστόσο ο ισχυρισμός του δεν έγινε αποδεκτός στο Δικαστήριο.
Δικαστήριο: Καταλήξαμε σε εύρημα ότι είχε προηγηθεί σχεδιασμός του όλου εγχειρήματος που δεν ήταν διόλου απλό, αλλά ένα εγχείρημα καταδρομικού τύπου το οποίο και εκτελέστηκε με τέτοιο συντονισμό ώστε και τρίτο πρόσωπο να αναμένει τους δραπέτες και ο κατηγορούμενος να εφοδιαστεί με χρήματα, τηλέφωνα και την αναγκαία ταυτότητα για να διαφύγουν, ο ίδιος και ο Τούρκος συγκρατούμενος του, στις κατεχόμενες περιοχές. Σημειώσαμε περαιτέρω πως δεν μπορούσαμε να γνωρίζουμε κατά πόσο ήταν και οι δύο που παραβίασαν την σχάρα, ή έκοψαν τον τσίγκο ή έδεσαν τα σεντόνια, συμπληρώνοντας όμως, ότι αυτά δεν ήταν παρά οι πρακτικές ενέργειες για να επιτευχθεί η κοινή απόδραση.
Για την απόδραση, το Κακουργιοδικείο Αμμοχώστου, στις 28 Ιανουαρίου 2011, ανέφερε πως «η επιβολή φυλάκισης είναι αναπόφευκτη» και ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, επέβαλε στον Ανδρέα Ονουφρίου ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών, χωρίς αναστολή.
Σχέδιο δολοφονίας κατά του Εισαγγελέα
Πέραν όμως των πιο πάνω, ο Ανδρέας Ονουφρίου απασχόλησε την Αστυνομία και το 2012, σε σχέση με σχέδιο δολοφονίας κατά του τότε Γενικού Εισαγγελέα Πέτρου Κληρίδη αλλά και του τότε αναπληρωτή Διευθυντή των Φυλακών, Γιώργου Τρυφωνίδη.
Για την υπόθεση, η Αστυνομία είχε συλλάβει τον Ανδρέα Ονουφρίου, καθώς και άλλα δύο πρόσωπα, ενώ καταχώρησε υπόθεση εναντίον τους, τον Νοέμβριο του 2012, όπου είχαν κατηγορηθεί μεταξύ άλλων για συνωμοσία για φόνο, ο οποίος θα γινόταν - όπως ήταν η εκδοχή της Αστυνομίας - με τουρκικής προέλευσης αντιαρματικό εκτοξευτή τύπου Low, την ώρα που θα μετάβαινε από το σπίτι του στο γραφείο ή από το γραφείο του στο σπίτι.
Βασικός μάρτυρας στην υπόθεση, θεωρείτο ο ισοβίτης Αντώνης Προκοπίου Κίτας, με τον Ονουφρίου να ισχυρίζεται ότι η κατάθεση του Κίτα είναι ένα σενάριο του Φώσκολου, την οποία δημιούργησε για δικούς του σκοπούς.
Τελικά η υπόθεση αποσύρθηκε από τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα, λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων.