Δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας, όσον αφορά στη μεταρρύθμιση που προωθείται για το διαχωρισμό του διττού ρόλου του Γενικού Εισαγγελέα, με τη δημιουργία Γενικού Δημόσιου Κατήγορου και την υποχρέωση του τελευταίου να δημοσιεύει τα κριτήρια άσκησης ποινικών διώξεων στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, επεσήμανε ο νομικός, Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, ενώ τόνισε πως η αποτελεσματικότητα της μεταρρύθμισης είναι άμεσα συνυφασμένη με τα άτομα που θα διοριστούν ως επικεφαλής των δύο νέων τμημάτων που θα δημιουργηθούν.
Η συζήτηση για το διαχωρισμό των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα έχει ανοίξει ενώπιον της Βουλής, την περασμένη Τετάρτη, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης, Μάριος Χαρτσιώτης, είχε παρουσιάσει τα 38 νομοσχέδια που έχουν κατατεθεί από πλευράς Κυβέρνησης. Η πρώτη συζήτηση ξεκαθάρισε την εικόνα που υπάρχει αυτή τη στιγμή, αφού διαπιστώθηκε πως οι θέσεις Κυβέρνησης και Νομικής Υπηρεσίας είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, δεδομένου ότι ο Γιώργος Σαββίδης αμφισβήτησε ανοιχτά τις τροποποιήσεις που προωθούνται, θέτοντας θέμα συνταγματικότητας και αποτελεσματικότητας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Ξεκαθάρισε η εικόνα για το διαχωρισμό εξουσιών του Εισαγγελέα-Μετά την κατάθεση νομοσχεδίου για ανέλεγκτο η συνέχεια
Μάλιστα, ο κ. Σαββίδης παρουσίασε στην Επιτροπή Νομικών και την έκθεση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων που είχε διορίσει ο ίδιος, ώστε να καταθέσουν εισηγήσεις και βάσει της οποίας, τρεις ανέφεραν ότι δεν τίθεται θέμα συνταγματικότητας (σ.σ. Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, Ευάγγελος Βενιζέλος, Πόλυς Πολυβίου), δύο εξέφρασαν επιφυλάξεις (σ.σ. Έλενα Παπαγεωργίου, Γιάννα Χατζηχάννα) και δύο ανέφεραν ότι είναι αντισυνταγματικές οι τροποποιήσεις που προωθούνται (σ.σ. Δημήτριος Χατζηχαμπής και Παναγιώτης Καλλής).
Ο κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και έγκριτος νομικός, Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, μιλώντας στο κρατικό ραδιόφωνο, αναφέρθηκε στη μεταρρύθμιση που προωθείται. Όπως υπέδειξε «το βασικό ερώτημα που τέθηκε ενώπιον της εν λόγω επιτροπής ήταν κατά πόσο η μεταρρύθμιση ως θέμα αρχής είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα. Σε αυτό το ερώτημα, η δική μου απάντηση μαζί με του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου και του κ. Πόλυ Πολυβίου ήταν κοινή ότι είναι σύμφωνη».
Ο κ. Αιμιλιανίδης αναφέρθηκε και σε παρενθετικά σχόλια που υπήρχαν στην έκθεση που παρέδωσαν στο Γενικό Εισαγγελέα. Όπως εξήγησε «στην έκθεση της GRECO υπάρχει ένα σημείο στο οποίο επικεντρώνεται και έχει να κάνει με την αυτονομία των δημόσιων κατηγόρων. Η μεταρρύθμιση διαχωρίζει το γραφείο του δημόσιου κατηγόρου από το γραφείο του Εισαγγελέα αλλά δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε διαφοροποίηση ως προς το θέμα της αυτονομίας των δημόσιων κατηγόρων. Παραμένει το σύστημα αυστηρά ιεραρχικό με την έννοια ότι δεν υπάρχει μία σαφής δομή, στην οποία ο κατήγορος ενεργεί με μία δυνατότητα ιεραρχικής παρέμβασης με κάποιο θεσμοθετημένο τρόπο».
Αυτό που συμβαίνει σε άλλες χώρες είναι όταν αναλάβει ο κατήγορος ή ο Εισαγγελέας μία υπόθεση, έχει μία αυτονομία στο χειρισμό του, εκτός αν προκύψει μία θεσμοθετημένη διαδικασία αμφισβήτησης, όπως αίτημα για αναστολή ποινικής δίωξης κλπ, τόνισε ο κ. Αιμιλιανίδης.
«Αυτό μας το έχει επισημάνει επανειλημμένα στις εκθέσεις της η GRECO. Αυτό ήταν ένα βασικό σημείο και επικαλέστηκα το σχέδιο ότι η μεταρρύθμιση δεν θα διορθώσει εκ των πραγμάτων αυτό το σχόλιο και αφορά στο διαχωρισμό των δομών. Δεν απαντά σε αυτό το ερώτημα».
Κληθείς να σχολιάσει την αποτελεσματικότητα της μεταρρύθμισης όπως προωθείται, ο κ. Αιμιλιανίδης υπέδειξε πως «η μεταρρύθμιση όπως έχει προταθεί σήμερα, διαχωρίζει το υφιστάμενο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, τη Νομική Υπηρεσία, σε δύο διαφορετικά τμήματα, που θα έχουν και δύο επικεφαλής. Αντιλαμβάνεστε ότι λειτουργικά αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι θα επιφέρει περισσότερη βελτίωση στη λειτουργία του συστήματος, επειδή προφανώς εξαρτάται από τα πρόσωπα που θα διοριστούν, εξαρτάται από το πώς θα εφαρμοστεί στην πράξη».
Οι θεσμοί έχουν άμεση σχέση με τα πρόσωπα που τους υπηρετούν, υπογράμμισε ο κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας. «Ο Γενικός Εισαγγελέας, όπως και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο κάθε αξιωματούχος, έχει το δικό του στίγμα που δίνει. Ο νόμος καλείται να ερμηνευτεί και να εφαρμοστεί. Δεν είναι οι νόμοι κάτι που τους έχεις σε ράφι στο σούπερμαρκετ και τους παίρνεις στο σπίτι σου και τους μαγειρεύεις. Οι νόμοι είναι ένα υλικό, το οποίο προϋποθέτει χρήστες, που είναι και εφαρμοστές. Αυτό που ονομάζουμε αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης εξαρτάται από αυτά τα πράγματα».
Στη συνέχεια, ο έγκριτος νομικός σημείωσε πως «όταν λέμε ότι μία δίκη παίρνει δέκα χρόνια για να ολοκληρωθεί ή και περισσότερα, αυτό έχει να κάνει με την εφαρμογή. Υπάρχουν θεσμοί και νόμοι, αλλά αυτό δεν απαντά με το πώς θα είναι αποτελεσματικοί. Υπάρχουν αποφάσεις που είναι ποιοτικές και αποφάσεις που δεν είναι ποιοτικές. Αυτό δεν εξαρτάται από τους νόμους, αν υπάρχουν ή αν δεν υπάρχουν, εξαρτάται από τους δικαστές. Σε όλα τα πράγματα υπάρχουν οι θεσμοί και υπάρχει και η καθοριστικότατη σημασία των προσώπων. Η αποτελεσματικότητα του συστήματος δεν απαντάται θετικά ή αρνητικά με το αν θα γίνει η μεταρρύθμιση ή όχι».
Ο Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, στη συνέχεια, επεσήμανε πως «εκείνο το οποίο απαντάται είναι ότι έχει δημιουργηθεί μία διεθνής τάση, η οποία είναι και ευρωπαϊκή και είναι πολύ έντονη τα τελευταία χρόνια και στην Κύπρο, που η υπερβολική εξουσία του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα, που για εξήντα χρόνια δεν είχε αμφισβήτηση να έχει και τα δύο καπέλα, του ποινικού κατηγόρου και του νομικού συμβούλου του κράτους, πλέον θεωρείται από την πλειοψηφία ότι δεν παράσχει επαρκή εχέγγυα εμπιστοσύνης. Αυτό το παρατήρησε και η ΕΕ για το κράτος δικαίου, είναι και κάτι που συνάδει με τις σύγχρονες αντιλήψεις να μην υπάρχει σε ένα θεσμό υπερεξουσία. Από αυτή την άποψη, η μεταρρύθμιση ικανοποιεί αυτή την τάση. Το θέμα της αποτελεσματικότητας δεν μπορούμε να το απαντήσουμε αφηρημένα, επειδή το ίδιο το γραφείο του δημόσιου κατηγόρου υπάρχει και σήμερα στη Νομική Υπηρεσία και λειτουργεί με κάποιες αρχές που θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Άρα, το κατά πόσο θα λειτουργήσει καλύτερα μετά το διαχωρισμό ή όχι, δεν είναι κάτι που μπορεί να πει κάποιος αφηρημένα».
Ερωτηθείς σχετικά, ο κ. Αιμιλιανίδης υπέδειξε ότι «αν πάρω τα ίδια ακριβώς πρόσωπα, περιλαμβανομένου και του επικεφαλής, γιατί να λειτουργήσει καλύτερα ή χειρότερα; Θα λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο. Αν θα λειτουργήσει καλύτερα ο θεσμός εξαρτάται εκ των πραγμάτων και από τα πρόσωπα και από το πώς θα αντικριστεί στην πράξη από τους συμμετέχοντες σε αυτό το νέο θεσμό μετά το διαχωρισμό. Μπορεί να είναι καλύτερα ή χειρότερα».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Έτοιμη για πολύμηνη συζήτηση για διαχωρισμό εξουσιών Εισαγγελέα η Βουλή-Κενό στα νομοσχέδια για το ανέλεγκτο
Λύθηκε το νομικό θέμα εδώ και 30 χρόνια
Στη συνέχεια, ο Αχιλλέας Αιμιλιανίδης κλήθηκε να τοποθετηθεί και για τη συνταγματικότητα της μεταρρύθμισης που προωθείται, δεδομένου ότι είναι ένα ζήτημα που έχει εγείρει ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας. Ο κ. Αιμιλιανίδης υπέδειξε πως «το 1992 εκδόθηκε απόφαση με την οποία κρίθηκε συνταγματική η πρώτη τροποποίηση του Συντάγματος και έκτοτε έχουμε 21 τροποποιήσεις του Συντάγματος, με την πιο πρόσφατη πριν δύο μήνες. Ψηφίζονται με τα 2/3 των βουλευτών. Αυτό το θέμα έχει λυθεί νομολογικά εδώ και 35 χρόνια. Βλέπω συζητήσεις στις οποίες γίνεται επίκληση είτε αποφάσεων της δεκαετίας του 1980 που ανατράπηκαν με αποφάσεις της δεκαετίας του 1990 που έγινε η πρώτη τροποποίηση, είτε αποφάσεων μειοψηφίας. Απηχούν αυτές οι συζητήσεις μία συζήτηση που έχει λυθεί ως νομικό θέμα εδώ και 30 χρόνια».
Πριν δύο μήνες που τροποποιήθηκε το Σύνταγμα για το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Διοικητικό Συμβούλιο, πρόσθεσε ο κ. Αιμιλιανίδης. «Δεν είχαμε πρόβλημα να το αλλάξουμε και η τροποποίηση έγινε με τη σύμφωνο γνώμη της Νομικής Υπηρεσίας. Δεν μπορεί τώρα να λέμε ότι η τροποποίηση ξαφνικά δεν μπορεί να γίνει επειδή αφορά θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα. Δημιουργούμε μία παραδοξότητα στο νομικό επιχείρημα, η οποία έρχεται να συζητήσει όλο το οικοδόμημα που έχει χτιστεί με την τροποποίηση του Συντάγματος».