Οδηγίες προς την Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας έδωσε το Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, ώστε να επανεξεταστούν οι έξι περιπτώσεις παιδιών με αναπηρία, για τα οποία έγινε αναφορά για παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους στο πόρισμα της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, ώστε να επανεξεταστούν άμεσα οι περιπτώσεις αυτές.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Υφυπουργείου, «οι οδηγίες σε σχέση με παιδιά με αναπηρίες, όπως και άλλες ευάλωτες ομάδες πληθυσμού όπως άτομα με σοβαρές παθήσεις, ή που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες συνθήκες, παιδιά υπό τη νομική φροντίδα του κράτους και άλλες ομάδες, είναι όπως εξετάζονται κατά προτεραιότητα».
Παράλληλα σημείωσε πως σε σχέση με τις διαδικασίες αναφορικά με τον χρόνο ολοκλήρωσης αιτήσεων παιδιών με αναπηρία, αυτές έχουν αναθεωρηθεί και αναδιαμορφωθεί από τις αρχές του 2025 και πλέον είναι πλήρως εναρμονισμένες με τις συστάσεις του πορίσματος της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Καταγγέλλει μη καταβολή επιδομάτων σε παιδιά ΑμεΑ η Επίτροπος-Διαβιβάζει πόρισμα στο Υφυπουργείο Πρόνοιας
Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο βελτίωσης των διαδικασιών στην Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας, το Υφυπουργείο επισήμανε πως «επιτεύχθηκε η μείωση του μέσου χρόνου ολοκλήρωσης της εξέτασης αιτήσεων του ΕΕΕ, αρχικά σε 90 ημέρες και ακολούθως σε 60 ημέρες από τον Ιανουάριο του 2025».
Υπενθυμίζεται πως η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, Δέσπω Μιχαηλίδου σε πόρισμά του γραφείου της, κατήγγειλε παραβιάσεις δικαιωμάτων σε βάρος παιδιών με αναπηρία, τα οποία στερήθηκαν τα αναδρομικά επιδόματα που δικαιούνταν. Όπως σημειώνεται στο πόρισμα υπήρξε «παράλειψη ενημέρωσης των παιδιών-αιτητών/ριών για παραστατικά που δεν υποβλήθηκαν εντός εύλογου χρόνου παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές χρηστής διοίκησης, όπως την αρχή της έγκαιρης δράσης και της εξέτασης αιτήσεων εντός εύλογου χρόνου. Παράλληλα, συνιστά παραβίαση της Αρχής της Επιμέλειας, η οποία απορρέει από τις γενικές αρχές διοικητικού δικαίου και από το Άρθρο 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκεί και όπου αυτός βεβαίως εφαρμόζεται. Η υπέρμετρη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε για ενημέρωση των αιτούντων για οποιεσδήποτε ελλείψεις στις αιτήσεις τους παραβιάζει τις πιο πάνω αρχές».
Παράλληλα προσθέτει ότι, «η μη έγκαιρη και εντός εύλογου χρόνου ενημέρωση των αιτητών/ριών παραβιάζει επίσης, την Αρχή της Προστασίας της Δικαιολογημένης Εμπιστοσύνης11 , σύμφωνα με την οποία όταν η διοίκηση δημιουργεί στον πολίτη εύλογη προσδοκία- μέσα από πρακτική, συμπεριφορά ή σιωπή- ότι ένα δικαίωμα ή παροχή θα του χορηγηθεί δεν μπορεί να την αναιρέσει χωρίς επιτακτικό λόγο και χωρίς να διαφυλάξει πλήρως τα συμφέροντά του. Στην παρούσα περίπτωση, η αποδοχή παραλαβής και εξυπακουόμενη εξέταση της αίτησης για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς έγκαιρη και εντός εύλογου χρόνου προειδοποίηση για ελλείψεις δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι ο φάκελος ήταν πλήρης. Η εκ των υστέρων άρνηση καταβολής αναδρομικών παραβιάζει την προστασία αυτής της εμπιστοσύνης, αφού η μη καταβολή αναδρομικών ποσών λόγω κρατικής πρακτικής δημιούργησε προσδοκίες, παραβιάζοντας το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) 12».
Όπως αναφέρει η κα Μιχαηλίδου, «είναι αντιληπτό ότι η διαδικασία που απαιτείται για την αξιολόγηση της αίτησης ενός παιδιού με αναπηρία απαιτεί συγκεκριμένα στάδια και χρονικά περιθώρια. Ωστόσο, όπως φαίνεται και από τον Πίνακα Ι, ο οποίος παρουσιάζει το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας που εφαρμόστηκε για τη διαχείριση των αιτήσεων έξι παιδιών, ο χρόνος εξέτασης των αιτήσεων για να διαπιστωθεί η πληρότητα και ορθότητα τους, ήταν αρκετά μεγάλος, αφού στις 3 περιπτώσεις διήρκησε πέραν των 12 μηνών, ενώ στις άλλες 3 πέραν των 6 μηνών. Η καθυστέρηση αυτή έχει σοβαρές επιπτώσεις στην πρόσβαση των παιδιών στις απαραίτητες υπηρεσίες με άμεσο αντίκτυπο στην ανάπτυξη του παιδιού στο μέγιστο δυνατό βαθμό, αλλά και στην ισότιμη συμμετοχή του σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Ακόμη και στις περιπτώσεις που παραχωρούνται αναδρομικά οι πληρωμές, κατά το διάστημα εξέτασης της αίτησης, το παιδί με αναπηρία ενδέχεται να αντιμετωπίσει σωρεία δυσκολιών που πιθανόν να χειροτερέψουν την κατάστασή του ή να περιορίσουν την ανάπτυξή του».
«Το πρόβλημα διαφαίνεται να προέκυψε σε αιτήσεις που υποβλήθηκαν από τα μέσα του 2022 μέχρι και το τέλος του 2023. Σε αυτή τη χρονική περίοδο η διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων παιδιών με αναπηρία επέστρεψε σε ένα μοντέλο όπου υπάρχει υπέρμετρη καθυστέρηση, για την οποία δεν έχουν καταβληθεί ούτε τα αναδρομικά. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις οδηγίες που δόθηκαν από τον Ιανουάριο 2024, όπως οι αιτήσεις παιδιών με αναπηρία εξετάζονται εντός 60 ημερών από την παραλαβή τους και αποστέλλεται αμέσως ενημέρωση για οποιαδήποτε έγγραφα είναι αναγκαίο να προσκομιστούν. Κατά συνέπεια, η αρμόδια Αρχή αναγνώρισε την προβληματική αυτή πτυχή στην εξέταση των αιτήσεων των παιδιών με αναπηρία και προέβη σε ενέργειες για επίλυση του ζητήματος. Παρόλο που η Υπηρεσία προέβη σε ενέργειες για τη μεταχείριση των αιτήσεων που υποβάλλονται από τον Ιανουάριο 2024, ωστόσο, αρνείται πεισματικά την αναγνώριση της δικής της ευθύνης για την ενημέρωση του αιτητή/ριας για την υποβολή των απαιτούμενων παραστατικών, καθώς και την καταβολή των αναδρομικών στο πλαίσιο αυτής της αναγνώρισης, παραβιάζοντας αρχές της Χρηστής Διοίκησης, αλλά και τα δικαιώματα των παιδιών με αναπηρία, όπως αυτά έχουν αναφερθεί πιο πάνω. Ακόμη και στις περιπτώσεις όπου λόγω μη προσκόμισης των αναγκαίων συνοδευτικών εγγράφων η αίτηση δεν μπορούσε να θεωρηθεί πλήρης, η ενημέρωση του αιτητή/ριας από 4 – 11 μήνες μετά την υποβολή της αίτησης, επιβαρύνει τον πολίτη και δεν θεωρείται εκ μέρους της διοίκησης ολιγωρία. Με άλλα λόγια, μετατράπηκε σε ευθύνη του πολίτη, η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στο άνοιγμα του φακέλου των παιδιών-αιτητών/ριών από την αρμόδια Αρχή», προσθέτει η Επίτροπος.