powered by inbusiness-news-logo cbn omada-logo celebrity-logo LOGO-PNG-108

Ανεπαρκής η κρατική στήριξη στις πολύτεκνες οικογένειες-Ενδέχεται να επηρεάσει τη μελλοντική ταυτότητα και συνοχή της κυπριακής κοινωνίας

Την ώρα που οι πολιτικές στην Κύπρο και γενικότερα στη Δύση, φαίνεται πως δίνουν προτεραιότητα στη διαχείριση μεταναστευτικών ροών, ως ευκολότερη λύση  στην αναπλήρωση πληθυσμού, παρά στην ενίσχυση της γηγενούς γεννητικότητας, οικογένεια με οκτώ μικρά παιδιά στις πυρόπληκτές περιοχές στερείται κρατικής στήριξης και βασικά αγαθά όπως επαρκή στέγαση, οικιακή βοήθεια, παιδική απασχόληση και ίσες ευκαιρίες για τα παιδιά ανέφερε ο έφορος Δημοσίων Σχέσεων της Παγκύπριας Οργάνωσης Πολυτέκνων Ιωαννίκιος Φάκας, σε συνέντευξη στο ΚΥΠΕ, προειδοποιώντας ότι οι πολιτικές αυτές, όπως αναφέρει, ενδέχεται να επηρεάσουν βαθιά τη μελλοντική ταυτότητα και συνοχή της κυπριακής κοινωνίας.  

Προβλήματα όπως οι αυξημένες καθημερινές ανάγκες, δυσκολίες στην εργασία, εκπαιδευτικές προκλήσεις των παιδιών μοιάζουν για τις πολύτεκνες οικογένειες δυσεπίλυτα, καθώς η κρατική στήριξη είναι ανεπαρκής, ανέφερε προσθέτοντας ότι η οργάνωση άρχισε ενέργειες σε ανώτατο επίπεδο, με παρεμβάσεις προς την κυβέρνηση, τα κοινοβουλευτικά κόμματα και άλλους θεσμικούς φορείς, με στόχο την άρση των αδικιών που προκύπτουν από τη νέα φορολογική μεταρρύθμιση, τη διασφάλιση ότι η διεύρυνση των δικαιούχων του επιδόματος τέκνου θα στηρίξει ουσιαστικά όλες τις πολύτεκνες οικογένειες και τη βελτίωση των όρων χορήγησης της φοιτητικής χορηγίας για όλα τα παιδιά των πολύτεκνων.

Απαντώντας σε ερωτήσεις  ο κ. Φάκας είπε ότι σε προσωπικό επίπεδο, δεν αποκλείει κανένα μέσο πίεσης, «εφόσον τα δίκαια αιτήματά μας δεν εισακουστούν. Οι πολύτεκνες οικογένειες δεν διεκδικούν προνόμια, αλλά ίση μεταχείριση και ουσιαστική στήριξη από την πολιτεία», πρόσθεσε.

Ειδικότερα ανέφερε ότι οι πολύτεκνες οικογένειες στην Κύπρο υπολογίζονται συνολικά σε περίπου 21.000, εκ των  οποίων περίπου 13.500 αφορούν οικογένειες με γονείς μεγαλύτερης ηλικίας και χωρίς εξαρτώμενα παιδιά,  Εξήγησε ότι 2.500 οικογένειες έχουν ένα εξαρτώμενο παιδί, 2.000 έχουν δύο εξαρτώμενα παιδιά, 1.400 έχουν τρία εξαρτώμενα παιδιά, και 1.600 έχουν τέσσερα ή περισσότερα εξαρτώμενα παιδιά.

Σημείωσε δε ότι, τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός των γηγενών πολύτεκνων οικογενειών παρουσιάζει σαφή πτωτική τάση, γεγονός που αντανακλά ευρύτερες δημογραφικές και κοινωνικές μεταβολές, επισημαίνοντας ότι, από τις οικογένειες με εξαρτώμενα παιδιά, μόλις 3.681 (στοιχεία 2023) λαμβάνουν στήριξη από το κράτος.

Ο κ. Φάκας ανέφερε στη συνέχεια ότι παλαιότερα οι οικογένειες ήταν πολύτεκνες, κυρίως λόγω της ανάγκης για εργατικά χέρια, ειδικά στον αγροτικό τομέα που μέχρι το 1950 ξεπερνούσε το 40% του ΑΕΠ. Με την εκμηχάνιση και τη στροφή προς τον τριτογενή τομέα, η ανάγκη για πολλά παιδιά μειώθηκε, χωρίς όμως άμεση πτώση γεννήσεων. Το 1992, με την εισαγωγή επιδόματος, η γεννητικότητα έφτασε τα 2,6 παιδιά ανά γυναίκα.

Διατύπωσε επίσης τη θέση ότι η  υπογεννητικότητα την παρούσα περίοδο οφείλεται κυρίως στο υψηλό κόστος ζωής, την ελλιπή στήριξη, τη δυσκολία συνδυασμού καριέρας και οικογένειας, και στην απουσία κινήτρων. Πολλές γυναίκες επιλέγουν καριέρα αντί μητρότητας, ενώ πολλά ζευγάρια επιθυμούν περισσότερα παιδιά αλλά περιορίζονται σε ένα συνέχισε προσθέτοντας ότι οι πολύτεκνες οικογένειες μειώνονται συνεχώς, παρατηρώντας ότι η υπογεννητικότητα δεν είναι φυσικό φαινόμενο, αλλά αποτέλεσμα ανεπαρκών πολιτικών.

Αν επιθυμούμε δημογραφική επιβίωση, χρειάζονται άμεσα μέτρα στήριξης, είπε ενώ απαντώντας σε ερώτηση παρατήρησε ότι υπάρχουν σαφείς τάσεις που δείχνουν ότι οι νέοι αποφεύγουν ή αναβάλλουν τον γάμο και τη δημιουργία οικογένειας, όχι λόγω απόρριψης της δέσμευσης, αλλά λόγω κοινωνικοοικονομικών δυσκολιών. Πολλοί νέοι, μετά τις σπουδές, αντιμετωπίζουν υψηλό κόστος ζωής και δυσκολία κάλυψης βασικών αναγκών, όπως η στέγαση και η ανατροφή παιδιών, πρόσθεσε αναφέροντας περαιτέρω ότι οι κρατικές πολιτικές στήριξης είναι περιορισμένες και συχνά δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με τον αριθμό παιδιών, αφήνοντας τις πολύτεκνες οικογένειες χωρίς επαρκή βοήθεια.

Ακολούθως έφερε ως παράδειγμα: το γεγονός ότι το ίδιο ποσό στεγαστικής χορηγίας δίνεται είτε μια οικογένεια έχει ένα παιδί είτε πολλά, γεγονός που αποθαρρύνει την τεκνοποίηση. Περαιτέρω ανέφερε πως αρκετοί νέοι καθυστερούν τον γάμο, περιμένοντας οικονομική σταθερότητα. Επιπλέον, παρατηρείται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι μονογονεϊκές οικογένειες λαμβάνουν περισσότερες παροχές, οδηγώντας ορισμένους να αποφεύγουν τον γάμο, σημείωσε διατυπώνοντας το συμπέρασμα ότι η αποφυγή γάμου και οικογένειας από τους νέους οφείλεται κυρίως σε οικονομική αβεβαιότητα και ανεπαρκείς πολιτικές στήριξης και όχι σε αλλαγή αξιών.

Ερωτηθείς σχετικά είπε ότι παρατηρώντας τις πολιτικές στην Κύπρο και γενικότερα στη Δύση, φαίνεται πως η προτεραιότητα δίνεται περισσότερο στη διαχείριση μεταναστευτικών ροών παρά στην ενίσχυση της γηγενούς γεννητικότητας. Παρότι η αύξηση των γεννήσεων είναι κρίσιμη για τη δημογραφική ισορροπία, προτιμάται συχνά η «εύκολη» λύση της μετανάστευσης, χωρίς παράλληλο σχεδιασμό για ενίσχυση των τοπικών οικογενειών, πρόσθεσε. Επισημαίνοντας ότι στην Κύπρο, η στήριξη προς την οικογένεια παραμένει ανεπαρκής, επικαλέστηκε τα στοιχεία της Eurostat (2022), με βάση τα οποία η Κύπρος κατατάσσεται τελευταία στις κοινωνικές δαπάνες για οικογένειες και παιδιά, γεγονός που αναδεικνύει την έλλειψη σοβαρής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας, ανέφερε.

«Η ουσιαστική στήριξη απαιτεί γενναία μέτρα: οικονομικές παροχές, βελτίωση της παιδικής φροντίδας, πρόσβαση στην εκπαίδευση και σταθερό κοινωνικό πλαίσιο. Αντί αυτού, η πολιτεία επιλέγει τη λύση της εισαγωγής εργατικού δυναμικού, αγνοώντας τις κοινωνικές συνέπειες», συνέχισε.

Φρονεί ανέφερε πως οι κοινωνίες δεν είναι μόνο αριθμοί αλλά και κοινές αξίες, γλώσσα και μνήμη και διατύπωσε τη θέση ότι χωρίς στοχευμένες πολιτικές ένταξης και στήριξης της τοπικής οικογένειας, ενισχύεται η κοινωνική αποξένωση και υπονομεύεται η συνοχή  εις βάρος της μακροπρόθεσμης δημογραφικής πολιτικής, που ενδέχεται να επηρεάσει βαθιά τη μελλοντική ταυτότητα και συνοχή της κυπριακής κοινωνίας.

Σε ερώτηση αναφορικά με την επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης σε σχέση με την οικογένεια, ανέφερε ότι υπάρχουν διεθνείς εκτιμήσεις που συνδέουν την τεχνολογική πρόοδο – και ειδικά την τεχνητή νοημοσύνη – με μελλοντικές κοινωνικές και δημογραφικές αλλαγές, κυρίως σε ανεπτυγμένες χώρες όπως η Ιαπωνία, η Σιγκαπούρη και η Ν. Κορέα, όπου η τεχνολογία έχει ενσωματωθεί πλήρως στην εργασία και την καθημερινότητα. Διευκρίνισε ότι στην Κύπρο ο πιο άμεσος κίνδυνος για μείωση των γεννήσεων δεν είναι η τεχνολογία, αλλά η απουσία επαρκούς κρατικής στήριξης. Η έλλειψη οικονομικών κινήτρων, η περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες στέγασης, παιδικής φροντίδας και εκπαίδευσης, και το υψηλό κόστος ζωής αποθαρρύνουν τα ζευγάρια από το να κάνουν παιδιά, επανέλαβε και πρόσθεσε πως  η τεχνολογική εξέλιξη πρέπει να παρακολουθείται.

Αναφορικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολύτεκνες οικογένειες στην Κύπρο ανέφερε ότι λόγω της σύνθεσής τους και των αυξημένων αναγκών η καθημερινότητά τους επηρεάζεται από θέματα ανατροφής, εκπαίδευσης, στέγασης και εργασίας, ενώ οι κρατικές πολιτικές συχνά δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις ανάγκες τους. Εξήγησε ότι η φροντίδα πολλών παιδιών συνεπάγεται μεγαλύτερες απαιτήσεις (μετακίνηση, στέγαση, φύλαξη, ψυχαγωγία), αλλά οι δημόσιες υπηρεσίες δεν είναι φιλικές προς τις πολυμελείς οικογένειες, επιβαρύνοντάς τες. Πρόσθεσε ότι οι γονείς και  κυρίως οι μητέρες  αντιμετωπίζουν εμπόδια λόγω έλλειψης ευελιξίας και στήριξης, κάτι που δυσκολεύει τη συμμετοχή τους τόσο στην εργασία όσο και στην οικογενειακή ζωή. Ανέφερε ακόμα πως η στήριξη παιδιών σε διαφορετικά εκπαιδευτικά στάδια απαιτεί πόρους, αλλά οι παροχές δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν ίσες ευκαιρίες.

Διευκρίνισε ακόμα ότι οι πολιτικές δεν προσαρμόζονται στον αριθμό παιδιών και συχνά σταματούν μετά από ένα όριο, ενώ ορισμένα σχέδια έχουν περιοριστεί. Ανέφερε ακόμα ότι πολλές πολύτεκνες οικογένειες που ανήκουν στη μεσαία εισοδηματική τάξη αποκλείονται από επιδόματα λόγω γενικών κριτηρίων, παρά τις αυξημένες ανάγκες τους.

Ερωτηθείς εάν περιήλθαν σε γνώση της οργάνωσης περιπτώσεις οικογενειών που στερούνται τα βασικά, ανέφερε πως σε καθημερινή βάση, μέσα από την επαφή  με πολύτεκνες οικογένειες, διαπιστώνεται ότι όσο αυξάνεται ο αριθμός των παιδιών, τόσο πολλαπλασιάζονται οι προκλήσεις της επιβίωσης και της αξιοπρεπούς διαβίωσης.

«Υπάρχουν οικογένειες που στερούνται βασικά αγαθά — από τη δυνατότητα μετακίνησης και επαρκούς στέγασης, μέχρι την πρόσβαση σε κοινωνικές δραστηριότητες, παιδική φροντίδα και βασικές υπηρεσίες» σημείωσε και επικαλέστηκε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση οικογένειας με οκτώ μικρά παιδιά, η οποία ζει σε πυρόπληκτη αγροτική περιοχή, χωρίς κατάλληλο όχημα, χωρίς καμία κρατική στήριξη και με ελάχιστες δυνατότητες πρόσβασης σε εξωσχολικές δραστηριότητες.

«Παρά το γεγονός ότι οι γονείς εργάζονται σκληρά και μεγαλώνουν τα παιδιά τους με αγάπη και αυταπάρνηση, στερούνται βασικά αγαθά όπως επαρκή στέγαση, οικιακή βοήθεια, παιδική απασχόληση και, κυρίως, ίσες ευκαιρίες για τα παιδιά τους», τόνισε.

Περαιτέρω επεσήμανε ότι τα μηνύματα είναι σταθερά και ανησυχητικά καθώς γονείς δεν ζητούν βοήθεια από αξιοπρέπεια, αλλά ζουν με σοβαρές στερήσεις, ενώ υπάρχουν και οικογένειες που ξεπερνούν οριακά τα εισοδηματικά κριτήρια και χάνουν ξαφνικά όλες τις κρατικές παροχές.

Δεκάδες οικογένειες έχουν απευθυνθεί στην οργάνωση  ζητώντας βοήθεια ανοιχτά και άλλες που περιήλθε σε γνώση της οργάνωσης που παλεύουν σιωπηλά και στερούνται βασικά αγαθά που είναι απαραίτητα για μια αξιοπρεπή καθημερινή ζωή, πρόσθεσε. Αναφέρθηκε επίσης σε περιπτώσεις που απευθύνονται στην οργάνωση ειδικά τις γιορτινές περιόδους (Χριστούγεννα, Πάσχα) ζητώντας ακόμη και τρόφιμα, προσθέτοντας ότι η ένταση της ανάγκης αποτυπώνεται και στην ταχύτατη εξάντληση ειδών πρώτης ανάγκης κατά τις διανομές.

Έφερε ως παράδειγμα, το γεγονός ότι μεγάλες ποσότητες γάλακτος που διατίθενται μέσω δωρεών εξαντλούνται σε ελάχιστο χρόνο, επιβεβαιώνοντας την πραγματική πίεση που βιώνουν οι πολύτεκνες οικογένειες.

Απαντώντας σε άλλη ερώτηση ανέφερε ότι έχουν καταγράφει όχι λίγες περιπτώσεις  στις οποίες παιδιά πολύτεκνων οικογενειών, παρότι διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα και την επιθυμία να συνεχίσουν την ακαδημαϊκή τους πορεία, εμποδίζονται από σοβαρές οικονομικές ή/και κοινωνικές δυσχέρειες της οικογένειάς τους. Εξήγησε ότι το πιο συχνό φαινόμενο που εντοπίστηκε είναι οι νέοι να ξεκινούν σπουδές, αλλά πολύ σύντομα να αναγκάζονται να τις αναβάλουν «προσωρινά» για να εργαστούν και να ενισχύσουν οικονομικά τους γονείς τους και που στην πράξη, αυτή η προσωρινή διακοπή καταλήγει συχνά οριστική, επειδή εγκλωβίζονται στην προσωρινή εργασία, με την εργασία τους αυξάνουν το  οικογενειακό εισόδημα με αποτέλεσμα να χάνουν κρατικές φοιτητικές παροχές.

Είπε ακόμα ότι η οικονομική βοήθεια είναι συχνά περιορισμένη και ανεπαρκής για την κάλυψη βασικών αναγκών διαβίωσης και φοίτησης και ότι πολύτεκνες οικογένειες με περισσότερους από έναν φοιτητές επιβαρύνονται σημαντικά από καθυστερήσεις στην καταβολή φοιτητικών παροχών (χορηγίες, υποτροφίες, δάνεια από τον Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών).

Περαιτέρω ανέφερε ότι  σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της οργάνωσης, στα ιδιωτικά πανεπιστήμια της Κύπρου περιλαμβάνονται περίπου 90 φοιτητές πολύτεκνων οικογενειών κάθε χρόνο, ενώ αντίστοιχος αριθμός σπουδάζει στο εξωτερικό, που κινδυνεύουν σοβαρά να διακόψουν τις σπουδές τους για οικονομικούς λόγους. Πρόσθεσε πως η τελική έκβαση συχνά εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια του πανεπιστημίου, εφόσον ο φοιτητής γνωστοποιήσει τους λόγους.

Σημείωσε δε ότι υπάρχουν και περιπτώσεις  που από ντροπή ή απογοήτευση, οι φοιτητές αποχωρούν σιωπηρά χωρίς να ζητήσουν καμία στήριξη.

Διατύπωσε τη θέση πως είναι επιτακτική ανάγκη να διαμορφωθεί άμεσα ένα πιο ευέλικτο, δίκαιο και αποτελεσματικό πλαίσιο στήριξης για φοιτητές πολύτεκνων οικογενειών, ώστε να μην στερούνται το θεμελιώδες δικαίωμα στην εκπαίδευση για καθαρά κοινωνικοοικονομικούς λόγους.

;