«Περπάτησα στους δρόμους που έζησα παιδί… Ήθελα να βουτήξω και να μπω στο σπίτι»

«Έκανα ένα μήνα για να μπω στην πόλη, από τον Οκτώβριο του 2020, για να ελέγξω τα συναισθήματά μου. Είναι τα παιδικά μου χρόνια, οι χώροι που περπατούσα, τα πάρκα που πήγαινα, τα Γυμνάσια, τα Δημοτικά», είπε η κα. Αυγή. «Με το άνοιγμα και της περίκλειστης είναι λες και μπαίνει ταφόπλακά στην λύση. Αυτό εισέπραξα από τους γονείς μου αλλά και από άλλους ανθρώπους που έζησαν την Αμμόχωστο πριν τον πόλεμο», ήταν τα λόγια του Πιέρου. «Όταν άνοιξε η περίκλειστη ήμουν από τους πρώτους που πήγαν και δεν παραλείπω να πηγαίνω τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Θεωρώ ότι η ζωή μου άρχισε να μου δίνει μία συνέχεια από εκεί που έμεινα, έστω και με αυτούς τους όρους», θυμάται η κα. Ξένια.

Τρεις άνθρωποι στους τόσους πολλούς, μεταφέρουν συναισθήματα που έζησε όλη η Κύπρος. Συναισθήματα που όλοι ακόμη νιώθουμε και σήμερα, όταν ακούμε τα σχέδια του Ερσίν Τατάρ και της «κυβέρνησής», για αξιοποίηση της πόλης που μέχρι το 2020 αποτελούσε το τελευταίο προπύργιο της Κύπρου του 1974.

8 Οκτωβρίου 2020… Η μέρα που πάγωσε όλη την Κύπρο. Η μέρα που όλο το νησί καθηλωμένο έβλεπε τις εξελίξεις στα κατεχόμενα εδάφη μας. Ήταν ημέρα Πέμπτη. Μία Πέμπτη που όλοι ήξεραν ότι δεν θα ήταν όπως τις άλλες. Ήταν η μέρα που ο κατοχικός στρατός, για ακόμη μία φορά, μάτωσε την Κύπρο. Μπορεί όχι κυριολεκτικά, αλλά η εισβολή τους στο παραλιακό μέτωπο της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου, για τους απανταχού Κύπριους και πρόσφυγες της εισβολής του 1974, ήταν μία ακόμη πληγή, στην πρόχειρα επουλωμένη πληγή που άνοιξαν τότε.

Άλλοι πήγαν αμέσως, να δουν την περιοχή που μεγάλωσαν, να μυρίσουν ξανά τη θάλασσα του Βαρωσιού, να νιώσουν την άμμο της Αμμοχώστου στα δάκτυλά τους. Άλλοι δεν άντεξαν αυτή τη νέα προδοσία και χρειάστηκαν μέρες για να επισκεφτούν την «ομορφότερη πόλη», όπως πολλοί την χαρακτηρίζουν και να περπατήσουν στους δρόμους που έμαθαν από μικροί.

Η Αυγή Φραγκοπούλου, ο Πιέρος Κάρουλλας και η Ξένια Παπά ήταν τρεις από τους πολλούς, που ένιωσαν την απογοήτευση, την πικρία, τον πόνο αυτής της απόφασης των κατοχικών αρχών. Οι δύο γυναίκες έφυγαν με τα ρούχα που φορούσαν από την πόλη τους το 1974, ο Πιέρος ένιωσε τον πόνο της εισβολής και της κατοχής από ιστορίες των γονιών του. Και οι τρεις, όμως, ένιωσαν το μεγαλείο της πόλης, όταν την επισκέφτηκαν το 2020 και την νιώθουν κάθε φορά που πηγαίνουν.

«Ήταν έντονα συναισθήματα, που με πήραν πίσω στο χρόνο και έλεγα γιατί;»

Η κα. Αυγή Φραγκοπούλου επισκέπτεται συχνά το κομμάτι της Αμμοχώστου που είναι ανοιχτό. Είναι η πόλη της, ο τόπος που μεγάλωσε και έζησε τα πρώτα 15 χρόνια της ζωής της. Πηγαίνει ως ερασιτέχνης φωτογράφος, με στόχο κάποια μέρα να ετοιμάσει τη δική της έκθεση. Όταν έγινε η εισβολή, θα φοιτούσε στη Γ΄ Γυμνασίου. Έφυγαν από την πόλη με τα ρούχα που φορούσαν.

«Ήμουν παιδί όταν έγινε η εισβολή, δεκαπέντε ετών, Γ’ Γυμνασίου. Ο πατέρας μου εργαζόταν στη Νιγηρία και ήρθαν στην Κύπρο με τη μητέρα μου το 1974. Πίστευε ότι τέλειωσε να εργάζεται και αγόρασε δύο διαμερίσματα στην παραλία, στην λεωφόρο Κένεντι, εκεί που σήμερα είναι ο στρατός και αγόρασε και γη στην Σαλαμίνα για να εργάζεται σε μία φάρμα και τα έχασε όλα. Την ημέρα της εισβολής φύγαμε με τα ρούχα που φορούσαμε και ένα μικρό βαλιτσάκι, μπήκαμε σε ένα αυτοκίνητο και πήγαμε στην Άχνα και από εκεί Λεμεσό για λίγες μέρες και μετά πήγαμε Αγγλία. Έμεινα εκεί για σπουδές. Δεν πιστεύαμε ποτέ ότι δεν γυρίσουμε, νομίζαμε ότι πήραμε λίγα πράγματα για να επιστρέψουμε και ακόμη δεν επιστρέψαμε».

Δεν πίστευε ότι 46 χρόνια μετά τον βάναυσο εκδιωγμό τους από το σπίτι τους, θα ερχόταν αντιμέτωπη με μία ακόμη σκληρή πραγματικότητα. Το άνοιγμα της πόλης που για τόσα χρόνια έμεινε κλειστή, με το χρόνο να έχει σταματήσει στις 14 Αυγούστου 1974.

«Με πολύ πόνο είδαμε αυτή την ενέργεια και τώρα βλέπουμε κλιμάκωση των ενεργειών από τα κατεχόμενα. Ακούσαμε ότι θα εκμεταλλευτούν τα δημόσια κτίρια, ευτυχώς περιουσίες ακόμη δεν έχουν αγγίξει. Είναι μεγάλος ο πόνος, επειδή πηγαίνω αρκετές φορές και φωτογραφίζω, ως ερασιτέχνης φωτογράφος. Είναι όλα σου τα βιώματα.

Έκανα ένα μήνα για να μπω στην πόλη, από τον Οκτώβριο του 2020, για να ελέγξω τα συναισθήματά μου. Είναι τα παιδικά μου χρόνια, οι χώροι που περπατούσα, τα πάρκα που πήγαινα, τα Γυμνάσια, τα Δημοτικά. Είναι αρκετά τραυματική εμπειρία, αλλά όταν περπάτησα στους δρόμους, παρά τα τόσα ερείπια και την κατάσταση, ένιωσα την μεγαλοπρέπεια της πόλης, ότι είναι εκεί και μας περιμένει. Το σπίτι μας είναι στην περίκλειστη, μόνο απέξω είδα το σπίτι της γιαγιάς και με έπιασε ένα συναίσθημα να μπω μέσα. Είχαν βάλει κάτι σχοινιά, για να μην μπορέσουμε να μπούμε και είχα το συναίσθημα να βουτήξω μέσα και να μπω στο σπίτι της γιαγιάς μου. Με κρατούσαν φίλοι, επειδή είχε "αστυνομικούς" εκεί.

Περπάτησα τους δρόμους που περπατούσα όταν ήμουν παιδί. Ήρθαν όλα τα συναισθήματα του τότε. Το σπίτι της γιαγιάς και του παππού ήταν στην οδό Δημοκρατίας, στην κύρια λεωφόρο που άνοιξαν. Περπάτησα εκείνους τους δρόμους που περπατούσα όταν ήμουν μωρό και πήγαινα στα μαθήματά μου ή για να πάω στο σχολείο. Ήταν έντονα συναισθήματα, που με πήραν πίσω στο χρόνο και έλεγα γιατί; Τόσα χρόνια να έχουν χαθεί και να αφήνουμε έτσι μία από τις ωραιότερες πόλεις της Κύπρου;

Είδα το Λύκειο Ελληνίδων, στο οποίο έκανα μαθήματα κλασσικής κιθάρας. Το να το βλέπω μία μέρα με την επιγραφή και μετά να έχουν πλακέτες για να μην υπάρχουν ελληνικά ονόματα πάνω, είναι ντροπή για τον πολιτισμό. Πάω συχνά, επειδή έχει κάτι που με τραβά αυτή η πόλη. Την αισθάνομαι ως μία φίλη που δεν θέλω να την αποχωριστώ. Θέλω να είμαστε εκεί να της λέω “εμείς είμαστε τα παιδιά σου”. Τα παιδιά της δεν είναι οι διάφοροι που περνούν. Τα σπίτια που υπάρχουν εκεί, για μένα είναι και μία ιστορία. Τα έζησα, πήγα σε παιδικά γενέθλια, σε γιορτές. Το κάθετι μας θυμίζει εκείνη την πόλη».

Η ίδια δηλώνει έτοιμη να επιστρέψει, ακόμη και αύριο, στο σπίτι της. Να χτίσουν ξανά την πόλη από την αρχή και να μείνουν εκεί, για να μην χαθεί μία πανέμορφη πόλη.

«Πάω αύριο πίσω, αν μου πουν, να την ξαναχτίσουμε και να μείνουμε εκεί. Είναι μία πανέμορφη πόλη και με λυπεί αφάνταστα που οι νέες γενιές δεν την γνώρισαν και δεν την γνωρίζουν και επίσης πολλοί δεν θέλουν να την γνωρίζουν. Επίσης, με λυπεί το γεγονός ότι δεν διαπραγματευτήκαμε, δεν κάναμε κάτι για να μην χάσουμε αυτή την πόλη.

Έγινε το 2020 αυτό το άνοιγμα και είχαμε ένα Πρόεδρο της Δημοκρατίας που δεν βγήκε να πει κάποια λόγια προς αυτούς τους ανθρώπους ζούσαν αυτό το πράγμα, που άνοιξαν οι δρόμοι και έδειχναν οι κάμερες εκείνο που έδειξαν. Είναι πόνος, αλλά από την άλλη, έπρεπε να δείξουμε αγωνιστικότητα για να κερδίσουμε και να πάμε πίσω σε κάποια φάση. Θέλουμε επανένωση της πατρίδας μας, δεν υπάρχει άλλος τρόπος.

Πρέπει να γίνει συμβιβασμός, το όλα ή τίποτα έχει καταρριφθεί προ πολλού. Δεν πάμε μπροστά με αυτό. Ή κάνουμε συνομιλίες και συμβιβαζόμαστε με κάποια πράγματα, με αξιοπρέπεια ή μας τα παίρνουν όλα, αυτοί που έχουν την δύναμη. Εμείς δεν έχουμε τη δύναμη για να τα πάρουμε. Τι κάνουμε; Ροκανίζουμε τον χρόνο και απορρίπτουμε κάθε σχέδιο, για χάρη της απόρριψης; Κάθε σχέδιο που έρχεται είναι χειρότερο από το παλιό. Γι’ αυτό πολλοί έχουν απογοητευτεί».

«Οι γονείς μου το έζησαν ως την τρίτη φάση της εισβολής»

Ο Πιέρος Κάρουλλας ήταν αγέννητος όταν έγινε η εισβολή. Συγκεκριμένα, σήμερα είναι 27 ετών και τον πόνο της εισβολής και του ξεριζωμού μέσα από τις ιστορίες των γονιών του. Αυτό, όμως, δεν τον σταμάτησε από το να νιώσει την προδοσία αυτής της απόφασης.

«Δεν είχα εμπειρίες από την εισβολή και την προσφυγιά, αλλά από τις ιστορίες του πατέρα μου, που έζησε τον πόλεμο και την Αμμόχωστο όταν ήταν στα πάνω της, κατάφερα να νιώσω την αγάπη και την εμπειρία. Δεν ήταν το ίδιο, αλλά ένιωσα ότι χάνουμε μία πόλη και την τελευταία ευκαιρία και προπύργιο για διχοτόμηση και την τελευταία προοπτική για λύση.

Οι γονείς μου το έζησαν ως την τρίτη φάση της εισβολής, ως μία μαχαιριά στην καρδιά και ένιωσαν την απελπισία ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Στην κατάσταση που ήμασταν είχαμε ελπίδες ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να αλλάξουν. Με το άνοιγμα και της περίκλειστης είναι λες και μπαίνει ταφόπλακά στην λύση. Αυτό εισέπραξα από τους γονείς μου αλλά και από άλλους ανθρώπους που έζησαν την Αμμόχωστο πριν τον πόλεμο».

Δεν έχασε την ευκαιρία να επισκεφτεί την πόλη που μεγάλωσαν οι γονείς του. Να δει από μόνος του όλα εκείνα τα σημεία που μόνο με τη δύναμη της φαντασίας του έβλεπε. Να καταλάβει για ποιο λόγο όλοι έλεγαν ότι η Αμμόχωστος ήταν μία πολύ μπροστά από την εποχή της.  

«Ήταν ανάμεικτα τα συναισθήματα όταν πήγα, επειδή από τη μία ένιωθα ένα δέος, επειδή πλέον οι ιστορίες που είχα ακούσει απέκτησαν ένα σκηνικό, δεν ήταν μία φαντασία που είχες από τις ιστορίες. Συνδέθηκαν οι παιδικές ιστορίες με την ωμή πραγματικότητα. Από την άλλη ήταν το αίσθημα της απογοήτευσης που αφήσαμε μία τέτοια πόλη να χαθεί.

Είδαμε τελικά ότι δεν ήταν ένα πυροτέχνημα, όπως κάποιοι το είχαν χαρακτηρίσει. Υλοποιούσαν ένα σχέδιο που έθεσαν σε ισχύ πριν από δύο χρόνια και το συνεχίζουν κανονικά. Δεν πειράζουν περιουσίες, αλλά τους δημόσιους δρόμους και θεωρώ ότι δυστυχώς προχωρούν στοχευμένα. Είναι λίγο εξοργιστικό να βλέπουμε τη δική μας πλευρά να μένει στην απάθεια. Με εξοργίζει ως ένα νέο που θέλει να ζήσει σε μία ενωμένη χώρα».

«Όταν ακούμπησα την άμμο στο Βαρώσι, ένιωσα ότι ήμουν σπίτι μου»

Παιδί ήταν όταν έφυγε από την Αμμόχωστο η κα. Ξένια Παπά. Έφυγε με την οικογένειά της, με την ελπίδα ότι κάποτε θα γυρίσει. Όμως, μέχρι σήμερα αυτό δεν έγινε κατορθωτό.

«Περιμέναμε από το βράδυ της 13ης Αυγούστου για να δούμε αν θα τερματιζόταν η εκεχειρία ή όχι. Ήμασταν προετοιμασμένοι ότι την επόμενη μέρα, πιθανό να φεύγαμε, αν και ο πατέρας μου δεν ήθελε να φύγουμε. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο όπως ήμασταν, χωρίς επιπλέον ρούχα και φαγητό, κατατρομαγμένοι επειδή υπήρχε εκείνη η ανήσυχη ηρεμία. Ξεκίνησε το οδοιπορικό που δεν είχε επιστροφή. Πήγαμε σε ένα συγγενή στη Δερύνεια, μετά πήγαμε στη Σωτήρα και κάναμε τρεις ημέρες σε ένα σπίτι χωρίς οροφή, μετά επέστρεψε ο πατέρας μου και έφεραν παπλώματα για να κοιμηθούμε το βράδυ και μετά άρχισε μία Οδύσσεια μέχρι να φτάσουμε στη Λεμεσό».

Αυτό που ένιωσε όταν ανακοινώθηκε το άνοιγμα του παραλιακού μετώπου της περίκλειστης πόλης, δυστυχώς, δεν ήταν πρωτόγνωρο για την ίδια. Ήταν ένα γνώριμο συναίσθημα, που είχε μέσα της για 46 χρόνια.  

«Δεν είναι πρωτόγνωρο συναίσθημα εκείνο που ένιωσα όταν άνοιξαν ένα μέρος της περίκλειστης. Διατηρώ πάντα το αρχικό μου συναίσθημα, από δώδεκα ετών που έφυγα. Νομίζω δεν περιγράφεται με λόγια. Σήμερα δεν έχω θυμό, έχω μόνο μία εξαιρετική απογοήτευση που μεταφράζεται σε χρόνια θλίψη, περισσότερο για την ανικανότητα της δικής μας πλευράς, παρά τις προκλήσεις των Τούρκων.

Από τη στιγμή που άνοιξαν τα οδοφράγματα το 2003 και μέχρι σήμερα πηγαίνω ανελλιπώς. Όταν άνοιξε η περίκλειστη ήμουν από τους πρώτους που πήγαν και δεν παραλείπω να πηγαίνω τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Θεωρώ ότι η ζωή μου άρχισε να μου δίνει μία συνέχεια από εκεί που έμεινα, έστω και με αυτούς τους όρους. Ήξερα ότι θα δω ερείπια, ήμουν προετοιμασμένη. Πάντα με διακατέχει ένα βαθύτερο συναίσθημα, εκτός από το θυμό, την αγανάκτηση, την απελπισία, την απογοήτευση, τη θλίψη, έχω μία βαθύτατη ειρήνη, μου αρκεί που είμαι εκεί. Πάω στην παραλία και κολυμπώ. Όταν ακούμπησα την άμμο, ένιωσα ότι ήμουν σπίτι μου, ως συναίσθημα. Όταν αισθάνθηκα την αύρα γύρω μου ήταν λες και ήμουν η πιο ξένη από τους ξένους».

Η κα. Ξένια θέλησε να στείλει και ένα μήνυμα προς τους κυβερνώντες. Η ίδια θεωρεί ότι μόνο μία είναι η λύση για να τερματιστεί η κατοχή και να βελτιωθεί η κατάσταση, για όλες τις κατεχόμενες περιοχές μας.

«Για να αλλάξει η κατάσταση πρέπει να λυθεί το Κυπριακό. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Πρέπει να δώσουν ένα τέλος καλό στους ανθρώπους που θέλουν να βρεθεί λύση. Τόσα χρόνια μας κρατούν σε ομηρεία. Μπορεί να πέρασαν 48 χρόνια από την εισβολή, όμως ζούμε, δεν πεθάναμε. Η λύση είναι από τις δικές μας αρχές που πρέπει να ξεκινήσει. Χάσαμε πολλές ευκαιρίες. Όταν αποφασίσει η πλευρά μας ότι αυτό το νησί ανήκει σε όλους τους κατοίκους της Κύπρου, θα λυθεί το Κυπριακό. Όλοι αξίζει να ζήσουν ειρηνικά και με ασφάλεια. Το μόνο πράγμα που εύχομαι είναι να προλάβω να ζήσω έστω και μία μέρα στο Βαρώσι».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Δειτε Επισης

BINTEO: Συγκίνησαν οι ολυμπιονίκες ζωής-Αγωνίστηκαν και αποθεώθηκαν στο ψηλότερο σκαλοπάτι του βάθρου
Η Λούλλα έκανε Κόσμο της το κυπριακό φαγητό και το μοιράζεται με όλο τον κόσμο
Το Mall με τις αντίκες που πηγαίνει από γενιά σε γενιά από το 1978 και κρατά ζωντανή την ιστορία
«Δεν μιλούσα, δεν περπατούσα, με έκαναν μπάνιο… Πλέον είμαι συνεχώς στο σπίτι»
«Ίσως το πρωί να μην μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι, να έχει πόνους σε όλο το σώμα»
«Δεν χρειάζονται πολεμικά ανακοινωθέν, ''έχασε ή νίκησε'' τη μάχη ένα παιδί… Γιατί κατάφεραν να αγωνιστούν»
Αυτός ήταν 28 και εκείνη 17... «Ερωτευμένοι για 62 χρόνια, η αγάπη μας δεν φθάρηκε ποτέ»
Η σοπράνο που τραγουδά για σαράντα χρόνια στη Σχολή Τυφλών-«Εάν δεν ήμουν εδώ, δεν ξέρω τι θα έκανα»
Ποιος είναι ο twenty three; Ο Κύπριος καλλιτέχνης του δρόμου που συνδυάζει το παλιό με το σύγχρονο
Ο ράφτης στην παλιά Λευκωσία που επιμένει παραδοσιακά-Η τέχνη του κουστουμιού και η γνωστή πελατεία