«Όχι» Δικαστηρίου στην έκδοση φυγόδικου στην Κίνα-Καταπάτηση δικαιωμάτων και βασανιστήρια

Kόκκινο στην έκδοση φυγόδικου στην Κίνα, άναψε το Δικαστήριο Λάρνακας, λόγω της κατάστασης που επικρατεί στο σωφρονιστικό ίδρυμα της χώρας και τους φόβους που υπάρχουν για την σωματική ακεραιότητα του υπόπτου, δεδομένου ότι οι πρακτικές που ακολουθούνται στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας όσον αφορά στους κρατούμενους, παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, αφού υπόκεινται και σε σοβαρά βασανιστήρια. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Αποκαλυπτική έρευνα για τις μεθόδους έκδοσης φυγόδικων στην Κίνα-Απειλές και απαγωγές

Στην απόφαση που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, αναφέρει πως τα όσα ακούστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από την υπεράσπιση του υπόπτου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο Άντρο Πελεκάνο, σε σχέση με τις πρακτικές που ακολουθούνται στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, έρχονται σε αντίθεση με τις πρόνοιες και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Στην απόφασή του, μάλιστα, το Δικαστήριο ανέφερε πως «αποτελεί υποχρέωση της Κρατικής Αρχής όπως παρουσιάσει, είτε εξ αρχής είτε προ της ολοκλήρωση της παρουσίασης της υπόθεσης, ανεξάρτητη και αμερόληπτη μαρτυρία ως προς το νομικό καθεστώς ή την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην αιτούσα χώρα και αυτό με γνώμονα πάντοτε, ότι η Κίνα δεν αποτελεί μέλος της ΕΣΔΑ και συνεπώς εκλείπει ουσιαστικά το δεδομένο ότι το αιτόν κράτος, μπορεί να εκπληρώσει ή καλύτερα ότι εκπληρώνει υποχρεώσεις που απορρέουν από την ΕΣΔΑ ή έστω ότι ακολουθεί αρχές που περιέχονται σε αυτήν».

Στην αγόρευσή του, ο κ. Πελεκάνος, τόνισε την παράλειψη εκ μέρους της Κρατικής Αρχής όπως προσκομίσει ανεξάρτητη και αμερόληπτη μαρτυρία σε σχέση με την κατάσταση και/ή την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην αιτούσα χώρα, γεγονός που ανάγκασε την υπεράσπιση όπως παρουσιάσει εκτεταμένη μαρτυρία επί του ζητήματος. Η μαρτυρία όλων των εμπειρογνωμόνων εκ μέρους της υπεράσπισης, τόνισε ο κ. Πελεκάνος, έχει ουσιαστικά επιβεβαιωθεί, μέσω της «πιο αξιόπιστης και επικαιροποιημένης» επί του ζητήματος πηγής, παραπέμποντας στην ομολογουμένως πολύ πρόσφατη απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Liu V Poland (Προσφυγή υπ’ αρ. 37610/2018 ημερ. 6,10,22) η οποία αφορούσε έκδοση Κινέζου προσώπου από την Πολωνία στην ΛΔΚ.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δήλωσε ο συνήγορος υπεράσπισης, κατέληξε ότι, δυνάμει της ανεξάρτητης ενώπιον του παρουσασθείσας μαρτυρίας, ο εκζητούμενος «was relieved from showing specific personal grounds of fear», ακριβώς επειδή, τα βασανιστήρια στην αιτούσα χώρα είναι τόσο ευρέως διαδεδομένα, που «may be equated to the existence of a general situation of violence».

Σχολίασε περαιτέρω, το περιεχόμενο των διαβεβαιώσεων που δόθηκαν από την ΛΔΚ, την βαρύτητα που οφείλει να αποδοθεί σε αυτές από το Δικαστήριο, επεξηγώντας παράλληλα και αναπτύσσοντας τους λόγους που κατά την εισήγηση της υπεράσπισης, η έκδοση του εκζητούμενου, θα οδηγήσει στην παραβίαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, ως αυτά προστατεύονται και κατοχυρώνονται από τα άρθρα 3,5 και 6 της ΕΣΔΑ.

«Το Δικαστήριο έχει κάθε λόγο όπως απορρίψει την αίτηση αφού πληρούνται οι υποχρεωτικοί λόγοι μη έκδοσής του, υπό το φως των προνοιών των άρθρων 3 (δ) και (θ) της Συμφωνίας. Ως έχει καταγραφεί ανωτέρω, οι θέσεις του εκζητούμενου περί μη έκδοσης του, βασίζονται στις πρόνοιες των υποπαραγράγων (δ) και (θ) του άρθρου 3 του Νόμου 12 (ΙΙΙ)/19. Οι πρόνοιες αυτές που είναι μέρος των υποχρεωτικών λόγων άρνησης, έχουν ως εξής:

3. Το αίτημα έκδοσης θα απορριφθεί εάν…

δ) η έκδοση του εκζητούμενου προσώπου αντίκειται στις θεμελιώσεις αρχές του εφαρμοστέου δικαίου του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο ζητείται η έκδοση

θ) υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι ότι το πνεύμα των εν λόγω προνοιών είναι το ίδιο εν τη ουσία τους, δηλαδή ότι με την έκδοση του προσώπου θα επηρεαστούν άμεσα τα ανθρώπινα δικαιώματα, είτε γιατί αυτός θα υποστεί βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη μεταχείριση (άρθρο 3(θ)) ή γιατί η έκδοση του αντίκεται στις θεμελιώδεις αρχές του εφαρμοστέου δικαίου της Δημοκρατίας (άρθρο 3(δ)), το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση των, σε μία ενιαία ενότητα, καθότι όλες οι θέσεις του εκζητούμενου, απολήγουν στην εξέταση ενός και ουσιαστικού ζητήματος και δη, κατά πόσον υπάρχει σοβαρός λόγος να πιστεύεται ότι θα επηρεαστούν άμεσα, τα βασικά και θεμελιώδη ανθρώπινα του δικαιώματα, δυνάμει των αρχών που λαμβάνονται στην αιτούσα χώρα, που αντίκεινται στις θεμελιώδεις αρχές του εφαρμοστέου δικαίου της χώρας έκδοσης».

Ο κ. Πελεκάνος, στην αγόρευσή του, ανέφερε παράλληλα πως, «είναι καλά εδραιωμένη η θεμελιώδης αρχή περί της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι της ημεδαπής νομικής τάξης. Το εκδικάζον Δικαστήριο, συνεπώς, δεσμεύεται όπως εξετάσει το παρόν αίτημα υπό το πρίσμα του Ευρωπαϊκού Δικαίου και αυτό στα πλαίσια εκπλήρωσης της υποχρέωσης του ως Δικαστική αρχή κράτους μέλους τόσο του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο οποίο ανήκει από το 1961 αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Πρόσθεσε πως, «βάσει της συνδυασμένης εφαρμογής των προνοιών των Άρθρων 1Α και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Ευρωπαϊκών Δίκαιο υπερισχύει ακόμη και αυτού του ίδιου του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στους τομείς αρμοδιότητας όπου η Κύπρος, ώς κράτος μέλος της Ε.Ε., οφείλει να εφαρμόζει θετικά τις υποχρεώσεις της. Οι πρόνοιες του Συντάγματος της Δημοκρατίας-Μέρος ΙΙ, τα άρθρα 2 και 6 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα άρθρα 3,5 και 6 της ΕΣΔΑ, αποτελούν το υπόβαθρο για την ορθή εφαρμογή της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου, από τα θεσμικά όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας, πόσο μάλλον δε, από την Δικαστική εξουσία, ως τελευταία προμετωπίδα σε ό,τι αφορά την διασφάλισή των».

Ο συνήγορος υπεράσπισης σημείωσε, παράλληλα, ότι το Δικαστήριο κατά την εξέταση του ενώπιον του αιτήματος αντλεί καθοδήγηση και από την απόφαση της Ε.Ε., Aleksei Petruhhin, η οποία προσφέρει καθοδήγηση ως προς το βαθμό ελέγχου που πρέπει να ασκείται από ένα εθνικό Δικαστήριο, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου, κατά την ενάσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων ενός κράτους μέλους σε σχέση με την έκδοση υπηκόου της Ε.Ε. προς τρίτη χώρα, στη βάση διμερούς συνθήκης που έχει συνάψει προηγουμένως με αυτή.

«Το Δ.Ε.Ε. αναγνωρίζοντας ότι η αρμοδιότητα της έκδοσης προσώπων σε τρίτη χώρα εμπίπτει μεν στα κυριαρχικά δικαιώματα των ιδίων των κρατών μελών και όχι της Ε.Ε., ανέδειξε, μεταξύ άλλων, μία καίρια πτυχή δικαστικού ελέγχου που οφείλουν όπως ασκούν τα εθνικά δικαστήρια, για να είναι σύννομα προς το Ευρωπαϊκό δίκαιο, έχοντας πάντοτε κατά νου την αναγκαιότητα δια καταστολή της εγκληματικότητας και της αποτροπής της ατιμωρησίας. Συναρτάται κατά την κρίση του Δικαστηρίου ότι παρά το ότι μία διμερής σύμβαση μεταξύ ενός κράτους μέλους και μίας τρίτης χώρας διέπεται και ορθώς από την αρχή της αμοιβαιότητας, εντούτοις, οφείλεται να ασκείται δικαστικός έλεγχος, για την διαπίστωση του κατά πόσον υφίσταται ή ενδεχομένως να υφίσταται πραγματικός κίνδυνος παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του εκζητούμενου στην αιτούσα χώρα».

Εξάλλου, σημείωσε, αν δεν υπήρχε η αναγκαιότητα εξακρίβωσης των πιο πάνω διά δικαστικού ελέγχου, «ενδεχομένως να μπορούσε να επιχειρηματολογήσει κανείς, προς τι η παράθεση και εκδίκαση ενώπιων Δικαστηρίων αυτού του είδους των υποθέσεων, σταθερή βάση των οποίων πάντοτε είναι διασφάλιση των αρχών του σεβασμού, της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, της νομιμότητας, της αναλογικότητας και της δικαστικής συνδρομής στη διαμεταγωγή ή έκδοση αναζητούμενων ή καταζητούμενων προσώπων».

Δυνάμει της μαρτυρίας που προσκόμισε ο εκζητούμενος κατά την ακρόαση της υπό κρίση αίτησης, αναφέρθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου από τον κ. Πελεκάνο, «υπόβαθρο της οποίας αποτελούν αντικειμενικά, επικαιροποιημένα και αμερόληπτα στοιχεία, ως αυτά καταγράφονται όχι μόνο τις σχετικές εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων, αλλά και από τα επισυναπτόμενα σε αυτές τεκμήρια, που παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αφορούν σε εκθέσεις ανεξάρτητων φορέων, πρόσφατων δικαστικών αποφάσεων, ψηφισμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και κυβερνητικών και μη κυβερνητικών Οργανισμών, το Δικαστήριο καταλήγει ότι τα ως άνω, σε συγκερασμό με τις προσωπικές περιστάσεις του ιδίου του εκζητούμενου και των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζει η υπόθεσή του, απολήγουν στο συμπέρασμα ότι η έκδοση του εν λόγω προσώπου δεν μπορεί να ολοκληρωθεί καθότι αυτή "αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές του εφαρμοστέου δικαίου του Συμβαλλόμενου μέρους από το οποίο ζητείται η έκδοση”».

Ζήτημα δίκαιης δίκης

Στη συνέχεια, ο Άντρος Πελεκάνος αναφέρθηκε και στο άρθρο 6 ΕΣΔΑ, αναφορικά με το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, σημειώνοντας πως «το δικαίωμα ενός προσώπου όπως τύχει “δίκαιης δίκης”, δεν ξεκινά από την στιγμή που άγεται η υπόθεση ενώπιον Δικαστηρίου για ακρόαση. Αντιθέτως, το βασικό αυτό δικαίωμα αναφύεται από τη στιγμή που ξεκινά μία ποινική διαδικασία εναντίον συγκεκριμένου προσώπου. Είναι αναγνωρισμένη η σημαντικότητα του δικαιώματος ενός υπόπτου στην Κύπρο, όπως άμεσα και χωρίς καθυστερήσεις, ενημερωθεί για το δικαίωμα του σε παροχή ή λήψη νομικής συμβουλής από συνήγορο υπεράσπισης, ακόμη δε πριν την πρώτη ανάκριση του από τις αστυνομικές αρχές».

Όπως υπέδειξε στη συνέχεια, «διαφάνηκε από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, θέση με την οποία συμφώνησε και ο ΜΑ4, ότι στην αιτούσα χώρα υπάρχει νομοθετημένος περιορισμός σε ό,τι αφορά το δικαίωμα σε πρόσβαση σε δικηγόρο, κατά το προδικαστικό στάδιο. Το μόνο που πρέπει να λεχθεί, ως κοινά αποδεκτό γεγονός μεταξύ όλων των ενώπιον του Δικαστηρίου εμπειρογνωμόνων, είναι ότι το δικαίωμα σε συνήγορο υπεράσπισης έχει ο ύποπτος στην αιτούσα χώρα, μετά το πέρας της πρώτης ανάκρισης, δηλαδή μετά που θα υποχρεωθεί όπως απαντήσει σε όλες τις θέσεις των ανακριτικών αρχών με ειλικρίνεια».

Ο κ. Πελεκάνος τόνισε, παράλληλα, ότι η δυνατότητα πρόσβασης σε δικηγόρο μόνο μετά την πρώτη ανάκριση, λειτουργεί δυσμενώς συνεπώς στη διατήρηση δύο βασικών δικαιωμάτων του υπόπτου και/ή κατηγορούμενου στο στάδιο της προανάκρισης. Αυτά τα αναφαίρετα δικαιώματα συνίστανται στην διατήρηση του δικαιώματος της σιωπής και τη μη αυτοενοχοποίησης.

«Ως έχει επεξηγηθεί από τους μάρτυρες υπεράσπισης, το άρθρο 120 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου της ΛΔΚ επιβάλλει ότι κατά την ανάκριση ενός υπόπτου οι ανακριτές θα πρέπει να ερωτούν ερωτήσεις για το αν ο ύποπτος έχει διαπράξει εγκληματική πράξη ή όχι και ο ύποπτο οφείλει όπως απαντήσεις στις ερωτήσεις των ανακριτών με ειλικρίνεια, δίδοντάς του παράλληλα το δικαίωμα όπως αρνηθεί να απαντήσει άσχετες με την υπόθεση του, ερωτήσεις».

Ο συνήγορος υπεράσπισης, υπογράμμισε ότι, «το εν λόγω δικαίωμα προνοείται μέσω οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της ΕΕ. Σκοπός φυσικά της συγκεκριμένης προστασίας είναι για να αποφευχθούν νομικά σφάλματα και να διασφαλιστεί το επιδιωκόμενο από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ αποτέλεσμα, το οποίο δεν είναι άλλο από το να διασφαλίσει ότι σε ό,τι αφορά πάντοτε ποινικές υποθέσεις, η κατηγορούσα αρχή θα βασίσει και θα αποδείξει την υπόθεση της σε στοιχεία άλλα, από αυτά που ενδεχομένως να αποκτήθηκαν από τον κατηγορήθηκαν μέσω εξαναγκασμού, πιέσεων ή χωρίς τη βούλησή του. Το τελευταίο αυτό στοιχείο ενισχύεται από τη διευκρίνιση ότι το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης «αφορά κατά πρώτο λόγο τον σεβασμό της βούλησης του κατηγορούμενου να παραμείνει σιωπηλός». Φαίνεται συνεπώς να υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ των δύο κρατών (Κύπρου και ΛΔΚ) σε ό,τι αφορά το εν λόγω δικαίωμα, αφού στην αιτούσα χώρα το κατά πόσον ένας ύποπτος απαντούσε ειλικρινά στις ερωτήσεις που του τέθηκαν (και τις οποίες όφειλε να απαντήσει) παραπέμπει σε αξιολογική κρίση από τις ίδιες τις ανακριτικές αρχές».

Κατά την αγόρευσή του, ο Άντρος Πελεκάνος επεσήμανε πως, «το γεγονός ότι τα δύο υπό κρίση συμβαλλόμενα κράτη, ήτοι Κύπρος και Κίνα, διατηρούν πολύ διαφορετικά πολιτεύματα και συστήματα δικαίου από μόνου δεν μπορεί βεβαίως να αποτελέσει μετρήσιμο παράγοντα σε ό,τι αφορά την μη έκδοση του εκζητούμενου προσώπου. Και αυτό γιατί οι δύο χώρες, κατόπιν διαπραγματεύσεων με το Πεκίνο το 2018, οδηγήθηκαν στην υπογραφή της παρούσας δεσμευτικής μεταξύ των συμφωνίας. Τούτων λεχθέντων όμως, το Δικαστήριο με πλήρη σεβασμό προς το πολίτευμα και το επικρατούν νομικό σύστημα της αιτούσας χώρας, καλείται καθηκόντως στο πλαίσιο της παρούσας αίτησης να προβεί σε εξέταση του κατά πόσον ενδέχεται να συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος, από εκείνους που έχουν καθοριστεί στη Συμφωνία για τη διαμεταγωγή του εκζητούμενου. Αυτού του είδους εξέτασης αναγνωρίστηκε και μέσα στην ίδια τη συμφωνία αφού είτε προαιρετικούς που δυνατόν να οδηγούν στην μη αποδοχή του αιτήματος της μίας προς την άλλη χώρα».

Καταλήγοντας, ο κ. Πελεκάνος σημείωσε ότι, «τα πιο πάνω αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στην αναζήτηση και καθορισμό της έννοιας “δίκαιης δίκης”, έννοια συνυφασμένη με το «κράτος δικαίου» η οποία, πέραν των οικουμενικών αρχών που την πλαισιώνουν, όπως παραδείγματος χάριν η ισότητα όλων έναντι του νόμου, η πρόσβαση όλων των πολιτών στη δικαιοσύνη απολήγει και διασφαλίζεται μέσω της διάκρισης των εξουσιών, διασφαλίζοντας έτσι ότι η δικαιοσύνη και δη το Δικαστικό σύστημα αποτελεί και οφείλει εσαεί να αποτελεί το οχυρό/φρούριο για την προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών της δικαιοδοσίας του».

Προβληματισμένο το Δικαστήριο

Πάντως, τα όσα ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης, προβλημάτισαν το Δικαστήριο, με το προεδρείο, κατά την ανακοίνωση της απόφασής του, να αναφέρει πως, «φαίνεται από την ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθείσα μαρτυρία, ως αυτή επεξηγήθηκε μέσω των Κινέζων εμπειρογνωμόνων ότι δεν υπάρχει συνταύτιση μεταξύ των δύο κρατών ως προς την έννοια της διάκρισης των εξουσιών. Το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ προϋποθέτει όπως για διασφάλιση μίας δίκαιης δίκης, πρέπει να προϋπάρχουν “ανεξάρτητα και αμερόληπτα Δικαστήρια”. Το γεγονός ως έχει λεχθεί διά στόματος των Κινέζων εμπειρογνωμόνων, ότι πολιτικά ευαίσθητες υποθέσεις μπορεί να αποφασιστούν από ή μπορεί να γνωμοδοτήσουν επί της έκβασης των, οι γνωστές στη χώρα Δικαστικές Επιτροπές, οι οποίες δεν αποτελούν το εκδικάζον «φυσικό Δικαστήριο» που εκδίκασε την υπόθεση και οι οποίες εποπτεύονται από το κόμμα, δεν μπορούν παρά να προκαλέσουν προβληματισμό».

Η απόρριψη του 2017 διά στόματος του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της ΛΔΚ στο 19ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ανέφερε το Δικαστήριο, «με την οποία δεσμεύεται για την πιστή τήρηση της απόλυτης ηγεσίας του ΚΚΚ επί του δικαστικού έργου και για την αποτροπή της επιρροής του “λανθασμένου δυτικού τρόπου σκέψης” και των εννοιών περί “διαχωρισμού των εξουσιών” και “ανεξαρτησία του Δικαστικού Σώματος”, είναι επίσης δεδομένο το οποίο όχι μόνο προκαλεί προβληματισμό, αλλά επιβεβαιώνει τα ως άνω σε ό,τι αφορά την απόκλιση περί «διαχωρισμού των εξουσιών», μεταξύ των δύο κρατών».

Σε άλλο σημείο της απόφασης, το Δικαστήριο ανέφερε ότι οι χαρακτηρισμοί που αποδίδονται στον εκζητούμενο, με αναφορές στο πρόσωπό του ως «εγκληματία», «εγκληματική συμμορία του Ma Chao», «αγνόησε τα γεγονότα των εγκλημάτων του, αποδεδειγμένα με αδιάσειστα στοιχεία και συνεπώς χρησιμοποιούσαν -(εκείνος και ο δικηγόρος του) μερικές λεγόμενες δικαιολογίες- το πολιτικό σύστημα, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη θρησκεία και άλλα θέματα που δεν έχουν σχέση με την υπόθεση» με σκοπό «να μπερδέψουν το κοινό» δεν μπορούν παρά να σχολιαστούν υπό το πρίσμα των προνοιών του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

«Το ότι τα γεγονότα της υπόθεσης χαρακτηρίζονται ως “ξεκάθαρα και τεκμηριωμένα” ή ότι η υπόθεση “είναι μία απλή υπόθεση οικονομικού εγκλήματος”, από τους Επίσημους Διπλωματικούς Αντιπροσώπους της χώρας, έρχεται σε αντίφαση, ως επιμαρτυρείται από τα έγγραφα έκδοσης, με το γεγονός ότι η υπόθεση είναι ακόμη στο στάδιο διερεύνησης εξού και η έκδοση εντάλματος σύλληψης του κ. Μα με σκοπό την ανάκρισή του. Συνεχίζει η ανακοίνωση χαρακτηρίζοντας την υπόθεση ως “εξαιρετικά κραυγαλέα στη φύση της έχοντας εκτεταμένο αντίκτυπο και προκαλώντας έντονη οργή στην κοινωνία της Κίνας”».

Η πιο πάνω τοποθέτηση της πρεσβείας επιβεβαιώνει με τον πλέον επίσημο τρόπο τα όσα οι εμπειρογνώμονες της υπεράσπισης κατέθεσαν στο Δικαστήριο, αναφέρεται στην απόφαση. «Ότι δηλαδή η παρούσα υπόθεση έχει ήδη λάβει δημοσιότητα, καθιστώντας την ως υπόθεση “πολιτικά ευαίσθητη”, αφού φέρει ιδιαίτερη σημασία η έκβασή της στην αιτούσα χώρα. Οι καταγραφές επί του τεκμηρίου 49 δίδουν την εντύπωση ή κατ’ ελάχιστον υπονοούν ότι η μοίρα του εκζητούμενου, έχει ήδη αποφασιστεί στην χώρα του ή θα οδηγηθεί προς μία και μόνο κατεύθυνση. Αναδεικνύεται συνεπώς ο προβληματισμός ως προς το πώς θα διασφαλιστούν τα εχέγγυα μίας δίκαιης δίκης, με την έκδοση του εκζητούμενου προσώπου, όταν αυτός έχει εκ προοιμίου βαφτιστεί ως “εγκληματίας”».

Σε άλλο σημείο της απόφασης, το Δικαστήριο ανέφερε ότι «υπήρξε εισήγηση στο Δικαστήριο από την υπεράσπιση ότι μεγάλη έμφαση δίδεται στο στάδιο της προανάκρισης και της προανάκρισης και της εξασφάλισης ομολογιών εξ ου και το περιορισμένο κατά το στάδιο της προανάκρισης, δικαίωμα για πρόσβαση σε δικηγόρο. Έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω των εμπειρογνωμόνων της υπεράσπισης, τα ποσοστά καταδίκης στη ΛΔΚ σε σχέση με τα έτη 2013-2020. Ομολογουμένως, ο αριθμός καταδικών είναι εξαιρετικά υψηλός με αυτόν να κυμαίνεται μεταξύ του 99,94589% μέχρι 99,96383%».

«Ένας εισαγγελέας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαστικός εντεταλμένος»

Από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, προστίθεται στην απόφαση, «διαφαίνεται ότι ο εκζητούμενος σε περίπτωση έκδοσής του διατρέχει πραγματικό κίνδυνο όπως τεθεί σε αυθαίρετη, παράνομη και παρατεταμένη κράτηση χωρίς αυτή να έχει προηγουμένως εγκριθεί ή τύχει αναθεώρησης από αρμόδια Δικαστική Αρχή. Δεν παραγνωρίζεται στο στάδιο αυτό ότι «αρμόδια αρχή» για έκδοση και εκτέλεση των ενταλμάτων θεωρείται η Εισαγγελία της αιτούσας χώρας. Αυτό άλλωστε αποτελεί και κοινά αποδεκτό έδαφος, μεταξύ άλλων των εμπειρογνωμόνων που κατέθεσαν στην επί των ακροατηρίω διαδικασία».

Το Δικαστήριο τόνισε, δε, ότι «τα νόμιμα εγκριθέν και εκδοθέν στην αιτούσα χώρα ένταλμα σύλληψης, ενδέχεται σε επόμενο στάδιο, σε περίπτωση έκδοσης του εν λόγω προσώπου, όπως μην συνάδει με τη νομολογία του ΕΔΑΔ, εφόσον η επίβλεψή του παραμένει στα χέρια της Εισαγγελίας που δεν χαρακτηρίζεται ως “ανεξάρτητη δικαστική αρχή” δυνάμει της νομολογίας. Το ΕΔΑΔ έχει κατ’ επανάληψη τονίσει ότι ένας εισαγγελέας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαστικός εντεταλμένος από τον νόμο να εκτελεί δικαστικά καθήκοντα, με την πιο πάνω λειτουργία να συνιστά παραβίαση του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ. Αυτό γιατί οι διωκτικές αρχές όχι μόνο ανήκουν στην εκτελεστική εξουσία του κράτους, όπως και στην παρούσα περίπτωση, αλλά εκτελούν ταυτόχρονα ανακριτικά και διωκτικά καθήκοντα σε ποινικές υποθέσεις στις οποίες και συμμετέχουν».

«Στους ως άνω προβληματισμούς, προστίθεται το περιεχόμενο της εκτεταμένης μαρτυρίας που έχει παρουσιαστεί από μάρτυρες σε σχέση με την αυθαίρετη και παρατεταμένη κράτηση στην οποία υπόκεινται μέλη του FLLG. Επί του προκειμένου σημειώνεται η θέση του μάρτυρα, ότι τα καλούμενα ως ‘’κέντρα νόμιμης εκπαίδευσης’’, δεν υφίστανται πλέον, παραδεδομένος όμως μέσω της έκθεσης των, ότι παλαιότερα σκοπός τους ήταν η “αναμόρφωση εκείνων που προέβαιναν σε πράξεις παράνομες, κατόπιν θρησκευτικού εξτρεμισμού”. Ο μάρτυρας στην έκθεση του, δηλώνει ότι το έργο των εν λόγω κέντρων, εξήρε, πλειάδα Οργανισμών του εξωτερικού, έγγραφα όμως, τα οποία δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο. Τα “κέντρα νόμιμης εκπαίδευσης” δεν μπορούν παρά να ισοδυναμούν ουσιαστικά με μια εξωνομική κράτηση, η οποία δεν φαίνεται να προνοείται στην Κινεζική Νομοθεσία – τίποτε τέτοιο, δηλαδή ως προς την νομιμότητα τους – δεν παρουσιάστηκε από την Κρατική Αρχή».

Φόβοι για τη ζωή του 

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταγράφει έντονος προβληματισμούς σε σχέση με το κατά πόσον οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του εκζητούμενου δεν θα επηρεάσουν την κράτηση του, ή δεν θα συντείνουν στην παρατεταμένη κράτηση του. Από την μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία δεν έχει δεόντως αντικρουστεί, φανερώθηκε, όπως τονίζει το Δικαστήριο, «όχι μόνο ότι ο εκζητούμενος είναι μέλος του GLF αλλά ότι οι ποινικές πρόνοιες του άρθρου 300 του Ποινικού Κώδικα, είναι τόσο ευρείες, που ευκόλως θα μπορούσε ο εκζητούμενος να θεωρηθεί ότι διέπραξε το κατ΄ ισχυρισμόν αδίκημα της παράνομης χρηματοδότησης και ως μέλος της ομάδας του FLG με σκοπό πάντοτε την υπονόμευση του Νόμου».

Συνεπώς, ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου, όπως παρά το ότι η δίωξη του εκζητούμενου δεν εδράζεται επί των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, η αποκάλυψη του γεγονότος από μέρους του, προϊδεάζει ότι αυτό δεν θα επενεργήσει υπέρ του σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και ειδικότερα στο στάδιο της διερεύνησης του αδικήματος και της κράτησης του.

«Το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να καταλήξει ότι η έκδοση του εκζητούμενου προσώπου, αντίκειται σε μερικές εκ των βασικών θεμελιωδών αρχών του εφαρμοστέου δικαίου της Δημοκρατίας», υπέδειξε στην απόφαση του το Δικαστήριο.

Παράλληλα, αναφέρεται στην απόφασης πως το Δικαστήριο οφείλει να αναλογιστεί και να λάβει υπόψη ποια, ως καθορίζει η Νομολογία επί του ζητήματος, την κατάσταση στην χώρα, κατά τον χρόνο έκδοσης. Κάτι που μπορεί να πράξει μέσα από εκθέσεις και αναφορές Κυβερνητικών ή Μη Κυβερνητικών Οργανισμών και Εκθέσεων από Επιτροπές σε σχέση με την Προστασία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Ωστόσο, πιο «έγκυρη και δεσμευτική», χαρακτήρισε το Δικαστήριο την πρόσφατη απόφαση του ΕΔΑΔ, ημερομηνίας 6.10.22, σε σχέση με την έκδοση Κινέζου. Σε αυτή την υπόθεση, το ΕΔΑΔ επανέλαβε ότι εφόσον ο αιτητής δεν είχε ακόμη εκδοθεί, ο ουσιώδης χρόνος για την εκτίμηση των κινδύνων στη χώρα προορισμού, πρέπει να είναι ο χρόνος εξέτασης της υπόθεσης. Το Δικαστήριο είχε να αποφασίσει κατά πόσον η έκδοση του εκεί εκζητούμενου προσώπου και η τοποθέτηση του εντός των κόλπων του σωφρονιστικού συστήματος της χώρας, θα οδηγούσε σε παραβίαση των δικαιωμάτων του υπό το πρίσμα του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Μάλιστα, στην απόφαση τονίζεται πως για την εν λόγω υπόθεση, οι πλείστες εκ των αναφορών και πηγών που έκλαβε υπόψη το ΕΔΑΔ κατά την εξέταση, βρέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου της Κύπρου, εκ μέρους της υπεράσπισης μέσω εκθέσεων εμπειρογνωμοσύνης, σε σχέση με την διαδεδομένη στην χώρα, χρήση των βασανιστηρίων, με τα όσα αναφέρθηκαν από πλευράς Άντρου Πελεκάνου, όπως υπέδειξε το Δικαστήριο, να είναι «απολύτως ευθυγραμμισμένα με τα ευρήματα του ΕΔΑΔ, επιβεβαιώνοντας συνεπώς όχι μόνο το αξιόπιστο της μαρτυρίας αλλά και το ανεξάρτητο και αμερόληπτο της».

Υποχρέωση του κράτους να ελέγξει 

Το Δικαστήριο, ανέφερε επιπρόσθετα πως αποτελεί υποχρέωση της αιτούσας χώρας, όπου ο εκζητούμενος έχει προσκομίσει μαρτυρία που να δεικνύει την ύπαρξη κινδύνων που άπτονται της ανθρώπινης υπόστασης και ακεραιότητας, ή περί έλλειψης των εχεγγύων για δίκαιη δίκη, όπως την εξαλείψει, γεγονός που δεν έλαβε χώρα στα πλαίσια της εκδίκασης της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Όπως αναφέρεται, η Κρατική Αρχή δεν προσκόμισε μαρτυρία περί του νομικού πλαισίου και ποινικών διαδικασιών που αφορούν την χώρα «αλλά ούτε και προς αντίκρουση των ισχυρισμών του εκζητούμενου σε οτιδήποτε αφορά τις προσωπικές ή ότι αυτός βασανίστηκε στο παρελθόν στα χέρια των αστυνομικών Αρχών, θέσεις οι οποίες παρέμειναν ουσιαστικά αναντίλεκτες και οι οποίες υπενθυμίζεται ήταν γνωστές στην Κρατική Αρχή, προ της ολοκλήρωσης της υπόθεσης της».

Μάλιστα, το Δικαστήριο τονίζει στην απόφαση του, πως «αποτελεί υποχρέωση της Κρατικής Αρχής όπως παρουσιάσει, είτε εξ αρχής είτε προ της ολοκλήρωση της παρουσίασης της υπόθεσης, ανεξάρτητη και αμερόληπτη μαρτυρία ως προς το νομικό καθεστώς ή την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην αιτούσα χώρα και αυτό με γνώμονα πάντοτε, ότι η Κίνα δεν αποτελεί μέλος της ΕΣΔΑ και συνεπώς εκλείπει ουσιαστικά το δεδομένο ότι το αιτόν κράτος, μπορεί να εκπληρώσει ή καλύτερα ότι εκπληρώνει υποχρεώσεις που απορρέουν από την ΕΣΔΑ ή έστω ότι ακολουθεί αρχές που περιέχονται σε αυτήν».

Ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου, πως υπό το πρίσμα του Ευρωπαϊκού Δικαίου και στα πλαίσια εκπλήρωσης της υποχρέωσης που διατηρεί το Δικαστήριο ως Δικαστική Αρχή κράτους μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης και της ΕΕ, πως το αίτημα για έκδοση του υπόπτου δεν μπορεί να εγκριθεί, καθώς «πληρούνται αμφότερες οι προϋποθέσεις που έχει θέσει η Συμφωνία στις υποπαραγράφους του άρθρου 3(δ) και (θ) αυτής, ως λόγοι υποχρεωτικής άρνησης στην έκδοση του εκζητούμενου».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Δειτε Επισης

Έριξαν τις τιμές τους τα «Ζ» λόγω μειωμένης ζήτησης, προσφέρονται από 25 ευρώ ημερησίως
Βλέπουν κενά στην πρόταση Παναγιώτου για τους παράνομους οι εργολάβοι-«Δεν φέρουμε ευθύνη»
Η απόσταση της πολιτικής από τους νέους, ο παράλληλος κόσμος και η αναμενόμενη αντίδραση
Αναμένουν διευκρινίσεις οι διανομείς για την πρόταση από Υπ. Εργασίας-Μισθός, εξοπλισμός και ασφάλεια
Νέα στοιχεία για τον Τσιντούλα, «έδρασε μόνος του»-Με λουλούδια έξω από το νοσοκομείο οι υποστηρικτές του Φίτσο
Οδηγός έχασε τον έλεγχο του οχήματος και ανατράπηκε-Απεγκλωβίστηκε από την Πυροσβεστική
Σε κρίσιμη κατάσταση παραμένει ο Ρόμπερτ Φίτσο-Υπό κράτηση ο δράστης, του απαγγέλθηκαν κατηγορίες
Οι Χούθι έπληξαν ελληνόκτητο πλοίο με σημαία Παναμά στην Ερυθρά Θάλασσα-Δεν υπάρχουν θύματα
Επανέρχεται ξανά η CMC-«Αν η ΕΤΥΦΑ συνεχίσει να αλλάζει τους κανόνες δικαιούμαστε αποζημίωση»
Ανακαλεί την απαγόρευση παραχώρησης αδειών χρήσης πυροτεχνημάτων η Υπηρεσία Μεταλλείων