«Πήγα να κολυμπήσω, εν η παραλία μου… Εν τη χαρίζω, ούτε την πατρίδα μου»

Είχαν μαζευτεί πέντε με έξι άτομα γύρω του… Τους έλεγε ιστορίες από τότε που ήταν παιδί, για τα πρώτα του βιβλία, για τους περιπάτους της νιότης του… Διψούσε να μεταφέρει της αναμνήσεις του, την αγάπη για το Βαρώσι, ήθελε να μεταλαμπαδεύσει τον πόθο του για επιστροφή. 

Το πρόσωπό του φωτίστηκε περνώντας από το λεηλατημένο πλέον, βιβλιοπωλείο Ρήγας.  

«Ανήκει στον Δαμασκηνό, ο οποίος ήταν φίλος του πατέρα μου», λέει. Θυμάται πως από εδώ τους αγόρασε τις πρώτες τους εγκυκλοπαίδειες. «Ήταν ένα πεντάτομο, “ο θησαυρός των γνώσεων”. Ερχόμουν εδώ για να αγοράσω καλάμια του κλαρίνου, επειδή έπαιζα κλαρίνο».

Αφότου μετέφερε μνήμες και ιστορίες του Βαρωσιού, στους νεότερους συναδέλφους στο δρόμο της καθόδου της Λεωφόρου Δημοκρατίας, προς τον Δημοτικό Κήπο, ο Γιώργος Μπέρος, πολιτικός μηχανικός, Δημοτικός Σύμβουλος Αμμοχώστου με το ΑΚΕΛ, τις μοιράστηκε και στον REPORTER.

Ήταν Σάββατο, 23 Οκτωβρίου… Βρισκόταν εκεί, επειδή το Δημοτικό Συμβούλιο Αμμοχώστου, θέλοντας να στείλει μηνύματα ελπίδας και να δείξει ποια είναι η νόμιμη αρχή της πόλης, πραγματοποιούσε την πρώτη επίσκεψη, από τότε που οι κατοχικές αρχές άνοιξαν την περίκλειστη πόλη.

«Νιώθω συγκίνηση και διαπιστώνω αυτό το τραγικό γεγονός, ότι ίσως να είμαστε από τους τελευταίους που μεταφέρουμε αναμνήσεις, από αυτήν την πόλη. Δυστυχώς…», λέει και αναφέρεται στον δρόμο, με τα “κακοποιημένα” πλέον κτήρια, που άλλοτε έσφυζε από ζωή.

«Τώρα είμαστε στην Δημοκρατίας. Εδώ ήταν ο περίπατος μας όταν ήμασταν παιδιά. Ήταν η Κεντρική οδός που, κυρίως την Κυριακή το απόγευμα, ερχόταν η νεολαία και όλες οι οικογένειες για να περπατήσουν και να καθίσουν στα ζαχαροπλαστεία και τις καφετέριες».

Είναι η τρίτη φορά, που έρχεται στην Αμμόχωστο μετά το άνοιγμα της περίκλειστης πόλης. «Περπατούμε και είναι σαν να και υπάρχουν δύο κάμερες στο μυαλό μου. Η μια η παλιά, παίζει εικόνες της εποχής που ανθούσε η πόλη μας και η άλλη η τραγική σημερινή κάμερα, με τις εικόνες που βλέπετε.

Προσπαθώ να μεταφέρω στα δύο μου παιδιά αυτές τις αναμνήσεις, αλλά είναι δύσκολο. Λέω ότι είναι δύσκολο επειδή η κοινωνία μας, δεν έχει δώσει σωστή παιδεία στα παιδιά. Θεωρώ ότι εκείνο το σύνθημα, το “Δεν ξεχνώ”, είναι ουτοπικό πλέον. Στο τέλος εξεχάσαν τα όλα. Δυστυχώς…».

Η “παλιά κάμερα” των αναμνήσεων διακόπτει τη σκέψη του, όταν φτάνουμε κοντά στο παντοπωλείο…

«Τώρα βλέπουμε το παντοπωλείο, απέναντι από τη δημοτική αγορά. Είχε ο θείος μας κατάστημα και εργαζόμουν εκεί τα καλοκαίρια. Έζησα τις περιοχές, ξέρω τες. Όταν έρχεσαι εδώ οι αναμνήσεις τρέχουν, πηγαίνουν σε εκείνες της εποχές. Στις καλές εποχές που άνθιζε αυτή η πόλη».

 

«Την λεηλασία στην πόλη, λίγο πολύ τη φανταζόμασταν, την είδαμε και σε κάποιες ταινίες. Δεν ήταν κάτι που μας ξάφνιασε. Η πρώτη εντύπωση, όμως ήταν ότι μίκραναν οι αποστάσεις».

«Εδώ είναι το καφέ Βιέννα στο οποίο εργάστηκα τρία καλοκαίρια, μέχρι να τελειώσω την Τεχνική Σχολή Αμμοχώστου και να πάω στο στρατό. Έχω πολλές αναμνήσεις από αυτό το καφέ. Ήταν το γνωστό καφέ, όπου όλοι οι Βαρωσιώτες της τότε εποχής το ξέρουν, γιατί έκαμνε τα καλύτερα σνακς και παγωτά. Ήταν του μάστρε Γιώργη. Το βλέπω τώρα και φαντάζει τόσο μικρό. Το θυμούμαι ένα κανονικό κατάστημα με τις μηχανές του που έκαμνε παγωτό, με τους πάγκους που σέρβιρε τα χάμπουρκερ και τα σνακς.

Θυμάται το σπίτι του στην ενορία Τιμίου Σταυρού, το οποίο δεν κατάφερε να δει αφού βρίσκεται σε αποκλεισμένη περιοχή. Το πιο κοντινό σημείο που κατάφερε να φτάσει ήταν η παραλία της γειτονιάς του, που είναι στο σημείο που άνοιξαν πρόσφατα οι κατοχικές Αρχές.

«Πρόσφατα είχα την ευκαιρία και δεν το κρύβω, να κολυμπήσω στην παραλία που άνοιξε.  Το δίκτυ που σταματά η παραλία, είναι κάθετο στο δρόμο μας στην ενορία Σταυρού. Το σπίτι μου είναι τρία λεπτά από εκείνη την περιοχή .

Ένιωσα σαν παιδί όταν κολύμπησα. Ήμουν 18 χρονών όταν φύγαμε. Ήμουν στρατιώτης.  Διαπίστωσα ξανά, ότι σαν τη θάλασσα του Βαρωσιού και την παραλία δεν υπάρχει.

Στην παραλία της Αμμοχώστου, υπάρχουν καβούρια και ανοίγουν τις τρύπες τους. Ήμουν με ένα φίλο από την Αγγλία και του εξηγούσα τι κάναμε τότε και το είδαμε και στην πράξη. Πιάναμε άμμο στεγνή και βάζαμε στην τρύπα του κάβουρα για να σκάψουμε και να μπορέσουμε να δούμε πού είναι. Ήβραμε τον κάβουρα και έτρεξε προς τη θάλασσα. Μεταφέρουμε με συγκίνηση αυτές τις αναμνήσεις και πολλές φορές συμπεριφερόμαστε, μέσα από αυτά τα συναισθήματα, σαν παιδιά».

«Στην παραλία ήταν ο περίπατoς μας ο μεγάλος. Η ποιότητά της, η καθαρότητα των νερών, η άμμος... Αυτά όλα δεν τα βρίσκεις αλλού. Πολλοί θεωρούν ότι είμαστε υπερβολικοί. Δεν είμαστε, όμως. Η αγάπη μας για την πόλη είναι υπερβολική…».

«Η Αμμόχωστος ήταν μια πλούσια πόλη και σε χρήμα και σε πολύπλευρες αναπτύξεις. Ήταν πολύ εργατικός και προοδευτικός ο κόσμος. Ερχόταν από άλλες πόλεις νεολαία για να εργαστεί στην Αμμόχωστο. Όταν δεις το παραλιακό μέτωπο το καταλαβαίνεις και όταν σκεφτείς ότι αυτή η ανάπτυξη ήταν πριν 50 χρόνια, αντιλαμβάνεσαι ότι δικαιολογείται να είσαι περήφανος, για αυτήν την πόλη».

Προχωρώντας προς τον Δημόσιο Κήπο και λίγο πριν περάσουμε από το Λύκειο Ελληνίδων, η κουβέντα πάει στην ελπίδα… Σε αυτήν που παλεύουν, πλέον, για να κρατήσουν ζωντανή οι Βαρωσιώτες.

«Όταν φύγαμε πρόσφυγες το 1974, τον Οκτώβριο εκείνου του χρόνου περιμέναμε πως θα επιστρέφαμε πίσω. Πάντα υπήρχε η ελπίδα, επειδή αδίκως και φαίνεται πως ήταν από λάθος των αρμόδιων στρατιωτικών αρχών, έπεσε αυτό το κομμάτι της πόλης στα χέρια των Τούρκων. Φαίνεται από τα γεγονότα ότι δεν ήταν στα πλάνα των Τούρκων. Στις πρώτες συνομιλίες που έγιναν και στα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, έλεγαν πάντα ότι θα δοθεί προτεραιότητα στην επιστροφή της πόλης της Αμμοχώστου. Γι' αυτό πάντοτε υπήρχε τόση ελπίδα…».

Σταματά να μιλά και η φωνή του σπάζει. Αρχίζει να κλαίει…

«Όταν πέθανε η μάνα μου, πριν τρία χρόνια και ανοίξαμε τα χαρτιά της, βρήκαμε μέσα κομμάτια των εφημερίδων του 1978, που έγραφαν ότι υπάρχουν πιθανότητες επιστροφής της Αμμοχώστου. Δυστυχώς, τώρα δεν σου δίδεται η δυνατότητα να ελπίζεις. Φυσικά εμείς πάντοτε θα ελπίζουμε. Όσο ζούμε θα ελπίζουμε…».

 

Σιγά, σιγά φτάνουμε στον Δημόσιο Κήπο, όπου περίμεναν οι υπόλοιποι δημοτικοί Σύμβουλοι. Πίσω οι δύο μεγάλες σημαίες των Τούρκων…

«Δαμέ στον δημόσιο κήπο, το φθινόπωρο και την άνοιξη που το επέτρεπε ο καιρός, διοργάνωνε ο Δήμος Αμμοχώστου, πολιτιστικές εκδηλώσεις και είχε μία εξέδρα που ερχόμασταν οι φιλαρμονικές με τις χορωδίες τους και παιάνιζαν μουσική. Εγώ ήμουν μέλος της φιλαρμονικής και της χορωδίας της ΠΕΟ Αμμοχώστου.

Οι παρελάσεις γίνονταν εδώ, τα ανθεστήρια το ίδιο. Όταν γινόταν η γιορτή του πορτοκαλιού με το στόλισμα των αρμάτων κ.λπ. στολιζόταν και ο Δημόσιος κήπος. Πίσω στο ΓΣΕ γίνονταν οι παρελάσεις των αρμάτων».

Ξεσπά όταν τον ρωτώ, για την επίσκεψη του Δημοτικού Συμβουλίου, στο Βαρώσι.

«Σήμερα ήρθαμε για να περπατήσουμε την πόλη μας. Τούτη η πόλη εν δική μας… Θέλουν κάποιοι να την πιάσουν, αλλά δεν θα την πιάσουν, ούτε την ψυχή μας θα πιάσουν. Είμαστε Βαρωσιώτες και και πάντα θα νιώθουμε ότι η πόλη είναι δική μας.

Ήρθαμε να την περπατήσουμε, επειδή δικαιούμαστε να την περπατήσουμε. Στην παραλία που πήγα να κολυμπήσω, πήγα γιατί εν η παραλία μου, εν τη χαρίζω κανενός. Εν η πατρίδα μου, εν τη χαρίζω κανενός...

Δεν θα ικανοποιηθούμε εάν πάρουμε μόνο την Αμμόχωστο, η ελπίδα μας και γι’ αυτό αγωνιζόμαστε είναι να βρεθεί μια λύση, ούτως ώστε τούτος ο τόπος να ζήσει ειρηνικά, για τις νέες γενιές. Μπορεί να ζήσει ειρηνικά. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος, το τι παράδεισος θα είναι τούτος ο τόπος ενωμένος, σε ειρήνη. Μπορούμε να ζήσουμε ειρηνικά και αυτός είναι ο στόχος…».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Ξύπνησαν μνήμες, στάλθηκε μήνυμα ελπίδας-Συγκλονιστική περιδιάβαση στο Βαρώσι

Τον αποχαιρέτισα. Τον είδα να απομακρύνεται και να γίνεται ένα με τον Δήμαρχο και τους υπόλοιπους συμβούλους. Έβγαλαν όλοι μια αναμνηστική φωτογραφία… Έδειξαν ποια είναι η νόμιμη Αρχή αυτής της πόλης… Εκεί δίπλα από τις τουρκικές σημαίες, προστέθηκε ένα μικρό λιθαράκι, στη χαμένη ελπίδα… Διότι αλίμονο, εάν τους την χαρίσουμε κι αυτή…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Δειτε Επισης

BINTEO: Συγκίνησαν οι ολυμπιονίκες ζωής-Αγωνίστηκαν και αποθεώθηκαν στο ψηλότερο σκαλοπάτι του βάθρου
Η Λούλλα έκανε Κόσμο της το κυπριακό φαγητό και το μοιράζεται με όλο τον κόσμο
Το Mall με τις αντίκες που πηγαίνει από γενιά σε γενιά από το 1978 και κρατά ζωντανή την ιστορία
«Δεν μιλούσα, δεν περπατούσα, με έκαναν μπάνιο… Πλέον είμαι συνεχώς στο σπίτι»
«Ίσως το πρωί να μην μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι, να έχει πόνους σε όλο το σώμα»
«Δεν χρειάζονται πολεμικά ανακοινωθέν, ''έχασε ή νίκησε'' τη μάχη ένα παιδί… Γιατί κατάφεραν να αγωνιστούν»
Αυτός ήταν 28 και εκείνη 17... «Ερωτευμένοι για 62 χρόνια, η αγάπη μας δεν φθάρηκε ποτέ»
Η σοπράνο που τραγουδά για σαράντα χρόνια στη Σχολή Τυφλών-«Εάν δεν ήμουν εδώ, δεν ξέρω τι θα έκανα»
Ποιος είναι ο twenty three; Ο Κύπριος καλλιτέχνης του δρόμου που συνδυάζει το παλιό με το σύγχρονο
Ο ράφτης στην παλιά Λευκωσία που επιμένει παραδοσιακά-Η τέχνη του κουστουμιού και η γνωστή πελατεία