«Καλός άνθρωπος, γιος, αδερφός, πατέρας, συμπαίκτης»

Όταν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο εγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, έμοιαζε σαν να έχει προσγειωθεί από κάποιον άλλο πλανήτη και, δεδομένων των συνθηκών της ζωής του στην Αθήνα, «το Μιλγουόκι έμοιαζε με ατέλειωτο λούνα παρκ», όπως γράφει η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Μιρίν Φέιντερ στο Γιάννης. Εκτόξευση στα αστέρια, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Οι σελίδες που αφιερώνει στη ρούκι του χρονιά έχουν μια κωμική διάσταση – η πρώτη του νυχτερινή έξοδος, το σοκ σε ένα εστιατόριο όταν είδε πως μια μπριζόλα κόστιζε 60 δολάρια, τα μαθήματα οδήγησης στους παγωμένους δρόμους της πόλης, η φορά που έκανε οτοστόπ για να πάει στο γήπεδο ή η φορά που αποδείχτηκε ότι δεν ήξερε τα χρώματα στα αγγλικά, για να μπορέσει να διαλέξει τα παπούτσια που ήθελε.

Ή το άλλο: ένας υπάλληλος της ομάδας είχε πάει στο σπίτι του να τον βοηθήσει να εγκαταστήσει το Internet και βούτηξε δυο-τρία μπισκότα από ένα πακέτο που βρήκε στην κουζίνα. Ο Γιάννης το κατάλαβε, γιατί τα είχε μετρήσει. «Αυτή είναι η αγαπημένη μου ιστορία», μου λέει η Μιρίν Φέιντερ όταν της ζητάω να διαλέξει μία στιγμή από τις εκατοντάδες που συνέλεξε για το βιβλίο της. «Είναι κάτι που δεν βλέπεις σε πολυεκατομμυριούχους αθλητές. Όμως ο Γιάννης κουβαλούσε ένα πολύ σκληρό παρελθόν που δεν μπορούσε να αφήσει εύκολα πίσω του όταν έφτασε στην Αμερική». Μια μέρα, διαβάζω στο βιβλίο, αγόρασε ένα PlayStation. Το πήρε σπίτι, αλλά δεν μπορούσε να διαχειριστεί το ότι είχε αγοράσει κάτι απλώς για να διασκεδάσει. Το επόμενο πρωί το επέστρεψε στο κατάστημα.

 

 Ακόμα όμως κι όταν ήρθαν τα συμβόλαια των πολλών εκατομμυρίων και ο Αντετοκούνμπο έγινε ένας παγκόσμιος σταρ, συνέχισε να ζει σύμφωνα με ορισμένες αρχές. Η Φέιντερ γράφει ξανά και ξανά, με κάθε ευκαιρία, πόσο ασυνήθιστα προσγειωμένος είναι. Της ζητάω τη γνώμη της. Γιατί; «Οι γονείς του τον δίδαξαν να είναι έτσι», μου λέει. «Ο Γιάννης είναι αυτός ο σπάνιος αθλητής που δεν νιώθει ιδιαίτερος ή εκλεκτός επειδή είναι διάσημος ή επιτυχημένος. Οι γονείς του τον δίδαξαν ότι αυτό που έχει σημασία σε έναν άνθρωπο είναι ο τρόπος που συμπεριφέρεσαι στους άλλους, πόσο ευγενικός είσαι, πόσο ανιδιοτελής. Επειδή ο Γιάννης έμαθε να εκτιμά αυτά τα στοιχεία από μικρή ηλικία, κατάλαβε τι είναι πραγματικά σημαντικό στη ζωή. Επομένως δεν είχε άλλη επιλογή από το να μείνει προσγειωμένος, αφού δεν βλέπει τον εαυτό του όπως τον βλέπουν οι άλλοι. Θέλει απλώς να είναι ένας καλός άνθρωπος, γιος, αδερφός, πατέρας, συμπαίκτης».

Στις σελίδες του βιβλίου της εμφανίζονται αμέτρητοι άνθρωποι που μιλούν γι’ αυτόν, άτομα από την οικογένεια και το στενό του περιβάλλον, παλιοί προπονητές του και παράγοντες, συμπαίκτες και αντίπαλοι. «Όλοι ήταν χαρούμενοι να μου μιλήσουν γι’ αυτόν. Είναι πολύ αγαπητός. Πήρα 221 συνεντεύξεις και ούτε ένας άνθρωπος δεν είχε κάτι αρνητικό να πει».

Η δημοσιογράφος και συγγραφέας της νέας βιογραφίας του Γιάννη Αντετοκούνμπο Μιρίν Φέιντερ.

Κάποιες σελίδες του βιβλίου είναι αφιερωμένες στους Μπακς και στην κατάσταση που βρισκόταν ο οργανισμός όταν το 2013 ο Γιάννης επιλέχτηκε στο νούμερο 15 του ντραφτ. Μια ομάδα απαξιωμένη κι ένας προορισμός καθόλου ελκυστικός για τους νεαρούς Αμερικανούς που φεύγοντας από τα κολέγια ονειρεύονταν μια λαμπερή καριέρα στο ΝΒΑ. Η συγγραφέας σημειώνει ότι διαχρονικά το Μιλγουόκι ήταν χαμηλά στις προτιμήσεις και θυμάται εκείνο το χαρακτηριστικό περιστατικό από το ντραφτ του 1992, όταν η κάμερα «συνέλαβε» τον νεαρό Τοντ Ντέι, που μόλις είχε επιλεγεί από τους Μπακς, να λέει: «Μιλγουόκι; Όχι, ρε γαμώτο». Το πρωτάθλημα των Τζαμπάρ και Ρόμπερτσον του 1971 έχει ξεχαστεί, όπως και η καλή ομάδα των Άλεν, Κασέλ και Ρόμπινσον στις αρχές του 2000. Η σύγχρονη ιστορία των Μπακς ήταν γραμμένη ως επί το πλείστον με αποτυχίες και άστοχες επιλογές.

Για τον Γιάννη, βέβαια, όλα αυτά δεν είχαν καμία σημασία. Μάλιστα, το γεγονός ότι ξεκίνησε την πορεία του στο ΝΒΑ από μια ομάδα που δεν είχε άμεσα απαιτήσεις ίσως να τον βοήθησε στα πρώτα του βήματα. Ήταν τυχερός που βρέθηκε στους Μπακς; «Ήταν το μεγαλύτερο δώρο για εκείνον, επειδή μερικές φορές οι ομάδες στέλνουν τους παίκτες που είναι πολύ νέοι ή ακατέργαστοι, όπως ήταν εκείνος, στην αναπτυξιακή λίγκα ή τους στέλνουν στην Ευρώπη για κάποια χρόνια. Ο Γιάννης είχε την ευκαιρία να παίξει αμέσως», μου λέει η Φέιντερ. «Πιστεύω, βέβαια, ότι θα ήταν επιτυχημένος ακόμα κι αν είχε επιλεγεί από οποιαδήποτε άλλη ομάδα, όπως π.χ. την Ατλάντα, μια ομάδα που, όπως περιγράφω και στο βιβλίο, ήθελε διακαώς να τον επιλέξει. Ο Γιάννης είναι τόσο εργατικός και ταπεινός και έχει τόσο ισχυρή επιθυμία να πετύχει, που θα έβρισκε τον δρόμο του, αλλά πιστεύω ότι ο τρόπος που το Μιλγουόκι τον φρόντισε, σαν να ήταν ο γιος του οργανισμού, πραγματικά τον βοήθησε να νιώσει ασφαλής, άνετος και αποδεκτός».

Ο Θανάσης, ο Γιάννης και ο Κώστας Αντετοκούνμπο φωτογραφίζονται με αφορμή τη βράβευση του Γιάννη ως καλύτερου αμυντικού της σεζόν 2019-20.

Ας κρατήσουμε το «αποδεκτός». Ανάμεσα στα χρόνια στα Σεπόλια και στην άφιξη «στα αστέρια», ανάμεσα σε δύσκολες, αστείες ή συγκινητικές στιγμές, η Φέιντερ σκαλίζει τη σημασία του Γιάννη για την ελληνική κοινωνία και την αποδοχή του. Ψάχνει δημοσιεύματα και αντιδράσεις από την εποχή που πρωτομάθαμε το όνομά του και υπάρχουν σελίδες που μας κάνουν να νιώθουμε άβολα. Μας θυμίζει εκείνες τις συζητήσεις περί καταγωγής ή υπηκοότητας, τις αμήχανες κουβέντες περί διαφορετικότητας, τις ρατσιστικές και ξενοφοβικές φωνές. Όλα αυτά που σήμερα συγκρούονται με το πανηγυρικό κλίμα για τα κατορθώματά του. Όπως σχολιάζει κάπου στο βιβλίο ο Νίκος Ζήσης, «τώρα είναι εύκολο να συμπαθεί κάποιος τον Γιάννη».

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΟΥΠΕΡ ΟΜΑΔΕΣ

Ο Αντετοκούνμπο χρωστάει πολλά στο Μιλγουόκι, αλλά και η ομάδα χρωστάει πολλά σε αυτόν. Χάρη στον Γιάννη οι Μπακς έχτισαν ένα καινούργιο προφίλ, μοντέρνο, δυναμικό, έγιναν από τις ομάδες όπου όλοι θέλουν να παίξουν. Πήραν ξανά το πρωτάθλημα, έπειτα από μισό αιώνα. «Θα είναι για πάντα ένας ήρωας στο Μιλγουόκι, ένα σύμβολο ελπίδας. Σε αυτή την πόλη, αλλά και σε ολόκληρη την πολιτεία, όλοι θα είναι πάντα περήφανοι γι’ αυτόν», λέει η συγγραφέας. «Είναι ένας από τους πρώτους αθλητές που μίλησαν για το Μιλγουόκι με καμάρι και αγάπη, και αυτό σήμαινε τα πάντα για τους κατοίκους. Ο Γιάννης έδωσε στην κοινότητα τόσο πολλά, έδωσε ένα πρωτάθλημα, κάτι που τις τελευταίες δεκαετίες κανείς δεν πίστευε ότι ήταν εφικτό».

Πέρυσι ανανέωσε το συμβόλαιό του, ενώ θα μπορούσε να υπογράψει σε όποια ομάδα ήθελε. Να πάει στο Χόλιγουντ και στους «χρυσούς» Λέικερς ή στην τεράστια αγορά της Νέας Υόρκης και στους Νικς ή στον παράδεισο του Μαϊάμι και στους Χιτ. Θα μπορούσε, επίσης, να ενώσει τις δυνάμεις του με κάποιον άλλο σούπερ σταρ και να φτιάξει μαζί του μία από τις λεγόμενες «σούπερ ομάδες», πολλαπλασιάζοντας έτσι τις πιθανότητες για ένα πρωτάθλημα. Όπως κάνουν οι περισσότεροι, ακόμα και οι κορυφαίοι (Λεμπρόν, Ντουράντ κ.ά.). Ο Γιάννης όμως προτίμησε να μείνει εκεί που ήταν. Στο κρύο και αντιεμπορικό Μιλγουόκι. Δεν ήθελε απλώς ένα πρωτάθλημα. Ήθελε να το κατακτήσει με τους Μπακς. Ρομαντικά και περήφανα. Τι σημαίνει το γεγονός ότι τα κατάφερε; Μπορεί να αλλάξει τη νοοτροπία στο σημερινό ΝΒΑ; «Ειλικρινά δεν το νομίζω», μου λέει η Φέιντερ. «Ο Γιάννης είναι ένας άνθρωπος και ένας παίκτης που εμφανίζεται μία φορά στη ζωή και πήρε μια απόφαση που επίσης σπάνια τη βλέπεις. Δεν ξέρω αν κάποιος άλλος παίκτης του δικού του διαμετρήματος θα είχε το θάρρος να κάνει κάτι τέτοιο. Είναι μια πολύ ιδιαίτερη κατάσταση που ίσως δεν θα επαναληφθεί και η ιδέα των σούπερ ομάδων θα συνεχίσει να κυριαρχεί».

Ο Αντετοκούνμπο είναι πλέον μέρος της αμερικανικής κουλτούρας, ωστόσο διατηρεί τις ιδιαιτερότητές του και συντηρεί τη σύνδεση με τις ρίζες του. Σε αντίθεση, όμως, με ό,τι συνέβαινε μέχρι και πριν από περίπου δύο δεκαετίες, το να είναι πρωταγωνιστής στο ΝΒΑ κάποιος μη Αμερικανός δεν είναι τόσο ασυνήθιστο. Αρέσει αυτό στους Αμερικανούς φιλάθλους; Να βλέπουν ένα πρωτάθλημα με πρωταγωνιστή έναν Έλληνα, έναν Σλοβένο (Ντόνσιτς), έναν Σέρβο (Γιόκιτς), έναν Γάλλο (Γκομπέρ) και δεκάδες άλλους ξένους; «Σε άλλους αρέσει, σε άλλους όχι», λέει η Φέιντερ. «Υπάρχει ένα είδος ρατσισμού στην Αμερική και τίθεται το ερώτημα αν κάποιος μπασκετμπολίστας από το εξωτερικό μπορεί να είναι το “πρόσωπο” του ΝΒΑ. Αλλά, ανεξάρτητα από το πώς νιώθει ο καθένας, αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει. Το πρωτάθλημα θα συνεχίσει να γίνεται όλο και πιο διεθνές, ειδικά από τη στιγμή που το ΝΒΑ επενδύει τόσο πολύ σε διαφορετικές χώρες. Νομίζω ότι είναι μια όμορφη εξέλιξη που πρέπει να μας χαροποιεί».

Πηγή: sport-fm.gr