Σε κλίμα συγκίνησης παραδόθηκαν τα λείψανα των ηρώων του Φαέθων (pics)
07:33 - 09 Ιανουαρίου 2018

Μετά από 54 χρόνια επιστρέφουν στην Ελλάδα τα λείψανα των πέντε από τα έξι μέλη του πληρώματος της ακταιωρού ΦΑΕΘΩΝ, που συνέβαλαν στην προσπάθεια απόκρουσης των τουρκικών επιθέσεων στην περιοχή Τηλλυρίας, τον Αύγουστο του 1964. Πρόκειται για τον Υποπλοίαρχο Παναγιώτη Χρυσούλη από την Αθήνα, τον Πλωτάρχη Σπυρίδωνα Αγαθό από την Κέρκυρα, τον Πλωτάρχη Νικόλα Πανάγο από την Αρκαδία, τον Ανθυπασπιστή Παναγιώτη Θεοδωράτο από την Κεφαλληνία και τον Ανθυπασπιστή Νικόλαο Καππαδούκα από τη Σκόπελο.
Σημειώνεται ότι ακόμη δυο μέλη του πληρώματος της ακταιωρού Φαέθων έπεσαν ηρωικά την ίδια μέρα, ο Ανθυπασπιστής Νικόλαος Νιάφας από τη Λαμία, τα λείψανα του οποίου επαναπατρίστηκαν τον Ιανουάριο πέρσι και ο Κύπριος εθελοντής από τη Μόρφου, Άκης Φιλήτας, η σορός του οποίου ετάφη στη γενέτειρα του.
Με μεταγωγικό αεροσκάφος C-27 της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας μεταφέρονται στην Αθήνα
Λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι, στο παλαιό Αεροδρόμιο Λάρνακας, στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ κρατώντας φωτογραφίες και τα φέρετρα των νεκρών, που ήταν σκεπασμένα με την ελληνική και την κυπριακή σημαία, με επικεφαλής δύο ιερείς και εθνοφρουρό που βαστούσε σταυρό καμωμένο με άσπρα λουλούδια, πορεύθηκαν προς το σημείο όπου ήταν σταθμευμένο το μεταγωγικό αεροσκάφος.
Εκεί αποδόθηκαν οι δέουσες τιμές και τελέστηκε τρισάγιο στην παρουσία του Επιτρόπου Προεδρίας Φώτη Φωτίου, του Αναπληρωτή Υπουργού Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας Δημήτρη Βίτσα, του Πρέσβη της Ελλάδας στην Κύπρο, του Υπαρχηγού της Εθνικής Φρουράς, του Διοικητή της ΕΛΔΥΚ και συγγενών των Ελλαδιτών πεσόντων.
Ακολούθησε η μεταφορά των λειψάνων στο μεταγωγικό αεροσκάφος το οποίο πλαισιωνόταν από εθνοφρουρούς της ΕΛΔΥΚ και η επιβίβαση των επισήμων και των συγγενών των νεκρών.
Λίγο πριν τη μία το μεσημέρι το C-27 της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, απογειώθηκε από το αεροδρόμιο Λάρνακας με προορισμό την Αθήνα.
Εξάλλου, στο Παλαιό Αεροδρόμιο Λάρνακας έχει προγραμματιστεί να αποδοθούν σε ειδική τελετή οι δέουσες τιμές.
Μετά το πέρας της τελετής και με απόφαση των οικογενειών, ακολούθησε στο Κοιμητήριο Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης η ταφή των λειψάνων του Συνταγματάρχη Αθανάσιου Φωτόπουλου, που έπεσε μαχόμενος κατά την τουρκική εισβολή τον Ιούλιο του 1974, καθώς και η ταφή των ανευρεθέντων και ταυτοποιηθέντων οστών του Ανθυπασπιστή Βασίλειου Κουκουσούλη, που έπεσε μαχόμενος στον Παχύαμμο Τηλλυρίας τον Αύγουστο του 1964.
Εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας παρέστη και εκφώνησε ομιλία ο Επίτροπος Προεδρίας, Φώτης Φωτίου, ενώ η Ελληνική Κυβέρνηση εκπροσωπήθηκε από τον κ. Βίτσα.
Το τρισάγιο τέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β΄, ενώ στην τελετή παρευρέθηκαν και συγγενείς των πεσόντων από την Ελλάδα.
Σε ομιλία του, ο Επίτροπος Προεδρίας είπε πως «η στιγμή είναι σίγουρα πολύ ξεχωριστή, έχοντας πλήρη συνείδηση της υποχρέωσης απέναντι στους ήρωες μας, αλλά και της επιταγής της ιστορίας μας να μην λησμονούμε ποτέ την προσφορά και τη θυσία τους, και να μεταλαμπαδεύουμε στις νεότερες γενιές τις αρχές και τις αξίες της αγάπης προς την πατρίδα».
«Πενήντα τέσσερα χρόνια από τις τουρκικές επιθέσεις στην Τηλλυρία και 44 χρόνια από την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, κατά παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και κάθε αρχής διεθνούς δικαίου, ανταποκρινόμαστε στο υπέρτατο δικαίωμα των οικογενειών των ηρώων αυτών για ταυτοποίηση και παράδοση των λειψάνων τους ώστε να ταφούν εκεί όπου τα αγαπημένα του πρόσωπα επιθυμούν για να καταθέτουν τα λουλούδια της αγάπης τους, έχοντας μαζί και τη δυνατότητα της αναγνώρισης και υπόμνησης της ηρωικής θυσίας τους. Και το πράττουμε αυτό ως Κυπριακή Πολιτεία με ένα μεγάλο συγνώμη για την καθυστέρηση που οφείλεται σε λάθη ή και παραλείψεις του παρελθόντος, όπως και σε λόγους που κρίθηκαν επιβεβλημένοι στην πορεία μας μέσα στο χρόνο», είπε ο κ. Φωτίου.
Ο Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας, Δημήτρης Βίτσας, βρίσκεται στην Κύπρο για να εκπροσωπήσει την ελληνική Κυβέρνηση στην παράδοση των λειψάνων Ελλαδιτών πεσόντων του 1964 της ακταιωρού Φαέθων.
Η ιστορία του «Φαέθων».
Όπως πρόσθεσε «η θυσία όχι μόνο των Ελλαδιτών μελών του πληρώματος του Φαέθων, αλλά και πολλών άλλων αδελφών μας από την Ελλάδα σε διάφορες χρονικές στιγμές στις μάχες για προάσπιση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της Κύπρου, υπογραμμίζει την κοινή πορεία του Ελληνισμού και αποτελεί αδιάψευστο δείκτη της ενότητας και της συστράτευσης μας στους κοινούς αγώνες», για να σημειώσει πως «το χρέος μας απέναντι στη θυσία των ηρώων μας, όπως και απέναντι στις νεότερες γενιές, είναι να συνεχίσουμε αταλάντευτοι τον αγώνα τους υπερασπίζοντας τις ίδιες αξίες και ιδεώδη, χωρίς να συμβιβαζόμαστε με την κατοχή μεγάλου τμήματος της πατρίδας μας».
«Χωρίς», συμπλήρωσε, «να υποχωρούμε από τις αμετάθετες θέσεις μας για την πλήρη αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και την επικράτηση συνθηκών ελευθερίας, ασφάλειας και δημοκρατίας για όλους τους πολίτες μας, με διασφαλισμένα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές τους ελευθερίες σε μια επανενωμένη πατρίδα, χωρίς τα επεμβατικά ή εγγυητικά δικαιώματα της όποιας τρίτης χώρας, πόσο μάλλον της Τουρκίας».
Ο Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας έστειλε από την πλευρά του μήνυμα «ενότητας και σεβασμού των δομικών αξιών της υπεράσπισης της πατρίδας και του ελληνισμού», σημειώνοντας πως η Ελλάδα δεν θέλει την ένταση.
Ωστόσο, διεμήνυσε ότι ως Ένοπλες Δυνάμεις, ως Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ως λαός και ως κυβέρνηση είναι πάντοτε έτοιμοι να υπερασπιστούν την ελευθερία, την κυριαρχία, την δημοκρατία και να αποδώσουν διεθνή δικαιοσύνη.
«Δε βαριέσαι τώρα, τι ψάχνεις»;
Ο τότε κυβερνήτης της ελληνικής ακταιωρού Δ. Μητσάτσος περιγράφει μια σχεδόν άγνωστη πολεμική σελίδα στην Κύπρο του '64 σε μια συνέντευξη του στον Στέφανο Χελιδόνη.
Την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου του 1959 ακολούθησε η υποβολή των 13 σημείων του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, το 1963, για τροποποίηση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ξεκίνησε τότε μία περίοδος ιδιαίτερης έντασης στην Κύπρο μέχρι και το 1967. Προς ενίσχυση της άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας για αντιμετώπιση της εντεινόμενης τουρκικής απειλής, το 1964 η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου απέστειλε στην Κύπρο μία μεραρχία στρατού και Ελληνες αξιωματικούς για στελέχωση της Κυπριακής Εθνοφρουράς, η οποία ιδρύθηκε το ίδιο έτος, με αρχηγό τον Γεώργιο Γρίβα.
Στις 7 Αυγούστου ξέσπασαν στην περιοχή της Τηλλυρίας αιματηρές συγκρούσεις, όταν η Εθνοφρουρά προσπάθησε να εξουδετερώσει τον θύλακα Μανσούρας - Κοκκίνων, που είχαν συγκροτήσει οι Τούρκοι με απώτερο στόχο τη δημιουργία προγεφυρώματος για μια ενδεχόμενη απόβαση στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, που κράτησαν τέσσερις μέρες, αεροσκάφη της Τουρκίας επιτέθηκαν με βόμβες ναπάλμ εναντίον θέσεων της Εθνοφρουράς της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και κατοικημένων περιοχών, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας δεκάδες άτομα, ενώ ακρότητες δεν έλειψαν και από την ελληνική πλευρά. Στις μάχες αυτές έλαβαν μέρος και δύο ακταιωροί, που είχαν αποσταλεί παράλληλα με τη μεραρχία, στο πλαίσιο της ίδιας πολιτικής. Μόλις έφτασαν στο νησί, τα δύο πλοία ανήρτησαν την κυπριακή σημαία και αποτέλεσαν τη μοναδική ναυτική δύναμη της Κύπρου.
Στις 8 Αυγούστου 1964 τουρκικά μαχητικά βομβάρδισαν την ακταιωρό «Φαέθων» στο καραβοστάσι «Ξερός», σκοτώνοντας έξι μέλη του πληρώματος. Ο κυβερνήτης του πλοίου, ανθυποπλοίαρχος τότε του Βασιλικού Ναυτικού, Δημήτριος Μητσάτσος δέχθηκε πυρά στο δεξί του χέρι, το οποίο στη συνέχεια και έχασε. Με αυταπάρνηση και ηρωϊσμό, ο καπετάνιος και τα μέλη του πληρώματος που τελικά σκοτώθηκαν, έσωσαν τη ζωή 15 συναδέλφων τους. Στις 8 Αυγούστου 2007 τελέστηκε για πρώτη φορά μνημόσυνο στο κοιμητήριο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στη Λευκωσία, εις μνήμην των έξι αυτών Ελλήνων που έχασαν τη ζωή τους.
Από τους 23 στο πλοίο σκοτώθηκαν οι επτά
Τα καράβια ήταν γερμανικά, του 1935 και σε άσχημη κατάσταση. Δεν είχαν δύναμη να σταματήσουν κάποιο στόλο. Προσπάθησαν να τα επισκευάσουν εδώ στην Ελλάδα πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ζημιές φεύγοντας, κυρίως στο «Φαέθων», αυτό στο οποίο ήμουν εγώ. Φύγαμε χωρίς σημαία, με ψεύτικα ονόματα, χωρίς ταυτότητα. Το πλοίο δεν είχε ταυτότητα. Φτάσαμε στην Κύπρο, όπου εγκαταστήσαμε τα πυροβόλα και αρχίσαμε περιπολίες στο βόρειο μέρος, για προστασία των ακτών.
Προπομπός επίθεσης
Το μεσημέρι της 8ης Αυγούστου περιμέναμε το ανταλλακτικό και πυρομαχικά. Είχε έρθει μία βενζινάκατος να μας φέρει εφόδια, όταν είδα πάνω από τον όρμο ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο. Επειδή ήμουν αξιωματικός πυροβολικού, είχα υπόψη μου τον τρόπο που γίνονται αυτές οι επιχειρήσεις. Οταν πετάει ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο για φωτογραφίες, αυτό είναι ο προπομπός επίθεσης, δηλαδή όπου να 'ναι θα έρθουν τα μαχητικά. Τότε έδιωξα το άλλο πλοίο, που δεν είχε ζημιά, να πάει στη Λεμεσό, όπως του είχε πει και ο αντιπλοίαρχος, τότε, Αραπάκης από τη Λευκωσία, φώναξα το πλήρωμα και είπα ότι όποιοι έχουν υποχρεώσεις ή θέλουν να φύγουν, να μπουν στη βάρκα και να φύγουν, διότι έκαναν τη θητεία τους. Δεν είχαν λόγο να πολεμήσουν αν δεν ήθελαν, διότι η Ελλάδα δεν είχε πόλεμο, ήταν σε ειρήνη. Αυτή ήταν αποστολή σε άλλο κράτος, για την προστασία του ελληνισμού εκεί. Μάλιστα, οι δύο υπαξιωματικοί που σκοτώθηκαν, του ενός η γυναίκα είχε γεννήσει πριν από ένα μήνα και του άλλου η γυναίκα ήταν έγκυος. Τους είπα: «Φύγετε, γιατί έχετε παιδιά και σε λίγη ώρα μπορεί να ...». Δυστυχώς, δεν έφυγε κανείς και έμειναν όλοι.
Μόλις έφυγε η βενζινάκατος και ανέβασαν την άγκυρα, έστειλα σήμα στη Λευκωσία ότι αναμένω τουρκική προσβολή. Η απάντηση ήταν: «Αναμείνετε να βληθείτε πρώτα και εν συνεχεία να απαντήσετε με τα πυροβόλα σας». Πράγμα που έγινε με ένα πυροβόλο ουσιαστικά,διότι είχε γίνει λάθος από εδώ και μου είχαν δώσει πέντε κάνες και μόνο για τη μία πυρομαχικά. Οι άλλες τέσσερις είχαν πυρομαχικά, αλλά για άλλου είδους πυροβόλα. Και δοκιμές δεν είχαν γίνει, παρά μόνο στη Μανσούρα, όπου διεπιστώθη αυτό, αλλά δεν μπορούσε να λυθεί, γιατί τα πυρομαχικά πρέπει να έρθουν από την Ελλάδα.
Αρχισαν να σκοτώνονται άνθρωποι. Στην προσπάθειά μου να σώσω το υπόλοιπο πλήρωμα, σκέφτηκα ότι το καλύτερο θα ήταν να το κάτσω πάνω στην άμμο. Εκεί υπήρχε μια προβλήτα, όπου πουλούσαν το μετάλλευμα στα καράβια που περίμεναν να φορτώσουν. Την ώρα που έδινα τη διαταγή να στρίψουμε, το καράβι δεν έστριβε. Κοίταξα στην τιμονιέρα και είδα ότι ο πηδαλιούχος είχε σκοτωθεί. Πήρα το πηδάλιο και μετά ήρθε δίπλα μου ο ύπαρχος, ο νοσοκόμος και κάποιοι άλλοι. Ενα αεροπλάνο, που ερχόταν πολύ κοντά με το νερό και δεν το είδε κανείς, έριξε μία ριπή στη γέφυρα και σκοτώθηκαν ο ύπαρχος, ο νοσοκόμος και ένας Κύπριος που ήταν μαζί μας, τραυματίστηκε κάποιος άλλος και πέρασαν οι σφαίρες μέσα από το χέρι μου. Οπότε, στην έξαψη και με ένα χέρι, το έριξα στην παραλία και διέταξα εγκατάλειψη πλοίου.
Οι άνθρωποι πήδηξαν στο νερό για να κολυμπήσουν κάτω από την προβλήτα, αλλά τα αεροπλάνα συνέχισαν τις επιθέσεις και στους ναυαγούς στη θάλασσα. Τελικά βγήκαμε έξω. Είπα στο πλήρωμα να βρουν αυτοκίνητο να μας πάνε σε νοσοκομείο. Πήγαμε. Οι Τούρκοι έκαψαν το καράβι με βόμβες ναπάλμ, όπως και πολλούς ανθρώπους στις παραλίες εκεί στο καραβοστάσι «Ξερός». Από τους 23 μέσα στο πλοίο, σκοτώθηκαν οι δύο υπαξιωματικοί, τέσσερις ναύτες και ο Κύπριος. Είμαι ο μόνος επιζών αξιωματικός, που είμαι ανάπηρος, με κομμένο το δεξί χέρι.
Πήρα διαταγή να μη μιλήσω ποτέ...
«Πώς θα σε εμφανίσουμε;»
Μετά το γεγονός, μας έφεραν στην Ελλάδα και η διαταγή που πήρα ήταν να μη μιλήσω ποτέ γι' αυτό το θέμα. Ακολούθησα τις οδηγίες που μου έδωσαν. Βεβαίως, όλος ο κόσμος το ήξερε. Και στο Πολυτεχνείο, που σπούδασα πέντε χρόνια, και στην Αμερική όλοι οι φίλοι μου από το αμερικανικό ναυτικό το ήξεραν. Ερχομαι σε επαφή με τις οικογένειες, γιατί με έβρισκαν οι μανάδες και με ρωτούσαν πώς πέθαναν τα παιδιά τους. Και σε μία μάνα, κανείς δεν μπορεί να της απαλύνει τον πόνο, άμα χάσει το παιδί της. Προσπαθούσα -μη λέγοντας λεπτομέρειες- να μεταφέρω αυτόν τον πόνο στους εκάστοτε αρχηγούς Ναυτικού και στους εκάστοτε υπουργούς Εθνικής Αμύνης μέχρι που έγινε η Χούντα. Κανείς δεν είχε το σθένος μέχρι τώρα να πει ότι το 1964 το Πολεμικό Ναυτικό της Κύπρου είχε Ελληνες μέσα. «Σε αυτούς που σκοτώθηκαν, δίνουμε αυτές τις ηθικές αμοιβές», ένα παράσημο, ένα μετάλλιο, ένα γράμμα, κάτι, εν πάσει περιπτώσει, που όποιος από τους δικούς τους ζει τώρα, να έχει να λέει ότι «είναι θαμμένος στη Λευκωσία, αλλά η πατρίδα δεν μας ξέχασε». Και καλά η Ελλάδα. Ας πούμε ότι για λόγους απορρήτους κ.τλ. το συγκάλυψαν. Η Κύπρος, για την οποία κι έπεσαν;
Δεν έχω ενοχές, έχω μετανιώσει...
Τα παράσημα και οι ηθικές αμοιβές έχουν σκοπό να πουν: «Μπράβο σου, καλά έκανες, είσαι ήρωας, εντάξει». Ετσι, απαλύνεται και ο πόνος της ζημιάς, αλλά και τα συναισθήματα της αμφιβολίας. Να μην αμφιβάλλει, δηλαδή, ο νέος άνθρωπος: «Kαλά έκανα, ρε παιδί μου, και σκοτώθηκαν αυτοί οι άνθρωποι ή τους πήρα στο λαιμό μου»; Σε μένα δεν ήρθε κανείς να μου το πει αυτό. Οπότε, λογικά με ρωτούν: «Eχεις ενοχές»; Και απαντώ: «Eάν γνώριζα τι θα συνέβαινε το 1974, δεν θα πολεμούσα». Αυτό δεν λέγεται ενοχή. Λέγεται μετάνοια για κάτι που έκανα, μπροστά σε αυτά που συνέβησαν εν συνεχεία. Δηλαδή, γιατί να χυθεί αυτό το αίμα, τη στιγμή που στα μέρη που χύθηκε, κάποιοι από εμάς έφεραν τους Τούρκους; Ηταν προδοσία. Εγώ δεν είμαι από τους προδότες, άρα τα συναισθήματά μου δεν είναι ενοχές. Το χειρότερο συναίσθημα είναι της αγανάκτησης, γιατί επί 43 χρόνια είναι απαράδεκτο να έχουν σκοτωθεί άνθρωποι για έναν σκοπό της πατρίδας τους κι αυτή να έχει αδιαφορήσει. Αλλά επειδή η πατρίδα αποτελείται από ανθρώπους, λες: «Δε βαριέσαι τώρα, τι ψάχνεις»; Αυτή είναι η ιστορία. Και φυσικά όλα αυτά χαμένα πήγαν, διότι η Κύπρος εξακολουθεί να είναι διαιρεμένη.
