Τα τελευταία 24ωρα έχει δημιουργηθεί ολόκληρος ντόρος και έχει αναπτυχθεί μια έντονη δημόσια συζήτηση, ενδεχομένως και με πολιτικές σκοπιμότητες, σε σχέση με τους πίνακες του ζωγράφου Γιώργου Γαβριήλ, οι οποίοι δίχασαν την κοινή γνώμη. Δεν είναι η πρώτη φορά που έργα του ζωγράφου πυροδοτούν αντιδράσεις, με τους μεν να τάσσονται υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης και τους δε να κάνουν λόγο ακόμη και για διάπραξη ποινικών αδικημάτων, λόγω του ότι - κατά τη θέση τους - προσβάλλονται τα Θεία. Την ίδια ώρα, το ζήτημα μονοπωλεί το δημόσιο ενδιαφέρον, λες και έχουν επιλυθεί όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Λες και τα κόμματα και οι πολιτικοί δεν έχουν τίποτε άλλο να απασχοληθούν και λες και η Αστυνομία έχει πατάξει κάθε μορφή εγκληματικότητας, με αποτέλεσμα να απομένει μόνο η ενασχόληση με τον συγκεκριμένο ζωγράφο.
Το ζητούμενο, ωστόσο, δεν είναι εάν τα έργα του ζωγράφου είναι προσβλητικά ή όχι. Ο καθένας, σε μια δημοκρατική χώρα και βάσει του Συντάγματος, είναι ελεύθερος να εκφράζει την άποψή του. Είτε αυτή διατυπώνεται μέσα από έναν πίνακα ζωγραφικής, είτε μέσω μιας ανάρτησης στο διαδίκτυο, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο επιλέγει. Άλλωστε, απόψεις που επίσης διχάζουν την κοινωνία εκφράζονται κατά καιρούς για ποικίλα ζητήματα, από πολιτικά μέχρι κοινωνικά, και είναι φυσικό να προκαλούν αντιπαραθέσεις.
Το πραγματικό πρόβλημα, όμως, εντοπίζεται στην υποκρισία. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι ίδιοι που επικαλούνται τον σεβασμό στην ελευθερία της έκφρασης και στα δικαιώματα των άλλων, είναι εκείνοι που, σε διαφορετικές περιστάσεις, επιδιώκουν να επιβάλουν τη δική τους άποψη, θεωρώντας ότι τελικά η ελευθερία έχει όρια μόνο όταν δεν τους εξυπηρετεί. Βεβαίως, η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι απόλυτη. Τα όριά της, όμως, δεν μπορούν να τίθενται κατά το δοκούν. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, οι θεμελιώδεις ελευθερίες δεν ερμηνεύονται επιλεκτικά ούτε προσαρμόζονται ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία ή το ποιος ενοχλείται.
Ωστόσο, η σύγκρουση ανάμεσα στην καλλιτεχνική ελευθερία και την προστασία της προσωπικότητας δεν είναι νέα. Όταν όμως η τέχνη σοκάρει, προσβάλλει ή προκαλεί, το ερώτημα παύει να είναι αισθητικό και μετατρέπεται σε βαθιά θεσμικό. Ακριβώς αυτό το ερώτημα κλήθηκε να απαντήσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ) στην υπόθεση Vereinigung Bildender Künstler Wiener Secession κατά Αυστρίας (2007), μια απόφαση που χαρακτηρίστηκε σταθμός για την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης στην Ευρώπη.
Η υπόθεση αφορούσε έναν ιδιαίτερα προκλητικό πίνακα του Αυστριακού καλλιτέχνη Otto Mühl, με τίτλο «Apocalypse», ο οποίος εκτέθηκε το 1998 στην ανεξάρτητη γκαλερί σύγχρονης τέχνης Wiener Secession στη Βιέννη. Το έργο παρουσίαζε σε μορφή κολάζ γνωστά δημόσια πρόσωπα, πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες, σε σεξουαλικές στάσεις, με ζωγραφισμένα σώματα και φωτογραφικά κεφάλια από εφημερίδες (σ.σ κεντρική φωτογραφία πιο πάνω).
Ανάμεσα στα πρόσωπα που απεικονίζονταν ήταν η Μητέρα Τερέζα, ο καρδινάλιος Herman0n Groer, ο αρχηγός του ακροδεξιού κόμματος FPÖ Jörg Haider και ο βουλευτής του ίδιου κόμματος Walter Meischberger. Η απεικόνιση του τελευταίου, σε ιδιαίτερα προσβλητικό και εξευτελιστικό πλαίσιο, αποτέλεσε την αφορμή για τη δικαστική διαμάχη.
Από την έκθεση στα Δικαστήρια
Η έκθεση ήταν ανοικτή στο κοινό και σύντομα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Ο δημόσιος διάλογος οξύνθηκε ακόμη περισσότερο όταν άγνωστος επισκέπτης βανδάλισε τον πίνακα, καλύπτοντας με κόκκινη μπογιά το τμήμα που απεικόνιζε τον Meischberger. Παρά τον βανδαλισμό, φωτογραφίες του έργου είχαν ήδη δημοσιευθεί ευρέως στον Τύπο.
Ο Meischberger προσέφυγε στα αυστριακά Δικαστήρια επικαλούμενος το άρθρο 78 του Νόμου περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, το οποίο προστατεύει την εικόνα προσώπου από δημοσίευση που θίγει τα νόμιμα συμφέροντά του. Υποστήριξε ότι ο πίνακας τον εξευτέλιζε, υπονόμευε την πολιτική του υπόσταση και του απέδιδε μια δήθεν «έκλυτη» προσωπική ζωή.
Σε πρώτο βαθμό, το Δικαστήριο της Βιέννης απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας ότι, παρά τον προκλητικό χαρακτήρα του έργου, η καλλιτεχνική ελευθερία υπερίσχυε. Ο πίνακας, σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν αποτύπωνε την πραγματικότητα, είχε χαρακτήρα υπερβολής και εντασσόταν σε ένα ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτικό σχόλιο.
Η απόφαση αυτή ανατράπηκε στο Εφετείο. Το Oberlandesgericht έκρινε ότι «τα όρια της καλλιτεχνικής ελευθερίας υπερβαίνονται όταν η εικόνα ενός προσώπου παραμορφώνεται ουσιωδώς με εντελώς φανταστικά στοιχεία», θεωρώντας ότι το έργο δεν συνιστούσε σάτιρα αλλά εξευτελισμό της δημόσιας υπόστασης του Meischberger. Απαγόρευσε κάθε μελλοντική έκθεση του πίνακα και επέβαλε αποζημίωση, ενώ στη συνέχεια το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την κρίση αυτή.
Η απόφαση του ΕΔΑΔ και η ουσία της ελευθερίας της έκφρασης
Η προσφεύγουσα ένωση καλλιτεχνών προσέφυγε στο ΕΔΑΔ, επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το Δικαστήριο αναγνώρισε εξαρχής ότι η απαγόρευση συνιστούσε επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης και ότι αυτή είχε νόμιμη βάση στο εθνικό δίκαιο. Το κρίσιμο ζήτημα ήταν αν η επέμβαση ήταν αναγκαία και αναλογική σε μια δημοκρατική κοινωνία, με το ΕΔΑΔ στην απόφαση του να επαναλαμβάνει μια από τις πιο θεμελιώδεις αρχές της νομολογίας του:
«Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι η ελευθερία της έκφρασης, όπως κατοχυρώνεται στην παρ. 1 του άρθρου 10, αποτελεί ένα από τα ουσιώδη θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, μάλιστα μία από τις βασικές προϋποθέσεις της προόδου της και της αυτοπραγμάτωσης του ατόμου. Με την επιφύλαξη της παρ. 2, εφαρμόζεται όχι μόνο σε «πληροφορίες» ή «ιδέες» που γίνονται ευνοϊκά δεκτές ή θεωρούνται ακίνδυνες ή αδιάφορες, αλλά και σε εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή αναστατώνουν το Κράτος ή κάποιο τμήμα του πληθυσμού. Αυτές είναι οι απαιτήσεις του πλουραλισμού, της ανεκτικότητας και της ευρύτητας πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει «δημοκρατική κοινωνία». Όσοι δημιουργούν, ερμηνεύουν, διανέμουν ή εκθέτουν έργα τέχνης συμβάλλουν στην ανταλλαγή ιδεών και απόψεων, που είναι ουσιώδης για μια δημοκρατική κοινωνία. Συνεπώς, το Κράτος έχει υποχρέωση να μην παρεμβαίνει αδικαιολόγητα στην ελευθερία έκφρασής τους. Οι καλλιτέχνες και όσοι προωθούν το έργο τους, βέβαια, δεν είναι «απρόσβλητοι» από τους περιορισμούς που προβλέπει η παρ. 2 του άρθρου 10. Όποιος ασκεί την ελευθερία έκφρασης αναλαμβάνει, σύμφωνα με τους ρητούς όρους της παραγράφου αυτής, «καθήκοντα και ευθύνες»· το εύρος τους εξαρτάται από την κατάστασή του και τα μέσα που χρησιμοποιεί».
Το Δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον σατιρικό χαρακτήρα του έργου, λέγοντας μεταξύ άλλων στην απόφαση του, πως η σάτιρα είναι μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης και κοινωνικού σχολιασμού και, λόγω της υπερβολής και της παραμόρφωσης της πραγματικότητας, στοχεύει φυσικά στο να προκαλεί και να αναταράσσει. Κατά το ΕΔΑΔ, ο πίνακας δεν μπορούσε εύλογα να εκληφθεί ως δήλωση πραγματικών γεγονότων για την ιδιωτική ζωή του Meischberger, αλλά ως πολιτικό και καλλιτεχνικό σχόλιο για τη δημόσια δράση προσώπων του κόμματος του. Ως πολιτικός, ο Meischberger όφειλε να επιδεικνύει αυξημένη ανοχή στην κριτική, ακόμη και όταν αυτή είναι σκληρή ή προσβλητική, ενώ ιδιαίτερη σημασία απέδωσε το Δικαστήριο και στο εύρος της απαγόρευσης, καθώς δεν είχε χρονικό ή γεωγραφικό περιορισμό.
«Ως προς την αναγκαιότητα της επέμβασης, το Δικαστήριο σημειώνει εξαρχής ότι ο πίνακας, στην αρχική του κατάσταση, παρουσίαζε τον κ. Μάισμπεργκερ με κάπως εξωφρενικό τρόπο: γυμνό και να εμπλέκεται σε σεξουαλικές δραστηριότητες. Ο κ. Μάισμπεργκερ, πρώην γενικός γραμματέας του FPÖ και βουλευτής κατά τον χρόνο των γεγονότων, απεικονιζόταν μαζί με άλλα τρία εξέχοντα μέλη του κόμματός του, μεταξύ τους τον κ. Γεργκ Χάιντερ, που τότε ήταν ο αρχηγός του κόμματος και εν τω μεταξύ ίδρυσε άλλο κόμμα. Πρέπει, όμως, να τονιστεί ότι ο πίνακας χρησιμοποιούσε μόνο φωτογραφίες των κεφαλιών των προσώπων, με τα μάτια καλυμμένα από μαύρες μπάρες, ενώ τα σώματα ήταν ζωγραφισμένα με μη ρεαλιστικό και υπερβολικό τρόπο. Ήταν κοινός τόπος, κατά την κατανόηση των εθνικών δικαστηρίων σε όλα τα επίπεδα, ότι ο πίνακας προφανώς δεν αποσκοπούσε να αποτυπώσει ή έστω να υπονοήσει την πραγματικότητα, ούτε η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε κάτι διαφορετικό. Το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτή η απεικόνιση ισοδυναμούσε με καρικατούρα των προσώπων, με χρήση σατιρικών στοιχείων. Σημειώνει ότι η σάτιρα είναι μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης και κοινωνικού σχολιασμού και, λόγω των εγγενών χαρακτηριστικών της υπερβολής και της παραμόρφωσης της πραγματικότητας, αποσκοπεί φυσικά στο να προκαλεί και να αναστατώνει. Συνεπώς, κάθε επέμβαση στο δικαίωμα ενός καλλιτέχνη σε τέτοια έκφραση πρέπει να εξετάζεται με ιδιαίτερη προσοχή».
Σταθμίζοντας τα αντικρουόμενα συμφέροντα, το ΕΔΑΔ κατέληξε ότι τα αυστριακά δικαστήρια δεν τήρησαν την αρχή της αναλογικότητας, λέγοντας μεταξύ άλλων, ότι η προστασία της προσωπικότητας του Meischberger δεν δικαιολογούσε μια τόσο εκτεταμένη και απόλυτη απαγόρευση ενός καλλιτεχνικού έργου.
Η απόφαση ήταν οριακή (4-3), γεγονός που υπογραμμίζει τη δυσκολία του ζητήματος. Ωστόσο, η πλειοψηφία ήταν σαφής, αφού κατέληξε πως: «Η επίμαχη επέμβαση ήταν δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία». Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.
Η υπόθεση αυτή χαρακτηρίστηκε σταθμός και υπενθυμίζει ότι η Δημοκρατία δοκιμάζεται, όχι όταν προστατεύει τον ανώδυνο λόγο, αλλά όταν καλείται να ανεχθεί τον λόγο που ενοχλεί. Το ΕΔΑΔ δεν έκρινε αν ο πίνακας ήταν «καλός» ή «ηθικός». Έκρινε ότι, όσο προκλητική κι αν είναι η τέχνη, η απάντηση του κράτους δεν μπορεί να είναι η φίμωση, παρά μόνο όταν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο. Και αυτό ακριβώς είναι το μέτρο με το οποίο κρίνονται και σήμερα παρόμοιες δημόσιες αντιπαραθέσεις.











