«Με πήρε ο πατέρας μου, με έβαλε στο τρένο και με έφερε στις αδελφές του. Ο πατέρας μου ήταν δικαστικός, ήταν πότε στη μία πόλη, πότε στην άλλη, έλειπε χρόνια στο Παρίσι. Δεν τον ήξερα τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου δεν ήξερε να αγαπηθεί»
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ: Όλα τα νέα των celebrities με ένα κλικ στο #CelebrityNewsCyprus
Καλεσμένη στο #Στούντιο4 βρέθηκε η Μαρία Κωνσταντάρου, προκειμένου να συνομιλήσει με τη Νάνσυ Ζαμπέτογλου και τον Θανάση Αναγνωστόπουλο στην #ΕΡΤ.
Ανάμεσα σε άλλα, δε, η αγαπημένη ηθοποιός αναφέρθηκε με φειδώ στην απουσία κάθε σχέσης με τη μητέρα της και στο μεγάλωμα της πλάι στον πατέρα και στις θείες της.
Η ηθοποιός εξομολογήθηκε ότι για χρόνια θεωρούσε πως η θεία της, η μεγαλύτερη αδερφή του πατέρα της, ήταν η μητέρα της.
Η ανακάλυψη της αλήθειας, όπως τόνισε, δεν την επηρέασε αρνητικά.
Όσον αφορά στη μητέρα της δεν θέλησε ποτέ να έχει επαφή μαζί της, ενώ δεν επικοινωνούσε συχνά με τον πατέρα της λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων.
Ο πατέρας μου χώρισε με τη μητέρα μου ευθύς αμέσως που γεννήθηκα. 40 ημερών με πήρε από την Πτολεμαΐδα και με έφερε στις αδελφές του στην Αθήνα, στην πλατεία Μητροπόλεως. Πάντα αναρωτιόμουνα την εποχή εκείνη, πώς ένα βρέφος 40 ημερών έκανε ένα ταξίδι με τον σιδηρόδρομο. Ποιος το άλλαξε, ποιος του έδωσε γάλα. Αυτό παραμένει μυστήριο.
Mε τη μητέρα μου δεν είχα καμία σχέση, ούτε ήθελα να έχω. Την ήξερα αλλά δεν ήθελα, όχι. Είναι ένα θέμα, όμως, που δεν θέλω να το συζητήσω. Με πήρε ο πατέρας μου, με έβαλε στο τρένο και με έφερε στις αδελφές του.
Ήταν κατ’ αρχήν οι μεγαλύτερες μοδίστρες, ο οίκος Κωνσταντοπούλου, που έραβαν σπουδαία πρόσωπα. Μεγάλωσα πολύ καλά, βέβαια, στα καλύτερα σχολεία.
Μαμά έλεγα τη μεγαλύτερη αδελφή του πατέρα μου, νομίζοντας ότι είναι η μαμά μου. Την είχα επιλέξει δηλαδή για μαμά μου, αυτή ήταν η μαμά μου. Δεν ήξερα ότι η θεία μου δεν είναι μαμά μου. Το έμαθα σιγά σιγά μόνη μου, τίποτα. Δεν με επηρέασε ποτέ αυτό το γεγονός στη ζωή μου
Αναφερόμενη στον πατέρα της, η ηθοποιός εξήγησε ότι λόγω της φύσης της δουλειάς του απουσίαζε συχνά από το σπίτι και ταξίδευε ανά την Ελλάδα. Το αποτέλεσμα ήταν να μην τον γνωρίσει πραγματικά και ουσιαστικά.
Ο πατέρας μου ήταν δικαστικός, ήταν πότε στη μία πόλη, πότε στην άλλη, έλειπε χρόνια ή στο Παρίσι. Δεν τον ήξερα τον πατέρα μου. Κάποια στιγμή χτυπάει η πόρτα και κοιτώ από το μπαλκόνι από πάνω και λέω “μαμά, ένας κύριος με βαλίτσα” Ήμουν 6 – 7 χρονών τότε. Ο πατέρας μου δεν ήξερε να αγαπηθεί.











