powered by inbusiness-news-logo cbn omada-logo celebrity-logo LOGO-PNG-108

Αθωώθηκαν πολίτες που συμμετείχαν σε εκδήλωση κατά της διαφθοράς εν μέσω COVID-Απόφαση με αναφορές σε κράτος δικαίου και θεμελιώδεις αρχές

«Το Δικαστήριο δεν αμφισβητεί τον θεμιτό σκοπό των μέτρων για προστασία της δημόσιας υγείας, ούτε προβαίνει σε αξιολόγηση των υγειονομικών ή πολιτικών επιλογών της εκτελεστικής εξουσίας. Η κρίση περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της αποδιδόμενης ποινικής ευθύνης, στη συμβατότητα της διαδικασίας με τις θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου, και στην εφαρμογή των συνταγματικών και συμβατικών εγγυήσεων δίκαιης δίκης. Οι υποχρεώσεις ως προς τη σαφήνεια, προβλεψιμότητα και διαφάνεια των ποινικών κανόνων δεν αίρονται λόγω της πανδημίας. Αντίθετα, σε συνθήκες κρίσης, η ανάγκη προστασίας του κράτους δικαίου καθίσταται ακόμη εντονότερη».

Αυτά ανέφερε μεταξύ άλλων στην κατάληξη του το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (ενώπιον Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.), το οποίο αθώωσε οκτώ πρόσωπα τα οποία έστειλε στο εδώλιο του κατηγορουμένου η Αστυνομία και κατ΄ επέκταση η Νομική Υπηρεσία, καθώς στις 28 Οκτωβρίου 2020, στη Λεμεσό, παρευρίσκονταν σε εκδήλωση διαμαρτυρίας εναντίον της διαφθοράς και των μέτρων που επέβαλε η Κυβέρνηση κατά του κορονοϊού, στον χώρο στάθμευσης του Εναέριου, χωρίς νόμιμη δικαιολογία, κατά παράβαση των σχετικών διαταγμάτων που εκδόθηκαν δυνάμει του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου. 

Όλα τα γεγονότα που αναφέρονταν στις λεπτομέρειες του αδικήματος, έγιναν παραδεκτά από την υπεράσπιση (σ.σ δικηγόροι Κ. Καλυφόμματος, Α. Μιχαήλ, Σ. Αδάμου, Μ. Αρμεύτης) και ενόψει τούτου, η Κατηγορούσα Αρχή, που εκπροσωπείτο από την κα Χατζηκωνσταντίνου, δεν παρουσίασε άλλη μαρτυρία γεγονότων. Οι κατηγορούμενοι, καλούμενοι να προβάλουν την υπεράσπισή τους, επέλεξαν να μην καταθέσουν ενόρκως και να μην προσκομίσουν μαρτυρία. Οι δύο πλευρές προχώρησαν σε αγορεύσεις, με την υπεράσπιση να στηρίζεται αποκλειστικά σε νομικό ζήτημα, ήτοι στην αναλογικότητα και νομιμότητα του μέτρου.

Το Δικαστήριο στην απόφαση του, παρέπεμψε στα σχετικά διατάγματα της Κυβέρνησης, όπου απαγορεύονταν οι μαζικές εκδηλώσεις, συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, ενώ παρέπεμψε στην υπόθεση Βαρνακίδης ν. Αστυνομίας, όπου το Ανώτατο έκρινε πως υπήρξε παρέμβαση στα δικαιώματα ελευθερίας έκφρασης και ειρηνικής συνάθροισης, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 19 και 21 του Συντάγματος και στα άρθρα 10 και 11 της ΕΣΔΑ.

Δικαστήριο: Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην αρχή της αναλογικότητας, ότι περιοριστικά μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας όχι μόνο πρέπει να είναι κατάλληλα για την επίτευξη του σκοπού, αλλά και να εφαρμόζονται με συνεπή και συστηματικό τρόπο και να μην υπερβαίνουν το απολύτως αναγκαίο μέτρο, ειδικά όταν συνεπάγονται ποινικές κυρώσεις. Υπογραμμίστηκε ότι δεν δικαιολογείται η απόλυτη απαγόρευση ειρηνικών διαδηλώσεων με ποινικές κυρώσεις, όταν άλλες δραστηριότητες συγκέντρωσης προσώπων (θρησκευτικές, εμπορικές κ.λπ.) επιτρέπονται υπό όρους. Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει γιατί δεν μπορούσαν να υιοθετηθούν ηπιότερα μέτρα (όρια ατόμων, αποστάσεις, μάσκες, επιτήρηση από την Αστυνομία κ.ο.κ.) αντί της πλήρους απαγόρευσης. Στη βάση αυτή, εκεί εφεσιβάλλων απαλλάχθηκε από το αδίκημα της παράβασης του διατάγματος μέσω συμμετοχής σε μαζική εκδήλωση διαμαρτυρίας.

 

Το Δικαστήριο, με φάρο την συγκεκριμένη υπόθεση, υπέδειξε πως η απλή συμμετοχή σε διαδήλωση δεν αρκεί, αφ' εαυτής, για να στοιχειοθετήσει παράβαση της διάταξης, ενώ όπως αναφέρει στην απόφαση του, για να ολοκληρωθεί η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να αποδείξει ότι υφίσταντο κατευθυντήριες οδηγίες του Υπουργείου Υγείας κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι οδηγίες αυτές δεν περιλάμβαναν εξαίρεση που να καλύπτει τη συγκεκριμένη ειρηνική εκδήλωση διαμαρτυρίας, ή η επίδικη διαδήλωση παραβίαζε σαφώς τις προϋποθέσεις τυχόν επιτρεπτών συναθροίσεων. Ωστόσο, όπως αναφέρει, οι κατευθυντήριες οδηγίες δεν προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο και δεν αποδείχθηκε το περιεχόμενό τους με οποιονδήποτε τρόπο.

Η μη προσκόμιση των κατευθυντήριων οδηγιών έχει πολλαπλή νομική συνέπεια. Ως προς την απόδειξη του ίδιου του αδικήματος, η ΚΔΠ 399/2020 καθιερώνει απαγόρευση με εξαιρέσεις. Το περιεχόμενο των εξαιρέσεων δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας, αλλά ουσιώδες για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της απαγόρευσης. Χωρίς τις κατευθυντήριες οδηγίες, το Δικαστήριο δεν μπορεί να διαγνώσει αν η συγκεκριμένη διαδήλωση εμπίπτει στον γενικό κανόνα απαγόρευσης ή σε τυχόν εξαίρεση, δεν επιτρέπεται να υποθέσει, εις βάρος των Κατηγορουμένων, ότι καμία εξαίρεση θα μπορούσε να τους καλύψει. Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει ακέραιο το βάρος απόδειξης όλων των στοιχείων του αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η μη προσκόμιση των οδηγιών δημιουργεί εύλογη αμφιβολία ως προς το κατά πόσο η συμπεριφορά των Κατηγορουμένων εμπίπτει πράγματι στη σφαίρα του ποινικά απαγορευμένου. Η αμφιβολία αυτή πρέπει να λειτουργήσει υπέρ των Κατηγορουμένων.

 

Ως προς τον έλεγχο αναγκαιότητας και αναλογικότητας, χωρίς το κείμενο των κατευθυντήριων οδηγιών, το Δικαστήριο, όπως υπέδειξε, στερείται του αναγκαίου υλικού για να εξετάσει ποιες συναθροίσεις επιτρέπονταν, υπό ποιες προϋποθέσεις, με ποια κριτήρια διαφοροποιούνταν οι επιτρεπτές από τις απαγορευμένες συναθροίσεις. Κατά συνέπεια, δεν ήταν εφικτό να ελεγχθεί αν η απαγόρευση της συγκεκριμένης διαδήλωσης, για την οποία βρέθηκαν στο εδώλιο τα οκτώ πρόσωπα που συμμετείχαν στην εκδήλωση, ενώ υποδείχθηκε πως το βάρος της απόδειξης, δεν ανήκει στον πολίτη. 

Ο κανόνας δικαίου που θεμελιώνει ποινικό αδίκημα οφείλει να είναι σαφής, προσβάσιμος, προβλέψιμος ως προς την εφαρμογή του. Στην προκείμενη περίπτωση, το ουσιώδες περιεχόμενο του κανόνα, ποιες συναθροίσεις επιτρέπονται, με ποιους όρους, ποιες εξαιρούνται, μετατίθεται σε κατευθυντήριες οδηγίες που δεν προσκομίζονται στο Δικαστήριο, και δεν αποδεικνύεται ότι ήταν επαρκώς δημοσιοποιημένες ή προσιτές στον μέσο πολίτη. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι Κατηγορούμενοι λειτουργούσαν εντός σαφούς και προβλέψιμου κανονιστικού πλαισίου, τέτοιου που να μπορούν, με εύλογη επιμέλεια, να γνωρίζουν ότι η συμμετοχή τους στην επίδικη ειρηνική διαδήλωση συνιστούσε ποινικό αδίκημα. Η επίκληση αόριστων και μη προσκομισθεισών «κατευθυντήριων οδηγιών» για να θεμελιωθεί ποινική ευθύνη αντιστρατεύεται την αρχή της στενής ερμηνείας των ποινικών διατάξεων και την αρχή in dubio pro reo. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως το περιεχόμενο των οδηγιών. Μια τέτοια στάση θα αλλοίωνε τη δομή της ποινικής διαδικασίας και το τεκμήριο αθωότητας.

 

Περαιτέρω, καταγράφεται ότι το Δικαστήριο δεν αμφισβητεί τον θεμιτό σκοπό των μέτρων για προστασία της δημόσιας υγείας, ούτε προβαίνει σε αξιολόγηση των υγειονομικών ή πολιτικών επιλογών της εκτελεστικής εξουσίας. Ωστόσο, υπέδειξε ότι η κρίση περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της αποδιδόμενης ποινικής ευθύνης, στη συμβατότητα της διαδικασίας με τις θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου και στην εφαρμογή των συνταγματικών και συμβατικών εγγυήσεων δίκαιης δίκης.

Οι υποχρεώσεις ως προς τη σαφήνεια, προβλεψιμότητα και διαφάνεια των ποινικών κανόνων δεν αίρονται λόγω της πανδημίας. Αντίθετα, σε συνθήκες κρίσης, η ανάγκη προστασίας του κράτους δικαίου καθίσταται ακόμη εντονότερη. Υπό τις περιστάσεις, δεν αποδείχθηκαν όλα τα αναγκαία στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, δεν κατέστη δυνατός ο πλήρης έλεγχος της αναγκαιότητας και αναλογικότητας του περιορισμού, και δημιουργήθηκε εύλογη αμφιβολία ως προς το κατά πόσο η επίδικη συμπεριφορά των Κατηγορουμένων εμπίπτει πράγματι στη σφαίρα του ποινικά απαγορευμένου. Η αμφιβολία αυτή δεν μπορεί να αρθεί με υποθέσεις σε βάρος τους. Η απαλλαγή των Κατηγορουμένων δεν συνιστά αξιολόγηση της ορθότητας ή μη των μέτρων δημόσιας υγείας, αλλά εφαρμογή θεμελιωδών αρχών.

Σημειώνεται πως η υπόθεση καταχωρήθηκε το 2021 και ολοκληρώθηκε πριν από μερικές ημέρες, αφού αποφασίστηκε η μη αναστολή της, παρά την απόφαση του Ανωτάτου, ενώ και οι οκτώ κατηγορούμενοι υπέστησαν ταλαιπωρία και δικηγορικά έξοδα, λόγω της απόφασης της Αστυνομίας και κατ΄ επέκταση της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία δεν προσκόμισε μαρτυρία προς στοιχειοθέτηση της κατηγορίας. 

;