powered by inbusiness-news-logo cbn omada-logo celebrity-logo LOGO-PNG-108

Η δύσκολη εξίσωση των πανεπιστημιακών κλινικών και οι προειδοποιήσεις των γιατρών για τους κινδύνους

Σιγή ιχθύος επικρατεί τις τελευταίες μέρες σε ό,τι αφορά το νομοσχέδιο για τις πανεπιστημιακές κλινικές, ένα ζήτημα με τεράστια θεσμική και επιχειρησιακή σημασία για το σύστημα υγείας, το οποίο πριν από λίγες εβδομάδες τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής Υγείας για συζήτηση, με τους γιατρούς να εκφράζουν ανοιχτά τις διαφωνίες τους. Η συζήτηση αυτή, αν και αναμενόμενη λόγω της πολυπλοκότητας του θέματος, έχει πυροδοτήσει για άλλη μια φορά τον διάλογο γύρω από τον τρόπο με τον οποίο η Κύπρος θα υιοθετήσει ένα μοντέλο πανεπιστημιακής ιατρικής που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες, τις εξελίξεις αλλά και στις αδυναμίες του σημερινού συστήματος.

Παρόλο που η ανάγκη έναρξης λειτουργίας των πανεπιστημιακών κλινικών κρίνεται ως επιτακτική, οι διαφωνίες που υπάρχουν, με κάποιες μάλιστα να χρονολογούνται εδώ και χρόνια, μαρτυρούν ότι υπάρχει ακόμη μεγάλος δρόμος μέχρι την τελική ψήφιση του νομοσχεδίου από την Ολομέλεια της Βουλής, καθώς μετά από μια δεκαετία συζητήσεων θα πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή, οι εμπλεκόμενοι φορείς να συμφωνήσουν και να αποφευχθούν κολλήματα τα οποία ενδεχομένως να το καθυστερήσουν περαιτέρω.

Πριν από μερικές μέρες η ΠΑΣΥΚΙ απέστειλε επιστολή έκθεση προς τον πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής, σε μία προσπάθεια να παραθέσει τις θέσεις της αλλά και για να ξεκαθαρίσει πως αυτές δεν συνιστούν αντίθεση προς την πανεπιστημιακή ιατρική, ούτε προς την ανάγκη αναβάθμισης της κλινικής εκπαίδευσης, της έρευνας και της επιστημονικής εξέλιξης της χώρας. Αντίθετα, όπως επισημαίνουν, θεωρούν ότι η ανάπτυξη πανεπιστημιακών υπηρεσιών πρέπει να αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα.

Όπως αναφέρουν στην έκθεση, η ανάπτυξη αυτή πρέπει να γίνει σωστά, με θεσμική πληρότητα, διοικητική σαφήνεια, ισότητα όρων εργασίας, διασφάλιση της συνέχειας και του ρόλου των δημόσιων νοσηλευτηρίων και με πρωταρχική μέριμνα την ασφάλεια του ασθενούς. Σημειώνουν ότι το υπό συζήτηση νομοσχέδιο στη σημερινή του διατύπωση δεν διασφαλίζει όλα αυτά και ούτε θεραπεύει τα υφιστάμενα κενά στη διασύνδεση μεταξύ εκπαίδευσης και κλινικής λειτουργίας, αντιθέτως υπογραμμίζουν ότι δημιουργεί νέα βαθύτερα και σοβαρότερα κενά, ενώ εισάγει παράλληλες και αλληλοεπικαλυπτόμενες δομές διοίκησης, διαφορετικά καθεστώτα απασχόλησης, ασάφεια ιεραρχικής υπαγωγής και ασαφή όρια νομικής και επαγγελματικής ευθύνης.

Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία που προβληματίζει έντονα τους γιατρούς είναι η παραβίαση της αρχής της νομιμότητας, καθώς όπως επισημαίνουν, κρίσιμες ρυθμίσεις για τη λειτουργία των πανεπιστημιακών κλινικών δεν καθορίζονται νομοθετικά αλλά παραπέμπονται σε διμερείς συμβάσεις μεταξύ πανεπιστημίων και νοσηλευτηρίων του ΟΚΥπΥ, οι οποίες, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, θα έπρεπε να είναι συμπληρωματικές των κανονισμών και όχι υποκατάστατά τους.

Επιπρόσθετα αναφέρουν ότι κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία παράλληλου διοικητικού καθεστώτος εντός των δημόσιων νοσηλευτηρίων, με διαφορετικούς κανόνες λειτουργίας ανά κλινική, γεγονός που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους αποδυναμώνει τη λογοδοσία και θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του συστήματος υγείας. Επισήμαναν ότι μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να προκαλέσει ανασφάλεια μεταξύ των γιατρών αναφορικά με το καθεστώς που θα αντιμετωπίσουν όταν μετατίθενται από ένα νοσηλευτήριο σε άλλο.

Σε ό,τι αφορά τους διευθυντές των κλινικών και των τμημάτων στα δημόσια νοσηλευτήρια, οι γιατροί επισημαίνουν πως με βάση τον νόμο είναι πλήρως υπεύθυνοι για την εύρυθμη λειτουργία της κλινικής, την ασφάλεια των ασθενών και την εφαρμογή των ιατρικών πρωτοκόλλων, ωστόσο σύμφωνα με τους ίδιους στερούνται της εποπτικής και διοικητικής εξουσίας επί των πανεπιστημιακών κλινικών, οι οποίες λογοδοτούν ακαδημαϊκά στη σχολή τους και όχι στη νοσοκομειακή ιεραρχία. Έτσι, όπως τονίζουν, ο διευθυντής αναλαμβάνει ποινική, αστική και πειθαρχική ευθύνη για πράξεις προσώπων τα οποία δεν μπορεί να ελέγξει, να αξιολογήσει ή να κατευθύνει.

Παράλληλα σημειώνουν ότι η διάρρηξη της αλυσίδας ευθύνης είναι ασύμβατη με τη νοσοκομειακή λειτουργία, όπου η ασφάλεια των ασθενών προϋποθέτει ενιαία γραμμή εντολής και άμεση δυνατότητα παρέμβασης, ενώ υπογραμμίζουν πως η θεσμοθέτηση αυτής της ασυμμετρίας αυξάνει τον λειτουργικό κίνδυνο, αποδιοργανώνει την κλινική πράξη και τοποθετεί το σύστημα υγείας σε κατάσταση διαρκούς νομικής έκθεσης.

Αθέμιτος ανταγωνισμός στο ιατρικό προσωπικό

Περαιτέρω η ΠΑΣΥΚΙ στην έκθεσή της προς την Επιτροπή Υγείας επισημαίνει πως το νομοσχέδιο εισάγει δύο ουσιωδώς άνισα καθεστώτα ιατρών που εκτελούν το ίδιο κλινικό έργο στον ίδιο χώρο. Εξηγούν ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, δημιουργούνται γιατροί που παρέχουν υπηρεσίες στα δημόσια νοσηλευτήρια ως δημόσιοι υπάλληλοι, μόνιμοι ή αορίστου χρόνου, καθώς και συμβασιούχοι του ΟΚΥπΥ και από την άλλη οι πανεπιστημιακοί ιατροί.

Επισημαίνουν πως οι διαφορές σε ωράριο, εφημερίες, αμοιβές, άδειες, αξιολόγηση και δυνατότητες εξέλιξης δημιουργούν θεσμοθετημένη ανισότητα και αθέμιτο ανταγωνισμό εντός της ίδιας κλινικής δομής, ενώ υπονομεύουν την ομαδικότητα, διαβρώνουν το επαγγελματικό ήθος συνεργασίας και ασκούν ισχυρή πίεση στο ηθικό και στη διατήρηση του έμπειρου προσωπικού. Σημειώνουν πως όταν η καθημερινή εργασία διεξάγεται υπό άνισους όρους, η συνοχή των ομάδων καταρρέει και η ποιότητα φροντίδας αποδυναμώνεται.

Σε ό,τι αφορά τις οικονομικές στρεβλώσεις, οι γιατροί σημειώνουν πως ο ΟΚΥπΥ καλείται να επωμιστεί σχεδόν ολόκληρο το κόστος των πανεπιστημιακών δραστηριοτήτων, δηλαδή υποδομές, εξοπλισμό, αναλώσιμα και υποστηρικτικό προσωπικό, ωστόσο δεν προβλέπεται ενιαίος και δεσμευτικός μηχανισμός επιμερισμού κόστους μεταξύ πανεπιστημίων και συστήματος υγείας. Έτσι, όπως αναφέρουν, το κόστος μετακυλίεται στον κρατικό προϋπολογισμό και τελικώς στους πολίτες χωρίς διαφάνεια και χωρίς μηχανισμό αξιολόγησης της ωφέλειας.

Το αποτέλεσμα, όπως εκτιμούν, είναι η αποδυνάμωση της οικονομικής ανθεκτικότητας των δημόσιων νοσηλευτηρίων και ο περιορισμός της δυνατότητας αναβάθμισης των υπηρεσιών.

Ταυτόχρονα σημειώνουν πως η πανεπιστημιακή απασχόληση καθίσταται δομικά ελκυστικότερη από την εργασία στις δημόσιες δομές, οδηγώντας σε διαρροή έμπειρων ιατρών από τα νοσοκομεία προς τις πανεπιστημιακές θέσεις. Σε συνθήκες υποστελέχωσης, η απώλεια ακόμη και μικρού αριθμού γιατρών δημιουργεί τεράστια λειτουργικά κενά, αυξάνει τις λίστες αναμονής, επιβαρύνει τους εναπομείναντες, προκαλεί επαγγελματική εξουθένωση και αυξάνει τον κίνδυνο ιατρικών λαθών.

Σημειώνουν επίσης στην έκθεσή τους ότι δεν καθορίζεται ποιος φέρει την ευθύνη σε περίπτωση ιατρικού λάθους, επιπλοκής ή ατυχήματος που αφορά πανεπιστημιακό ιατρό ή φοιτητή σε κλινική όπου επικεφαλής είναι διευθυντής κλινικής. Επισημαίνουν πως το ασφαλιστικό καθεστώς παραμένει απροσδιόριστο, οδηγώντας σε νομική αβεβαιότητα και υπονόμευση της προστασίας τόσο των ασθενών όσο και των λειτουργών υγείας.

Ο θεσμός της κύριας ιατρικής σχολής, όπως τονίζουν, δημιουργεί προνομιακή πρόσβαση σε κλινικές υποδομές και εκπαιδευτικά προγράμματα για συγκεκριμένα πανεπιστήμια χωρίς αντικειμενικά κριτήρια επιλογής. Αυτό, όπως εκτιμούν, περιορίζει την ακαδημαϊκή πολυφωνία, αναστέλλει τον υγιή ανταγωνισμό και μειώνει τις δυνατότητες συνεργασίας.

Οι μεταβατικές διατάξεις, όπως σημειώνουν τέλος οι γιατροί, ενδεχομένως να παγιώσουν προνομιακές συνεργασίες χωρίς αξιολόγηση και να αποκλείσουν άλλα πανεπιστήμια, ενώ η πρόβλεψη προτεραιότητας σε πανεπιστήμια συγκεκριμένου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στερεί τη δυνατότητα συνεργασίας με διεθνώς αναγνωρισμένα πανεπιστημιακά κέντρα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στα οποία η Κυπριακή Δημοκρατία ήδη αποστέλλει ασθενείς για εξειδικευμένη θεραπεία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

;