Ποικίλες αντιδράσεις έχει προκαλέσει η είδηση περί παραίτησης του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, η οποία στη συνέχεια αναδιατυπώθηκε ως πρόθεση παραίτησης και διατύπωση σοβαρών προβληματισμών, κυρίως ως προς τον τρόπο που αποφάσισε ο Σάββας Αγγελίδης να αντιδράσει, είτε λόγω των απειλών που δέχεται είτε λόγω των καταγγελιών που προωθούνται εναντίον του στην Αρχή κατά της Διαφθοράς.
Η πλειοψηφία της κοινής γνώμης, αλλά και νομικών, διατύπωσαν την άποψη πως σε περίπτωση που οποιοσδήποτε αποφασίζει να παραιτηθεί, ειδικότερα ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, τότε αποστέλλει σχετική επιστολή και αποχωρεί, χωρίς διαπραγματεύσεις. Όταν δε εκφράζεις πρόθεση, βάζοντας στο τραπέζι όρους και προϋποθέσεις προκειμένου να παραμείνεις, τότε ενδέχεται να κατηγορηθείς πως χρησιμοποιείται η πρόθεση παραίτησης ως μοχλός πίεσης με σκοπό την επίτευξη άλλων στόχων.
Στην εξίσωση έρχεται να προστεθούν και οι χειρισμοί του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος φέρεται να είχε δύο συναντήσεις με τον Σάββα Αγγελίδη, σε μια προσπάθεια να τον μεταπείσει, λέγοντας του μάλιστα πως είναι αναντικατάστατος, κάτι που δεν έχει διαψευστεί από τον Νίκο Χριστοδουλίδη. Αυτό από μόνο του, προκάλεσε ακόμη περισσότερες αντιδράσεις, καθώς όπως υπέδειξε ο νομικός Μιχάλης Παρασκευάς, «ούτε η ανεξαρτησία του θεσμού επιτρέπει τέτοιου είδους αναφορές, ούτε οι συνταγματικές εξουσίες του Προέδρου τον εξοπλίζουν με οποιοδήποτε ρόλο στη διαδικασία παραίτησης ή παραμονής του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Η δήλωση αυτή προδίδει μια επικίνδυνη σύγχυση μεταξύ εκτελεστικής εξουσίας και ανεξάρτητων συνταγματικών αξιωμάτων, λες και η λειτουργία της Δημοκρατίας εξαρτάται από την υποκειμενική κρίση ή προτίμηση του Προέδρου».
Βγάζοντας από το κάδρο τις απειλές από βαρυποινίτες των Κεντρικών και τα θέματα διαφθοράς στην Αστυνομία που ανέδειξε ο Σάββας Αγγελίδης, για τα οποία θα μπορούσε να λεχθεί πως έχει και ο ίδιος ευθύνη, υπό την έννοια πως κατέχει υπερεξουσίες στην βάση των οποίων είχε την ευκαιρία να ενεργήσει, στο επίκεντρο βρίσκονται οι καταγγελίες σε βάρος του στην Αρχή κατά της Διαφθοράς, τις οποίες επικαλέστηκε, λέγοντας - σύμφωνα με την εφημερίδα Πολίτης που γνωστοποίησε τις αναφορές - πως «αισθάνεται θιγμένος από τη στάση κάποιων στην Αρχή Κατά της Διαφθοράς οι οποίοι κρατούν στα συρτάρια τους καταγγελίες εναντίον του «για να αισθάνονται κάποιοι γνωστοί -άγνωστοι ότι μπορούν να τον εκβιάζουν».
Η πρόθεση παραίτησης σε συνδυασμό την επίκληση στις καταγγελίες και τις δημοσιογραφικές πληροφορίες περί επικείμενης σύσκεψης που θα συγκαλέσει ο Πρόεδρος με την Αρχή κατά της Διαφθοράς, δημιουργούν ακόμη περισσότερη αρνητική περιρρέουσα, τόσο για την στάση του Σάββα Αγγελίδη αλλά και του ίδιου του Προέδρου της Δημοκρατίας. Και αυτό διότι, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ο ίδιος ο Νίκος Χριστοδουλίδης θα πλήξει την ανεξαρτησία της Αρχής κατά της Διαφθοράς, στην οποία με βάση τον Νόμο, έχει δικαίωμα να προσφύγει οποιοσδήποτε για να υποβάλει καταγγελία και από εκεί και πέρα, η Αρχή είναι αυτή που αποφασίζει τον περαιτέρω χειρισμό μιας υπόθεσης.
Στο ενδεχόμενο να πραγματοποιηθεί μια σύσκεψη στην παρουσία του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και της Αρχής κατά της Διαφθοράς ή ακόμα και σύσκεψη μεταξύ Προέδρου και Αρχής κατά της Διαφθοράς, με το αντικείμενο συζήτησης να είναι τα παράπονα του Σάββα Αγγελίδη, τότε τα μηνύματα προς την κοινή γνώμη θα είναι λανθασμένα και ο Νίκος Χριστοδουλίδης ενδέχεται να κατηγορηθεί για παρέμβαση στην Αρχή, υπό την πίεση της πρόθεσης του κ. Αγγελίδη για παραίτηση.
Από τη άλλη, η οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από τις καταγγελίες στην Αρχή κατά της Διαφθοράς, ενδεχομένως να κρίνεται και άνευ ουσίας, καθώς ο οποιοσδήποτε έχει το δικαίωμα να καταγγείλει ενέργειες και χειρισμούς του οποιουδήποτε αξιωματούχου, εξού και η σύσταση της Αρχής, η οποία προχωρεί στις δικές της ενέργειες εκεί και όπου κρίνει πως υπάρχει έδαφος. Κάτι αντίστοιχο, εξάλλου, πράττει και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας με την καταχώρηση ποινικών υποθέσεων ενώπιον Δικαστηρίου, με ένα μεγάλο ποσοστό να αθωώνεται, αφού πρώτα διασύρθηκαν και σπιλώθηκε το όνομα τους, κάτι που επικαλείται και ο κ. Αγγελίδης λόγω των καταγγελιών στην Αρχή κατά της Διαφθοράς.
Πέραν όμως των καταγγελιών στην Αρχή, ο Σάββας Αγγελίδης επικαλέστηκε θέματα ασφάλειας, με απειλές από βαρυποινίτες στις Κεντρικές Φυλακές, χωρίς όμως ο ίδιος να προβαίνει σε καταγγελία στην Αστυνομία, όπως καλεί άλλους πολίτες να το πράξουν, ώστε η υπόθεση να οδηγηθεί η υπόθεση ενώπιον Δικαστηρίου. Αν όμως ο κ. Αγγελίδης θεωρεί πως η κατάσταση με το οργανωμένο έγκλημα έχει ξεφύγει και σε αυτό συμβάλλουν οι Κεντρικές Φυλακές, τότε το ερώτημα που μπαίνει στο κάδρο είναι γιατί δεν διορίζει ανεξάρτητους ποινικούς ανακριτές, προκειμένου να διερευνηθούν, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τις δεκάδες υποθέσεις που απασχόλησαν οι Φυλακές τα τελευταία τρία χρόνια. Δηλαδή, να πράξει ότι έπραξε το 2022 με τον διορισμό τεσσάρων ποινικών ανακριτών, ειδικότερα όταν τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έχει εκτροχιαστεί με απειλές προς τον ίδιο, όπως ισχυρίζεται, καθώς και σε άλλους κρατικούς αξιωματούχους.
Η αναφορά όμως του ιδίου, αποτελεί έμμεση παραδοχή μιας γενικότερης αποτυχίας του συστήματος, αφήνοντας εκτεθειμένο τον Αρχηγό Αστυνομίας και τον Υπουργό Δικαιοσύνης, οι οποίοι δεν ένιωσαν την ανάγκη να τοποθετηθούν μετά το δημόσιο άδειασμα. Βέβαια, σε όλη αυτή την κατάσταση, συμβάλει και η Νομική Υπηρεσία, η οποία σε διάφορες περιπτώσεις αρνήθηκε να συμβάλει σε διώξεις που συνδέονται τόσο με το οργανωμένο έγκλημα, όσο και με την διαφθορά.
Μάλιστα, ενδεικτική είναι η περίπτωση όπου ο νυν βοηθός Αρχηγός Αστυνομίας, Μιχάλης Κατσουνωτός συνομιλούσε με βαρυποινίτη και με τον οποίο συνωμοτούσε για εξόντωση της Διεύθυνσης, η οποία μάλιστα δεχόταν επίσης απειλές, ωστόσο, όχι μόνο υπήρξε άρνηση για άσκηση διώξεων, δεν υπήρξε η ανάλογη αντίδραση του συστήματος, συμπεριλαμβανομένου και της Νομικής Υπηρεσίας, για προστασία προσώπων που εκτελούν το καθήκον τους, καθώς συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ωστόσο, η ανοχή του τότε, χρησιμοποιείται σήμερα, ενώ ο πυρήνας των ποινικών διώξεων, δηλαδή η Εισαγγελία, που αποφάσισε την μη δίωξη αξιωματικού για διαφθορά με επίκληση το δημόσιο συμφέρον, αναδεικνύει ζητήματα διαφθοράς στην Αστυνομία.
Όπως ανέφερε ο δικηγόρος κ. Παρασκευάς, «οι δηλώσεις του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα αποτελούν ευθεία δήλωση αδυναμίας ενός από τους ισχυρότερους συνταγματικά κατοκυρωμένους θεσμικούς λειτουργούς της Κυπριακής Δημοκρατίας να προστατεύσει τον ίδιο τον εαυτό του από φαινόμενα διαφθοράς εντός της Αστυνομίας και από απειλές βαρυποινιτών μέσα από τις Κεντρικές Φυλακές. Αυτό και μόνο είναι το κεντρικό, το πρωτεύον και το καθοριστικό γεγονός, ένας αξιωματούχος στον οποίο το Σύνταγμα παρέχει υπερεξουσίες στον πυρήνα της ποινικής δικαιοσύνης δηλώνει ότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε την προσωπική του ασφάλεια. Πρόκειται για παραδοχή θεσμικής αποσάθρωσης τέτοιας έκτασης που δεν επιτρέπει καμία ωραιοποιημένη ανάγνωση».
Και όλα αυτά, την ώρα που ο υπουργός Δικαιοσύνης, που διορίστηκε από τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη, ο οποίος προσπαθεί να μεταπείσει τον Σάββα Αγγελίδη, αγνόησε ουκ ολίγες καταγγελίες για τις Φυλακές, επιμένοντας να δηλώνει σε ΜΜΕ πως όλα βαίνουν καλά, πως πρόκειται για υπερβολές και μάλιστα επί θητείας του έγιναν «επαναστατικές και ριζοσπαστικές αλλαγές».
Εξίσου σημαντική, είναι και η ακόλουθη νομική επεξήγηση του κ. Παρασκευά. «Αυτό το αξίωμα φέρει ιδιαίτερο βάρος αφού ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας έχει αρμοδιότητες εποπτείας και κατεύθυνσης της Αστυνομίας, συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων για ποινικές διώξεις, καθοδηγεί έρευνες, εξετάζει φαινόμενα διαφθοράς. Με άλλα λόγια, είναι ένας από τους λίγους θεσμούς που έχουν την εξουσία να αγγίξουν την καρδιά του συστήματος εξουσίας, εκεί όπου συχνά συσσωρεύεται η αδιαφάνεια, η αυθαιρεσία και η ατιμωρησία. Όταν αυτός ο θεσμός δηλώνει ότι αδυνατεί να παρέμβει αποτελεσματικά σε δομές που όφειλε να ελέγχει, όταν παραδέχεται ότι από τους μηχανισμούς που εποπτεύει εκδηλώνονται απειλές κατά της ζωής του, τότε η θεσμική βλάβη δεν είναι προσωπική. Είναι συνολική και αφορά το ίδιο το κύρος της ποινικής δικαιοσύνης. Διότι αν ο θεσμικά ισχυρότερος λειτουργός δεν μπορεί να ελέγξει την Αστυνομία, τότε πώς μπορεί να το κάνει ένας πολίτης;». Όμως η ουσία είναι εκεί και μας κοιτάει κατάματα, ένας θεσμός που έχει την ευχέρεια να κινηθεί εναντίον οποιουδήποτε, ακόμη και του ίδιου του κράτους, ομολογεί δημόσια ότι δεν μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό του από τους μηχανισμούς που ο ίδιος εποπτεύει. Αυτή η δήλωση είναι από μόνη της πολιτική, συνταγματική και θεσμικά αποκαλυπτική. Αποκαλύπτει την ανεπάρκεια των μηχανισμών ελέγχου, τον βαθμό διείσδυσης της διαφθοράς και το επίπεδο ασυδοσίας που φαίνεται να επικρατεί εντός των φυλακών και της Αστυνομίας».











