Πέραν των σημαντικών κρίκων που υπολείπονται στην αλυσίδα σε σχέση με τα όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν της δολοφονίας του Σταύρου Δημοσθένους, το πρωί της 17ης Οκτωβρίου στον Άγιο Αθανάσιο, αφού προκύπτει πως αναζητούνται ακόμη τα πρόσωπα αρκετών εμπλεκόμενων ρόλων, η χθεσινή απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, δείχνει και τα κενά στο παζλ της εξιχνίασης. Κενά που προκύπτουν από τον τρόπο που επέλεξαν να ενεργήσουν οι πρωταγωνιστές, οι οποίοι φαίνεται να μοίρασαν ρόλους, με αποτέλεσμα να μπερδέψουν το σκηνικό, με την Αστυνομία να καλείται να ενώσει σκηνές, ακόμη και από διαφορετικές Επαρχίες, οχήματα και πρόσωπα.
Η Αστυνομία συνδέει την μοτοσικλέτα που εντοπίστηκε την επόμενη ημέρα στον Άγιο Τύχωνα με τους δράστες της δολοφονίας, αφού κατά την εκδοχή της, χρησιμοποιήθηκε μετά τον εμπρησμό του βαν οχήματος στην Γερμασόγεια. Ως εκ τούτου, το σκούτερ μεγάλου κυβισμού, καθώς και οι επιβαίνοντες του, θα πρέπει να συνδεθούν με μαρτυρία, τόσο με την σκηνή του εμπρησμού, όσο και με την σκηνή του εγκλήματος, ενώ από εκεί και πέρα, θα πρέπει να εξακριβωθεί πώς και από ποιον μεταφέρθηκε η μοτοσικλέτα από την Λευκωσία στην Λεμεσό. Επίσης, πέραν των υπονοιών, οι ανακριτές θα πρέπει να εξασφαλίσουν πραγματική μαρτυρία, με την οποία θα συνδέονται οι συλληφθέντες από την Λευκωσία, με τις σκηνές στη Λεμεσό ή τους δράστες, δεδομένου πως η Αστυνομία τους δείχνει ως συνεργούς στην οργάνωση του εγκλήματος. Επιπρόσθετα, από την Λευκωσία κλάπηκε και το βαν που επέβαιναν οι εκτελεστές, χωρίς ωστόσο να έχει εξακριβωθεί το πώς κατέληξε στην Λεμεσό και από εκεί και πέρα, σε ανοιχτό χώρο κοντά στην οικία του θύματος.
Στην εξίσωση προστίθεται και το Mitsubishi Colt που εντοπίστηκε τρεις ημέρες πριν από τον φόνο, κοντά στην οικία του Δημοσθένους, και στο οποίο εντοπίστηκαν δύο μπιτόνια με βενζίνη, ενώ η Αστυνομία το συνέδεσε με τον βαν όχημα, καθώς δύο επιβαίνοντες σε μοτοποδήλατο (σ.σ όχι το σκούτερ) φτάνουν στο σημείο και επιβιβάζονται ταυτόχρονα στα δύο οχήματα. Ωστόσο, άγνωστο ποιος τα μετέφερε στην περιοχή, ενώ επί του παρόντος, στην βάση των όσων παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, φαίνεται το Mitsubishi να μην συμμετείχε στην εγκληματική ενέργεια αλλά καταγράφεται τις προηγούμενες ημέρες, όπως και το βαν, σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις. Ως εκ τούτου, η Αστυνομία θα πρέπει να συνδέσει με μαρτυρία το εν λόγω όχημα με την δολοφονία, όπως επίσης και τα πρόσωπα που συνδέονται με αυτό.
Τα πιο πάνω κενά στο παζλ, φαίνεται να προκύπτουν και από την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, το οποίο απέρριψε το αίτημα της Αστυνομίας για ανανέωση της κράτησης του 44χρονου εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη της μοτοσικλέτας, καθώς και του 51χρονου που βρέθηκε το DNA του στο πώμα μπιτονιού που βρέθηκε στο Mitsubishi, καθώς ο ανακριτής του ΤΑΕ Λεμεσού δεν παρουσίασε νέα στοιχεία που να τους συνδέουν με το έγκλημα και ως εκ τούτου δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις.
Δικαστήριο: Ο 44χρονος ισχυρίστηκε ότι είχε πωλήσει τη μοτοσικλέτα ανεπισήμως, χωρίς μεταβίβαση. Βάσει του ισχυρισμού του τρίτα πρόσωπα τελούν επίσης υπό έρευνα. Το γεγονός ότι το όχημα δεν μεταβιβάστηκε τυπικά τον διατηρεί ως εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη, γεγονός το οποίο φανερώνει ότι ο 1ος ύποπτος εξακολουθούσε να έχει έλεγχο, κατοχή ή χρήση της μοτοσικλέτας τον κρίσιμο χρόνο. Η ιδιότητα αυτή, του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη, από μόνη της, δεν συνιστά στοιχείο εμπλοκής ούτε μπορεί να αποτελέσει εύλογη υπόνοια περί γνώσης ή συμμετοχής, ελλείψει συμπληρωματικών πραγματικών δεδομένων που να καταδεικνύουν πρόθεση ή συναίνεση στη χρήση της μοτοσικλέτας για εγκληματικό σκοπό. Η «εκτός συστήματος» μεταβίβαση, σε αυτό πλέον το ερευνητικό στάδιο, ενδέχεται πράγματι να δημιουργεί υπόνοιες, σε συνδυασμό με άλλα δεδομένα, πλην όμως δεν υπάρχουν πρόσθετα στοιχεία που να οδηγούν σε ενδεχόμενο περαιτέρω εμπλοκής του.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο, αναφορικά με τον 44χρονο πρώην ποδοσφαιριστή, ο οποίος εκπροσωπείτο από τον δικηγόρο Νίκο Κορομία, επισήμανε πως, όχι μόνο δεν απέφυγε τη συνεργασία με τις Αρχές, αλλά παρείχε πληροφορίες που οδήγησαν στη σύλληψη άλλων προσώπων, τα οποία επιβεβαίωσαν τη διάθεση της μοτοσικλέτας, ενώ σημείωσε πως από το σύνολο των δεδομένων που προέκυψαν στη διάρκεια της κράτησης του, δεν προστέθηκε κανένα νέο στοιχείο που να διαφοροποιεί την εικόνα σχετικά με την εμπλοκή του.
Δικαστήριο: Σε κάθε περίπτωση, δεν προσκομίστηκε οποιοδήποτε αντικειμενικό στοιχείο που να συνδέει τον 1ο ύποπτο είτε με τις σκηνές του φόνου και του εμπρησμού είτε με ενέργειες προπαρασκευαστικού χαρακτήρα. Η μαρτυρία, ως έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα, παραμένει θεωρητική ως προς τη συμμετοχή του 1ου υπόπτου. Ουδεμία πράξη, επικοινωνία, φυσική παρουσία ή τεκμήριο φαίνεται, προς το παρόν, να τον συνδέει με την εκτέλεση ή την οργάνωση των εγκλημάτων.
Πέραν των πιο πάνω, το Δικαστήριο ανέφερε επίσης πως στο παρόν στάδιο, μετά από πολυήμερη κράτηση και εκτεταμένες ανακριτικές ενέργειες, η απουσία οποιασδήποτε πρόσθετης μαρτυρίας, «καθιστά την υπόνοια αδύναμη». Τόνισε δε, πως η υπόνοια, με την πάροδο του χρόνου και την απουσία ενίσχυσης, έχει καταστεί υποθετική και εκτός των ορίων που θέτει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας.
Δικαστήριο: Ένας αντικειμενικός παρατηρητής δεν θα μπορούσε, στη βάση των υπαρχόντων στοιχείων, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο 44χρονος συνέδραμε καθ' οιονδήποτε τρόπο στη διάπραξη ή στη συγκάλυψη των αδικημάτων. Χωρίς τουλάχιστον άλλα στοιχεία προς μία τέτοια κατεύθυνση.
Σε ό,τι αφορά τον 51χρονο ομογενή, η Αστυνομία επίσης δεν παρουσίασε νέα στοιχεία, παρά μόνο ότι κάποιοι από τους ισχυρισμούς του δεν επιβεβαιώθηκαν, ωστόσο δεν προσκόμισε επιπρόσθετη μαρτυρία που να τον συνδέει με το κλοπιμαίο όχημα Mitsubishi που βρέθηκε τρεις μέρες πριν τον φόνο κοντά στην οικία του θύματος, σημειώνοντας πως το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε σε πώμα μπιτονιού, δεν είναι αρκετό.
Δικαστήριο: Σε πρώτο στάδιο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η παρουσία γενετικού υλικού επί αντικειμένου εντός οχήματος που συνδέθηκε με μεταγενέστερη εγκληματική ενέργεια δημιουργούσε υπόνοια συμμετοχής σε προπαρασκευαστικές πράξεις. Ωστόσο, η αξιολόγηση αυτής της υπόνοιας σήμερα, μετά και από ανακριτικό έργο, οφείλει να γίνεται με βάση τη λογική αλληλουχία των γεγονότων, το χρονικό πλαίσιο και τα υπόλοιπα δεδομένα.
Μάλιστα, το Δικαστήριο θέλησε να σημειώσει πως το το λόγω όχημα εντοπίστηκε τρεις ημέρες πριν τον φόνο, χωρίς να παρουσιαστεί μαρτυρία ότι συνδέεται με την δολοφονία της 17ης Οκτωβρίου ή και με την σκηνή του εμπρησμού του βαν οχήματος στην Γερμασόγεια.
Δικαστήριο: Από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει ότι το Mitsubishi και τα μπιτόνια καυσίμου εντοπίστηκαν και παραλήφθηκαν ως τεκμήρια στις 14.10.2025, δηλαδή τρεις ημέρες πριν τον φόνο και τον εμπρησμό. Η Αστυνομία δεν αναφέρθηκε σε επιστημονική ή μαρτυρική ένδειξη που να προέκυψε στο μεταξύ και να συνδέει τα συγκεκριμένα μπιτόνια με την καύση του βαν ή οποιοδήποτε άλλο στάδιο της εγκληματικής ακολουθίας της 17ης Οκτωβρίου. Δεν προέκυψε ότι τα μπιτόνια, που αρχικά υποτέθηκε – εκ της παρουσίας τους στο όχημα που συνδέθηκε με τις σκηνές, ότι «θα χρησιμοποιούνταν», τελικά χρησιμοποιήθηκαν, ούτε ότι περιεχόμενό τους συνδέεται τελικά με το καύσιμο που βρέθηκε στη σκηνή του εμπρησμού. Η χρονική απόσταση ανάμεσα στην ημερομηνία εντοπισμού των αντικειμένων και στην τέλεση των πράξεων δημιουργεί, πλέον, χωρίς περαιτέρω στοιχεία προς οποιαδήποτε διαφορετική κατεύθυνση, εύλογη αμφιβολία για το αν η επαφή του υπόπτου με το μπιτόνι είχε οποιαδήποτε συνάφεια με το έγκλημα ή ήταν αποτέλεσμα τυχαίας ή άσχετης περίστασης.
Το Δικαστήριο υπέδειξε επίσης, πως παρά τον ανακριτικό χρόνο που υπήρξε, με κράτηση του 51χρονου, δεν υπάρχει ούτε επιπλέον μαρτυρία, ούτε βιντεογραφικό υλικό, ούτε επικοινωνιακά δεδομένα που να τον συνδέουν με τη σκηνή του φόνου, με τη χρήση του Mitsubishi ή με τα υπόλοιπα πρόσωπα που φέρονται ως εμπλεκόμενα.
Δικαστήριο: Η γενετική ταύτιση, μολονότι ενδιαφέρον στοιχείο, ως προς το ποιος ήρθε σε επαφή με το αντικείμενο, δεν δίδει, προς το παρόν, περαιτέρω πιθανότητα απάντησης στο πότε, πώς και υπό ποιες συνθήκες συνέβη αυτό. Χωρίς αυτά τα συμπληρωματικά δεδομένα, δεν αναδύεται εύλογα πλέον εμπλοκή στο υπό διερεύνηση σχέδιο, που να δικαιολογεί την περαιτέρω κράτηση. Μετά την πάροδο ανακριτικού χρόνου και την απουσία περαιτέρω στοιχείων, η αρχική υπόνοια αδυνατεί, ώστε να μην μπορεί να στηρίξει τη συνέχιση της κράτησης. Η ύπαρξη γενετικού υλικού σε αντικείμενο που προϋπήρχε του εγκλήματος και δεν αποδείχθηκε ότι χρησιμοποιήθηκε σε αυτό δεν μπορεί να δημιουργήσει εξακολουθούμενη εύλογη υπόνοια, παρά σύνδεση θεωρητική.
Ωστόσο, το Δικαστήριο αναγνώρισε πως το έργο της Αστυνομίας είναι πολύπλοκο, τονίζοντας όμως πως για τους δύο εν λόγω υπόπτους, δεν πληροί, στο παρόν στάδιο, το απαιτούμενο επίπεδο επάρκειας, για τη δικαιολόγηση της εξακολούθησης της κράτησής τους, για σκοπούς διερεύνησης, ενώ σημείωσε πως «το στοιχείο της υποψίας παραμένει μεν, αλλά στάσιμο και θεωρητικό».
Δικαστήριο: Η αναμονή συλλογής αποδεικτικών στοιχείων ή η γενική υπόθεση ότι κάτι θα βρεθεί δεν αρκεί για να κρατηθεί ένας ύποπτος. Ειδικότερα, η αναμονή ανάλυσης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, χωρίς ήδη υπάρχουσα εύλογη ένδειξη ότι σχετίζονται με τον ύποπτο ή την πράξη, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως λόγος συνέχισης της κράτησης. Μπορεί να δικαιολογήσει συνέχιση της έρευνας, όχι της στέρησης της ελευθερίας. Η κράτηση δεν είναι στάση αναμονής για το αν τα δεδομένα ίσως αποκαλύψουν κάτι είναι ένα έκτακτο μέτρο που πρέπει συνεχώς να επανεξετάζεται υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.
Μάλιστα, για τον 44χρονο πρώην ποδοσφαιριστή, το Δικαστήριο θέλησε να αναφέρει πως αναμένονται καταθέσεις από 14 επαφές, από τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, αλλά «δεν εξηγείται τι είδους σχέση έχουν αυτές οι επαφές με το έγκλημα (π.χ. πρόσωπα ενδιαφέροντος, συνεργοί, τυχαίες κοινωνικές επαφές), δεν αποδίδεται περιεχόμενο στις επικοινωνίες (χρονική συνάφεια, ύποπτη συμπεριφορά, κλήσεις πριν/μετά το γεγονός), οπότε δεν διαφαίνεται, με τα υφιστάμενα δεδομένα, η αναγκαιότητα, εξ αυτού του ανακριτικού πλάνου».
Επίσης, σε ό,τι αφορά τον 51χρονο, το Δικαστήριο ανέφερε πως η αναμονή λήψης ή ανάλυσης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, εάν τελικά ληφθούν, δεν διαφοροποιεί τη θεώρηση, εφόσον δεν υπάρχει μαρτυρία ότι υπάρχουν προκαταρκτικές ενδείξεις εμπλοκής (π.χ. επαναλαμβανόμενες επικοινωνίες με άλλους εμπλεκόμενους πριν ή μετά το έγκλημα), και ότι υπάρχει κίνδυνος αλλοίωσης των δεδομένων ή επηρεασμού μαρτύρων.
Υπενθυμίζεται πως άλλο Δικαστήριο, ενέκρινε το αίτημα της Αστυνομίας για ανανέωση της κράτησης άλλων δύο υπόπτων, 30 και 59 ετών, που συνδέονται με την αγοραπωλησία της μοτοσικλέτας, καθώς και του 31χρονου Γεωργιανού που επανασυνελήφθη, καθώς φέρεται να τον συνδέουν με τις πινακίδες που έφερε το Mitsubishi Colt.











