Το πλήγμα που δέχθηκε το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών τις τελευταίες ημέρες ήταν διπλό. Όχι μόνο διαπράχθηκε δολοφονία στους δρόμους της Λεμεσού πρωί πρωί, με τη «νύχτα» να εξαπλώνεται πλέον σε όλες τις ώρες της ημέρας, αλλά υπήρξε βίαιη επίθεση κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στο Γυμνάσιο Πλατύ στη Λευκωσία. Το μήνυμα είναι σαφές: Στην Κύπρο αυτή τη στιγμή, όχι απλώς δεν είσαι ασφαλής στους δρόμους, δεν είσαι καν ασφαλής στο σχολείο.
Σε ό,τι αφορά τη δολοφονία του Σταύρου Δημοσθένους, είναι σαφές ότι πρόκειται για έργο του οργανωμένου εγκλήματος και αυτό πάντα ενέχει ένα βαθμό δυσκολίας για την Αστυνομία, η οποία, ωστόσο, όπως φαίνεται, αγνόησε κάποιες ενδείξεις, όπως το κλεμμένο αυτοκίνητο ιερέα με μπιτόνια καύσιμης ύλης, που βρέθηκε σταθμευμένο πολύ κοντά στην σκηνή του εγκλήματος. Όπως και να είχαν τα πράγματα προηγουμένως, όμως, η υπόθεση εξακολουθεί, αρκετές ημέρες μετά να παραμένει ανεξιχνίαστη, καθώς οι συλλήψεις αφορούν κυρίως άτομα με περιφερειακούς ρόλους. Αφορούν, επίσης, και έναν φουκαρά που πήγαινε δουλειά, αφού πρώτα έκανε στάση για… καφέ, την ώρα που υποτίθεται ότι φυγάδευε εκτελεστές, και η Αστυνομία μας χρειάστηκε μία εβδομάδα για να αντιληφθεί ότι όποιος είναι Πόντιος και βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή δεν είναι αυτομάτως και ύποπτος. Κατά τη διάρκεια αυτής της μίας εβδομάδας, πάντως, δεν φαίνεται να έχει φτάσει πιο κοντά στα ίχνη των αυτουργών, παρόλο που συνεχίζονται οι συλλήψεις και οι ανακρίσεις ή τουλάχιστον δεν έχει ανακοινωθεί κάτι τέτοιο στις δημόσιες τοποθετήσεις, ούτε έχει αναφερθεί από τους ανακριτές ενώπιον Δικαστηρίου.
Συνεπώς, όχι απλώς οι πολίτες για άλλη μία φορά αισθάνονται ότι δεν είναι ασφαλείς στους δρόμους της Κύπρου, επειδή αν δεν είναι αρκετά επαγγελματίας ο δολοφόνος με καλό σημάδι μπορεί να έρθει να τους βρει από το πουθενά καμιά αδέσποτη σφαίρα (υπενθυμίζεται ότι φόνοι και απόπειρες φόνου, κατά τη διάρκεια της μέρας, μέσα σε δρόμους, έχουν γίνει μόδα τα τελευταία χρόνια, ακόμη και μπροστά σε παιδιά). Ταυτόχρονα, παρακολουθούν τη δυστοκία των Αρχών, που από τις 17 Οκτωβρίου δεν φαίνεται -από τις μέχρι στιγμής συλλήψεις τουλάχιστον- να έχουν φτάσει κοντά στην σύλληψη των δολοφόνων, αφού δεν έχουν καν δοθεί στην δημοσιότητα καταζητούμενα ή έστω αναζητούμενα πρόσωπα. Δεδομένου ότι υπάρχουν αντίστοιχα σοβαρά εγκλήματα, τα οποία απασχόλησαν πολύ την κοινή γνώμη και ως εκ τούτου τα θυμάται, που παραμένουν ανεξιχνίαστα εδώ και χρόνια, οι πολίτες δεν έχουν και ιδιαίτερα υψηλές προσδοκίες πως θα συλληφθούν όλοι οι άμεσα υπεύθυνοι και μπορεί να αποκατασταθεί το αίσθημα ασφάλειάς τους.
Έτσι κι αλλιώς, όπως αποδείχθηκε αρκετές φορές το τελευταίο διάστημα, η σύλληψη και η κράτηση δεν συνιστούν αυτόματα και εξάλειψη του κινδύνου που αυτοί οι άνθρωποι συνιστούν, αφού κάθε τρεις και λίγο επανασυλλαμβάνονται άτομα που είναι υπόδικοι ή κατάδικοι για εμπλοκή τους στην οργάνωση διαφόρων ειδών εγκληματικών ενεργειών, καθώς φαίνεται πως είναι αρκετά εύκολη η επικοινωνία τους με τον έξω κόσμο, λόγω της ανεξέλεγκτης χρήσης κινητών τηλεφώνων που γίνεται μέσα στις Κεντρικές Φυλακές. Και για αυτό ευθύνονται άλλοι φορείς, όπως η Διοίκηση των Φυλακών, που δείχνει παντελώς ανήμπορη να διαχειριστεί την κατάσταση, αλλά και τα Υπουργεία Δικαιοσύνης και Μεταφορών επί διακυβέρνησης Αναστασιάδη, τα οποία για χρόνια στρουθοκαμήλιζαν για το θέμα, παρά τις δεκάδες επιστολές από την προηγούμενη Διεύθυνση. Η νυν Κυβέρνηση, από πλευράς της, εκπέμπει μία σύγχυση, καθώς ο Υπουργός Δικαιοσύνης έλεγε ότι το νέο σύστημα θα τοποθετηθεί εντός του 2025, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος ότι θα τοποθετηθεί εντός του 2026 και ο Υπουργός Μεταφορών ότι θα τοποθετηθεί το 2027, με το πρώτο εξάμηνο του 2026 να φαίνεται πλέον να κλειδώνει ως πιθανότερη ημερομηνία. Μέχρι να γίνει αυτό, πάντως, τελεί ένα πρόσωπο υπό σύλληψη σε σχέση και με τη δολοφονία Δημοσθένους, το οποίο εκτίει ποινή φυλάκισης.
Και ενόσω οι Αρχές δείχνουν να αντιμετωπίζουν αντικειμενικές δυσκολίες στην καταστολή του οργανωμένου εγκλήματος, οι πολίτες λαμβάνουν το μήνυμα πως και το ανοργάνωτο έγκλημα είναι εντελώς εκτός ελέγχου. Τι άλλο μπορούν, άλλωστε, να πιστεύουν, όταν κάποιοι μπουκάρουν σε ένα σχολείο, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης της σχολικής κοινότητας, ασκώντας βία σε μαθητές και γονείς, ενώ μεταφέρουν αιχμηρά αντικείμενα;
Έχει δίκαιο η Υπουργός Παιδείας, Αθηνά Μιχαηλίδου, πως το περιστατικό έλαβε χώρα σε μη σχολικό χρόνο, όμως το σχολείο οφείλει να είναι ένα ασφαλές καταφύγιο όλες τις ώρες, για τους μαθητές, τους εργαζόμενους και για τους γονείς όταν επιτρέπεται ή απαιτείται η παρουσία τους. Έτσι κι αλλιώς, μετά το περιστατικό, δύο πρόσωπα, που φαίνεται ότι δεν σχετίζονται με την επίθεση στην εκδήλωση, τα οποία συνελήφθησαν, επιδίωξαν να εισέλθουν στο ίδιο σχολείο, κατά τη διάρκεια σχολικού χρόνου, γεγονός που καταδεικνύει ότι αποτελεί στόχο όλες τις ώρες. Η Υπουργός αναγνωρίζει αυτή την ανάγκη, πρωτίστως σε ό,τι αφορά τον σχολικό χρόνο, λέγοντας ότι αντιμετωπίζεται το ζήτημα με κάμερες και φύλακες αλλά και με την καλλιέργεια αυτοπεποίθησης και ενδυνάμωσης στα παιδιά, ώστε να μπορούν να προβαίνουν σε καταγγελίες.
Στην πραγματικότητα, όμως, το κράτος δεν έκανε για άλλη μία φορά τη δουλειά του. Όχι αυτή την εβδομάδα, αλλά αυτή τη δεκαετία. Είναι καλά γνωστό από τις καταγγελίες πως αυτοί που επιτέθηκαν είναι άτομα συριακής καταγωγής. Από την ανακοίνωση των συλλήψεων προκύπτει πως τα δύο είναι πολύ νεαρά πρόσωπα, ηλικίας 18 και 16 ετών, ενώ από τις μαρτυρίες προκύπτει πως στην επίθεση συμμετείχαν και άλλα πρόσωπα και ενδεχομένως τα θύματα να ήταν πολύ περισσότερα, εάν δεν επενέβαινε εγκαίρως η ΜΜΑΔ, η οποία έχει τη βάση της πολύ κοντά και ειδοποιήθηκε από τον αντιδήμαρχο Αγλαντζιάς να προσέλθει πάραυτα στον χώρο του σχολείου, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη το περιστατικό. Η παρουσία της ΜΜΑΔ , σε πάρτι γνωριμίας σχολείου δεν αποτελεί, πάντως, παρηγοριά∙ αποτελεί ένδειξη για το πόσο έχει ξεφύγει η κατάσταση.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Μπαίνουν κάμερες στο Γυμνάσιο στην Αγλαντζιά μετά τον ξυλοδαρμό-«Δεν αποτελεί σχολική βία», απαντά η υπουργός
Το κράτος δεν έχει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τις ροές αλλοδαπών τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Ευθύνονται, κατά κύριο λόγο, οι διακινητές και η γεωγραφία. Έχει, όμως, την αποκλειστική ευθύνη να φροντίζει ότι αυτά τα πρόσωπα, εάν πληρούν τις προδιαγραφές παραμονής στη χώρα μας, ενσωματώνονται στην κοινότητα και δεν ζουν παράλληλα με την κοινωνία, συναντώντας την μόνο για παράνομους σκοπούς. Ότι το μεταναστευτικό τους βιογραφικό δεν τα καθιστά αυτόματα πιο ευάλωτα στην παραβατικότητα και στο έγκλημα. Έχει την ευθύνη να μην δημιουργούνται γκέτο, να μην καλλιεργούνται συνθήκες που ενθαρρύνουν τέτοιες συμπεριφορές. Έχει την ευθύνη τα παιδιά να νοιώθουν παιδιά, να μαθαίνουν επαρκώς την γλώσσα και να παρακολουθούν το σχολικό τους πρόγραμμα και όχι μαθήματα μύησης σε συμμορίες. Και, δυστυχώς, έχει αποδειχθεί πολλές φορές, πως έχει αποτύχει σε αυτή του την αποστολή.
Αυτή η αποτυχία είναι ξεκάθαρη από το παράδειγμα της Λάρνακας, που τρομοκρατείται από σπείρες ανήλικων ή πολύ νεαρών αλλοδαπών σε πολύ συχνή βάση. Υπενθυμίζεται ότι, στην περίπτωση της Λάρνακας, χρειάστηκε να παρέμβει πολιτικά η Κυβέρνηση και να δώσει οδηγίες, καθώς η Αστυνομία από μόνη της δεν φαίνεται να λάμβανε όλα τα μέτρα και τις πρωτοβουλίες που χρειάζονταν για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Δυστυχώς, όταν επιτρέπεται στο ανοργάνωτο έγκλημα να οργιάζει, στην πορεία καθίσταται οργανωμένο και πολύ πιο σοβαρό, όπως συνέβη στη Λάρνακα, αλλά το φαινόμενο δεν περιορίζεται εκεί.
Η Κύπρος προσφέρει σε αυτούς τους ανθρώπους φιλοξενία, όχι ασυδοσία. Και για να φτάνουν στο σημείο να επιτίθενται βίαια μπροστά σε τόσους πολλούς μάρτυρες, είναι ξεκάθαρο πως κάποιοι από αυτούς αισθάνονται ότι δεν έχουν καμία υποχρέωση να τηρούν τους νόμους και την τάξη, ούτε ότι φοβούνται ιδιαίτερα τις συνέπειες. Για το πρώτο ευθύνεται το κράτος σε επίπεδο κοινωνικής πολιτικής και εκπαίδευσης, για το δεύτερο ευθύνεται η Αστυνομία και το σύστημα Δικαιοσύνης.
Το κυριότερο ζήτημα, βέβαια, δεν είναι ποιος ευθύνεται που έφθασε η κατάσταση σε αυτό το σημείο. Το κυριότερο ζήτημα είναι ποιος θα αναλάβει να αποκαταστήσει τη δημόσια τάξη και κατ’ επέκταση το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών. Ποιος θα προβεί στις ενέργειες εκείνες που θα πείσουν τους πολίτες ότι δεν πρέπει να φοβούνται ότι θα τους βρει μία αδέσποτη σφαίρα την ώρα που πηγαίνουν δουλειά, πως δεν θα μπουκάρει κάποιος να σπάσει στο ξύλο τα παιδιά τους στο σχολείο. Πως σε αυτόν τον τόπο έχει τον έλεγχο το κράτος και όχι το οργανωμένο ή το ανοργάνωτο έγκλημα.











