Στο κάδρο της δολοφονίας του Σταύρου Δημοσθένους, το πρωί της 17ης Οκτωβρίου στον Άγιο Αθανάσιο, προστέθηκε ακόμη ένα κλοπιμαίο όχημα, ενώ αφαιρέθηκε το περιβόητο διπλοκάμπινο με την σχάρα και το φουγάρο, το οποίο οδηγείτο από 39χρονο Ελλαδίτη ομογενή, τον οποίο η Αστυνομία έδειξε ως συνεργό των εκτελεστών και του απέδωσε χρέη οδηγού για την φυγάδευση του, ωστόσο εν τέλει επρόκειτο για λάθος σύλληψη, αφού ο «ύποπτος» ακολουθούσε τυχαία την μοτοσικλέτα και μάλιστα είχε κατεβεί σε καφετέρεια και σε περίπτερο.
Αφότου επιβεβαιώθηκαν οι ισχυρισμοί του, μετά τον διασυρμό, αφέθηκε ελεύθερος, ενώ οι ανακριτές του ΤΑΕ Λεμεσού, κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου, έβαλαν στην εξίσωση νέο κλοπιμαίο όχημα, τύπου Mitsubishi Colt και χρώματος μπλέ, το οποίο εντοπίστηκε κοντά στην οικία του θύματος, αλλά και στο σημείο της δολοφονίας, τρεις ημέρες πριν την εκτέλεση του Δημοσθένους. Ωστόσο, παρά το γεγονός πως σήμερα η Αστυνομία το συνδέει με τον φόνο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή από τις 14 Οκτωβρίου που εντοπίστηκε, δεν κίνησε τις υποψίες, ώστε να διεξαχθούν περαιτέρω έρευνες και να ελεγχθούν κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης, κάτι που ενδεχομένως να απέτρεπε και την εγκληματική ενέργεια, αφού η ίδια η Αστυνομία ανέφερε πως σε αυτά καταγράφεται το σχέδιο δολοφονίας. Μάλιστα, το σημαντικό είναι ότι εντός του οχήματος εντοπίστηκαν δύο μπιτόνια με εύφλεκτη ύλη, κάτι που θα έπρεπε να δημιουργήσει - κατά τον ουσιώδη χρόνο - υποψίες, λαμβάνοντας υπόψη πως βρισκόταν κοντά στην οικία του Δημοσθένους, που το τελευταίο διάστημα, είχε τεθεί στο στόχαστρο.
Το εν λόγω όχημα, που κλάπηκε στις 5 Οκτωβρίου, δηλαδή δώδεκα μέρες πριν τον φόνο, ήταν σταθμευμένο και ξεκλείδωτο πλησίον της εκκλησίας Αγίου Αντωνίου, ενώ αυτό εντοπίστηκε το πρωί της 14ης Οκτωβρίου, δηλαδή τρεις ημέρες πριν την ενέδρα θανάτου.
Η Αστυνομία ανέφερε στο Δικαστήριο πως το όχημα εντόπισαν μέλη της Αστυνομίας «μετά από πληροφορία, σε ανοικτό χώρο έξω από το κοιμητήριο Σφαλαγγιώτισσας στην περιοχή Αγίου Αθανασίου στην Λεμεσό, έναντι της Εκκλησίας Κοσμά του Αιτωλού», το οποίο έφερε πινακίδες εγγραφής άλλου οχήματος, ίδιου τύπου και χρώματος, ενώ θέλησε να τονίσει, κάτι που δεν έλαβε υπόψη τρεις μέρες πριν τον φόνο, ότι «το αυτοκίνητο βρίσκεται πολύ κοντά από την οικία του θύματος της δολοφονίας Σταύρου Δημοσθένους και ακόμα κοντύτερα από το σημείο όπου δολοφονήθηκε».
Σύμφωνα με πληροφορίες από το περιβάλλον του ιερέα, το εν λόγω όχημα εντοπίστηκε από πολίτη και στην συνέχεια ειδοποιήθηκε η Αστυνομία, μέλη της οποίας μετέβησαν στην σκηνή για έρευνες. «Εμείς βρήκαμε το αυτοκίνητο, καλέσαμε την Αστυνομία, ήρθε έκανε τις έρευνες της και το πήραμε», αναφέρει μαρτυρία, η οποία θέλησε να σημειώσει πως μετά τις εξετάσεις, το όχημα παραλήφθηκε από τον ιερέα, που είναι ο ιδιοκτήτης, στα χέρια του οποίου συνεχίζει να βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Ο ανακριτής του ΤΑΕ Λεμεσού, ανέφερε στο Δικαστήριο, πως μετά από πληροφορία που λήφθηκε στις 24 Οκτωβρίου, δηλαδή επτά μέρες μετά τον φόνο, ενέπλεκε με το κλοπιμαίο όχημα 51χρονο Ελλαδίτη ομογενή, ο οποίος έδωσε την συγκατάθεση του για λήψη γενετικού υλικού, το οποίο ταυτίστηκε με γενετικό υλικό που απομονώθηκε από το πώμα του ενός μπιτονιού με την καύσιμη ύλη που εντοπίστηκε στο κλοπιμαίο Mitsubishi, εξού και συνελήφθη, ενώ δεν υπάρχει αναφορά για ταύτιση του DNA από άλλα σημεία του οχήματος. Γεγονός που βάζει ερωτήματα στο κάδρο, ενώ ο ίδιος αρνείται οποιαδήποτε ανάμειξη στην υπόθεση, προβάλλοντας διάφορους ισχυρισμούς που διερευνώνται.
Όπως αναφέρθηκε στο Δικαστήριο, από περαιτέρω εξετάσεις που διενεργήθηκαν στην περιοχή, διαπιστώθηκε ότι το κλοπιμαίο αυτοκίνητο Mitsubishi «συνδέεται με το άσπρο κλοπιμαίο βαν που χρησιμοποίησαν οι δράστες για το φόνο, κάτι που προκύπτει από τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Αστυνομίας, φαίνεται ότι πρόσωπα τα οποία καταφθάνουν σε συγκεκριμένο σημείο με μοτοποδήλατο κοντά στην οικία του θύματος στις 09/10, 10/10, 12/10, 13/10 και 14/10 (σ.σ ο φόνος διαπράχθηκε στις 17/10) επιβιβάζονται στο Mitsubishi Colt και στο βαν ταυτόχρονα, ενώ ακολουθούν μαζί συγκεκριμένη διαδρομή με κατεύθυνση προς το σπίτι του θύματος, αλλά και προς τη σκηνή τόσο της δολοφονίας όσο και σημείου το οποίο διαφάνηκε ότι παραμόνευαν οι δράστες της δολοφονίας του Δημοσθένους».
Όπως προκύπτει από τον όρκο του ανακριτή, την ημέρα που εντοπίστηκε το κλοπιμαίο όχημα, δηλαδή στις 14 Οκτωβρίου, την ίδια ημέρα στο σημείο βρισκόντουσαν και οι δράστες της εγκληματικής ενέργειας - κατά την εκδοχή της Αστυνομίας -, ενώ το εν λόγω όχημα, όπως και το βαν, βρισκόταν στην περιοχή και τις προηγούμενες ημέρες.
Την ίδια ώρα, η Αστυνομία καταζητεί ακόμη δύο πρόσωπα, χωρίς να διευκρινίζει τους ρόλους τους, με τις πληροφορίες να αναφέρουν πως δεν πρόκειται για τους εκτελεστές, οι οποία εκτιμάται πως είναι αλλοδαποί που έφθασαν στην Κύπρο για να εκτελέσουν το συμβόλαιο θανάτου και ήδη αναχώρησαν από την Κύπρο.
Σιδεράς στην περιοχή τελικά ο «συνεργός των εκτελεστών»
Στο μεταξύ, σε δηλώσεις του ο δικηγόρος του 39χρονου οδηγού του διπλοκάμπινου, τον οποίο έδειξε η Αστυνομία ως συνεργό των εκτελεστών, Αλέκος Αργυρού, σε δηλώσεις του στην μεσημβρινή εκπομπή του Άλφα, ανέφερε ότι ο πελάτης του είναι επαγγελματίας σιδεράς που εκτελεί υπεργολαβία σε ανεγειρόμενη οικοδομή, που βρίσκεται στην περιοχή της οικίας του θύματος.
Όπως ανέφερε, «ο πελάτης μου πηγαινοερχόταν στην εργασία του και χρησιμοποιούσε τον ίδιο δρόμο. Και αυτό το επιβεβαιώνει και πολιτικός μηχανικός του έργου της εργοληπτικής εταιρείας που ανεγείρει την οικοδομή και από άλλα άτομα που εργάζονται εκεί. Μάλιστα, επιβεβαιώνεται και από δύο κλειστά κυκλώματα κάμερας, όπου κατέβηκε και πήρε καφέ. Άρα ένας άνθρωπος που έχει σκοπό να φυγαδεύσει άτομα που πριν λίγα λεπτά είχαν διαπράξει φόνο, δεν νομίζω να έχει έγνοια να αγοράσει καφέ».
Όπως ανέφερε ο δικηγόρος, ο πελάτης του οδηγούσε το όχημα του ανατολικά του Κοιμητηρίου Σφαλαγγιώτισσας και εκεί, «σταμάτησε, πήρε τον καφέ του, κατέβηκε από το όχημα του για να κάνει τη φυσική του ανάγκη και είδε το όχημα βαν μα φλέγεται. Δεν είχε σχέση, απλώς ήταν σε λάθος στιγμή, σε λάθος σημείο».
Ο κ. Αργυρού άσκησε έντονη κριτική στην Αστυνομία, λέγοντας πως θα έπρεπε να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί πολύ πιο νωρίτερα, αφού είχαν προβληθεί από την ίδια ημέρα της σύλληψης του.











