Για περισσότερες από έξι δεκαετίες, ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε το νήμα που ένωσε την παράδοση με το λαϊκό τραγούδι, το χιούμορ με την πολιτική σάτιρα, το προσωπικό με το συλλογικό βίωμα.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ: Όλα τα νέα των celebrities με ένα κλικ στο #CelebrityNewsCyprus
Ο σπουδαίος τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος έφυγε σε ηλικία 81 ετών μετά από γενναία μάχη με τον καρκίνο.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο σπουδαίος τραγουδοποιός με το βαθύ αποτύπωμα στο ελληνικό τραγούδι έφυγε για τη δική του «Συννεφούλα» σε ηλικία 81 ετών.
Δημιουργός που σημάδεψε γενιές με τη σκέψη, τη φωνή και τη σπάνια ματιά του πάνω στα πράγματα, υπήρξε ένας από τους πιο εμβληματικούς τραγουδοποιούς του τόπου – ένας καλλιτέχνης που συνέδεσε τη μουσική με την κοινωνία, την ποίηση με την καθημερινότητα και τον στοχασμό με το τραγούδι. Με την απώλειά του κλείνει ένα μεγάλο μουσικό κεφάλαιο της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά τα τραγούδια του θα συνεχίσουν να μας συντροφεύουν και να τραγουδιούνται.
Στις αρχές του 2025 αποκάλυψε με αφοπλιστική ειλικρίνεια τη μάχη που έδινε με τον καρκίνο:
Πήγα να δω τους γιατρούς, γιατί είχα κάτι ενοχλήσεις. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Σας το λέω αυτό για να προσέχετε, να ‘χετε τον νου σας, κι αν –ο μη γένοιτο– σας συμβεί, μη φοβηθείτε, αντιμετωπίστε το, κι έχει ο Θεός.
Η κηδεία του πολυτραγουδισμένου Νόνιου θα γίνει δημοσία δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας
Το Σάββατο 25 Οκτωβρίου θα γίνει η κηδεία του σπουδαίου καλλιτέχνη Διονύση Σαββόπουλου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Τρίτης σε ηλικία 81 ετών, μετά από πολυετή αγώνα με τον καρκίνο.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- Ωδή στον Διονύση Σαββόπουλο: Τα μηνύματα για την απώλεια του δάσκαλου, του οδηγού, του πατέρα, του Νιόνιου
- Διονύσης Σαββόπουλος: Ο «Άγγελος εξάγγελος» στην γειτονιά των αγγέλων
Πάνω από μισό αιώνα ονειρευόταν και τραγουδούσε. Τώρα, έφυγε για την αιωνιότητα αφήνοντας πίσω του τεράστια, άφθαρτη πολιτιστική παρακαταθήκη.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο εκδρομέας της νιότης, άλλοτε με το «Φορτηγό» και άλλοτε με «Αεροπλάνα και βαπόρια» άφησε την κιθάρα του στην άκρη και έγινε άφθαρτος ταξιδευτής της συλλογικής μνήμης.
Η πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου μίλησε στο #Mega για τη στενή φιλία που τη συνέδεε με τον Διονύση Σαββόπουλο και μάλιστα ήταν κοντά του λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή...
Όπως αποκάλυψε, πήγε κυρίως να στηρίξει τη σύζυγό του, Άσπα, όμως εκείνος ήθελε να τις δει, περιγράφοντας την εικόνα ενός ανθρώπου ήρεμου, γλυκού και με αξιοπρέπεια μέχρι τις τελευταίες στιγμές
Τον είδα χθες, λίγο πριν πεθάνει
Πήγα πιο πολύ για παρέα στην Άσπα, αλλά ήθελε να μας δει. Του ανέφερα όλα αυτά που λέγονται, ή το άρθρο του που έγραψε για τον Χατζιδάκι και χάρηκε, ζήτησε να δει τις εφημερίδες, ήρεμος και χαμογελαστός, κι έτσι θέλω να τον θυμάμαι
Αποκαλύπτοντας μια πιο προσωπική πλευρά της σχέσης τους, η πρώην Πρόεδρος μίλησε για την ιδιαίτερη προσφώνηση που της αφιέρωνε: τον αποκαλούσε «την καινούργια παιδική του φίλη» — μια έκφραση που, όπως είπε, αποκαλύπτει το παιδί που έκρυβε μέσα του ο μεγάλος καλλιτέχνης, κάτω από τα γραμμένα τραγούδια και τη σοφία του, επισημαίνοντας πως ο Σαββόπουλος κατάφερε με τη μουσική και τον λόγο του να ενώσει γενιές.
Λίγες ώρες μετά το θάνατό του, όπως έγινε γνωστό, επισκέφτηκε το σπίτι του για να εκφράσει τα συλλυπητήριά της στους οικείους του.
«Ήταν ένα δώρο για την Ελλάδα»
Ο Σταύρος Ξαρχάκος δημοσίευσε ένα μακροσκελές κείμενο στον επίσημο λογαριασμό του στο Facebook για να αποχαιρετήσει δημόσια τον σπουδαίο τραγουδοποιό, Διονύση Σαββόπουλο, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών.
Στον πλανήτη αυτό μεταξύ των κανονικών ανθρώπων υπάρχουμε εμείς, οι όχι και τόσο – για κάποιους – κανονικοί άνθρωποι, οι καλλιτέχνες. Στο μικρό αυτό κομμάτι της γης που λέγεται Ελλάδα θέλουμε καλλιτέχνες σύμφωνα με το προσωπικό μας γούστο, τις απόψεις, τις κοσμοθεωρίες μας. Ευτυχώς, όμως, συνεχίζουμε να διατηρούμε τις απόψεις, τα ελαττώματα, τις ιδιορρυθμίες μας, τις σεξουαλικές, κομματικές και ιδεολογικές μας προτιμήσεις καθώς και το δικαίωμά μας να ζούμε και να εκφραζόμαστε όπως εμείς θέλουμε στην Τέχνη και τη ζωή μας. Να διατηρούμε το θάρρος της γνώμης μας ακόμα κι όταν δε συμφωνείτε.
Αλλιώς, πιστέψτε με, δε θα είμασταν καλλιτέχνες ούτε κι εσείς θα μας αγαπούσατε – μισούσατε τόσο! Αυτό το δικαίωμα ευτυχώς ο Διονύσης το διατήρησε και εκεί κυρίως θα εστιάσω το κείμενό μου. Κατ’ αρχάς να πω ότι με τον Διονύση δεν κάναμε ποτέ παρέα, δεν ήμασταν φίλοι αν και πάντα υπήρχε αλληλοεκτίμηση. Μια φορά μονάχα – και αυτό μου το θύμισε ο ίδιος διαβάζοντας το βιβλίο του – όταν έπαιζε κάπου, ανέβηκα στο πιάνο και άρχισα να τον συνοδεύω. Τον είδα σε κάποιες συναυλίες του, ήρθε σε δικές μου και πέρυσι είχα τη χαρά να γιορτάσω μαζί του, με την παρέα και την οικογένειά του, τα τελευταία του γενέθλια. Σε ένα αφιέρωμα τον ονόμασα «Διόνυσο Σαββόπουλο» γιατί αυτό ήταν στα δικά μου μάτια, ένας σύγχρονος Διόνυσος.
Πολεμήθηκε, αμφισβητήθηκε και κατά καιρούς έγινε βορά, απλώς και μόνο επειδή είχε διαφορετική άποψη ή ιδεολογία. Ας θυμόμαστε πόσο σκληρά κρίθηκε, ας αναρωτηθούμε πόσο δημοκράτες είμαστε όταν αποδομούμε τόσο εύκολα τους καλλιτέχνες και όταν τους θέλουμε «στα μέτρα μας». Ίσως να είμαστε η μοναδική χώρα που θέλει να κάνει τους καλλιτέχνες σύμφωνα με το κοινώς αποδεκτό! Αυτός άραγε είναι ρόλος του καλλιτέχνη; Ας αναρωτηθούμε.
Όμως, το καλό στην ιστορία αυτή είναι ότι στην πραγματικότητα κανείς δε μπόρεσε ούτε θα μπορέσει να τον βλάψει διότι πολύ απλά, ο Διονύσης θα υπάρχει μέσα από το έργο του, κάθε μέρα με τα τραγούδια του θα κρατάει έναν καθρέφτη απέναντι στον Έλληνα είτε αυτός είναι ερωτευμένος είτε επαναστατημένος είτε ταλαιπωρημένος είτε ιδεαλιστής είτε απλώς “Κ…έλληνας”. Ας διαλέξει ο καθένας σε ποια κατηγορία ανήκει κι ας πορευτεί αναλόγως. Χαίρε Διόνυσε, καλό σου κατευόδιο.
Ο Γιάννης Πρετεντέρης σχολιάζει, βαθιά συγκινημένος, το δυσάρεστο γεγονός το βράδυ της Τετάρτης 22/10 στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του MEGA με τη Ράνια Τζίμα.
Ο δημοσιογράφος δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την έντονη συναισθηματική του φόρτιση μιλώντας για τον αγαπημένο τραγουδοποιό που άφησε την τελευταία του πνοή…
«Πάντως εγώ δυσκολεύομαι πολύ αυτή τη στιγμή, ειλικρινά σας το λέω. Είναι κάτι δεν θα ήθελα να το είχα ζήσει. Ειλικρινά, αυτό που ζούμε τώρα»
Η Μαρίνα Σάττι, συντετριμμένη από την απώλεια του Διονύση Σαββόπουλου, λίγες ώρες μετά την είδηση του θανάτου του, δημοσίευσε φωτογραφίες με τον σπουδαίο καλλιτέχνη.
Να σου θυμίσουμε πως Διονύσης Σαββόπουλος και Μαρίνα Σάττι είχαν συνεργαστεί και δισκογραφικά, διασκευάζοντας το κλασσικό «Ζεϊμπέκικο». Πριν από δύο χρόνια, η τραγουδίστρια το διασκεύασε, σε συνεργασία με τον ίδιο τον Σαββόπουλο, που συμμετείχε και στο βίντεο κλιπ, αλλά και με τον ράπερ Μικρό Κλέφτη.


Το απόγευμα της Τετάρτης 22/10, η Άννα Βαγενά κλήθηκε να μιλήσει στο #Στούντιο4 της #ΕΡΤ για την προσωπική της γνωριμία με τον δημοφιλή τραγουδοποιό και τη συνεργασία που είχαν μαζί με τον αείμνηστο σύζυγό της, Λουκιανό Κηλαηδόνη.
Επειδή μέναμε και οι δυο στο Παλαιό Ψυχικό, πολλές φορές τα μεσημέρια, μαζευόμασταν στο σπίτι του. Τρώγαμε και κάναμε παρέα σαν απλοί κανονικοί άνθρωποι. Ο Λουκιανός κάλεσε τον Σαββόπουλο στο πάρτι της Βουλιαγμένης και μετά ο Διονύσης τον κάλεσε στη μεγάλη συναυλία που έκανε στο Ολυμπιακό Στάδιο.
Επίσης, συναντήθηκαν κάποια στιγμή σε μια κοινή περιοδεία. Το 2008. Αυτό δεν το ξέρει ο πολύς κόσμος, ήταν πολύ ενδιαφέρον. Έκαναν κάποιες λίγες κοινές συναυλίες. Επίσης, ο Λουκιανός τον κάλεσε στο περίφημο τραγούδι “Το πάρτι” μαζί με άλλους σπουδαίους καλλιτέχνες, αυτό του άρεσε του Διονύση και τον συγκίνησε.
Θέλω εκ μέρους του Λουκιανού να πω ότι έλεγε πως ο Διονύσης είναι κυρίως ποιητής, όπως και μουσικός βέβαια. Αυτό είναι πολύ τιμητικό. Τον θεωρούσε ποιητή.
Ο Μιχάλης Χατζηγιάννης αποχαιρέτησε τον σπουδαίο καλλιτέχνη, κάνοντας μια μακροσκελή ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram και ανεβάζοντας ένα βίντεο από τη συνεργασία τους.
Σήμερα σιωπά μια από τις πιο ιδιαίτερες και γενναίες φωνές του τόπου μας. Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε ένας δημιουργός που δεν ακολούθησε την εποχή του, τη διαμόρφωσε. Με λέξεις που χάραζαν μνήμες, με μουσικές που γίνονταν συλλογικά βιώματα, με αλήθειες που τολμούσαν να ειπωθούν όταν όλοι σιωπούσαν.
Τα τραγούδια του δεν ήταν απλώς νότες, ήταν καθρέφτες της κοινωνίας μας, του φωτός και του σκοταδιού μας. Μια πορεία γεμάτη τόλμη, ποίηση, χιούμορ, ευαισθησία και πνευματική ελευθερία. Για δεκαετίες, συντρόφεψε γενιές, άνοιξε δρόμους και ένωσε ανθρώπους μέσα από την τέχνη και τον λόγο του.
Τον αποχαιρετούμε με βαθιά συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Για όσα πρόσφερε. Για όσα τόλμησε. Για όσα θα μείνουν και θα συνεχίσουν να μας μιλούν. Καλό ταξίδι. Οι χοροί θα κρατήσουν για να σε θυμίζουν πάντα

Για την απώλεια του Διονύση Σαββόπουλου μίλησε στην εκπομπή του Open #ΚαθαρέςΚουβέντες η Πέγκυ Ζήνα.
Η αγαπημένη τραγουδίστρια αναφέρθηκε στον σπουδαίο καλλιτέχνη, το αποτύπωμα που άφησε στην Ελλάδα και τις τελευταίες στιγμές του.
Το πιο ισχυρό αποτύπωμα που μας άφησε ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι ότι θα ήθελε να κρατήσουν οι χοροί σε αυτή τη χώρα, να τα ξορκίζουμε όλα, τραγουδώντας τον. Ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να πρεσβεύει τη χαρά και την ελευθερία, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής του από τη φυλακή, από το πόσο αντιστασιακός και επαναστάτης ήταν, το πώς δεν φοβόταν να τα εκφράσει όλα αυτά μέσα από την ποίηση και τις μελωδίες του…
Θεωρώ ότι ήταν ο Bob Dylan της Ελλάδας. Για εμάς τους νεότερους πρεσβεύει την ελευθερία, θέλω να το τονίσω αυτό. Ήθελε να είμαστε όλοι ενωμένοι. Ποτέ δεν φοβήθηκε να εκφραστεί, από τις πολιτικές του αντιρρήσεις μέχρι τους εφηβικούς του έρωτες
Για όλους μας ο Σαββόπουλος θα είναι πάντα εδώ. Είμαστε συγκλονισμένοι και παγωμένοι γιατί τον νίκησε πάρα πολλά χρόνια (τον καρκίνο). Τώρα ένιωσε τη ψυχή του γεμάτη και γαληνεμένη, μαζί με την οικογένεια του και απ’ ό,τι πληροφορήθηκα «έφυγε» πάρα πολύ ήσυχα, όπως του άξιζε. Δεν κράτησε τίποτα μέσα του, δεν είχε απωθημένα, δεν είχε βάρος στη ψυχή του
Η Μαρίζα Κωχ μίλησε για τον Διονύση Σαββόπουλο στην εκπομπή #ΤοXουμε στον #ΣΚΑΪ με τον Κώστα Τσουρό.
Οι δύο καλλιτέχνες συνεργάστηκαν στο παρελθόν, γράφοντας ιστορία, με την ερμηνεύτρια να τον αποχαιρετά στα social media, γράφοντας:
Διονύση μας καλό ταξίδι, η Παναγιά μπροστά σου.
Ξέραμε ότι ήταν άρρωστος ο Διονύσης… Δεν περιμέναμε να φύγει. Ήταν πολύ ξαφνική είδηση της απουσίας του και είμαστε όλοι συγκλονισμένοι. Βρίσκομαι στην Αθήνα και ίσως ήμουν από τους πρώτους που το πληροφορήθηκα… Με έχει αρρωστήσει η σκέψη ότι δεν θα τον έχουμε κοντά μας. Ότι δεν θα έχουμε κοντά μας τον παράξενα χαρούμενο ποιητή Διονύση Σαββόπουλο.
Ο Χρήστος Μάστορας, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον σπουδαίο καλλιτέχνη σε διαφήμιση γνωστής μάρκας καφέ, αποχαιρέτησε τον Διονύση Σαββόπουλο με μια συγκινητική ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, «με κάνα δυο στιχάκια του για πρόσχημα» άλλαζε τον κόσμο μας, έθετε ερωτήματα και μας οδηγούσε σε απαντήσεις, σε μονοπάτια που μόνο ένα λαμπρό μυαλό σαν το δικό του μπορούσε να ανακαλύψει.
Σε ευχαριστούμε για όλα Νιόνιο! Κατάφερες όσα δεν μπορούν να καταφέρουν οι μπροστάρηδες. Να ενώσεις μια ολόκληρη Ελλάδα με τα τραγούδια σου.

Για την απώλεια του σπουδαίου Διονύση Σαββόπουλου μίλησε, ο Γιώργος Θεοφάνους στον αέρα της εκπομπής #Buongiorno.
Πώς μπορεί να ονομαστεί καλή η σημερινή μέρα; Είναι δύσκολο να αποχαιρετάς ανθρώπους που τους έχεις μέσα στην καρδιά σου, είναι σαν να ξεριζώνεις ένα κομμάτι από μέσα σου. Πάντα ο Νιόνιος έλεγε ότι τα τραγούδια θα ζουν για πάντα.
Το τραγούδι δεν είναι φτωχότερο από σήμερα, είναι πάμπλουτο… Είχε μεγάλη αγάπη και αγκαλιά για τους νέους τραγουδιστές. Βέβαια, δεν δεχόταν τον οποιονδήποτε, δεν ήταν εύκολος άνθρωπος, ήταν αυστηρός και καλά έκανε. Ήταν δάσκαλος για όλους μας
Τη βαθιά της συγκίνηση για το «φευγιό» του Διονύση Σαββόπουλου την Τρίτη, μια μεγάλη απώλεια για το ελληνικό τραγούδι που σκόρπισε θλίψη στο πανελλήνιο, εξέφρασε η Χάρις Αλεξίου, η οποία είχε συνεργαστεί μαζί του.
Με μια ανάρτηση στο Facebook, η κορυφαία ερμηνεύτρια αποχαιρέτησε τον σπουδαίο δημιουργό, ευχαριστώντας τον «για την τροφή που έδωσες στο πνεύμα και στον λόγο μας»:
Είναι τεράστιο το πένθος για την απώλειά σου λατρευτέ μας.
Η απουσία σου θα μας στοιχίσει αφάνταστα.
Θέλω να σου πω χιλιάδες ευχαριστώ για την τροφή που έδωσες στο πνεύμα και στον λόγο μας .
Κρατώ στην αγκαλιά μου το έργο σου και ό,τι υπήρξες, σαν φάρο στα σκοτάδια μου.
Η Άννα Βίσση η ανέβασε ένα βίντεο από την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, το 2004 με τον σπουδαίο τραγουδοποιό και συγκινεί με τα λόγια της.
Κάποτε σε μια αξέχαστη βραδιά στην καρδιά της Αθήνας με τον Νιόνιο
Η Ελευθερία Αρβανιτάκη έδωσε το «παρών» στην παρουσίαση της νέας ποιητικής συλλογής της επί χρόνια συνεργάτιδά της, Λήδας Ρουμάνη. Με αφορμή το γεγονός μίλησε στην κάμερα του #StarBreakfast και στον Ηλία Σκουλά για την απώλεια του Διονύση Σαββόπουλου.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν ο μέντοράς μου, ο ήρωάς μου. Ήταν ένας άνθρωπος που τον αγάπησα βαθιά και η απώλεια του έχει να κάνει πια με τη διανόηση στην Ελλάδα. Ήταν ταυτόχρονα λαϊκός και εστέτ. Ήταν μια τεράστια προσωπικότητα, τον προσκυνούσα πάντα. Τον παρακολουθούσα πάντα. Θα λείψει από μία ολόκληρη γενιά
Ο Μάριος Φραγκούλης μιλά στην κάμερα του #StarBreakfast για την απώλεια του Διονύση Σαββόπουλου, αλλά και τα σχόλια του Αντώνη Ρέμου για τη Μαρινέλλα.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε σπουδαίος τραγουδοποιός και δάσκαλος για όλους μας. Μεγαλώσαμε με τα τραγούδια του. Είχα τη χαρά να παίξουμε μαζί στη σκηνή. Ήταν σπουδαίος, γεμάτος χαρά και όρεξη για τη μουσική. Τον αγαπούσα, ήταν η Ελλάδα όλη
Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη συντετριμμένη αποχαιρέτησε τον τραγουδοποιό συγκινώντας με την ανάρτησή της στο Instagram
Διονύση μου καλλιτέχνη μου! Τι βόμβα έσκασε στη ψυχή μου μόλις προσγειώθηκα στο Καναδά… Απίστευτο…
Τι να πρωτοθυμηθώ: τις παραστάσεις μας στη Πλάκα, τη “Ρεζέρβα”, τα τραγούδια της, το στούντιο, τις πρόβες, τις συζητήσεις, το “Μυστικό τοπίο” στο Μέγαρο, τη πρώτη εθελοντική συναυλία για το 2004 και τη τελετή λήξης, το δημόσιο “ευχαριστώ” σου για τη συναυλία του φορτηγού στο κορωνοιό (που κατάλαβες αμέσως γιατί το έκανα) και ήσουν ο μόνος με θάρρος από όλο το καλλιτεχνικό “κόσμο” που πήρε θέση.
Δεν θα ξεχάσω τη φωνή σου, τις συμβουλές, το τεράστιο χιούμορ σου, την αστείρευτη εξυπνάδα σου, το πηγαίο ταλέντο σου, τα μοναδικά σου τραγούδια που στολίζουν τις συναυλίες μας… Άφησες τεράστια παρακαταθήκη.
Σε ευχαριστώ για ό,τι έζησα μαζί σου, κόσμημα στη ψυχή μου. Λυπάμαι αφάνταστα που δεν θα σε αποχαιρετήσω… ούτως ή άλλως δεν μου αρέσουν οι αποχαιρετισμοί με κόσμο… Θα ζεις στη καρδιά μου. Σαν το παράπονο στη φράση “Εδώ και τώρα….”.
Διονύση μου αγαπημένε… Νιόνιο μου…
Και έτσι ας καίνε οι λαμπάδες στα μονοπάτια στα βουνά και εσύ πάντα θα επιστρέφεις κάθε στιγμή παντοτινά… Άδεια μου αγκαλιά.

Με ένα βαθιά συγκινητικό κείμενο γεμάτο αναμνήσεις, μουσική, όνειρα και ευγνωμοσύνη, ο Κωστής Μαραβέγιας αποχαιρέτησε δημόσια τον Διονύση Σαββόπουλο.
Μεσημέρι Φεβρουαρίου 2003. Μόλις έχω επιστρέψει από τις σπουδές στην Ιταλία, με φτηνή δικαιολογία στην πρωινή δουλειά παίρνω το αμάξι και πάω σφαίρα Κυψέλη. Αναποδογυρισμένες ψάθινες καρέκλες πάνω σε τραπέζια στην ταβέρνα Μύθος στην οδό Ύδρας. Μπαίνω μουσκίδι από τη βροχή ενώ η οντισιόν με τίτλο “τραγούδια για νέους τροβαδούρους” έχει ξεκινήσει. Θα τον δω από κοντά για πρώτη φορά. Κατά καιρούς από τα φοιτητικά μου χρόνια ακόμη , είχα συχνά ένα περίεργο όνειρο όπου επαναλαμβανόταν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Βρισκόμουν λέει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με κόκκινο φως και τζαμάραμε ενώ πίναμε μπάφους, ο Τζιμ Μόρισον, ο Τομ Γιόρκ, η Μαντόνα κι ο Σαββόπουλος. Με τη Μαντόνα δε, πολύ συχνά φασονόμασταν. Μετά ξυπνούσα πανευτυχής και λίγο ζαλισμένος και βγαίνοντας από το σπίτι είχα την αυτοπεποίθηση του ροκ σταρ.
Ο Σαββόπουλος τώρα μπροστά μου, στο ξύπνιο μου. Ίσα που αχνοφαίνεται ανάμεσα στα πόδια καρεκλών και στα ντουμάνια από το πούρο του και τα τσιγάρα. Ο συνάδελφος τραγουδιστής με τη μοϊκάνα τραγουδάει το “Άγγελος Εξάγγελος” με μπρίο και ζωντάνια αλλά με πολύ γκάζι, αμάν λέω, μας παίρνει τα αυτιά αυτός, αποκλείεται να τον πάρουν. Κάπου κάπου ξεροκαταπίνει είτε από το άγχος που τραγουδάει μπροστά στον “μύθο” Σαββόπουλο, είτε από το λαιμό που βάζει στη φωνή, είτε από το πούρο του Σαββόπουλου. Σαν Αγγελοπουλική σκηνή με ανάμικτη μυρωδιά Αβάνας και ποτισμένης ρετσίνας από τα τραπέζια καθώς ο “Μύθος” λειτουργούσε τα βράδια κανονικά.
Τον έχω το συνάδελφο σκέφτομαι. Έχω φέρει το 120άρι 15κιλο ακορντεόν για να εντυπωσιάσω. Είναι η σειρά μου. Ανεβαίνω και το παίζω άνετος αν και με σουβλίζει η μέση μου με τόσα κιλά πάνω μου. Θυμάμαι συνεχώς το όνειρο κι αισθάνομαι μάλλον περισσότερη άνεση από όσο θα έπρεπε μιας και αυτό το έχω κάνει άπειρες φορές στον ύπνο μου. Ο Σαββόπουλος κοιτάζει τα χαρτιά του. Είμαστε πολλοί οι υποψήφιοι. Είμαι ο τελευταίος για σήμερα. “Τι θα ακούσουμε;” με ρωτάει. Περιμένω να με κοιτάξει. Έχοντας και λίγη αύρα από Μαντόνα, το βλέμμα μου εμπεριέχει έναν φάλτσο ερωτισμό, μάλλον παρεξηγήσιμο. Περιμένω να κοιτάξει και μετά να του πω. Γυρίζει το κεφάλι προς την αυτοσχέδια σκηνή της ταβέρνας. “Τους μάγους” του λέω, ενώ έχω ήδη τα χέρια μου στα πλήκτρα του ακορντεόν. Φυσικά και δεν πήγα με τα σουξέ του αλλά διάλεξα αυτό που δεν θα περίμενε. “Σε μια στιγμή ανάβουν τα φώτα, κι η μουσική μας φέρνει τους μάγους στη σκηνή”, με ακορντεόν όσο πάει πιο ανοιχτό, με φωνή ροκά που κανονικά δεν έχω, για να με ακούσει και το φρικιό που έχει μείνει για να με δει, τινάζω και το κεφάλι πίσω να δει σκηνική παρουσία, με σταματάει κουνώντας το χέρι με το πούρο κάνοντας σινιάλα καπνού. “Ωραίο”, κάνει μεγάλη παύση. Δεν τρελάθηκε. Ξαναδιαβάζει τα χαρτιά του, “βλέπω εδώ πως τραγουδάς και Ιταλικά;”, “Ναι” του λέω, με την αυτοπεποίθηση μου να έχει τσακιστεί.
“Sapore di sale, sapoρe di mare” του τραγουδάω. Σκάει χαμόγελο, αφήνει για λίγο το πούρο στο τασάκι. Σταυρώνει τα χέρια. Συνεχίζει αυτό το τρυφερό χαμόγελο γλύκας και νοσταλγίας. Ίσως κάτι του θύμιζε. Το λέω όλο. Μου πιάνει κουβέντα για την Ιταλία, για τον Τζίνο Πάολι, για τον Πάολο Κόντε, μέχρι και για τον Σαλβατόρε Σκιλάτσι και τη Γιουβέντους είπαμε. Την πήρα τη δουλειά σκέφτομαι. Ο Σαββόπουλος παίρνει τον χρόνο του, “ωραία” μου λέει, “θα σε ξαναδώ με άλλους τρεις υποψήφιους που ξεχώρισα για να κρατήσω τον έναν”. Έφυγα σχεδόν ηττημένος.
Ξαναπήγα. Μια εβδομάδα μετά. Αυτή τη φορά στο στούντιο “Μύθος”. Ακτιβώς πάνω από την ταβέρνα. Πάλι το φρικιό δίπλα μου. Κι άλλοι δυο συνάδελφοι επίσης. Μου ξαναζήτησε ιταλικά τραγούδια, αυτή τη φορά του είπα το a Casa d’ Irene, αυτό ήθελε. Πάλι σταύρωσε τα χέρια και με άφησε να το πω όλο. Πάλι κάτι νοσταλγούσε.
Μας απάντησε μια εβδομάδα μετά. “Κατ’ εξαίρεση λέει, ενώ ήθελα έναν, θα πάρω κι εσένα για να λέμε και κανα ιταλικό στην παράσταση”. Πήρε κι εμένα πήρε κι αυτόν με τη μοϊκάνα.
Δευτέρα πρωί παραιτούμαι από την πρωινή δουλειά και ξεκινάω, από την ταβέρνα στα φωνητικά και τα χορευτικά στο Ηρώδειο, στις αμήχανες σιωπές γύρω από την άδεια πισίνα στο ξενοδοχείο μετά το Δίον στην Κατερίνη, συγκάτοικος στο δωμάτιο με τον Πάνο με τη μοϊκάνα, Αχαρνείς πάνω σε ξύλινη εξέδρα σε πλατεία στη Λούτσα ενώ μαρσάρουν δίπλα παπάκια με τρύπιες εξατμίσεις, στο Καλλιμάρμαρο μαζί μπορούμε, ένα άδειο Ιντεάλ με 4 θεατές εμένα και τον κύριο Διονύση, εκεί κάτι πήγε λάθος, ναι μετά από κάποια χρόνια βρήκα το θάρρος να τον αποκαλώ κύριε Διονύση κι όχι κύριε Σαββόπουλε, στη Σπάρτη, στη Θάσο, παντού περιοδεία, συναυλία στην Ιαπωνία όπου δεν πήγα γιατί τότε ήμουν αεροφοβικός, συναυλία στη Βιέννη όπου πήγα οδικώς.
Περάσαν τα χρόνια, αραιά πια στο τηλέφωνο, λίγες επισκέψεις στο σπίτι, έκανα την υπέρβαση ενώ πήγαινα για μισό αιώνα ζωής, τον αποκαλούσα πια Διονύση σκέτο με ενικό, αν και που και που μου ξέφευγε κι ένα κύριε Διονύση, σαν να μην ήμουν σίγουρος πως έχω εξοικειωθεί με το τι πρεσβεύει ο Σαββόπουλος για μένα, για τους φίλους μου, τους γονείς μου, τη χώρα μου. Σαν να μην μπορούσα εύκολα να προσγειώσω μπροστά μου έναν μύθο που βλέπω ακόμη στα όνειρα μου και είχα την ευλογία να τον συναντήσω στα πρώτα μου μουσικά βήματα στην Ελλάδα. Χθες το βράδυ με κάλεσε ο Πάνος να μου πει πως έφυγε. Έκανα μεγάλη παύση. Ήθελα να κλάψω αλλά συγκρατήθηκα. Το ίδιο κι εκείνος.
Κύριε Διονύση, σας αγαπώ πολύ. Ευχαριστώ για όλα...

Η Βούλα Πατουλίδου αποχαιρέτησε τον Διονύση Σαββόπουλο με ένα συγκινητικό μήνυμα στα social media
Την ώρα που έτρεχα στη Βαρκελώνη, εκείνος ύψωνε τη φωνή του στη Λευκωσία σε συναυλία του Σταύρου Κουγιουμτζή.
Κι ανάμεσα στη μουσική και τα χειροκροτήματα, είπε: “Η αθλήτρια Βούλα Πατουλίδου από τη Φλώρινα πήρε χρυσό μετάλλιο στα εκατό μέτρα μετ’ εμποδίων. Ζήτω η Ελλάς, ζήτω ο Βορράς της όπου κι αν βρίσκεται”.
Έτσι έμαθαν πολλοί για εκείνη τη στιγμή — μέσα από τη φωνή του.
Μια φωνή που ένωνε, που τραγουδούσε Ελλάδα, που έδινε ψυχή στις λέξεις. Ευχαριστώ, αγαπημένε Διονύση, που με τη μουσική σου έδινες ρυθμό στις στιγμές μας και φως στα όνειρά μας. Ζήτω η Ελλάς, ζήτω ο Βορράς ζήτω κι εσύ, όπου κι αν βρίσκεσαι.

Με λόγια απλά αλλά γεμάτα συναίσθημα, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης αποχαιρέτησε τον Διονύση Σαββόπουλο, θέλοντας να τιμήσει τον σπουδαίο δημιουργό που σφράγισε με το έργο του τη σύγχρονη ελληνική μουσική.
Μέσα από την ανάρτησή του, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης αποτύπωσε την εκτίμηση και το σεβασμό μιας ολόκληρης γενιάς προς έναν καλλιτέχνη που σημάδεψε την ελληνική ψυχή με τα τραγούδια του.
Αυτός που πέθανε προχθές
στην έσκασε και μην τον κλαις
Όποιος με το θαύμα ζήσει
Δεν πεθαίνει, θα γυρίσει
(Γραμμένο από τον ΔΣ για τον Κουν, τόσο ταιριαστό στον ίδιον)

Ο Φοίβος Δεληβοριάς, εμφανώς συγκλονισμένος, μιλά για τον Διονύσης Σαββόπουλο ως έναν ποιητή, μύστη και «κανονικό τρελό», έναν άνθρωπο που ένωνε τα αντίθετα και περιείχε «όλους μας».
Αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά, δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να μου δώσεις». Γιατί μπορεί να προετοιμαζόμουν καιρό γι’ αυτή την αναχώρηση -τις τελευταίες μέρες κιόλας την αισθανόμουν κάτω από κάθε βήμα που άκουγα- να όμως που ήμουν εντελώς απροετοίμαστος. Κάθομαι, λοιπόν -με την καρδιά μου να «αιμορραγεί σαν τον ουρανό»- να βγάλω λίγο από το χρέος, να αγγίξω λίγη από την ομορφιά, να νιώσω κάτι απ’ την πληγή, ν’ αφουγκραστώ λιγάκι απ’ την μεγάλη γιορτή που σε τόσα τραγούδια του ονειρεύτηκε. Αυτήν που «ο Όλιβερ Τουίστ και ο Αδόλφος», «ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ και ένας hippie», «η Παρθένα και ο Σατανάς» «πίνουν από το ίδιο το ποτήρι» και «πετούν αγκαλιασμένοι μακριά».
Ο Σαββόπουλος μας περιείχε όλους. Είπε ένα τραγούδι για τον καθέναν από μας. Αν αισθάνθηκαν κάποιοι άνθρωποι προδομένοι από κείνον, ήταν επειδή ήταν τόσο σίγουροι ότι τραγουδάει για κείνους μόνο –και, έκπληκτοι, την επόμενη μέρα, ανακάλυπταν πως το επόμενο τραγούδι του μιλούσε και για τον διπλανό τους, τον αντίθετό τους.
Παρέες παιδιών του 114, παρέες ροκάδων, γενναίοι του αντιδικτατορικού αγώνα, αριστεροί και πληγωμένοι απ’ την αριστερά, ιερείς, αποσυνάγωγοι του ’70 και φλώροι του ‘90, όλοι λίγο-πολύ (χώρια όμως ο ένας απ’ τον άλλον) περπάτησαν μια νύχτα μέχρι το ξημέρωμα, αναλύοντας κάποιον στίχο του, ταυτιζόμενοι ή διαφωνώντας με μιαν επιλογή του, αγγίζοντας για μια στιγμή το νόημα που πάντα υποψιάζονταν από μικροί, εκείνος όμως τους το είχε κάνει τόσο άμεσο.
Γιατί τι πιο άμεσο απ’ το «Φορτηγό», το «Περιβόλι», το «Βρώμικο Ψωμί», τους «Αχαρνής» και τη «Ρεζέρβα» και τα «Τραπεζάκια»; Όλα πράγματα σύνθετα και απρόσιτα, δύσκολα σαν τον τραυλό στον «Μπάλλο», σαν το «παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει» στο «Μυστικό Τοπίο», σαν τα ανάποδα φλάουτα στην «Μαύρη Θάλασσα», σαν τα ακόρντα και τα στοιχειωμένα στιχουργικά μέτρα στο «Μακρύ Ζεϊμπέκικο». Κι όμως, όλα να χτυπάνε κατ’ ευθείαν κέντρο. Ποιητικό κέντρο, μουσικό κέντρο, φιλοσοφικό, πνευματικό. Ανθρώπινο και πέρα από τον άνθρωπο.
Ένα ιερό αμφίβιο είναι το έργο του Σαββόπουλου, κάτι που ακουμπούσε και στην εδώ ζωή και στην επέκεινα. Κι αυτός ένας κανονικός τρελός, ο πιο τρελός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ, ένας απρόσιτος με μάτια που δεν έβλεπαν εδώ, έτοιμος κάθε στιγμή να καταστρέψει τη ζωή, να τη ρεζιλέψει και να τη χάσει μέσα από τα χέρια του, για να τη λατρέψει το ίδιο βράδυ στη σκηνή, με ένα δόσιμο ακαταμάχητης τρυφερότητας και πάθους.
Είχα την περίεργη τύχη, 15χρονος, να δω την απόλυτη, σκληρή απογύμνωση και διαπόμπευσή του στο «Κούρεμα» στο ΖΟΟΜ της Πλάκας. Κόσμος ελάχιστος, ορκισμένων πρώην θαυμαστών του, που του πετούσε δεκάρικα και τον έβριζε, ενώ εκείνος, κουρεμένος, με μια εικόνα μέσου ανθρώπου περιέργως αποκρουστική στο ερωτευμένο με την τέχνη του ασυνείδητό μας, τραγουδούσε το «Εμείς του ‘60» και τους «Κωλοέλληνες» και έβαζε την Αρβανιτάκη με δυο όργανα να λέει αμέσως μετά το «Γεννήθηκα για να πονώ και για να τυραννιέμαι».
Εκεί τον αγάπησα ακόμα πιο πολύ, δεν αισθάνθηκα καμιά «προδοσία» στην συμπεριφορά του. Αντίθετα, αισθάνθηκα μιαν αποτρόπαιη τιμιότητα. Έδειχνε στους ανθρώπους του ποιος ήταν και ποιος είχε γίνει, ποιοι ήταν στο όνειρό τους και ποιοι ήταν στον καθρέφτη τους. Και δεν ήταν καθόλου ωραίο αυτό. Κυρίως γιατί μέσα στην βίαιη αυτή πράξη τα τραγούδια του είχαν γίνει λίγο σα δηλώσεις, σαν εκθέσεις ιδεών, μέσα σε όλα όσα είχε «κουρέψει» ήταν η ποιητική του απόλυτη ελευθερία.
Κι όμως και μέσα στο ύστερο έργο του, αυτό που έπεται του περίεργου αυτού «αποχαιρετισμού» στον νεανικό εαυτό του, υπάρχουν στιγμές που δεν γίνεται να συγκριθούν με τίποτε άλλο, κανενός άλλου. Η πρόζα στον «Μονομάχο», το «Φως στις 10 το πρωί» , ο «Χρονοποιός». Καθαρόαιμα, ουρανοπρεπή αριστουργήματα. Και φυσικά, καθόλου αταίριαστα με τη θυσία του.
Από μιαν άλλη «ευλογία που αγνοώ» τον έζησα πολύ κι από κοντά. Δουλέψαμε μαζί ολόκληρες σεζόν, μικρός συνοδοιπόρος του εγώ το ’96 στη «Σφεντόνα» και στην καλοκαιρινή του περιοδεία, καλεσμένος μου κι αυτός 3 σεζόν στην «Ταράτσα». Την 2η μάλιστα σεζόν του έδωσα τον χώρο για 6 Δευτέρες για να κάνει ό,τι πιο δικό του ήθελε. Μου λέει «Θα κάνω ό,τι πιο δικό μου: θα πω τραγούδια άλλων. Πάντα ήθελα να ήμουνα οι άλλοι. Ήταν όπως εγώ, αλλά ωραίοι». Κι έκανε ένα πρόγραμμα πραγματικά συγκινητικό, όπου τραγούδησε από Μάρκο σε Μίκη κι από Κραουνάκη σε Μάλαμα και Παπακωνσταντίνου με μια δική του, βραχνιασμένη παιδικότητα. «Όλα εκείνα που αγαπώ ειν’ αλλονών κι αλλιώς φαντάζουν».
Κι όμως , εμείς που γράψαμε ύστερα απ’ αυτόν, μάθαμε ότι είμαστε οι εαυτοί μας μέσα απ’ τα δικά του τραγούδια. Ήταν σαν κι αυτούς τους gamers που έχουνε φτάσει το παιχνίδι ως το τέλος και συναντάς τα χνάρια τους σε κάθε πίστα, και τους ρωτάς κάθε φορά πώς τα κατάφεραν. Όταν τον ρωτούσα, γινόταν ξαφνικά παιδί. Ήθελε, αίφνης, να μου τα χαρίσει όλα. Και πιστεύω το ίδιο θα έζησαν κι ένα σωρό «νεοι κανταδόροι», όπως υπέροχα αποκαλούσε τους νεαρούς συντρόφους του στους «Αχαρνής».
Διαφώνησα μαζί του; Μα φυσικά, πολλές φορές, όπως με όλους τους ανθρώπους που αγάπησα. Πολλά πράγματα στα οποία εκείνος έβλεπε μια ελπίδα, εγώ τα έβρισκα δυσοίωνα, κουμπωνόμουν. Δεν διανοήθηκα, όμως, ποτέ να τον κανιβαλίσω. Γιατί ήταν μια ιδιοφυία, ένας αληθινός καλλιτέχνης που έλεγε τη γνώμη του, πληρώνοντας το κόστος με τον ίδιο του τον θρόνο. Και γιατί το έργο του, το φωτεινό του έργο, δεν ήταν και δεν είναι μια εφήμερη γνώμη, δικιά του ή δικιά μας. Ήταν βγαλμένο απ’ το αίμα της καρδιάς, απ’ τον «ουρανό που αιμορραγεί» και «μας αθωώνει».
Έτυχε πριν δυο μέρες να αναρτήσω εδώ ένα κείμενο για τα 100χρονα του Μάνου Χατζιδάκι. Να, λοιπόν, που ο πανδαμάτωρ χρόνος με κάνει να αναρτώ δίπλα του ακριβώς ένα κείμενο για κείνον. Και είναι τόσο ωραία ταιριαστό να τους βλέπω ξανά δίπλα-δίπλα, τον έναν πλάϊ στον άλλον, όπως τους είδα κάποτε και ζωντανά. Και αυτή η κοινή ζωή που ένωσε κι εμένανε κι εσάς μ’αυτούς τους δύο και μ’όλους τους άλλους κρίκους της «χρυσής αλυσίδας» της μεταπολεμικής Ελλάδας, είναι αυτή που θα μου δώσει καύσιμα και για την υπόλοιπη ζωή, με τα σκοτάδια που μας κυκλώνουν, αυτά της ύπαρξης κι αυτά του πλανήτη, που ξεφορτώνεται τόσο εύκολα ό,τι τον έκανε για λίγο φωτεινό. Κι όμως, για να δανειστώ ξανά τα δικά του λόγια, «θα βρεθούμε κάποτε ξανά, με τα ίδια αυτά σώματα, με τα ίδια χαμόγελα», στο ίδιο τραπέζι, στο ίδιο περιβόλι. Και ο Διονύσης θα μας περιμένει εκεί, λυτρωμένος από τα βάρη της αρρώστιας μας, να «σμίξει παλιές κι αναμμένες τροχιές με το ροκ του μέλλοντός μας».
Γεια σου, ακριβέ κι αγαπημένε μου. Θα σου χρωστώ για πάντα όλο τον εαυτό μου –κι αυτόν που λέω πως έχω κι εκείνον που δεν ξέρω ακόμα.
Με μια λακωνική αλλά ιδιαίτερα συγκινητική ανάρτηση αποχαιρέτησε ο Νίκος Πορτοκάλογλου τον σπουδαίο καλλιτέχνη, Διονύση Σαββόπουλο, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών, το βράδυ της Τρίτης.
Έχω χάσει εδώ και χρόνια τους δύο γονείς μου. Σήμερα μένω για τρίτη φορά ορφανός
Με στίχους από τον «Καραγκιόζη» αποχαιρετά ο Αρκάς τον σπουδαίο Διονύση Σαββόπουλο στην καλημέρα που απευθύνει σήμερα προς τους διαδικτυακούς του φίλους.