Η είδηση για αυξήσεις «φωτιά» στα τσιγάρα και γενικότερα στα καπνικά προϊόντα που προωθείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει προκαλέσει ανησυχία σε αρκετούς πολίτες στην Κύπρο, δεδομένου ότι η χώρα μας με βάση πρόσφατα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν κατατάσσεται στη δεκάδα των χωρών με τους περισσότερους καπνιστές ανάμεσα στα κράτη μέλη, αφού σε ποσοστό αγγίζει το 33% για άτομα άνω των 15 ετών.
Η πρόταση προβλέπει εκτόξευση της μέσης τιμής πώλησης έως και άνω των επτά ευρώ ανά πακέτο, ενώ την ίδια ώρα επηρεάζονται όσοι καταναλώνουν στριφτά τσιγάρα, είδη άτμισης ή ακόμα και ηλεκτρονικά τσιγάρα, αφού σύμφωνα με την πρόταση υπάρχει εισήγηση για κλιμακωτή αύξηση και στα εν λόγω προϊόντα ανά διετία, που θα ξεκινά από το 2028 και θα ολοκληρώνεται το 2032.
Στόχος τους, όπως αναφέρει η έκθεση, είναι να μειωθεί η κατανάλωση καπνικών προϊόντων από τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθότι η χρήση καπνού παραμένει μία από τις κύριες αιτίες θανάτου που μπορούν να προληφθούν σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού προκαλεί περίπου οκτώ εκατομμύρια θανάτους κάθε χρόνο και συμβάλλει σε ένα ευρύ φάσμα καρκίνων, καρδιαγγειακών παθήσεων και αναπνευστικών προβλημάτων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη έχουν δεσμευτεί να μειώσουν τη χρήση καπνού προκειμένου να βελτιώσουν τη δημόσια υγεία. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη δέσμευση, το σχέδιο για καταπολέμηση του καρκίνου έχει θέσει ως στόχο τη δημιουργία μιας γενιάς χωρίς καπνό έως το 2040, με λιγότερο από 5 % του πληθυσμού να κάνει χρήση καπνού.
Από το 2020 όταν άρχισε αυτή η προσπάθεια, διαπιστώνεται ότι η χρήση καπνού στην ΕΕ έχει μειωθεί σταθερά, αν και σε διαφορετικό βαθμό ανάμεσα στα κράτη μέλη. Για παράδειγμα, το 2006, το 31 % των πολιτών της ΕΕ (ηλικίας 15 ετών και άνω) δήλωσαν καπνιστές. Μέχρι το 2023, το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί στο 24 %. Η μείωση αυτή μπορεί να αποδοθεί σε ένα συνδυασμό μέτρων πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων επισήμανσης βάσει της οδηγίας για τα προϊόντα καπνού και των περιορισμών στη διαφήμιση που επιβάλλει η οδηγία για τη διαφήμιση των προϊόντων καπνού.
Σύμφωνα με την έκθεση, «οι τιμές, συμπεριλαμβανομένων των φόρων καπνού, έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο, με μια πρόσφατη μελέτη να εκτιμά ότι περίπου το 40 % της μείωσης του καπνίσματος στην ΕΕ μπορεί να αποδοθεί στους φόρους καπνού».
Η πρόταση που κατατέθηκε διαπιστώνει ότι η αγορά καπνού έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό από την έγκριση της τρέχουσας οδηγίας του 2011, για τη φορολογία καπνού. Ειδικότερα, η εμφάνιση και η αυξανόμενη δημοτικότητα νέων προϊόντων έχει αλλάξει τις καταναλωτικές συνήθειες:
• υγρά για ηλεκτρονικά τσιγάρα·
• προϊόντα καπνού που θερμαίνονται (ο καπνός ή ένα σχεδόν υποκατάστατο θερμαίνεται αντί να «καίγεται» και απελευθερώνει ένα ατμό)·
• άλλα καπνικά προϊόντα (για παράδειγμα, καπνός για μάσημα και ρινικός καπνός)·
• σακουλάκια νικοτίνης και άλλα προϊόντα νικοτίνης).
«Τα προϊόντα αυτά δεν καλύπτονται από την ισχύουσα οδηγία, γεγονός που οδηγεί σε ασύμβατες ερμηνείες σχετικά με τη φορολογική τους ταξινόμηση και μεταχείριση, καθώς και την κάλυψή τους από το σύστημα κυκλοφορίας και ελέγχου των ειδών που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (EMCS – σύστημα παρακολούθησης και ιχνηλάτησης της ΕΕ) για την κυκλοφορία ειδών που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης», αναφέρει η πρόταση.
Σημειώνεται ότι τι δεδομένη στιγμή, η ισχύουσα οδηγία προβλέπει ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης που επιβάλλεται στα τσιγάρα πρέπει να αντιπροσωπεύει σε κάθε κράτος μέλος τουλάχιστον το 60 % της σταθμισμένης μέσης λιανικής τιμής πώλησης (WAP) και να μην είναι μικρότερος από 90 ευρώ ανά 1.000 τσιγάρα.
Διαπιστώθηκε εξάλλου ότι αν και τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν ορίσει τους δασμούς για τα τσιγάρα σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από τα ελάχιστα επίπεδα της ΕΕ, υπάρχουν σημαντικές διαφορές σε ολόκληρη την ΕΕ. Αρκετά κράτη μέλη εφαρμόζουν συντελεστές που υπερβαίνουν το διπλάσιο του απαιτούμενου ελάχιστου, με αξιοσημείωτες αποκλίσεις – όπως η Ιρλανδία με φορολογίες άνω των 500 ευρώ ανά χίλια τσιγάρα ή η Γαλλία με φόρο 400 ευρώ ανά χίλια τσιγάρα

Αυξήσεις φωτιά σε όλα τα είδη
Πιο κάτω, παρουσιάζονται οι αυξήσεις στα προϊόντα που προτείνονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για παράδειγμα στα τσιγάρα προτείνεται οριζόντια κι όχι κλιμακωτή αύξηση από το 2028, που θα αγγίζει τo 63% της μέσης τιμής πώλησης, που εάν υπολογίσει κάποιος ότι είναι 4.60 ευρώ ανά πακέτο, σημαίνει πως θα εκτοξευτεί στα 7.50 ευρώ, εάν περάσει η συγκεκριμένη πρόταση.
Την ίδια ώρα, οι ράβδοι ατμίσματος από 4.20 που είναι η μέση τιμή σήμερα θα αυξηθούν στα 6.10 ευρώ σε πρώτη φάση το 2028, ακολούθως σε 6.30 ευρώ το 2030, για να αγγίξουν τα 6.50 ευρώ το 2032.
Εντυπωσιακή άνοδο αναμένεται να επιδείξει και η αγορά τυλιχτών τσιγάρων, αφού ενδεχομένως να ανέλθουν σε 13 ευρώ ανά πακέτο, εάν συνυπολογίσει κάποιος ότι η τιμή σήμερα είναι στα 8 ευρώ ανά πακέτο.

Στην πρόταση καταγράφονται και απόψεις της Τobacco Europe, η οποία εξέφρασε σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τις προτεινόμενες ελάχιστες τιμές, υποστηρίζοντας ότι υπερβαίνουν «αυτό που δικαιολογείται από την εξέλιξη του εισοδήματος των καταναλωτών και τα οικονομικά στοιχεία, με κίνδυνο να προκληθούν ανεπιθύμητες συνέπειες, όπως μείωση των εσόδων από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και αύξηση του παράνομου εμπορίου».
Από την άλλη, η Ένωση Ευρωπαϊκών Οργανώσεων κατά του Καρκίνου (ECL) επαίνεσε την Επιτροπή για την υποβολή μιας φιλόδοξης αναθεώρησης, όπως την χαρακτήρισε, ως ένα κρίσιμο βήμα προς την επίτευξη του στόχου της ΕΕ για μια γενιά χωρίς καπνό.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Φωτιά στις τιμές των τσιγάρων βάζει η ΕΕ-Σχέδιο για φόρο μέχρι και €3, μπορεί να ξεπεράσει τα €7 το πακέτο
Παράνομο εμπόριο και Κύπρος
Σημειώνεται πως στο επίκεντρο βρίσκεται και το ενδεχόμενο πρόβλημα του παράνομου εμπορίου σε περίπτωση αύξησης των φορολογιών, που για την Κύπρο θεωρείται εξέχουσας σημασίας, δεδομένου ότι αρκετοί πολίτες με τις υφιστάμενες τιμές μεταβαίνουν στο ψευδοκράτος για φτηνά τσιγάρα, τα οποία είτε διοχετεύουν στην αγορά, είτε χρησιμοποιούν για δική τους χρήση.
Σε περίπτωση που περάσει η εν λόγω πρόταση, είναι δεδομένο ότι πολύ περισσότεροι θα ψάξουν -παρότι παράνομες- εναλλακτικές λύσεις, με τα κατεχόμενα να θεωρείται η πιο εύκολη διαδρομή τη δεδομένη στιγμή, παρά τους ελέγχους που διενεργούνται από το Τμήμα Τελωνείων.
Η έκθεση παραθέτει μελέτη που έγινε στην Ολλανδία και μέσω της οποίας αξιολογήθηκε ο αντίκτυπος μιας σειράς αυξήσεων της φορολογίας καπνού στις Κάτω Χώρες το 2020, το 2023 και το 2024. «Παρότι αυτές οι αυξήσεις των φόρων συνέβαλαν στη μείωση της επικράτησης του καπνίσματος και ενθάρρυναν ορισμένους καπνιστές να σταματήσουν το κάπνισμα, η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι οι διασυνοριακές αγορές αυξήθηκαν σημαντικά. Μεταξύ 2020 και 2024, το μερίδιο των καπνικών προϊόντων που αγοράστηκαν στο εξωτερικό από Ολλανδούς αυξήθηκε κατά 30%. Οι ολλανδικές αρχές ζήτησαν την ενίσχυση της επιβολής των υφιστάμενων κανόνων που διέπουν τις διασυνοριακές αγορές καπνού στην ΕΕ».
Τονίζει ακόμα πως το παράνομο εμπόριο προϊόντων καπνού, συμπεριλαμβανομένης της παράνομης παραγωγής τσιγάρων και άλλων προϊόντων καπνού, εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή πρόκληση για τα κράτη μέλη της ΕΕ. «Αυτά τα παράνομα προϊόντα παρακάμπτουν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, με αποτέλεσμα την απώλεια φορολογικών εσόδων – με εκτιμήσεις που υποδηλώνουν ότι +/- 10 δισεκατομμύρια ευρώ σε έσοδα χάνονται κάθε χρόνο στην ΕΕ λόγω του παράνομου εμπορίου καπνού – και υπονομεύοντας τις ισότιμες συνθήκες ανταγωνισμού για τις εταιρείες καπνικών προϊόντων που συμμορφώνονται με τους κανόνες».
Επίσης, η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου έχει επιτρέψει στους παράνομους εμπόρους να πωλούν τσιγάρα και υγρά για ηλεκτρονικά τσιγάρα απευθείας και εύκολα στους καταναλωτές, τα οποία συχνά παραδίδονται μέσω ταχυμεταφορών, με ελάχιστο κίνδυνο ανίχνευσης. Πέραν των δημοσιονομικών επιπτώσεων, η παράνομη παραγωγή τσιγάρων και άλλων προϊόντων καπνού μπορεί επίσης να συνδεθεί με δίκτυα οργανωμένου εγκλήματος – που δραστηριοποιούνται εντός ή εκτός της ΕΕ και με την εκμετάλλευση ευάλωτων εργαζομένων σε παράνομες εγκαταστάσεις παραγωγής.
Τονίζει εξάλλου ότι τα συγκεκριμένα προϊόντα ενδέχεται να περιέχουν καπνό χαμηλής ποιότητας ή ακόμη και μολυσμένες ουσίες, θέτοντας σε περαιτέρω κίνδυνο την υγεία των πολιτών. Παρά την ενισχυμένη συνεργασία σε επίπεδο ΕΕ, ιδίως μέσω του EMCS και των οργανισμών της ΕΕ, όπως η Europol και η OLAF, το παράνομο εμπόριο τσιγάρων παραμένει ιδιαίτερα έντονο σε ολόκληρη την ΕΕ.
Όπως επισημαίνει «αν και μερικές φορές θεωρείται ότι η αύξηση των φόρων στον καπνό ενέχει τον κίνδυνο αύξησης του παράνομου εμπορίου, η Επιτροπή δηλώνει ότι "δεν υπάρχει άμεση αναλογικότητα μεταξύ των επιπέδων φορολόγησης και του επιπέδου του παράνομου εμπορίου", υποστηρίζοντας ότι ο κίνδυνος ανίχνευσης, η ικανότητα επιβολής των νόμων στα σύνορα και η αυστηρότητα των κυρώσεων είναι πιο σημαντικοί παράγοντες».