powered by inbusiness-news-logo cbn omada-logo celebrity-logo LOGO-PNG-108

Νέα καταδίκη ΕΔΑΔ, με κατσάδα σε Κακουργιοδικείο και Ανώτατο-Παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας Σήφη στην υπόθεση Ροδοθέου

«Μετά τη λήψη κατηγορητηρίου με πολλαπλές ονομαστικές αναφορές, το Δικαστήριο θα μπορούσε να είχε αποτρέψει το ζήτημα, διατάσσοντας την τροποποίηση του κατηγορητηρίου για την προστασία των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος, διασφαλίζοντας την ελαχιστοποίηση των αναφορών. Κυρίως, η ειδική διατύπωση - την οποία το ίδιο το Δικαστήριο περιέγραψε ως «πολύ συγκεκριμένες αναφορές στην άμεση και σαφή εμπλοκή» - σε συνδυασμό με τον όγκο των αναφορών, οδηγεί το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας». 

Αυτή ήταν μεταξύ άλλων η κατάληξη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο οποίο προσέφυγε ο Ιωσήφ Ιωσήφ άλλως Σήφης, μέσω των δικηγόρων του Κώστα Παρασκευά, Βίκτωρα Ακάμα και Γιάννη Πολυχρόνη, σε σχέση με την καταδικαστική απόφαση κατά των κατηγορουμένων Ντίντι Ρούντολφ και Άνταμ Αμπουραμαντάν, στους οποίους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 17 ετών για την απόπειρα φόνου του Νίκου Ροδοθέου που διαπράχθηκε τον Νοέμβριο του 2018 στη Λευκωσία. 

Μια απόφαση που επιχειρήθηκε αρχικά να ακυρωθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο, δεδομένου πως στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας αντί να αναφερόταν στην εμπλοκή τρίτου προσώπου, έκανε ονομαστική αναφορά στον Σήφη 99 φορές, με τον οποίο συνέδεσε τους δύο κατηγορούμενους τους οποίους και καταδίκασε, παρά το γεγονός πως κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, ο Σήφης δεν είχε ακόμη κατηγορηθεί. Ήταν για αυτό το λόγο που ο ένας εκ των δικηγόρων του, κ. Πολυχρόνης, είχε αναφέρει μεταξύ άλλων ενώπιον του Ανωτάτου πως η τελική ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, «είναι ξεκάθαρη ετυμηγορία ενοχής, κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας του», κάτι που σημαίνει πως ο κατηγορούμενος (σ.σ Σήφης) «βρέθηκε ένοχος πριν να διωχθεί ποινικά και χωρίς να του δοθεί το δικαίωμα υπεράσπισης μέσα από τη διαδικασία της ποινικής δίκης, η οποία να πληροί τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης σύμφωνα με το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης».

Ωστόσο, το Ανώτατο απέρριψε την προσφυγή, κάνοντας επίσης αρκετές αναφορές στο όνομα του Σήφη, με τις αποφάσεις να τον δείχνουν ως ηθικό αυτουργό, ανεξαρτήτως αν δεν είχε δικαστεί και καταδικαστεί, κάτι το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο για την προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Υπενθυμίζεται πως οι κατηγορίες εναντίον του Σήφη, τον οποίο η Αστυνομία και κατ΄ επέκταση η Κατηγορούσα Αρχή τον έδειχνε ως ηθικό αυτουργό του εγκλήματος, είχαν τελικά αποσυρθεί και η υπόθεση έκλεισε. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Το νομικό σταυρόλεξο για Σήφη, τα ερωτήματα του Δικαστή και στο βάθος... ΕΔΑΔ

Το ΕΔΑΔ στην απόφαση του, αναφέρει πως η υπόθεση αφορά κυρίως δυσμενείς αναφορές που περιέχονται σε απόφαση σχετικά με του συγκατηγορούμενους του αιτητή και εγείρει ζητήματα βάσει του άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης, κάνοντας αναφορά στα γεγονότα, από την ημέρα διάπραξης των αδικημάτων μέχρι την σύλληψη του Σήφη και την καταδίκη του Άνταμ και του Ρούντολφ. Όπως αναφέρει, στην καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, ο αιτητής αναφερόταν ονομαστικά ή με ψευδώνυμο (σ.σ Σήφης) περίπου 100 φορές.

 

Εκφράζοντας ανησυχία για τις πολυάριθμες αναφορές στο πρόσωπό του, ο προσφεύγων υπέβαλε στο Ανώτατο Δικαστήριο αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari προκειμένου να ελεγχθεί η καταδίκη των δραστών. Σε διαδικαστικό επίπεδο, υποστήριξε ότι το certiorari ήταν το μόνο διαθέσιμο ένδικο βοήθημα. Σε ουσιαστικό επίπεδο, υποστήριξε ότι οι αναφορές στην απόφαση συνιστούσαν σαφή δήλωση ενοχής του, διασφαλίζοντας ότι η δική του δίκη θα ήταν άδικη. Ισχυρίστηκε ότι οι δικαστές που θα τον δίκαζαν θα είχαν ήδη σχηματίσει άποψη περί ενοχής, αναγκάζοντάς τον να αποδείξει την αθωότητά του. Στις 14 Οκτωβρίου 2021 μονομελής σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση, κυρίως επειδή αφορούσε την καταδίκη άλλων. Στις 17 Ιανουαρίου 2022 πενταμελής σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επικύρωσε την απόφαση.

 

Στη συνέχεια το ΕΔΑΔ αναφέρεται στην παραπομπή του Σήφη ενώπιον Κακουργιοδικείου, το οποίο μεταξύ άλλων είχε αναφέρει σε ενδιάμεση απόφαση του, ότι οι αναφορές στο όνομα του, «ήταν αναπόφευκτες», προσθέτοντας πως «ήταν αναγκαίο να δικαστούν οι δράστες χωριστά, αφού ο προσφεύγων είχε διαφύγει στα κατεχόμενα και δεν ήταν δυνατό να συλληφθεί εγκαίρως». Περαιτέρω, καταγράφει το ΕΔΑΔ, «το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αναφορές έγιναν αποκλειστικά στο πλαίσιο της κρίσης περί ενοχής των δραστών· διαφορετικά, το όνομα του προσφεύγοντος θα αναφερόταν ρητά σε κάθε σημείο, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης επί της ποινής. Τόνισε ότι η απόφαση δεν διαπίστωσε τυπικά την ενοχή του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν δεσμευόταν ούτε επηρεαζόταν, συνειδητά ή ασυνείδητα, από άλλη αρχή. Διαβεβαίωσε ότι τα μέλη που θα δίκαζαν τον προσφεύγοντα θα ήταν αμερόληπτα και θα εκκινούσαν από λευκό χαρτί».

Από εκεί και πέρα, το ΕΔΑΔ αναφέρεται στην επικύρωση της καταδικαστικής ποινής στους δύο από το Ανώτατο, καθώς και στην απόσυρση των κατηγοριών εναντίον του Σήφη, ενώ στις 22 Σεπτεμβρίου 2023 γνωστοποιήθηκε η προσφυγή στην Κυβέρνηση και τον Γενικό Εισαγγελέα.

 

Στις 29 Φεβρουαρίου 2024 μέλος του γραφείου του Αντιπροσώπου της Κυβέρνησης έγραψε σε έναν από τους εκπροσώπους του προσφεύγοντος ρωτώντας αν, υπό το φως της απόσυρσης των κατηγοριών για ανθρωποκτονία, ο προσφεύγων προτίθεται να συνεχίσει την προσφυγή. Ο εκπρόσωπος έλαβε την επιστολή και υποσχέθηκε απάντηση εν ευθέτω χρόνω. Ο εκπρόσωπος έχασε την προθεσμία υποβολής παρατηρήσεων για το παραδεκτό και την ουσία. Στις 1 Μαΐου 2024 έγραψε στο Δικαστήριο ζητώντας συγγνώμη και εξηγώντας ότι αυτό οφειλόταν, μεταξύ άλλων, σε «διαπραγματεύσεις με το γραφείο του Αντιπροσώπου της Κυβέρνησης για πιθανή φιλική διευθέτηση».

 

Η πλευρά του αιτητή, επικαλέστηκε το άρθρο 6 § 2 της Σύμβασης, υποστηρίζοντας ότι, αναφερόμενο στο πρόσωπό του σε απόφαση που εκδόθηκε κατά άλλων, το Κακουργιοδικείο τον έκρινε ένοχο χωρίς δίκη, αποκλείοντας τη δυνατότητα δίκαιης δίκης.

Από την πλευρά του ο Γενικός Εισαγγελέας υποστήριξε ότι «η προσφυγή είναι απαράδεκτη ως κατάχρηση του δικαιώματος προσφυγής, εκπρόθεσμη, ασυμβίβαστη ratione materiae με τις διατάξεις της Σύμβασης και προδήλως αβάσιμη, καθώς και επειδή ο προσφεύγων δεν εξάντλησε τα εσωτερικά ένδικα μέσα και δεν είναι πλέον «θύμα» της προβαλλόμενης παραβίασης».

 

Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ο προσφεύγων προσπάθησε να παραπλανήσει το Δικαστήριο αποκρύπτοντας την απόσυρση των κατηγοριών ανθρωποκτονίας. Πρόκειται για κρίσιμη εξέλιξη, καθώς η δίκη επί των κατηγοριών αυτών βρίσκεται στον πυρήνα της καταγγελίας του. Κατά τη γνώμη της Κυβέρνησης, η καταχρηστική στάση αντανακλάται και από την έλλειψη ειλικρίνειας του εκπροσώπου, ο οποίος ισχυρίστηκε ψευδώς ότι είχαν λάβει χώρα συνομιλίες για φιλική διευθέτηση. Κατά την Κυβέρνηση, μετά την απόσυρση των κατηγοριών ανθρωποκτονίας, ο προσφεύγων δεν ήταν πλέον «κατηγορούμενος για ποινικό αδίκημα», οπότε το άρθρο 6 § 2 δεν είχε εφαρμογή και η καταγγελία κατέστη ασυμβίβαστη ratione materiae.

 

Επίσης, όπως καταγράφει στην απόφαση του το ΕΔΑΔ, η Κυπριακή Δημοκρατία υποστήριξε ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε πλέον να ισχυριστεί ότι ήταν θύμα της προβαλλόμενης παραβίασης, καθώς με την απόσυρση των κατηγοριών, δεν θα διεξαγόταν δίκη και, συνεπώς, δεν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να καταστεί άδικο από τις επίμαχες αναφορές. Επιπρόσθετα, ο Γενικός Εισαγγελέας υποστήριξε ότι η καταγγελία είναι προδήλως αβάσιμη, ενώ υιοθέτησε τα ευρήματα της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου και υποστήριξε ότι δεν διακρίνεται καμία διαπίστωση ενοχής του προσφεύγοντος στην απόφαση κατά των δραστών.

Ωστόσο, οι δικηγόροι του αιτητή, Παρασκευάς, Πολυχρόνης και Ακάμας, υποστήριξαν ότι ο πελάτης τους παρέμεινε θιγόμενος από την προβαλλόμενη παραβίαση, τουλάχιστον μέχρι την απόσυρση των κατηγοριών ανθρωποκτονίας.

 

Κατηγόρησε το Κακουργιοδικείο και την Κυβέρνηση για παρερμηνεία της προσέγγισης του Δικαστηρίου. Παρότι δεν χαρακτηρίστηκε ρητά ως «ένοχος», αναφέρθηκε 100 φορές στην πρώτη απόφαση και 37 φορές στη δεύτερη. Ο αριθμός των αναφορών καθιστά περιττή την ανάλυση καθεμιάς χωριστά· συνολικά δημιουργούν εντύπωση ενοχής, υπονομεύοντας τη δίκαιη δίκη. Χωρίς την εκτεταμένη εμπλοκή του, δεν θα ήταν δυνατή η καταδίκη των δραστών. Για να διασφαλιστεί το τεκμήριο αθωότητας, θα έπρεπε να δικαστούν από κοινού. Η επιλογή χωριστής δίκης θυσίασε τα δικαιώματά του προς χάριν της ταχείας έκδοσης αποφάσεων.

 

Το ΕΔΑΔ δεν διέκρινε κακή πίστη και, συνεπώς, κατάχρηση, ωστόσο σημειώνει στην απόφαση του, ότι οι κατηγορίες ανθρωποκτονίας σε βάρος του αιτητή αποσύρθηκαν λίγο πριν από τη γνωστοποίηση της προσφυγής στον Γενικό Εισαγγελέα, ενώ υπέδειξε πως έχει δικαιοδοσία επί του αντικειμένου, διότι κατά τον χρόνο των αναφορών στην απόφαση κατά των δραστών, ο προσφεύγων εξακολουθούσε να «κατηγορείται».

 

Η καταγγελία εγείρει σοβαρά ζητήματα πραγματικών και νομικών περιστατικών, απαιτούντα εξέταση επί της ουσίας. Δεν είναι προδήλως αβάσιμη

 

Στην παρούσα υπόθεση, το ΕΔΑΔ συμφωνεί ότι η έναρξη της δίκης των συγκατηγορουμένων πριν από τη σύλληψη του προσφεύγοντος ήταν πρόσφορη, αφού βρισκόταν στις κατεχόμενες περιοχές και ήταν αβέβαιη η παράδοσή του. Αναγνωρίζει επίσης ότι δεν υπήρξε τυπική διαπίστωση ενοχής, ότι το Κακουργιοδικείο δεν δεσμευόταν και δεσμεύτηκε να δικάσει εκ νέου. Ωστόσο, μετά τη λήψη κατηγορητηρίου με πολλαπλές ονομαστικές αναφορές, το Δικαστήριο, όπως αναφέρει το ΕΔΑΔ, θα μπορούσε να είχε αποτρέψει το ζήτημα, διατάσσοντας την τροποποίηση του κατηγορητηρίου για την προστασία των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος, διασφαλίζοντας την ελαχιστοποίηση των αναφορών. Κυρίως, η ειδική διατύπωση - την οποία το ίδιο το Δικαστήριο περιέγραψε ως «πολύ συγκεκριμένες αναφορές στην άμεση και σαφή εμπλοκή» - σε συνδυασμό με τον όγκο των αναφορών, οδηγεί το ΕΔΑΔ, όπως αναφέρει, στο συμπέρασμα ότι παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας. Ως εκ τούτου, το ΕΔΑΔ έκρινε πως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης.

 

Το Δικαστήριο, ομόφωνα, κηρύσσει παραδεκτή την καταγγελία βάσει του άρθρου 6 § 2 σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας και απαράδεκτο το υπόλοιπο της προσφυγής. 

 

Το ΕΔΑΔ, δεδομένου πως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης, καταδίκασε την Κυπριακή Δημοκρατία σε αποζημιώσεις ύψους 5000, συν τυχόν επιβαλλόμενους φόρους, για ηθική βλάβη, χρήματα τα οποία θα πρέπει να καταβληθούν εντός τριών μηνών.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Promotional Rep NewsFeed
ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
;