Η κοινοβουλευτική ήττα του τέως, πλέον, πρωθυπουργού της Γαλλίας Φρανσουά Μπαϊρού και η αντικατάστασή του με τον Σεμπαστιάν Λεκορνί πυροδότησε για ακόμη μια φορά φόβους για το οικονομικό μέλλον της χώρας και ξεκίνησε συζητήσεις για μια πιθανή προσφυγή του Παρισιού στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Δεν είναι μυστικό ότι τα δημοσιονομικά της Γαλλίας είναι προβληματικά. Το Παρίσι δεν έχει καταφέρει να μειώσει το δανεισμό από το τέλος της πανδημίας του κορωνοϊού, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να έχει πλέον αυξηθεί σε μη βιώσιμο επίπεδο.
Η Γαλλία καλείται επίσης φέτος -όπως και όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ- να αυξήσει τις στρατιωτικές τις δαπάνες, να προχωρήσει την ψηφιοποίηση του κράτους και να επενδύσει σοβαρά στην «πράσινη» μετάβαση.
Τα νέα αυτά… έξοδα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η χώρα δαπανά το 15% του ΑΕΠ της στις συντάξεις -ποσοστό που αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια, όσο γερνάει ο πληθυσμός της- δημιουργούν μια ασφυκτική πίεση στα δημοσιονομικά της Γαλλίας, που πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστεί.

Ο Φρανσουά Μπαϊρού παρουσίασε προ μηνών προϋπολογισμό λιτότητας, που μεταξύ άλλων προέβλεπε κατάργηση δύο εθνικών αργιών, «ψαλίδι» σε κοινωνικά επιδόματα και φοροελαφρύνσεις επιχειρήσεων, απολύσεις δημόσιων υπαλλήλων, καταβολή εισφοράς αλληλεγγύης και περικοπές στην Υγεία και τους Δήμους.
Οι προτάσεις του βρήκαν σθεναρή αντίσταση εντός του γαλλικού κοινοβουλίου και ήταν και ο λόγος που οδήγησε τελικά στην παραίτησή του.
Ο Μπαϊρού είχε προειδοποιήσει ότι η Γαλλία οδεύει προς μια οικονομική κρίση «αλά ελληνικά», ενώ ο υπουργός Οικονομικών του, Ερίκ Λόμπαρντ, υποστήριξε ότι το Παρίσι ενδεχομένως να χρειαστεί τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους.
Πόσο πιθανό είναι, όμως, αυτό το σενάριο;
«Non»
«Αποκλείεται» απαντά η πλειοψηφία των οικονομολόγων.
«Είναι δεδομένο ότι η Γαλλία αντιμετωπίζει πολιτική κρίση αλλά όχι και οικονομική» λέει ο Nicolas Véron, ανώτερος αναλυτής του think tank Bruegel και του Ινστιτούτου Peterson για τη Διεθνή Οικονομία, μιλώντας στο Euractiv.
Ειδικοί εξηγούν ότι η «αντιστροφή» των αποδόσεων των ελληνικών και γαλλικών ομολόγων οφείλεται στην αύξηση της εμπιστοσύνης της αγοράς στην Ελλάδα και όχι στην επιδείνωση της στάσης απέναντι τη Γαλλία.
«Ο ισχυρισμός του Λομπάρντ ότι το Παρίσι θα χρειαστεί να προσφύγει στο ΔΝΤ δεν έχει κανένα απολύτως νόημα» είπε χαρακτηριστικά ο Véron.
«Η Γαλλία είναι αυτή τη στιγμή ικανή να δανειστεί από τις αγορές, παρότι τα επιτόκια έχουν αυξηθεί αρκετά. Αλλά ακόμη και αν αυτό κάποια στιγμή αλλάξει, το ΔΝΤ δεν θα είναι η πρώτη γραμμή άμυνας. Πρώτη επιλογή θα είναι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, που άλλωστε δημιουργήθηκε για να επιβλέπει την οικονομική διάσωση χωρών της Ευρωζώνης» γράφει χαρακτηριστικά η ιστοσελίδα Politico.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ, που ήταν στο «τιμόνι» του ΔΝΤ κατά τη διάρκεια του ελληνικού μνημονίου.
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά την περασμένη εβδομάδα, «η Γαλλία δεν θα χρειαστεί τη βοήθεια του Ταμείου».
Ξεκαθάρισε, ωστόσο, ότι το Παρίσι πρέπει να βάλει σε τάξη τα δημοσιονομικά του.
Σε συνέντευξή της στο γαλλικό ραδιοφωνικό σταθμό «Classique», η Κριστίν Λαγκάρντ είπε ότι οι αγορές αξιολογούν τους κινδύνους στο σύνολό τους.
«Έχουμε δει τον κίνδυνο να αυξάνεται τις τελευταίες ημέρες» συμπλήρωσε η ίδια, λέγοντας παράλληλα ότι παρακολουθεί στενά τα σπρεντ των γαλλικών ομολόγων.
Εξήγησε δε, ότι το ΔΝΤ συνήθως ανταποκρίνεται σε αιτήματα χωρών που διατρέχουν άμεσο κίνδυνο και δεν μπορούν να πληρώσουν τα χρέη τους.
«Δεν ισχύει κάτι τέτοιο στη Γαλλία αυτή τη στιγμή… Το ΔΝΤ θα απαντούσε πιθανότατα ότι δεν πληρούνται οι όροι και θα έλεγε στο Παρίσι, “οργανωθείτε και βάλτε σε τάξη τα δημοσιονομικά σας"» τόνισε η κ. Λαγκάρντ.

Σε ανάλυσή της, η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal παραθέτει έναν ακόμη λόγο για τον οποίο το ενδεχόμενο διάσωσης της γαλλικής οικονομίας από το ΔΝΤ δεν είναι ρεαλιστικό:
«Το Ταμείο υποστηρίζει ότι έχει συνολική δυνατότητα δανεισμού ενός τρισ. δολαρίων. Το ποσό αυτό είναι επαρκές για να σταθεροποιήσουν την οικονομία χωρών όπως η Σρι Λάνκα ή το Πακιστάν. Η Ελλάδα, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή επιχείρηση διάσωσης μέχρι σήμερα, έλαβε περί τα 32 δισ. ευρώ απευθείας από το ΔΝΤ, και αυτό αποτελούσε μόνο ένα μέρος από του συνολικού πακέτου διάσωσης συνολικού ύψους 326 δισ. που απελευθερώθηκε τμηματικά μέσα σε πέντε χρόνια. Συγκρίνετε αυτά τα στοιχεία με το χρέος της Βρετανίας, που αγγίζει τα 3,8 τρισ. δολάρια, ή της Γαλλίας που φτάνει τα 3,1 τρισεκατομμύρια».
Το Politico εξηγεί επίσης πως το Παρίσι δεν θα ζητούσε βοήθεια από το ΔΝΤ και για πολιτικούς λόγους.
Και αυτό γιατί το Ταμείο θα απαιτούσε επώδυνα οικονομικά μέτρα, όπως αύξηση των φόρων και απολύσεις δημόσιων υπαλλήλων -ένα «τίμημα» που δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να πληρώσει η γαλλική κυβέρνηση και ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν.
Πηγή: cnn.gr