«Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Κατηγορούμενος κατά ή περί την 10.2.1995 εν γνώσει του και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό επίσημο έγγραφο, δηλαδή κατέθεσε στον Οργανισμό Νεολαίας Κύπρου πλαστό έγγραφο πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών B.S. in Civil Engineering San Diego State University των Η.Π.Α. παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως κάτοχο αυτού, ενώ γνώριζε ότι αυτό δεν ίσχυε στην πραγματικότητα (2η κατηγορία). Επίσης, κατά ή περί την 28.11.1996 εν γνώσει του και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό επίσημο έγγραφο, δηλαδή κατέθεσε στον Οργανισμό Νεολαίας Κύπρου πλαστό απολυτήριο του Λυκείου Αγίου Γεωργίου στη Λάρνακα, το οποίο είχε αλλοιωθεί, με αποτέλεσμα βαθμοί σε συγκεκριμένα μαθήματα, αλλά και ο γενικός βαθμός να φαίνονται πιο ψηλοί από ότι ίσχυε στην πραγματικότητα (6η κατηγορία). Τέλος, κατά τον ίδιο χρόνο με την 6η κατηγορία, ο Κατηγορούμενος εν γνώσει του και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό επίσημο έγγραφο, δηλαδή κατέθεσε στον Οργανισμό Νεολαίας Κύπρου πλαστό έγγραφο πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών B.S. in Civil Engineering San Diego State University των Η.Π.Α., το οποίο έφερε πιστοποίηση με σφραγίδες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Πρεσβείας των Η.Π.Α., παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως κάτοχο αυτού, ενώ γνώριζε ότι τόσο το έγγραφο, όσο και η πιστοποίηση και οι σφραγίδες δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα».
Τα πιο πάνω ήταν τα όσα εν τέλει αντιμετώπισε ο τέως Επίτροπος Εθελοντισμού Γιαννάκης Γιαννάκη, ο οποίος μετά από μια πολυτάραχη δίκη, με διαδοχικές αναβολές, αλλαγές δικηγόρων και... ένταλμα σύλληψης σε βάρος του, καταδικάστηκε σε τριετή ποινή φυλάκισης, χωρίς αναστολή, για τις τρεις κατηγορίες που παραδέχθηκε, που αφορούσαν την κυκλοφορία πλαστών εγγράφων, ενώ οι υπόλοιπες αποσύρθηκαν από την Νομική Υπηρεσία, η οποία εξαρχής δεν τον κατηγόρησε για τα χρήματα που λάμβανε όλα αυτά τα χρόνια.
Η αυλαία στην δίκη έπεσε το πρωί, με την Δικαστή Νικόλ Γρηγορίου να ανακοινώνει την απόφαση της, την οποία ο κατηγορούμενος άκουε με σκυφτό το κεφάλι, ενώ στο άκουσμα της ποινής του, ξέσπασε σε κλάματα.
Στην βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, η κ. Γρηγορίου ανέφερε πως στο πλαίσιο επιμέτρησης και εξατομίκευσης της ποινής προς όφελος του κατηγορούμενου, έλαβε μεταξύ άλλων υπόψη την παραδοχή του, αν και δεν ήταν άμεση, όπως υπέδειξε, ωστόσο εξοικονόμησε πολύτιμο δικαστικό χρόνο και δεικνύει έστω και σε προχωρημένο στάδιο έμπρακτα τη μεταμέλεια του.
Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι η παραδοχή ενοχής θα πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή, ούτως ώστε να αποτελεί κίνητρο για τους αδικοπραγούντες, το λευκό του ποινικό μητρώο σε συνάρτηση με την ηλικία του, την απολογία του που εκφράστηκε μέσω του συνηγόρου του, το χρονικό διάστημα που διέρρευσε τόσο από την τέλεση των αδικημάτων, όσο και από την ημερομηνία που κατηγορήθηκε γραπτώς, υπό το φως όμως όσων καταγράφονται στη συνέχεια σχετικά με την παράμετρο της καθυστέρησης.
Από την άλλη, επιβαρυντικά λειτούργησε για τον κατηγορούμενο το γεγονός ότι επέδειξε επαναλαμβανόμενη παραβατική συμπεριφορά, όπως αναφέρεται στην απόφαση, καθώς και ότι εξαπάτησε τις αρχές για ιδιοτελείς σκοπούς.
Δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι επί 30 συναπτά έτη ο Κατηγορούμενος λαμβάνει μισθό από τα δημόσια ταμεία, έχοντας εξασφαλίσει θέσεις εργασίας ισχυριζόμενος ότι κατείχε συγκεκριμένα προσόντα, χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και αποκτώντας προβάδισμα με αυτόν τον τρόπο έναντι των ανθυποψηφίων συμπολιτών του. Με κάθε σεβασμό προς τον Κατηγορούμενο, δεν θεωρώ ότι το γεγονός ότι ανταποκρίθηκε με επάρκεια σε συγκεκριμένα καθήκοντα του, επαρκεί για να αντισταθμίσει τον τρόπο με τον οποίο έθεσε τον εαυτό του σε πλεονεκτική θέση και κατά συνέπεια εξασφάλισε τις συγκεκριμένες θέσεις.
Με βάση το πιο πάνω, το Δικαστήριο υπέδειξε πως οι επιστολές που κατατέθηκαν προς όφελος του, δεν μπορούν να αποτελέσουν ουσιαστικό μετριαστικό παράγοντα, ενώ θέλησε να σημειώσει πως «μέσα από τα γεγονότα της υπόθεσης αναδεικνύεται με τον πιο λυπηρό και απογοητευτικό τρόπο η διαχρονική ανεπάρκεια των αρμοδίων να ασκήσουν αποτελεσματικό έλεγχο και να ακολουθήσουν αξιοκρατικές και διαφανείς διαδικασίες πρόσληψης προαγωγής».
Αυτή όμως η νοσηρότητα σε καμία περίπτωση μπορεί να δικαιολογήσει τις έκνομες πράξεις του Κατηγορούμενου ή να αποτελέσει μετριαστικό παράγοντα.
Σε σχέση με το ζήτημα της καθυστέρησης, δεδομένου πως έχουν παρέλθει 30 χρόνια από την διάπραξη των αδικημάτων, η Δικαστής Νικόλ Γρηγορίου, ανέφερε πως ο ισχυρισμός αυτός, δεν μπορεί να ιδωθεί σε απομόνωση από τα ενώπιον του τιθέμενα γεγονότα, από τα οποία προκύπτει ότι στο μεταξύ ο κατηγορούμενος εξακολούθησε από το 1995 να επωφελείται από την κατάσταση που διαμορφώθηκε στη βάση των διαπραχθέντων αδικημάτων, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια τερματισμού της.
Τα αδικήματα πράγματι διαπράχθηκαν κατά τα έτη 1995 και 1996, ωστόσο η καταγγελία που οδήγησε στη διερεύνηση και την επακόλουθη αποκάλυψη της διάπραξης των αδικημάτων έγινε την 28.5.2021 και για αυτήν την καθυστέρηση, από την οποία όπως αναφέρθηκε επωφελήθηκε ο Κατηγορούμενος, δεν μπορεί να μέμφεται οποιονδήποτε.
Από εκεί και πέρα, το Δικαστήριο θέλησε να εστιάσει και στα γεγονότα που δημιούργησαν καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, παραπέμποντας στο χρονικό με τις αναβολές, για τις οποίες ευθύνονταν και οι δύο πλευρές, ενώ η ρότα άλλαξε με τον διορισμό του τελευταίου δικηγόρου του, Πέτρου Σταύρου, οπότε ο κατηγορούμενος προέβη σε αλλαγή απάντησης σε τρεις από τις οκτώ κατηγορίες που αντιμετώπιζε, από μη παραδοχή, σε παραδοχή.
Εκείνη τη μέρα ολοκληρώθηκε και η εξέταση του 2ου Μάρτυρα Κατηγορίας. Ακολούθησε αριθμός δικασίμων κατά τις οποίες κατέθεσαν άλλοι 13 μάρτυρες κατηγορίας και τελικά την 6.8.2025 η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ανέστειλε τις υπόλοιπες κατηγορίες. Συμφωνώ ότι δαπανήθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος με την εξέταση περαιτέρω 13 μαρτύρων κατηγορίας, ωστόσο το διάστημα των τεσσάρων μηνών που μεσολάβησε, δεν μπορεί να θεωρηθεί, φρονώ, ότι επέδρασε καταλυτικά στο ζήτημα του χρόνου διεκπεραίωσης της παρούσας υπόθεσης, εφόσον αυτό αξιολογηθεί στο πλαίσιο της συνολικής διάρκειας.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο ανέφερε μεταξύ άλλων στην απόφαση του, ότι έντονη παραμένει υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης η ανάγκη για γενική αποτροπή, εφόσον είναι απαραίτητο να μην αφεθεί η εντύπωση ότι η εξαπάτηση των αρχών και η άνομη αποκόμιση πλεονεκτήματος έναντι συμπολιτών, δεν αντιμετωπίζεται με τη δέουσα αυστηρότητα. Αυτό βεβαίως, όπως ανέφερε, δεν σημαίνει ότι δεν λαμβάνεται υπόψη το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, γεγονός που επιδρά στο ύψος της επιβληθησόμενης ποινής.
Ειδικότερα κρίνω ότι η παρούσα είναι σοβαρότερη από τις Λεωνίδου και Γερμανού λόγω της σημαντικής διαφοράς στην μέγιστη προβλεπόμενη ποινή, αλλά και επειδή ο Κατηγορούμενος αποκόμισε συνεχιζόμενο όφελος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε ό,τι αφορά την Χριστοδούλου, οι πολύ ιδιάζουσες προσωπικές περιστάσεις της εφεσείουσας είναι σαφώς διαφορετικές από τις περιστάσεις του Κατηγορούμενου. Επιπρόσθετα, δεν υπήρξε καμιά προσπάθεια συμμόρφωσης (όπου αυτό ήταν εφικτό βεβαίως).
Το Δικαστήριο κατέληξε πως ενώ θα επέβαλλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης διάρκειας δύο ετών, με δεδομένη την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, αποφάσισε τελικά να επιβάλει ποινή φυλάκισης 18 μηνών σε έκαστη κατηγορία. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι κατηγορίες αφορούν δύο διαφορετικά περιστατικά, αποφάσισε πως οι ποινές στις δύο κατηγορίες να είναι διαδοχικές και ως εκ τούτου η συνολική ποινή ανέρχεται στα τρία έτη.
Φρονώ ότι η παρούσα είναι περίπτωση κατά την οποία τυχόν επιβολή συντρεχουσών ποινών δεν θα αντανακλούσε τον τρόπο που συνειδητά ενήργησε ο Κατηγορούμενος, ο οποίος μεθοδικά και προφανώς εκμεταλλευόμενος την μέχρι τότε ατιμωρησία της πρώτης του παρανομίας, προέβη εις νέου στη διάπραξη του αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, σχεδόν 2 χρόνια μετά την πρώτη φορά, διεκδικώντας νέα θέση και υποβάλλονται νέα πλαστά έγγραφα. Ως εκ τούτου η έκτιση των ποινών στις κατηγορίες 2 και 6 θα είναι διαδοχική, ενώ η ποινή στην 8η κατηγορία, λόγω του ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν στο πλαίσιο του ίδιου περιστατικού, θα συντρέχει με την επιβληθείσα ποινή στην 6η κατηγορία.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της αναστολής της ποινής, το Δικαστήριο έκρινε πως δεν δικαιολογείται, λέγοντας μεταξύ άλλων, πως τα περιστατικά της υπόθεσης είναι ιδιαιτέρως σοβαρά και η αναγκαιότητα γενικής αποτροπής είναι επιβεβλημένη.
Δεν πρόκειται για μια περίπτωση ενός ανθρώπου που έκανε ένα επιπόλαιο σφάλμα πριν από 30 χρόνια. Ο Κατηγορούμενος ενήργησε με προσχεδιασμό και εκμεταλλευόμενος τους καρπούς των παράνομων ενεργειών του, ακολούθησε μια ανελικτική πορεία δεκαετιών, η οποία στηρίχθηκε σε πλαστά πτυχία και πιστοποιητικά. Αυτό, χωρίς να κατέχει τα προσόντα των θέσεων για τις οποίες αρχικά προσλήφθηκε και στη συνέχεια προήχθη. Μετά τον αρχικό διορισμό του, διορίστηκε σε θέση προαγωγής με δεδομένο ότι, μεταξύ άλλων, πληρούσε την απαίτηση κατοχής πανεπιστημιακού διπλώματος, ενώ παράλληλα ευνοήθηκε με την απαλλαγή από την υποχρέωση να υπηρετήσει με δοκιμασία. Στη συνέχεια, αποσπάστηκε στο Προεδρικό μέχρι το έτος 2021, ενώ εξακολουθούσε να κατέχει ταυτόχρονα και τη μόνιμη θέση Λειτουργού Νεολαίας στον ΟΝΕΚ. Μόνο όταν υποβλήθηκε η εναντίον του καταγγελία και ξεκίνησε η διερεύνηση τερματίστηκε η απόσπαση του και τέθηκε σε διαθεσιμότητα.
Ως εκ τούτου, έκρινε πως οι περιστάσεις δεν δικαιολογούν την αναστολή των ποινών, τονίζοντας πως κάτι τέτοιο θα εξουδετέρωνε την απαξία τέτοιων συμπεριφορών και θα έστελνε το μήνυμα σε επίδοξους παραβάτες ότι η εξαπάτηση, η αναξιοκρατία και η φυγοπονία παραμένουν ατιμώρητες, αν δεν αποκαλυφθούν έγκαιρα.