Το ημερολόγιο έδειχνε 26 Ιανουαρίου 2023 όταν η Κύπρος βρισκόταν για πρώτη φορά έπειτα από 79 χρόνια ενώπιον παναπεργίας, λόγω έντονων διαφωνιών εργατικών οργανώσεων και συντεχνίων για το θέμα της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής επηρεάστηκε ο δημόσιος και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, ως επίσης και οι ημικρατικοί οργανισμοί, με αποτέλεσμα να παραλύσει η χώρα για τρεις ολόκληρες ώρες.
Τριάντα δύο μήνες αργότερα, αναμένεται να πραγματοποιηθεί δεύτερη παναπεργία, για το ίδιο θέμα, αφού Υπουργείο Εργασίας, εργοδοτικές οργανώσεις και συντεχνίες δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία γύρω από το ποσοστό καταβολής της ΑΤΑ, που αποτελεί και το κύριο σημείο διαφωνίας μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών.
Παρά τις εκκλήσεις του υπουργού Εργασίας για αποφυγή απεργιακών κινητοποιήσεων, οι συντεχνίες αποφάσισαν να προχωρήσουν στην παναπεργία, που θα λάβει χώρα την Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου και αναμένεται να παραλύσει για τρεις ώρες την οικονομία της Κύπρου. Παρόλα αυτά, επιχειρείται μία προσπάθεια αποτροπής των απεργιακών κινητοποιήσεων, ωστόσο οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο, δεδομένων των τεράστιων προσπαθειών που προηγήθηκαν, δεν συγκεντρώνουν μεγάλες πιθανότητες, τη δεδομένη στιγμή.

Για τον τιμάριθμο η πρώτη παναπεργία στα χρονικά
Η πρώτη παναπεργία στα χρονικά και μοναδική μέχρι το 2023 σημειώθηκε την 1η Μαρτίου 1944, όταν Κύπριοι εργαζόμενοι ξεχύθηκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, για τον Τιμάριθμο. Στις 29 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, η ΠΣΕ (πρόγονος της ΠΕΟ) είχε αποφασίσει παναπεργία, έπειτα από την αρνητική απάντηση που έλαβαν από τον αποικιακό γραμματέα, τις στρατιωτικές Αρχές, τον Διευθυντή Δημοσίων Έργων και τον Εργατικό Επίτροπο, σε αιτήματα που είχαν για αυξήσεις στα μεροκάματα. Οι αρμόδιοι απέρριψαν εξάλλου και τις εισηγήσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων για μέτρα που έπρεπε να λάβει η Αγγλική Κυβέρνηση, για πτώση του τιμάριθμου.
Σύμφωνα με το «Εργατικό Βήμα» αποφασίστηκε η απεργία με άμεση ισχύ από την επόμενη ημέρα, στην οποία συμμετείχαν περίπου 1500 εργάτες. Παρόλα αυτά, η Κυβέρνηση δεν υπέκυψε στα αιτήματα των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ωστόσο ούτε και οι εργάτες έκαναν βήμα πίσω. Για δεκατρείς ολόκληρες ημέρες, η απεργία συνεχιζόταν, μέχρι που στις 14 Μαρτίου μετατράπηκε σε παναπεργία. Κατά τη διάρκεια της απεργίας υπήρξαν τεράστιες κινητοποιήσεις χιλιάδων εργατών, ενώ έκλεισαν εστιατόρια και κέντρα αναψυχής, ενώ απέργησε και ο Τύπος.
Όπως ανέφερε η εφημερίδα «Ελευθερία», στην παναπεργία συμμετείχαν 1300 πρόσωπα, εκ των οποίων οι 800 στη Λευκωσία και 500 στην Αμμόχωστο. Κατά την απεργία υπήρξαν, σύμφωνα με την εφημερίδα 75 πρόσωπα που χαρακτηρίστηκαν ως απεργοσπάστες.
Τελικά, στις 23 Μαρτίου κηρύχθηκε ανακωχή με ισχύ μέχρι τις 9 Ιουνίου, με την Κυβέρνηση να συστήνει επιτροπή για τα ημερομίσθια, με αποτέλεσμα την παραχώρηση οικογενειακών επιδομάτων, αδειών ανάπαυσης μετ' απολαβών, φιλοδώρημα αποχώρησης από τη δουλειά, Κοινωνικές Ασφαλίσεις.
Οι βασικές κατακτήσεις που κερδήθηκαν, ήταν επτά και αφορούσαν, αναπροσαρμογή των μισθών βάσει του τιμάριθμου, χορήγηση οικογενειακού επιδόματος, παραχώρηση αστικού επιδόματος, παραχώρηση 10 ημερών άδειας ανάπαυσης με πληρωμή, πληρωμή επιδόματος ασθενείας μέχρι ενός μηνός, προειδοποίηση μιας εβδομάδας σε περίπτωση απόλυσης κι βελτίωση των τεχνικών σχολών.

Μεγάλες απεργίες πριν τον ένοπλο αγώνα
Μετά την παναπεργία του 1944, ακολούθησαν δυναμικές κινητοποιήσεις των Κυπρίων εναντίον των Άγγλων, με αποκορύφωμα το 1948, όταν οι Βρετανοί αποπειράθηκαν να περιορίσουν την ανάπτυξη και τα δικαιώματα του συνδικαλιστικού κινήματος.
Σύμφωνα πάντα με τον Τύπο της εποχής, εντός του 1948, έγιναν συνολικά τρεις απεργίες, οι οποίες κράτησαν σχεδόν ολόκληρο το έτος. Πρόκειται για την απεργία των μεταλλωρύχων της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας, που ξεκίνησε τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου και έληξε περί τα μέσα Μαΐου. Οι Βρετανοί τάχθηκαν απέναντι στους απεργούς και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να την σπάσουν, φυλακίζοντας πρόσωπα και στέλνοντας άλλους στα Δικαστήρια. Μάλιστα, δόθηκε εντολή για συλλήψεις και βασανιστήρια. Οι ενέργειες των αποικιοκρατών οδήγησαν σε τραυματισμούς των απεργών.
Η επόμενη μεγάλη απεργία έγινε από τις 2 Αυγούστου μέχρι τις 31 του ιδίου μήνα από τους αμιαντορύχους, μέλη των οποίων προειδοποιήθηκαν ότι θα απολυθούν. Η αντίδραση των απεργών έφερε αποτέλεσμα, αφού τα πρόσωπα που επηρεάζονταν κρατήθηκαν στις θέσεις τους. Υπήρξε επίσης η απεργία των οικοδόμων, που ξεκίνησε πέντε μέρες πριν τη λήξη της απεργίας των αμιαντορύχων και ολοκληρώθηκε στις 12 Δεκεμβρίου. Σε αυτή την απεργία συμμετείχαν συνολικά 1200 εργάτες και σκοπό είχε την διεκδίκηση οικονομικών αιτημάτων. Από τις πιο πάνω απεργίες καταδικάστηκαν σε φυλάκιση δεκάδες απεργοί.
Παράλληλα, απεργίες έγιναν και κατά τη διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ, οι οποίες είχαν ως στόχο την εμψύχωση των αγωνιστών. Τρανό παράδειγμα ήταν η εκδήλωση έλαβε χώρα τον Μάρτιο του 1956. Κατά τη διάρκειά της παρέλυσαν τα πάντα στο νησί και μετά από αυτή προέκυψε η σύλληψη και η εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις Σεϋχέλλες.
Μετά την Ανεξαρτησία, έγιναν κατά καιρούς διάφορες απεργίες, κυρίως σε κρατικές και ημικρατικές υπηρεσίες, για διεκδίκηση μισθολογικών αιτημάτων. Παρόλα αυτά, οι συντεχνίες, αλλά και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, χρησιμοποιούσαν πάρα πολύ προσεκτικά και ύστερα από μεγάλο δισταγμό το μέτρο της απεργίας, καθότι δεν ήθελαν να δημιουργήσουν επιπρόσθετα προβλήματα στο κράτος, όταν την ίδια στιγμή υπήρχε το Κυπριακό πρόβλημα με τις τόσες δραματικές όσο και σοβαρές διακυμάνσεις του.
Οι απεργίες για το συνταξιοδοτικό
Ένας άλλο μεγάλος τομέας που κατά καιρούς προέβη σε μεγάλης κλίμακας απεργίες, είναι αυτός της εκπαίδευσης. Οι πρώτες καταγράφηκαν τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, με την πρώτη να σημειώνεται τον Ιούνιο του 1963, για την ψήφιση του νόμου περί διδασκάλων και καθηγητών.
Η Κυβέρνηση προσπαθούσε να προβεί σε μεταρρυθμίσεις, σε θέματα που αφορούσαν τους δάσκαλους και τους καθηγητές, ωστόσο ήρθε σε ρήξη μαζί τους για το περιεχόμενο των εν λόγω μεταρρυθμίσεων.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Μάχη», οι εκπαιδευτικοί ζητούσαν όπως το όριο συνταξιοδότησης αυξηθεί από τα 55 στα 60 έτη, πράγμα που η Κυβέρνηση δεν αποδεχόταν, παρότι ο Μακάριος είχε αρχικά συμφωνήσει με το αίτημα των εκπαιδευτικών.
Η πρώτη απεργία λοιπόν, ήταν μονοήμερη και έγινε στις 26 Ιουνίου. Το χαρακτηριστικό στη συγκεκριμένη απεργία είναι πως η ΠΟΕΔ προέβη σε καταγγελία βουλευτή της κοινότητας Λύσης. Ο συγκεκριμένος βουλευτής επισκέφθηκε τα σχολεία του χωριού και κάλεσε τους μαθητές να μαζέψουν πέτρες και να τις ρίχνουν τους δασκάλους τους. Εκτός αυτού έγραψε συνθήματα εναντίον των δασκάλων στους πίνακές. Έτσι, κατάφερε να δημιουργήσει μεγάλη ένταση ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Δύο μήνες αργότερα και πιο συγκεκριμένα περί τα τέλη Αυγούστου, συγκροτήθηκε κοινή επιτροπή από την ΠΟΕΔ και την ΟΕΛΜΕΚ, στην οποία συμμετείχαν οι ανώτατοι αξιωματούχοι της κάθε οργάνωσης και συνεδρίαζαν μαζί, παίρνοντας κοινές αποφάσεις.

Ακολούθησε δεύτερη απεργία, η οποία κράτησε δώδεκα ημέρες και έληξε μετά από παρέμβαση του Μακαρίου. Από τις 3 Νοεμβρίου μέχρι τις 15 Νοεμβρίου υπήρξαν φωνές που διαφώνησαν, υπήρξαν φωνές που είπαν πως πρέπει να τα βρούνε, ως επίσης και ορισμένες διαμεσολαβητικές προσπάθειες από άλλες οργανώσεις, όπως για παράδειγμα η ΣΕΚ. Τελικά με τη διαμεσολάβηση ενός γιατρού η απεργία λύθηκε, αφού πρώτα οι εκπαιδευτικοί κέρδισαν την πλήρη ταύτιση της εκπαίδευσης με την Ελλάδα.

Στους δρόμους και για τους μισθούς οι εκπαιδευτικοί
Πέντε χρόνια αργότερα και πιο συγκεκριμένα το 1968, οι εκπαιδευτικοί βγήκαν και πάλι στους δρόμους, διεκδικώντας τη μισθολογική τους αναβάθμιση, ώστε τα δεδομένα να είναι παρόμοια με εκείνα που ίσχυαν στην Ελλάδα.
Η έντονη διαφωνία των εκπαιδευτικών ήταν πως τότε οι συνάδελφοί τους στην Ελλάδα λάμβαναν το ποσό των 114 λιρών μηνιαίως, ενώ στην Κύπρο μόλις 60 λίρες. Οι εκπαιδευτικοί προχώρησαν σε σύσταση κοινής επιτροπής για να εξετάσει το θέμα και να πετύχει συγκλίσεις, ώστε να λυθεί η απεργία. Τελικά, η Κυβέρνηση κατάφερε να προσεγγίσει με διαφορετικό τρόπο την κάθε συντεχνία, βραχυκυκλώνοντας την απεργία. Μάλιστα, αποφασίστηκε να αποκοπή μισθός τεσσάρων ημερών από τους απεργούς, γεγονός που έφερε την αντίδραση των εκπαιδευτικών οργανώσεων.
Το 1971, τρία ολόκληρα χρόνια μετά από εκείνες τις απεργειακές κινητοποίησεις, οι εκπαιδευτικοί βγήκαν εκ νέου στους δρόμους λόγω της μη καταβολής του 13ου μισθού. Οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων συνασπίστηκαν και ξεκίνησε διάλογος με την Κυβέρνηση, ώστε να επιλυθεί το πρόβλημα, ωστόσο μέχρι να συμβεί αυτό, καταγράφηκαν στιγμές έντασης μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Τελικά, παρενέβη ο Μακάριος, ο οποίος ζήτησε αναστολή των απεργιών, με την προϋπόθεση ότι θα καταβληθεί ο 13ος μισθός, όπως και έγινε.
Η τεράστια απεργία των οικοδόμων
Μια από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια απεργίες που καταγράφηκαν στην Κύπρο, ήταν αυτή των οικοδόμων, το 2013, εν μέσω της οικονομικής κρίσης και η οποία διήρκησε πάνω από είκοσι μέρες, αφού ξεκίνησε στις 24 Ιανουαρίου και ολοκληρώθηκε στις 13 Φεβρουαρίου.
Χιλιάδες οικοδόμοι παρέλυσαν τον κλάδο, αφού διαμαρτυρήθηκαν για αποκοπές μισθών και απολύσεων από τους εργολήπτες, τους οποίους κατηγόρησαν ότι εκμεταλλεύονταν την οικονομική κρίση, με στόχο να φέρνουν στην Κύπρο φτηνά εργατικά χέρια από τρίτες χώρες.

Τελικά το βράδυ της 12ης Φεβρουαρίου, υπογράφτηκε καταρχήν συμφωνία για τη συλλογική σύμβαση στην οικοδομική βιομηχανία, μεταξύ της Υπουργού Εργασίας Σωτηρούλας Χαραλάμπους, των εργολάβων και των απεργών.
Μετά την υπογραφή της συμφωνίας, η τότε υπουργός Εργασίας είχε δηλώσει μεταξύ άλλων πως «ο δικός μας ο ρόλος ως Υπουργείο όλες αυτές τις ημέρες ήταν, αφού ακούσαμε τις ανησυχίες και τις προτεραιότητες των δύο πλευρών, να δώσουμε ένα κείμενο συμφωνίας το οποίο να αφορά και τα ζητήματα του μισθολογικού κόστους στην οικοδομική βιομηχανία αλλά, ταυτόχρονα, να απαντά στην ανάγκη να εφαρμόσουμε κάποιους μηχανισμούς μέσα από την βεβαίωση δήλωσης απασχόλησης που εισάγεται με βάση τη συμφωνία, έτσι που να βοηθήσουμε στην καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και του αθέμιτου ανταγωνισμού στην οικοδομική βιομηχανία».
Παράλληλα, εξέφρασε την πίστη ότι μέσα από την συμφωνία γίνεται ένα σημαντικό βήμα προς μια κοινή προσπάθεια, η οποία στοχεύει στο να στηρίξει εργαζόμενους και εργοδότες στην οικοδομική βιομηχανία με κοινό στόχο να έρθουν καλύτερες μέρες για αυτή τη βιομηχανία. «Έχει αποδειχθεί ότι μέσα από την αλληλοκατανόηση και τη συνεργασία, αξιοποιώντας το σύστημα εργασιακών σχέσεων, μπορεί και μέσα σε αυτές τις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες να βρίσκουμε εκείνες τις λύσεις που να προχωρούν τις εργασιακές σχέσεις ένα βήμα πιο μπροστά», σημείωσε, και διαβεβαίωσε ότι το Υπουργείο θα εξακολουθήσει να βρίσκεται δίπλα στις δύο πλευρές.

To καυτό καλοκαίρι της Παιδείας
Με ηφαίστειο που εξερράγη έμοιαζε ο χώρος της Παιδείας το καλοκαίρι του 2018, με τους εκπαιδευτικούς να στέκονται απέναντι στις αποφάσεις της Κυβέρνησης για μείωση των δαπανών, έπειτα από σύσταση που έγινε στο Υπουργείο Παιδείας, από τον Γενικό Ελεγκτή.
Η μεγαλύτερη κρίση στον τομέα της παιδείας, τα τελευταία χρόνια, έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 2018. Μια περίοδος, που θα μείνει γραμμένη στην ιστορία της εκπαίδευσης στην Κύπρο, ως το «καυτό καλοκαίρι του 2018». Όλα άρχισαν στις 11 Ιουνίου, όταν ο Γενικός Ελεγκτής είχε στείλει επιστολή στο Υπουργείο Παιδείας και το παρουσίαζε ως σπάταλο, συστήνοντας όπως προχωρήσει σε εξορθολογισμό των δαπανών.
Η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας, στις 2 Ιουλίου, να εισακούσει τις συστάσεις και τις εισηγήσεις του Γενικού Ελεγκτή είχε ως αποτέλεσμα την οργίλη αντίδραση των τριών εκπαιδευτικών οργανώσεων. Δύο μέρες αργότερα, το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε τις αποφάσεις του Υπουργείου Παιδείας για τον εξορθολογισμό. Συγκεκριμένα αποφασίστηκε η κατάργηση στη μείωση διδακτικού χρόνου των εκπαιδευτικών, ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας τους, μείωση του χρόνου των υπεύθυνων τμημάτων στη μία ώρα και τέλος στην παραχώρηση συνδικαλιστικού χρόνου, στέλνοντας πίσω στην έδρα όλους ανεξαιρέτως τους εκπαιδευτικούς… Και από εκείνη την ημέρα, μέχρι τα μέσα της σχολικής χρονιάς, είχε ξεκινήσει μία κρίση άνευ προηγουμένου.

Χιλιάδες εκπαιδευτικοί βγήκαν στους δρόμους. Κρατώντας πανό και φωνάζοντας συνθήματα διαμαρτυρήθηκαν για τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. «Κάτω τα χέρια από την Παιδεία», ήταν το κύριο σύνθημα της διαμαρτυρίας.
Αμέσως μετά, ξεκίνησε νέος διάλογος, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα. Κρίθηκε, μάλιστα, αναγκαία η Προεδρική παρέμβαση, με το Νίκο Αναστασιάδη να συγκαλεί Υπουργό Παιδείας, ΠΟΕΔ, ΟΕΛΜΕΚ και ΟΛΤΕΚ στο Προεδρικό Μέγαρο. Από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε ακόμη πιο εντατικός διάλογος, ενώ επιστρατεύτηκε και ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ, Μαρίνος Σιζόπουλος. Ωστόσο ,δεν βγήκε και πάλι, άσπρος καπνός.

Στις 28 Αυγούστου οι εκπαιδευτικοί βγήκαν εκ νέου στους δρόμους πραγματοποιώντας μία από τις μεγαλύτερες διαμαρτυρίες των τελευταίων χρόνων. 10,000 άτομα πλημμύρισαν τη Λευκωσία και έφτασαν μέχρι το Προεδρικό Μέγαρο.
Το πρώτο κουδούνι κτύπησε και το κλίμα δεν είχε αλλάξει. Οι εκπαιδευτικοί αποφάσισαν να κλείσουν τα σχολεία για δύο ημέρες. Τελικά, Κυβέρνηση και οργανώσεις βρήκαν τη χρυσή τομή και κατέληξαν σε συμφωνία, με τους εκπαιδευτικούς να κάνουν λόγο για τη μεγαλύτερη νίκη, στον τομέα της παιδείας.

Η μεγαλύτερη σε διάρκεια διαμαρτυρία επί Παναγιώτου
Η μεγαλύτερη απεργία σε διάρκεια στη σύγχρονη εποχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήταν αυτή που εκτυλίχθηκε το 2024, όταν οι εργαζόμενοι στα εργοστάσια ετοιμοπαράδοτου μπετόν στην Κύπρο και η οποία ξεκίνησε στις 5 Νοεμβρίου του 2024. Οι εργαζόμενοι είχαν απορρίψει την εισήγηση του Υπουργείου Εργασίας για ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης. Η απόφαση πάρθηκε μετά από μυστική ψηφοφορία, καθώς οι εργαζόμενοι θεωρούν ότι δεν υπάρχει βούληση από την εργοδοτική πλευρά για επίλυση της διαφοράς
Παρότι χρειάστηκε ένας μήνας σκληρών διαβουλεύσεων ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη, εντούτοις κατέστη δυνατό να βρεθεί η χρυσή τομή και να λυθεί η απεργία, που πάγωσε την οικοδομική βιομηχανία και προκάλεσε καθυστερήσεις στις παραδόσεις κτισμάτων.
Μάλιστα η εν λόγω απεργία κόστισε αρκετά στην οικονομία της χώρας, ενώ οι προεκτάσεις της συνεχίστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, έως ότου επανέλθει η ομαλότητα στα εν εξελίξει έργα.
