Σε επτά χρόνια φυλάκιση καταδίκασε το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Αμμοχώστου τον 32χρονο αδελφό του Νίκου Αγγελή, που δολοφονήθηκε το 2023, για απόπειρα φόνου εναντίον της αδελφής του θύτη του εγκλήματος, που είχε καταδικαστεί σε εννέα χρόνια φυλάκισης.
Αφότου το Κακουργιοδικείο έκρινε ένοχο τον 32χρονο για την απόπειρα φόνου και άλλες δέκα κατηγορίες, σε προηγούμενη διαδικασία, όρισε την 30η Ιουλίου ως την ημέρα επιβολής ποινής για την απόπειρα φόνου διαπράχθηκε μεταξύ 28 και 29 Φεβρουαρίου 2024, στην Ξυλοτύμπου, όταν ο 32χρονος είχε περιελούσει την παραπονούμενη με βενζίνη και απείλησε να της θέσει φωτιά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Ένοχος ο αδελφός του Αγγελή για την απόπειρα φόνου της αδελφής του θύτη-Την έλουσε με βενζίνη, απείλησε να την κάψει
Ο κατηγορούμενος είχε κριθεί ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής σε τέσσερις κατηγορίες, που αφορούσαν επίθεση προκαλούσα σωματική βλάβη, δύο κατηγορίες που αφορούσαν το αδίκημα της απειλής, και μια για το αδίκημα της παρενόχλησης. Οι υπόλοιπες έξι κατηγορίες που οδηγήθηκαν σε ακρόαση, ήταν για απόπειρα φόνου, δύο κατηγορίες απειλής, μεταφορά μαχαιριού και οπλοφορία προς διέγερση τρόμου, καταπολέμησης της βίας κατά των γυναικών.
Κατά την απόφασή του που έκρινε ένοχο τον 32χρονο, το Δικαστήριο ανέφερε μεταξύ άλλων πως «συνεκτιμώντας τα δεδομένα, βρίσκουμε ότι η παθολογική ζήλια του κατηγορούμενου, ο οποίος αντελήφθη ή υποψιαζόταν ότι τη δεδομένη μέρα βρισκόταν με άλλο άνδρα, αλλά και η όλη απειλητική συμπεριφορά του, διήρκησε για οκτώ ολόκληρες ώρες και μαρτυρείται από τις αλλεπάλληλες κλήσεις και μηνύματα που απειλούσε ακόμα και την ίδιά της τη ζωή, με αναφορά όπως "θα σε κόψω κομματούθκια". Η εμμονική προσπάθειά του να την συναντήσει, που κορυφώθηκε στις 2:45 με τη συνομιλία, όπου απείλησε τον γιο της. Η αιφνιδιαστική εμφάνιση μπροστά της και η μεθοδική απομάκρυνσή της από την οικία της, υπό τη ψευδή δικαιολογία ότι ήθελε να μιλήσουν, αλλά και η όλη επιθετική συμπεριφορά του προς το πρόσωπό της από τη στιγμή που τη συνάντησε, η οργάνωση που προηγήθηκε με τη μεταφορά μαχαιριού και η μεταφορά ενός εξαιρετικά εύφλεκτου υλικού στο μέρος, καθώς και η μεταφορά αναπτήρα, η συστηματική στοχευμένη και συστηματική χρήση ποσότητας κηροζίνης επί της παραπονούμενης, κατά τρόπο που να καλύπτονται πολλά και σημαντικά σημεία του σώματός της, όπως τα μαλλιά και τα ρούχα της, που θα ήταν εύκολο να αναφλεγούν και εν τέλει η ανάσυρση αναπτήρα φωνάζοντάς της πως «θα την κρούσει, αφού την είχε εμποτίσει προηγουμένως με κηροζίνη, οδηγούν κατά την κρίση μας στο μόνο λογικό συμπέρασμα πως η πρόθεση του κατηγορούμενου κατά την εν λόγω ημερομηνία δεν ήταν άλλη από το να επιφέρει το θάνατο στην παραπονούμενη δια της καύσης της, θέτοντας φωτιά στο άτομο της».
Όπως επισήμαινε το Κακουργιοδικείο, «προτού καταλήξουμε στο συμπέρασμά μας στην προσπάθειά μας να αποκλείσουμε κάθε άλλη λογική εκδοχή, μας προβλημάτισε η θέση της υπεράσπισης πως αν είχε πρόθεση αυτή μπορούσε να την υλοποιήσει και από προηγουμένως. Το γεγονός ότι δεν την υλοποίησε δεν θεωρούμε ότι αναιρεί την πρόθεση που διαπιστώσαμε. Αρκούμαστε να επισημάνουμε ότι είχε πρόθεση να την απομακρύνει προτού δράσει, εξού και δεν έδρασε εκεί και πρόβαλλε την ψευδή δικαιολογία ότι δήθεν ήθελε να μιλήσουν, για να την απομακρύνει από την οικία της, όπου προφανώς ως θέμα λογικής θα μπορούσε να ζητήσει κάποιο καταφύγιο ή βοήθεια. Περαιτέρω, την περιέλουζε προοδευτικά με εύφλεκτη ύλη, αναγκάζοντάς την δια της βίας να τον ακολουθεί, εξουθενώνοντας την ψυχολογικά και σωματικά. Ενέργειες οι οποίες όχι μόνο δεν δεν αδυνατίζουν το συμπέρασμά μας, αλλά αντίθετα ενισχύουν την κατάληξή μας, ότι αυτός ήταν ο σκοπός του, απομακρύνοντάς την από την οικία. Το γεγονός ότι έφυγε από τη σκηνή, δεν δημιουργεί λογική αμφιβολία, ούτε αποδυναμώνει το συμπέρασμα ως προς την πρόθεση αφού δεν έφυγε αμέσως, αλλά συνέχισε να την ψάχνει για λίγα λεπτά και έφυγε όταν κατάλαβε πως δεν θα την έβρισκε λόγω του σκότους».
Σε σχέση με την τη θέση ότι δεν χρησιμοποίησε το μαχαίρι, υποδείκνυε πως «ήταν για να την ελέγξει, να την απομακρύνει και να την οδηγήσει εκεί που επιθυμούσε. Παρεμβάλουμε ότι ανασύροντας τον αναπτήρα εκεί, δεν πιστεύουμε πως εκεί σκόπευε να την απομακρύνει και να τελέσει το έγκλημα, όμως θεωρούμε ότι αυτό που προκύπτει, βλέποντας τα περιθώρια να στενεύουν και πως η παραπονούμενη φώναζε και κατάφερε να του ξεφύγει επέλεξε να ενεργήσει εκεί. Ο λόγος που δεν προχώρησε στη μετουσίωση της απειλής του, ήταν τα αντανακλαστικά της τελευταίας, η οποία κυριευμένη από το φόβο ότι θα γινόταν παρανάλωμα του πυρός, κατέβαλε κάθε δύναμη και κατάφερε να διαφύγει. Όσον αφορά την αναφορά της ότι τον έβγαλε για να την εκφοβίσει, υποδείξαμε ήδη ότι δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Η τοποθέτησή της ότι δεν εκφράστηκε με βεβαιότητα δεν στηρίζεται σε νομικό συλλογισμό και δεν συνάγει ούτε με την όλη συμπεριφορά του κατηγορουμένου στη βάση των στοιχείων που παραθέσαμε πιο πάνω. Ακόμα και η ίδια δεν την αντελήφθη ως απλή πρόθεση εκφοβισμού. Στο τέλος, όταν έβγαλε τον αναπτήρα, διαισθανόμενη τον άμεσο κίνδυνο να γίνει παρανάλωμα του πυρός, έβαλε τέτοια δύναμη ώστε να ξεφύγει».
Για τη θέση της υπεράσπισης ότι η ποσότητα εμποτισμού δεν ήταν επαρκής για να αναφλεγεί, το Κακουργιοδικείο είχε παραπέμψει στο Νόμο, «που προνοεί ότι είναι αδιάφορο ότι λόγω περιστατικών που δεν είναι γνωστά στον υπαίτιο η πραγμάτωση ήταν εξ αντικειμένου αδύνατη. Δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία πως ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι δεν ήταν επαρκής η ποσότητα κηροζίνης και πως την επέλεξε για να μην υπάρχει ανάφλεξη. Κρίνουμε ότι ο κατηγορούμενος με τις πράξεις του, ξεπέρασε το προπαρασκευαστικό στάδιο και πως οι πράξεις του ήταν άμεσα κι όχι απομακρυσμένα συνδεδεμένες με τη διάπραξη του ολοκληρωμένου αδικήματος. Έχει αποδειχθεί η απόπειρα φόνου και στη βάση αυτή πρέπει να κριθεί ένοχος. Πρέπει να αθωωθεί για την πρόθεση πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: