Με αρκετή επιφύλαξη βλέπουν οι διαβητικοί την Εθνική Στρατηγική, η οποία επικυρώθηκε πρόσφατα, καθώς τα κενά και οι παραλείψεις που συσσωρεύτηκαν μέσα στα χρόνια δεν φαίνεται να καλύπτονται με τον ρυθμό που θα έπρεπε. Παρά το γεγονός ότι η ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου σχεδίου θεωρείται ένα θετικό και αναγκαίο βήμα προς την οργάνωση της φροντίδας για τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, η καθημερινότητα των ασθενών δείχνει πως τα προβλήματα όχι μόνο παραμένουν, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις γίνονται πιο έντονα. Οι ασθενείς δηλώνουν συγκρατημένα αισιόδοξοι, γνωρίζοντας πως η πραγματική πρόοδος δεν εξαρτάται από τις ανακοινώσεις, αλλά από την εφαρμογή και τη συνέπεια στη λήψη αποφάσεων.
Η Εθνική Στρατηγική φιλοδοξεί να καλύψει χρόνια κενά και να βελτιώσει τις παρεχόμενες υπηρεσίες σε όλα τα στάδια, από τη διάγνωση μέχρι τη μακροχρόνια παρακολούθηση, ωστόσο η εμπειρία των ίδιων των ασθενών αποδεικνύει ότι η απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη παραμένει μεγάλη. Παρά τις επιμέρους βελτιώσεις που καταγράφονται σε συγκεκριμένους τομείς, όπως η παροχή συνοδών για παιδιά με διαβήτη, το μεγαλύτερο μέρος των θεμάτων που αφορούν τη διαχείριση της νόσου εξακολουθεί να βρίσκεται σε εκκρεμότητα. Οι συνοδοί, αν και προσφέρουν ανεκτίμητη βοήθεια, δεν είναι ακόμη νομικά κατοχυρωμένοι, γεγονός που δημιουργεί κενά ευθύνης και ασάφεια στις αρμοδιότητές τους.
Την ίδια ώρα, οι ελλείψεις σε εξειδικευμένους γιατρούς και δομές εξακολουθούν να αποτελούν μείζον ζήτημα. Η μη αναγνώριση της ειδικότητας των διαβητολόγων στην Κύπρο, σε συνδυασμό με την απουσία διαβητολογικών κλινικών τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά νοσηλευτήρια, καθιστά δυσχερή την πρόσβαση των ασθενών σε ποιοτική και ολοκληρωμένη φροντίδα. Σύμφωνα με τους ίδιους, πρόκειται για δύο βασικές προϋποθέσεις που, αν καλυφθούν, μπορούν να μεταμορφώσουν ριζικά τη ζωή των διαβητικών και να μειώσουν τα κόστη μακροχρόνια, τόσο για το σύστημα υγείας όσο και για τους ίδιους.
Πάντως, από πλευράς Υπουργείου Υγείας, τα μηνύματα που στέλνονται το τελευταίο διάστημα είναι συγκρατημένα αισιόδοξα. Υπάρχει δέσμευση για βελτίωση της κατάστασης και εξεύρεση λύσεων στα συσσωρευμένα προβλήματα, ωστόσο οι εμπλεκόμενοι φορείς και οργανώσεις ασθενών αναμένουν την πλήρη παρουσίαση της Εθνικής Στρατηγικής, προκειμένου να αξιολογήσουν εάν πράγματι μπορεί να λειτουργήσει ως ουσιαστικό εργαλείο εκσυγχρονισμού των υπηρεσιών υγείας για τα άτομα με διαβήτη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Ο Υπ. Υγείας κήρυξε την επικαιροποίηση της Εθνικής Στρατηγικής για τον Σακχαρώδη Διαβήτη
Μιλώντας στον REPORTER, η Πρόεδρος του Συνδέσμου Διαβητικών, Στέλλα Σκουρουμούνη, δήλωσε πως «οι Σύνδεσμοι Ασθενών αυτό που θέλουμε είναι να μην μένουν πάνω σε ένα χαρτί, αλλά να εφαρμοστούν τα μέτρα. Χρειαζόμαστε διαβητολογικές κλινικές τουλάχιστον στα δημόσια νοσηλευτήρια, κάτι που λείπει και πρέπει να γίνει διότι εάν γίνουν όλα σωστά από τη διάγνωση μέχρι τη σωστή αντιμετώπιση, τότε θα αποφευχθούν πάρα πολλές επιπλοκές και θα εξοικονομηθούν εκατομμύρια. Γιατί ένας διαβητικός, λόγω άγνοιας ή κακής ρύθμισης και παρακολούθησης, να καταλήγει στο τελικό στάδιο ως νεφροπαθής».
Εξήγησε πως «παλαιότερα υπήρχε μόνο μία νεφρολογική κλινική και πλέον ο αριθμός τους έχει αυξηθεί αισθητά αλλά και πάλι δεν είναι αρκετές. Οι συνέπειες του διαβήτη αφορούν όλα τα επίπεδα και δεν είναι κάτι απλό. Δεν έχει δημιουργηθεί συνείδηση στην Κύπρο, εκτός από τις περιπτώσεις των παιδιών για τα οποία ελέγχεται η κατάσταση, ωστόσο υπάρχει σοβαρό ζήτημα και με τον παιδικό διαβήτη. Οι γονείς είναι πιο ευαισθητοποιημένοι, αλλά αυτά τα παιδιά όχι μέχρι τα 18 έτη που τα παρακολουθεί ο παιδοενδοκρινολόγος και στη συνέχεια ελευθερώνονται και δεν γίνεται τίποτα σωστό».
Επανέλαβε πως αυτό που διαχρονικά ζητά ο Σύνδεσμος μέσω και της Εθνικής Στρατηγικής είναι «να δημιουργηθούν επιτέλους αυτές οι κλινικές στις οποίες να μπορούν οι διαβητικοί κάθε χρόνο να κάνουν τον καρδιολογικό τους έλεγχο».
Αναφέρθηκε επίσης στην έλλειψη διαβητολόγων, παρόλο που, όπως είπε, «υπάρχουν ελάχιστοι ενδοκρινολόγοι οι οποίοι δεν είναι καν στο ΓεΣΥ αλλά και να θέλει κάποιος να πάει και να επωμισθεί το κόστος εκτός του ζητήματος, θα μπορέσει να βρει ραντεβού μετά από ένα χρόνο, οπότε η ζημιά θα έχει ήδη γίνει». Εξήγησε πως «περιμένουμε να φροντίσουν οι παθολογικές κλινικές τους ειδικούς παθολόγους να τους διευκολύνουν στη διαβητολογία, αλλά έχουν ζήτημα με τον ΠΙΣ γιατί δεν αναγνωρίζει αυτή την ειδικότητα. Μετά την παθολογία, χρειάζονται ακόμα δύο χρόνια για τον διαβήτη και πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή να γίνεται μέσα στα έξι χρόνια της παθολογίας».
Την ίδια ώρα, η κ. Σκουρουμούνη τόνισε πως «εάν αποφασίσει επιτέλους η κοινωνία και το κράτος να γίνουν σωστά διαβητολογικά κέντρα, η κατάσταση θα είναι πολύ καλύτερη. Δεν γίνεται οι Σύνδεσμοι να αναλαμβάνουν τις ενημερώσεις και τις εκπαιδεύσεις. Θέλουμε και τα κάνουμε, ωστόσο αυτό που βλέπουμε στις διαλέξεις είναι ότι ο κόσμος δεν έχει αντιληφθεί τι είναι ο διαβήτης. Ο γιατρός θα πρέπει να τα εξηγήσει του κόσμου και όχι ο Σύνδεσμος. Βλέπουμε από τη μία ηλικιωμένους οι οποίοι είναι πάρα πολύ προσεκτικοί και από την άλλη νέους που είναι αδιάφοροι. Μόνο όταν τους πει ο γιατρός ότι έφτασαν στο σημείο να θέλουν ινσουλίνη και στο άκουσμα μόνο της ένεσης τρομάζουν και κάνουν πιο σωστές ενέργειες».
Ξεκαθάρισε πως είναι ακόμη νωρίς να γνωρίζουν ποιες γραμμές θα ακολουθηθούν στις συνεδριάσεις που θα πραγματοποιηθούν με βάση τα δεδομένα της Εθνικής Στρατηγικής, επισημαίνοντας παράλληλα πως «αποτελεί θετικό βήμα και στην Επιτροπή συμμετέχουν αντιπρόσωποι των Συνδέσμων και αξιόλογοι ιατροί που ενδιαφέρονται και εργάζονται πάνω σε αυτό τον τομέα, κάτι αρκετά ενθαρρυντικό. Αυτό σημαίνει ότι θα ασχοληθούν και θα φροντίσουν για την εφαρμογή της».
Τεράστιες και οι ελλείψεις στον παιδικό διαβήτη
Το ζήτημα του παιδικού διαβήτη αποτελεί ξεχωριστή, αλλά εξίσου κρίσιμη πτυχή της συνολικής εικόνας. Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του Συνδέσμου Διαβητικών, το πρόβλημα με τον τακτικό έλεγχο των παιδιών και την πρόσβαση σε παιδοενδοκρινολόγους παραμένει δυσεπίλυτο. Η έλλειψη εξειδικευμένων κλινικών, ιδιαίτερα εκτός Λευκωσίας, δημιουργεί μια ασφυκτική πραγματικότητα για δεκάδες οικογένειες που καλούνται να ταξιδεύουν μεγάλες αποστάσεις για να λάβουν τη βασική φροντίδα που χρειάζονται τα παιδιά τους.
Αναφερόμενη στο πάγιο αίτημα του Συνδέσμου για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης και το δυσβάσταχτο οικονομικό βάρος που επωμίζονται οι γονείς, η κ. Σκουρουμούνη εξήγησε πως «θα πρέπει παιδιά με διαβήτη από Λάρνακα και ελεύθερη Αμμόχωστο να μετακινούνται στο Μακάρειο Νοσοκομείο ή στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού γιατί δεν υπάρχουν αλλού παιδοενδοκρινολογικές κλινικές».
Ανέφερε πως η ίδια η οργάνωση ζήτησε από τον ΟΚΥπΥ «μία φορά κάθε 15 μέρες να πηγαίνει γιατρός από το Μακάρειο στη Λάρνακα, για να καλύψει τα παιδιά τα οποία ελέγχονται κάθε τρεις μήνες. Οι γιατροί λένε ότι δεν μπορούν γιατί είναι λίγοι και δεν παρακολουθούν μόνο τον διαβήτη αλλά και άλλες ασθένειες. Γιατρός στη Λεμεσό προσφέρθηκε να πηγαίνει στην Πάφο διότι έβλεπε ότι υπάρχουν περιστατικά παιδιών από την επαρχία, ωστόσο από τη στιγμή που δεν θα εφαρμοστεί για όλους τους ιατρούς, δεν μπορεί να γίνει μόνο για τη Λεμεσό».
Σε ό,τι αφορά το οικονομικό κόστος των υπηρεσιών που αναγκάζονται να καλύψουν οι γονείς μέσω του ιδιωτικού τομέα, λόγω των σοβαρών ελλείψεων στο ΓεΣΥ, η κ. Σκουρουμούνη ανέφερε πως «δεν αντέχουν οι γονείς, διότι θα το πληρώνουν για όλη τους τη ζωή. Τα νεαρά ζευγάρια θα θυσιαστούν για την υγεία των παιδιών τους, ωστόσο μέχρι πότε; Δεν είναι εύκολο γιατί θα χάσει το παιδί το σχολείο του, ο γονέας το μεροκάματο, ενώ αν θα μεταβούν στο νοσοκομείο στη Λάρνακα που βρίσκεται πιο κοντά τους, θα λείψουν και οι γονείς πολύ λίγες ώρες από την εργασία τους».
Επισήμανε πως «αν διορθωθούν αυτά τα απλά και τα ανθρώπινα θα έχουμε και καλύτερα αποτελέσματα», ενώ αναφέρθηκε και στις πολλές προσπάθειες από πλευράς του Συνδέσμου, σημειώνοντας ότι «καταφέραμε τα παιδιά με διαβήτη για φέτος να μην μείνουν χωρίς συνοδό στο σχολείο, κάτι που ήταν αρκετά δύσκολο τα προηγούμενα χρόνια. Θα έπρεπε να εξηγήσουμε ότι τα συγκεκριμένα παιδιά δεν είναι ανάπηρα και δεν θέλουν ένα συνοδό να κάθεται δίπλα τους, αλλά ένα υπεύθυνο άτομο να τα ελέγχει δύο φορές την ημέρα για να μην πάθουν κάτι στο σχολείο».
Η κ. Σκουρουμούνη σημείωσε πως «πλέον έχουμε τις νέες τεχνολογικές συσκευές οι οποίες μας ελευθέρωσαν πάρα πολλά πράγματα και πλέον οι γονείς μπορούν από την εργασία τους να βλέπουν μέσω του κινητού τα επίπεδα ζαχάρου των παιδιών τους. Αυτό μπορεί να βοηθήσει και τους συνοδούς, αφού ορισμένοι δεν ήθελαν να αναλάβουν ευθύνη αφού δεν είναι κατοχυρωμένοι νομικά. Αυτή την κατοχύρωση δεν την έχουμε πετύχει και οι συνοδοί είναι με την καλή τους διάθεση που ελέγχουν αυτά τα παιδιά».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Μεγάλη η ανάγκη συνοδών για τα παιδιά με διαβήτη-«Δεν μπορούν οι γονείς να τα ελέγχουν στο σχολείο»