Άγνωστες φρικτές παιδοκτονίες στην Κύπρο-Η μητέρα που σκότωσε τα πέντε μωρά της

Στα πιο φρικτά και αποτρόπαια εγκλήματα κατατάσσονται οι παιδοκτονίες, ειδικότερα όταν αυτές διαπράττονται εκ προμελέτης από γονείς, που δεν αντιμετωπίζουν ψυχιατρικά προβλήματα και αντιθέτως είχαν πλήρη συναίσθηση των πράξεων τους, το κίνητρο των οποίων δεν μπορεί να γίνει κατανοητό, αφού δύσκολα μπορεί να χωρέσει ο ανθρώπινος νους πώς μια μητέρα ή ένας πατέρας μπορεί να σκοτώσει το ίδιο του το παιδί.  

Στη σύγχρονη εγκληματικότητα της Κύπρου, διαπράχθηκαν αρκετές παιδοκτονίες, ωστόσο τα συστατικά των υποθέσεων ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα με την υπόθεση της Πάτρας, με τα τρία νεκρά παιδιά, έγκλημα το οποίο έχει προστεθεί στη λίστα των πλέον ειδεχθών εγκλημάτων που διαπράχθηκαν ποτέ στην Ελλάδα. Σε κάποιες περιπτώσεις οι θύτες που ήταν μητέρες, αντιμετώπιζαν ψυχιατρικά προβλήματα, ενώ υπήρχε περίπτωση που αλλοδαπή μητέρα στραγγάλισε το βρέφος που γέννησε σε τουαλέτα, επειδή δεν το ήθελε. Από το 2006 και μετά καταγράφηκαν πέντε δολοφονίες με δράστη τον πατέρα, χωρίς ωστόσο να αποδίδονται τα κίνητρα σε ψυχιατρικά ζητήματα, ενώ μια από αυτές, κρίθηκε ως αυτοάμυνα και δεν επρόκειτο για προμελετημένο έγκλημα. 

Ωστόσο, καθ' όλη τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου διαπράχθηκαν φρικτά εγκλήματα με θύματα παιδιά που έπεσαν νεκρά, από τα χέρια μίας γονικής τους φιγούρας. Εγκλήματα που προκαλούν σοκ, ακόμη κι αν έχει περάσει ένας αιώνας από τότε που διαπράχθηκαν. 

Σκότωσε δύο παιδάκια και έλεγε πως «πήγαν στην στετέ τους»

Mένοικο 1906… Ένα διπλό φονικό, με θύματα δύο κορίτσια, έξι και τεσσάρων ετών, συνταράζει το χωριό Μένοικο της Επαρχίας Λευκωσίας. Η μητριά τους τα δολοφονεί, ρίχνοντας τα σε πηγάδι και στη συνέχεια υποστηρίζει ότι τα έστειλε στη γιαγιά τους. 

Ο 40χρονος Δημήτρης, πατέρας δύο κοριτσιών, της εξάχρονης Μαρίας και της τετράχρονης Ελένης, μετά το θάνατο της γυναίκας του, παντρεύεται με προξενιό την 15χρονη Μαρία. Την τότε εποχή, στο χωριό κορόιδευαν την 15χρονη, η οποία δεν αγάπησε ποτέ τον σύζυγο της, αλλά ούτε και τα παιδιά του.

Στις 14 Ιουλίου, ο Δημήτρης φορτώνει το γαϊδούρι του με πατάτες και ξεκινά για τη Λευκωσία, ώστε να βγάλει τα προς το ζην. Λίγο αργότερα η 15χρονη σύζυγός του, βγαίνει από το σπίτι κρατώντας τις δύο κόρες του Δημήτρη. Κατευθύνονται προς το σπίτι της Αννούς, δίπλα από το οποίο υπήρχε ένα πηγάδι και παραδίπλα ένα σπίτι, στο οποίο διέμενε ένα ζεύγος μουσουλμάνων.

Ο άνδρας από το γειτονικό σπίτι βρίσκεται εκείνη την ώρα στην ταράτσα, όταν αντιλαμβάνεται τη Μαρία με τα δύο κοριτσάκια μπροστά στο πηγάδι, που σε λίγη ώρα θα γινόταν ο υγρός τάφος των δύο κοριτσιών. Ωστόσο, ο ίδιος δεν έβγαλε μιλιά. Άφησε τα δύο κοριτσάκια να χάσουν τη ζωή τους, παρακολουθώντας το φρικτό έργο της μητριάς τους. 

Φτάνοντας στο πηγάδι, η Μαρία αρπάζει την εξάχρονη και προσπαθεί να τη ρίξει μέσα, όμως η μικρή αντιστέκεται. Δεν μπορούσε όμως να φωνάξει, επειδή η παιδοκτόνος της είχε γεμίσει το στοματάκι της με χρυσόμηλα. Η Μαρία, κτυπά το κεφαλάκι του παιδιού στο γείσο του πηγαδιού και τελικά την ρίχνει στο πηγάδι.

Το όλο σκηνικό βλέπει η τετράχρονη αδελφή της, η οποία το βάζει στα πόδια, όμως η μητριά της την κυνηγά. Η τετράχρονη εκλιπαρεί την παιδοκτόνο, ωστόσο εκείνη ήταν αποφασισμένη. Κτυπά το παιδάκι με μια πέτρα στα χέρια και την πετά στο πηγάδι.

Η Μαρία μετά τη στυγερή δολοφονία, επιστρέφει στο σπίτι της και συνεχίζει τις δουλειές της. Όποιος ρωτούσε για τα κοριτσάκια, τους έλεγε «πήγαν στην στετέ τους». Τα ίδια είπε και στον σύζυγο της, ο οποίος επέστρεψε λίγο μετά τις επτά το βράδυ στο σπίτι, κατάκοπος από τη δουλειά.

«Πού εν οι κορούδες;», ρώτησε τη σύζυγο του. Εκείνη, με ολύμπια ψυχραιμία απαντά. «Επήρα τες στη μάνα σου. Αφού ξέρεις πως εν κάμνουν μαζί μου». Ο Δημήτρης δεν ανησύχησε από τα λεγόμενα της συζύγου του και αφού έφαγε πήγε για ύπνο. Την άλλη μέρα το πρωί, η Μαρία έστειλε τον Δημήτρη να μαζέψει ξύλα, επειδή θα ζύμωνε και θα φούρνιζε, όπως του είχε πει.

Ωστόσο, μόλις ο Δημήτρης έφυγε από το σπίτι, η Μαρία μάζεψε τα πράγματα της και πήγε στον αδελφό της τον Κυπριανό, που του ανέφερε ότι την κυνηγά ο άντρας της για να τη δείρει. Έτσι, του ζήτησε να την κρύψει μέχρι να του περάσει ο θυμός.

Λίγη ώρα αργότερα, ο Δημήτρης είχε επιστρέψει στο σπίτι του, όπου αντιλήφθηκε την απουσία της συζύγου του και υπέθεσε ότι εκείνη είχε πάει στο αλώνι. Τότε αποφάσισε να μεταβεί στην μητέρα του, για να πάρει τα δύο του κοριτσάκια, χωρίς να γνωρίζει τι τον περίμενε.

Όταν έφθασε στο σπίτι της μητέρα του, εκείνη του είπε ότι δεν ήξερε που βρίσκονται τα παιδιά και ο Δημήτρης πάγωσε. Αφού έσπευσε στον κοινοτάρχη του χωριού, τον ενημέρωσε για την εξαφάνιση και στη συνέχεια έφυγαν μαζί, για να εντοπίσουν την Μαρία. Ο δρόμος τους οδήγησε στο σπίτι του αδελφού της. Ο Δημήτρης ανέφερε στη Μαρία όσα διαδραματίστηκαν από την ώρα που επέστρεψε στο σπίτι και εκείνη με περίσσια ψυχραιμία του απάντησε ότι, «τα παιδιά είναι στη γιαγιά τους. Εγώ έχω να τα δω από χθες το πρωί. Νόμιζα πως εκεί είχαν πάει. Αφού το ξέρετε πως μαζί μου δεν θέλουν να μείνουν».

Παρότι ο Δημήτρης, ο αδελφός της και ο κοινοτάρχης την πίεζαν, αυτή επέμενε στους ισχυρισμούς της. Χρειάστηκε να επιστρατευθεί η κουμπάρα της Μαρίας για να μαθευτεί η αλήθεια. «Πες μου εμένα που είναι τα παιδιά και δεν θα το πω πουθενά», της είπε η κουμπάρα της. Η Μαρία, τελικά, ομολόγησε τα όσα φρικτά διέπραξε… «Λάμνετε στο πηγάδιν της Αννούς τζιαι θα τα έβρετε».

Οι νεκροτομές στις σορούς έδειξαν ότι τα κοριτσάκια πέθαναν από τις κακώσεις, πριν καταλήξουν στο πηγάδι, ενώ η Μαρία οδηγήθηκε σε απευθείας δίκη και της επιβλήθηκε η θανατική ποινή. Ωστόσο, ο Κυβερνήτης εξαντλώντας όλη του την επιείκεια, μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια δεσμά, αφού φήμες που δεν επιβεβαιώθηκαν, αλλά ούτε διαψεύστηκαν ποτέ, ήθελαν την Μαρία να ήταν έγκυος.

Ο άντρας που είδε τη δολοφονία των δύο κοριτσιών από την ταράτσα του σπιτιού του και δεν μίλησε ποτέ, λίγους μήνες αργότερα, πνίγηκε σε χείμαρρο που διέσχιζε το Μένοικο.

*Την ιστορία καταγράφει στο βιβλίο του «Μηδείες και Κληταιμνήστρες», ο συγγραφέας Στέφανος Ευαγγελίδης

Η μοναδική Κύπρια που διέπραξε πέντε φόνους με θύματα… τα παιδιά της

Σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, η Κύπρος βρέθηκε αντιμέτωπη με ακόμη ένα φρικτό έγκλημα, με θύτη τη Βασιλική στο Συγχαρί, αφού πρόκειται για την μοναδική Κύπρια που διέπραξε συνολικά πέντε φόνους.

Ήταν περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930... Η Βασιλική είχε γνωρίσει τον Θεμιστοκλή, που εργαζόταν στο ποιμνιοστάσιο του πατέρα της. Μόλις γνωρίστηκαν οι δύο τους, ερωτεύτηκαν παράφορα. Εκείνος έντιμος και δουλευταράς, εκείνη, όμως, ανήλικη. Ωστόσο, ο Θεμιστοκλής δεν άργησε να τη ζητήσει σε γάμο και μόλις η νεαρή έκλεισε τα δεκαοχτώ, έγινε ο γάμος.

Δέκα χρόνια είχαν περάσει από το γάμο τους για να έρθει το πρώτο παιδί. Η Ελένη. Δύο χρόνια αργότερα γεννήθηκε η Χρυσταλλού και ακολούθησαν τα δίδυμα, Μιχάλης και Μαρούλλα.

Όλα φαίνονταν εντάξει για την οικογένεια του Θεμιστοκλή και της Βασιλικής. Μέχρι που μια μέρα, εκείνος άρχισε να την κατηγορεί πως είχε εξωσυζυγική σχέση και πως τα παιδιά δεν ήταν δικά του. Κανείς δεν έμαθε ποτέ πώς ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία, ωστόσο, οι προστριβές ανάμεσα στο ζευγάρι γίνονταν όλο και πιο συχνές, όλο και πιο έντονες.

Μέχρι που έφθασαν στο Σάββατο της 4ης Ιουνίου 1949, όταν ο Θεμιστοκλής, που συμφιλιώθηκε με την Βασιλική, ξεκίνησε να πάει στα χωράφια του. Αφού ξημέρωσε, η Βασιλική πήρε τα τέσσερα παιδιά της και τα οδήγησε στο πηγάδι, που βρισκόταν στο χωράφι κάποιου συγγενή της.

Τους αφαίρεσε τα παπούτσια και τα τοποθέτησε στην άκρη του πηγαδιού. Αφού έδεσε μεταξύ τους τα δύο μεγαλύτερα παιδιά, η παιδοκτόνος τους είπε πως θα έπαιζαν ένα παιγνίδι. Παρόλα αυτά, με μια βίαιη κίνηση τα πέταξε μέσα στο πηγάδι. Ακολούθως, άρπαξε τα δίδυμα και τα πέταξε κι αυτά στο πηγάδι, ενώ στη συνέχεια έδεσε ένα σχοινί σε μια ελιά και έθεσε τέρμα στη ζωή της.

Τα φρικιαστικά ευρήματα, εντόπισε αγροφύλακας της περιοχής, ο οποίος είδε τη γυναίκα να κρέμεται νεκρή από την ελιά. Στη συνέχεια είδε τα παπουτσάκια των παιδιών και σήμανε αμέσως συναγερμό. Ο Θεμιστοκλής, έμαθε τα τραγικά νέα και επέστρεψε αλλόφρονας στο σπίτι του. Εκεί αντίκρισε τα κρεβάτια των παιδιών του και πάνω σε αυτά να βρίσκονται απλωμένα τα καλά τους ρούχα και τα ασπροκέντητα τους σάβανα.

Η νεκροτομή διενεργήθηκε την επόμενη μέρα και έδειξε πως η Βασιλική ήταν και πάλι έγκυος. Ως εκ τούτου, κατηγορήθηκε και για πέμπτο φόνο. Η κηδεία των τεσσάρων παιδιών, της μάνας και του αγέννητου παιδιού, έγινε την επόμενη μέρα, με τη Βασιλική και τα θύματα της να θάβονται σε ομαδικό τάφο. 

*Με στοιχεία από το βιβλίο Μήδειες και Κλυταιμνήστρες του Στέφανου Ευαγγελίδη

Το σατανικό ζευγάρι που σκότωσε το τετράχρονο παιδί του με βελόνες στην Πάφο

«Τη 19η Ιουλίου η Μαρία, θήλυ, ετών τεσσάρων και κόρη της Ζωίτσας από την Κάτω Αρχιμανδρίτα απεβίωσε ξαφνικά κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η Ζωίτσα και ο σύζυγός της, Ηλίας, μου εδήλωσαν ότι η Μαρία ήταν άρρωστη εδώ και οκτώ ημέρες με βήχα και πρήξιμο του λαιμού. Την Μαρία δεν την είδε κάποιος γιατρός. Ο αγροφύλακας αρ.53 είδε την Μαρία στις 18 Ιουλίου και ήταν άρρωστη και την πονούσε ο λαιμός της. Το θέμα ερευνήθηκε και δεν προκύπτουν ενδείξεις εγκληματικής ενέργειας. Η μητέρα και ο πατέρας του παιδιού δεν έχουν διαφορές με κανένα. Ούτε αυτοί, ούτε κανένας άλλος κτύπαγε το παιδί. Δεν υποπτεύονται πως κάποιος έβλαψε το παιδί. Πήγα και είδα το νεκρό παιδί. Δεν φέρει πληγές ή μώλωπες ή οποιοδήποτε σημάδι βίας στο σώμα της. Διακρίνεται μόνο κάποιο πρήξιμο στο λαιμό. Παρόλο που από την έρευνα προκύπτει πως το παιδί απεβίωσε από φυσιολογικά αίτια, απαγόρευσα την ταφή, τοποθέτησα φρουρά και ενημέρωσα τον ιατρό».

Αυτά είχε γράψει στην αναφορά του ο αστυνομικός που κλήθηκε να διερευνήσει το θάνατο της τετράχρονης Μαρίας, με την μητέρα της να καταθέτει πως πίστευε ότι το παιδί της πέθανε από βήχα, αποκλείοντας το ενδεχόμενο να απεβίωσε επειδή την χτύπησε κάποιος.

Ο Ηλίας ήταν χήρος με δύο παιδιά και η Ζωίτσα, επίσης χήρα, με τέσσερα παιδιά. Όταν γνωρίστηκαν σύναψαν ερωτική σχέση και στη συνέχεια αποφάσισαν να παντρευτούν. Ο Ηλίας είχε μαζί του το ένα παιδί και το άλλο, ένα κορίτσι, το είχε στείλει στο Κτήμα για να δουλέψει, ενώ η Ζωίτσα κράτησε μαζί της μόνο το ένα της παιδί, την τετράχρονη Μαρία.  

Το μεσημέρι της 19ης Ιουλίου 1931, αστυνομικός, ενώ βρισκόταν στο σπίτι του μουχτάρη, άκουσε τον πατριό της μικρής, να φωνάζει «πέθανε». Αμέσως ο αστυνομικός και ο μουχτάρης έτρεξαν προς το σπίτι τους, όπου ο Ηλίας Σολωμού τους είπε ότι «πέθανε εκείνη η κόρη της γυναίκας μου, πέθανε». Τον ρώτησαν πώς πέθανε και αυτός απάντησε ότι δεν ήξερε και ότι θα μετέβαινε να φέρει τον ιερέα για να την θάψει.

Τον έκαψε ο ξάδελφος του

Και ενώ όλα έδειχναν αρχικά ότι η τετράχρονη Μαρία απεβίωσε από παθολογικά αίτια, σιγά σιγά άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι μιας φρικτής δολοφονίας.

Ο ξάδελφος του πατριού της Μαρίας κατέθεσε στην Αστυνομία ότι το βράδυ της ημέρας που πέθανε η μικρή, τον επισκέφτηκε ο πατριός της και του ζήτησε 5-6 σελίνια, καθώς όπως το ανέφερε είχε πεθάνει η μικρή και επειδή κάποιοι είπαν πως τον είδαν να την χτυπά με τη λαβή ενός τσεκουριού, η Αστυνομία απαγόρευσε την ταφή της.

Επίσης, ανέφερε στην κατάθεση του ότι όταν του είπε εάν είναι αλήθεια θα βρει τον μπελά του, τότε αυτός απάντησε «εγώ δεν τη χτύπησα και αν κάποιος τη χτύπησε, θα ήταν η μητέρα της». Τότε όταν του είπε ότι εάν ισχύει θα πρέπει να το πει στην Αστυνομία, αυτός ανέφερε ότι δεν έχει δει την μητέρα της να την χτυπά.

Στη συνέχεια, όπως παραδέχθηκε ο ξάδελφος του, ο πατριός της Μαρίας τον ρώτησε αν ήξερε κάποιον που μπορεί να επηρεάσει το γιατρό, για να πει πως το παιδί δεν πέθανε από τα χτυπήματα, ενώ του είπε πως θέλει να φύγει από το χωριό.

Σε κατάθεση της, κάτοικος ανέφερε στην Αστυνομία ότι λίγες ημέρες πριν πεθάνει το τετράχρονο κοριτσάκι, είδε τον Σολωμού να χτυπά την μικρή Μαρία με τη λαβή ενός τσεκουριού, ενώ το παιδάκι έκλαιγε.

«Την χτύπησε δύο τρεις φορές στα δεξιά πλευρά και δύο τρεις φορές στα αριστερά πλευρά με όλη του τη δύναμη», ανέφερε η Μαρία Μηνά η οποία όπως είπε, όταν ο Σολωμού την είδε, σταμάτησε να χτυπά την μικρή.

Ο σύζυγος της Μαρίας Μηνάς, Χριστόφορος Σοφοκλέους, είπε στην Αστυνομία ότι το επόμενο πρωινό μετά το θάνατο της τετράχρονης, τον επισκέφθηκε ο Σολωμού και του ζήτησε να πει στη σύζυγο του να μην πει στην Αστυνομία πως τον είδε να χτυπά το κοριτσάκι, πράγμα το οποίο αρνήθηκε να κρατήσει μυστικό.

Ενώπιον της Αστυνομίας υπήρξαν και άλλες μαρτυρίες που έκαιγαν τον Σολωμού, ο οποίος τα έριχνε στη σύζυγο του.

Οι αποκαλύψεις από τον γιατρό

Ο γιατρός Χρύσανθος Βώλου, που διενήργησε δύο μέρες μετά τη νεκροτομή επί της σορού της τετράχρονης, διαπίστωσε ότι το κοριτσάκι ήταν υποσιτισμένο, αλλά δεν διέκρινε εξωτερικά σημάδια κακοποίησης. Το παιδί ήταν νεκρό πάνω από 24 ώρες και η νεκρική ακαμψία είχε παρέλθει, ενώ υπήρχαν σημάδια προϊούσης αποσύνθεσης.  

Ο γιατρός διαπίστωσε, επίσης, ότι στο δεξί αυτί της μικρής υπήρχε αίμα, κάτω από το πηγούνι υπήρχε μια περγαμηνοειδής αλλοίωση της επιδερμίδας στο μέγεθος μικρού κέρματος, δύο παρόμοιες αλλοιώσεις υπήρχαν κάτω από τη δεξιά σαγόνα, πέντε ακόμα στο δεξί μάγουλο και τρεις στο αριστερό. Επίσης, διαπίστωσε ότι στο αριστερό μάγουλο υπήρχε και ένας μώλωπας. Η κοιλιακή χώρα της τετράχρονης είχε μελανό χρώμα, με εξαίρεση ένα σημείο κάτω από τον ομφαλό της, ενώ υπήρχε μια μικρή πληγή στο μέγεθος καρφίτσας.

«Γύρω από την πληγή υπήρχε κοκκινίλα και γύρω από αυτή την κοκκινίλα υπήρχε μια μαυριδερή χροιά, περίπου στο μέγεθος κέρματος του ενός γροσιού. Παρόμοια χροιά και στο ίδιος μέγεθος υπήρχε και κάτω από τον ομφαλό στα δεξιά και μια τρίτη κοντά στην αριστερή θηλή», ανέφερε στο πόρισμα του ο γιατρός.

Στη συνέχεια κατά την νεκροτομή αποκαλύφθηκε ότι υπήρξε εσωτερική αιμορραγία και ότι η τετράχρονη τρυπήθηκε από βελόνες, οι οποίες μάλιστα εγκαταλείφθηκαν στο σώμα της.

«Πεποίθηση μου είναι πως συμμετείχαν δύο άτομα σε αυτή την πράξη. Είναι δυνατό ο δράστης να ήταν ένας, όμως δεδομένης της όλης εικόνας, αυτό το θεωρώ απίθανο», κατέληξε στο πόρισμα του ο γιατρός.   

Οι συλλήψεις και η πρώτη ομολογία της μάνας

Μετά το πόρισμα της νεκροτομής η Αστυνομία φόρεσε χειροπέδες στους γονείς της μικρής Μαρίας. Η μητέρα της τετράχρονης ομολόγησε ότι το πρωί της 19ης Ιουλίου ο σύζυγος της, Ηλίας Σολωμού έδιωξε τον γιο του, Προκόπη, να παίξει με τα άλλα παιδιά, λέγοντας της «θα κάνω αυτό που σου είπα τόσες φορές», με την ίδια να αναφέρει ότι του είπε «φοβάται».

«Την ώρα που πήγα να πάρω την κούζα, τον είδα να παίρνει μια από τις βελόνες, που έχω για να πλέκω κάλτσες. Μου είπε θα χώσει τη βελόνα στην κοιλιά της για να τη σκοτώσει. Εγώ του είπα είναι κρίμα. Αν δεν τη θέλει να την δώσουμε αναγιωτή. Εκείνος, όμως, είπε πως θα την σκοτώσει και θα πούμε ότι πέθανε».

Ανακρινόμενος ο Ηλίας επαναλάμβανε ότι δεν γνωρίζει τίποτα και δεν έκανε τέτοιο πράγμα, ενώ έλεγε «αν το έκανε κάποιος, αυτή ήταν η Ζωή».

Όπως ισχυρίστηκε, τη μέρα που πέθανε η μικρή Μαρία αυτός απουσίαζε από το σπίτι και όταν επέστρεψε βρήκε τη σύζυγο του να κλαίει, λέγοντας του ότι το παιδί πέθανε.

«Με κοροϊδεύεις; της είπα… Πότε πέθανε; Πριν μια ώρα μου είπε. Εγώ της είπα "μα το παιδί ήταν καλά το πρωί πριν φύγω. Τι έπαθε και πέθανε; Μήπως της έκανες τίποτε;". Εκείνη μου απάντησε πως η μικρή είχε βγει έξω να παίξει και μπορεί να της έκαναν κάτι οι γείτονες ή τα άλλα παιδιά. Εγώ ύστερα έφυγα, για να βρω μια γυναίκα που θα ετοίμαζε το παιδί για την ταφή», ανέφερε στην κατάθεση του ο Σολωμού.

Ομολόγησε τελικά και την εμπλοκή της η μάνα

Σε τρίτη κατάθεση που έδωσε, η μητέρα της τετράχρονης παραδέχθηκε ότι εκείνο το πρωινό τα παιδιά τους άρχισαν να μαλώνουν και ο Σολωμού θύμωσε, έδιωξε το γιο του και άρπαξε τη μικρή. Όπως ανέφερε, όταν ο σύζυγος της θύμωνε, φώναζε στην ίδια, ενώ εκνευριζόταν όταν η μικρή έκλαιγε. Άλλες φορές έλεγε πως θα την διώξει και άλλες πως θα σκότωνε την ίδια, εάν δεν έδιωχνε την μικρή.  

Όταν άρπαξε την μικρή Μαρία, την ρώτησε εάν θα τον βοηθήσει, με την ίδια όπως ισχυρίστηκε να αρνείται. Τότε, ο Σολωμού άρχισε να φωνάζει και να της λέει ότι αν δεν τον βοηθήσει, θα την δείρει. Στη συνέχεια ο Σολωμού έχωσε την βελόνα στη κοιλιά της τετράχρονης, ενώ η ίδια κρατούσε το παιδί από το πρόσωπο.

Καταδικάστηκαν σε θάνατο

Το έγκλημα αυτό, χαρακτηρίζεται ως ένα από τα πιο σατανικά και φρικτά εγκλήματα που διαπράχθηκαν ποτέ στην Κύπρο. Εκτιμάται ότι στόχος του ζευγαριού ήταν να σκοτώσει και το άλλο παιδί, αφού φαίνεται να ήθελαν να «ξεφορτωθούν» τα παιδιά τους από του προηγούμενους, για να φτιάξουν τη δική τους οικογένεια. Αρχικά το σατανικό ζευγάρι σκέφτηκε να μην δίνει φαγητό στα παιδιά, για να φανεί ότι πέθαναν από την πείνα, για αυτό κα τα σημάδια ασιτίας στο κορμάκι της μικρής Μαρίας. 

Οι δύο οδηγήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, όπου εμφανίστηκαν αμετανόητοι και αρνήθηκαν ενοχή. Και οι δύο καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Σολωμού εφεσίβαλε την απόφαση του Δικαστηρίου, χωρίς όμως αποτέλεσμα, ενώ η Ζωίτσα επικαλέστηκε εγκυμοσύνη και έτσι η εκτέλεση της αναβλήθηκε.

Ωστόσο, στη συνέχεια εξετάστηκε από ιατρό, ο οποίος διαπίστωσε πως δεν ήταν έγκυος, αλλά προκειμένου να μην γίνει κάποιο λάθος ζήτησε όπως εξεταστεί σε δύο μήνες. Έτσι και έγινε και διαπιστώθηκε ότι τελικά είπε ψέματα και διατάχθηκε ο απαγχονισμός της. Η Ζωίτσα Παναγή ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στην Κύπρο από το 1878. Τα τελευταία της λόγια όταν της πέρασαν την θηλιά ήταν «αχ κόρη μου».

*Πληροφορίες από το βιβλίο Μήδειες και Κλυταιμνήστρες στην Κύπρο της Αγγλοκρατίας, του Στέφανου Ευαγγελίδη

Το πρωτοφανές φονικό με τα ξόρκια που πάγωσε την Κύπρο

31 Μαρτίου 1990… Η Αστυνομία έρχεται αντιμέτωπη με ένα φρικιαστικό θέμα, εισβάλλοντας σε διαμέρισμα στη Λεμεσό. Δύο μητέρες και δύο παιδιά, κείτονταν νεκροί σε λίμνη αίματος. Η κοινή γνώμη παγώνει και παρακολουθεί συγκλονισμένη τα όσα αποκαλύπτονται. Δράστης του άγριου φονικού, η μία εκ των δύο γυναικών, η οποία δολοφόνησε την αδελφή της, την κόρη της και τον αδελφότεκνο της, ενώ στη συνέχεια έθεσε και η ίδια τέρμα στη ζωή της. Κίνητρο της φρικτής δολοφονίας ο εξορκισμός της μαγείας.    

Τα θύματα της τραγωδίας:  

- Αντώνης (Τόνη) Γκάμπερ, 16 χρόνων: Εκτελέστηκε εξ’ επαφής με κυνηγετικό όπλο από τη θεία του. Κατά τη δολοφονία, το θύμα κοιμόταν (προφανώς από επήρεια υπνωτικών χαπιών) σε υπνοδωμάτιο του διαμερίσματος.

- Άννα Θεοδώρου Χίτσιου 20 χρόνων: Πυροβολήθηκε εξ’ επαφής από την μητέρα της, με τον ίδιο τρόπο, όπως και ο εξάδελφος της.

-Ιωάννα Γκάμπερ, 45 χρόνων: Δολοφονήθηκε στον ίδιο χώρο με τον γιο της, Τόνη, από την αδελφή της.  

-Ζωή Ιακώβου, 47 χρόνων: Η δράστης του φονικού, αφού δολοφόνησε τα άλλα τρία πρόσωπα, ως σύγχρονη Μήδεια, έθεσε τέρμα στη ζωή της.

Η αποκάλυψη της τραγωδίας και οι φρικιαστικές εικόνες

Παρότι η τραγωδία, σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, φαίνεται να διαπράχθηκε στις 24 Μαρτίου 1990, εντούτοις, κανείς δεν αντιλήφθηκε οτιδήποτε μέχρι τα ξημερώματα της 31ης Μαρτίου, οπότε ένας γείτονας είχε επικοινωνήσει με τις Αρχές, λέγοντας ότι μια περίεργη μυρωδιά αναδυόταν από το διαμέρισμα 402, πολυκατοικίας που βρισκόταν στην Μέσα Γειτονιά, στη Λεμεσό.

Μετά το τηλεφώνημα, ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις έσπευσαν στο σημείο, απέκλεισαν την σκηνή και αφού παραβίασαν την είσοδο, εισήλθαν στο διαμέρισμα. Τα όσα φρικαλέα αντίκρισαν δεν μπορούσε να τα χωρέσει ο ανθρώπινος νους. Πτώματα σε δύο υπνοδωμάτια, δυσωδία και μια χαώδης κατάσταση...

Ανάμεσα στα ευρήματα, εντοπίστηκαν σκορπισμένα χάπια «Ζάναξ», ενώ σε τοίχο του διαμερίσματος, εντοπίστηκαν τρία σημειώματα, τα οποία υπέγραφαν η Ζωή, η 20χρονη κόρη της, Άννα και η αδελφή της Ζωής, Ιωάννα.

Στα εν λόγω σημειώματα, οι τρεις έγραφαν ότι αυτοκτονούν για να λυτρωθούν από τα μάγια, ενώ έγραφαν επίσης πως αφήνουν όλα τα υπάρχοντα τους, στον αρραβωνιαστικό της Άννας.

Παράλληλα, ζητούσαν να μην ταφούν, ούτε να γίνει η κηδεία τους, αλλά να κομματιαστούν και να ριχθούν στη θάλασσα, αφού οι ιερείς δεν μπόρεσαν να τις βοηθήσουν, όπως έλεγαν στα σημειώματα τους, να τις ξορκίσουν.

Τι έδειξε η αυτοψία και οι νεκροτομές

Αυτοψία στη σκηνή που διαπράχθηκε το ειδεχθές έγκλημα, διενήργησε ο παθολογοανατόμος Ι. Μιχαηλίδης, ο οποίος ανέφερε ότι ο θάνατος τους οφείλεται σε θανατηφόρες κακώσεις στην κεφαλή, λόγω των τραυμάτων που προκλήθηκαν από το κυνηγετικό όπλο.

Την επόμενη μέρα, διενεργήθηκαν οι νενομισμένες νεκροτομές επί των τεσσάρων σορών από τους ιατροδικαστές, Ι. Μιχαηλίδης, Χ. Χαραλάμπους και Ι. Ζουβάνης στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού.

Όπως διαπιστώθηκε, ο θάνατος της Ζωής Ιακώβου, επήλθε από τραύμα στην αριστερή πλευρά του προσώπου.

Όσον αφορά την αδελφή της Ιωάννα, έφερε δύο τραύματα στο πρόσωπο, το ίδιο και ο γιος της Τόνη, ενώ η κόρη της Ζωής, Άννα, έφερε και εκείνη τραύμα στο πρόσωπο.

Το κουβάρι ξετύλιγε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες

Όσο προχωρούσαν οι έρευνες των Αρχών, τόσο πιο συγκλονιστικά ήταν τα όσα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας, τα οποία καθήλωσαν την κοινή γνώμη.

Όπως είχε γίνει γνωστό, η Ζωή, δράστης του φονικού, είχε αγοράσει το κυνηγετικό όπλο λίγες μέρες προηγουμένως και το ενέγραψε, ενώ τα υπνωτικά χάπια που εντοπίστηκαν, τα κατανάλωνε για αρκετό διάστημα πριν το φρικτό έγκλημα της.

Διαπιστώθηκε επίσης, ότι κάθε είσοδος και έξοδος αέρα από το διαμέρισμα, ήταν κλειστή και προς τούτο, χρησιμοποιήθηκαν πετσέτες κι αυτοκόλλητες ταινίες, ενώ κάποιος που βρισκόταν στο σπίτι, είχε ανοίξει τις στρόφιγγες κυλίνδρων υγραερίου, με αποτέλεσμα η κατάσταση να είναι αποπνικτική.

Παράλληλα, διαπιστώθηκε ότι το ραδιόφωνο ήταν στη διαπασών και αυτός ήταν και ο λόγος που δεν ακούστηκαν οι πυροβολισμοί και το έγκλημα δεν αποκαλύφθηκε από την πρώτη μέρα.

Σύμφωνα με άλλα στοιχεία που κατείχε η Αστυνομία, στις 21 Μαρτίου, η Άννα είχε πει στον αρραβωνιαστικό της ότι θα πήγαινε με τη μητέρα και τη θεία της, σε φίλους στη Λευκωσία.

Τρεις μέρες αργότερα, η Άννα, μίλησε με τον αρραβωνιαστικό της και του είπε να μην ανησυχεί και ότι θα έμεναν στη Λευκωσία, με τη δικαιολογία ότι είχαν πολλούς φίλους να επισκεφθούν, ενώ του ανέφερε ότι θα επικοινωνούσε μαζί του στις 26 Μαρτίου.

Εντούτοις, κάτι τέτοιο δεν συνέβη και ως εκ τούτου, στις 29 Μαρτίου, ο αρραβωνιαστικός της Άννας, έψαξε για την σύντροφο του, στο σπίτι όπου εντοπίστηκε νεκρή, δύο μέρες αργότερα.

Παρότι ο σύντροφος της Άννας χτύπησε την πόρτα, κανένας δεν απάντησε, αλλά είχε ακούσει το ραδιόφωνο στη διαπασών και πίστεψε ότι το είχαν ξεχάσει ανοιχτό.

Αποκαλύφθηκε επίσης, ότι οι δύο αδελφές, το 1985 κι ενώ διέμεναν στην Αυστραλία, πίστευαν ότι τους είχαν κάνει μάγια και τους διακατείχε μανία καταδίωξης. Τελικά, το 1988, αποφάσισαν να φύγουν από τη χώρα και έφθασαν στην Λεμεσό, όπου επισκέπτονταν ιερείς για να τους λύσουν τα μάγια.

Οι Αρχές κατείχαν επίσης πληροφορίες, ότι η Ζωή και η αδελφή της, Ιωάννα, σε κάποια φάση, ενώ βρίσκονταν στην Αυστραλία, διετέλεσαν μέλη αίρεσης, πληροφορίες οι οποίες δεν επιβεβαιώθηκαν, αλλά ούτε διαψεύστηκαν.

Όσα ανέφεραν γείτονες

Για τα θύματα, αλλά και για τα όσα άκουσαν και είδαν κατά τον επίδικο χρόνο, είχαν μιλήσει οι γείτονες, μεταξύ των οποίων ο άνθρωπος που ειδοποίησε τις Αρχές.

«Τη νύχτα της Δευτέρας 26 Μαρτίου 1990, ο χώρος του διαμερίσματος μύριζε γκάζι και δεν ήξερα τι συνέβαινε. Την Τρίτη, άκουγα στη διαπασών μουσική και άλλα που μετέδιδε το ραδιόφωνο του διαμερίσματος, το οποίο σταμάτησε μόνο αργά το βράδυ. Κράτησε για 3-4 μέρες η ίδια ιστορία με το ραδιόφωνο, ενώ στο μεταξύ η μυρωδιά άρχισε να αλλοιώνεται και να γίνεται βαριά. Το ανέφερα σε ένα μέλος της διαχειριστικής επιτροπής της πολυκατοικίας, αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή.

Παρόλο που δεν είχαμε πάρε-δώσε με τους ενοίκους του 402, που προ πενταμήνου εγκαταστάθηκαν, αποφάσισα να κτυπήσω την πόρτα.

Δεν πήρα καμία απάντηση. Κλώτσησα την πόρτα, κανείς δεν μου απάντησε. Άρχισα να υποψιάζομαι ότι κάτι συνέβαινε. Μυρωδιά… Ραδιόφωνο όλη μέρα και το βράδυ, με το κλείσιμο του σταθμού, σιωπούσε, ενώ συνέχιζε να κάνει το γνωστό θόρυβο που εκπέμπει ένας κλειστός ραδιοσταθμός. Προψές (σ.σ.31 Μαρτίου), όταν γύρισα στις 2:15 από τη δουλειά μου δεν άντεξα. Πήγα μόνος μου στην Αστυνομία και το ανέφερα».

Η μαρτυρία γειτόνισσας

«Δεν είχαμε οποιεσδήποτε σχέσεις με τους ενοίκους του 402, καθότι πριν μερικούς μήνες εγκαταστάθηκαν. Απλώς ένα "γειά" λέγαμε πότε-πότε που συναντιόμασταν στο ασανσέρ. Δύο φορές έτυχε να μεταφέρω τον 16χρονο Τόνη στο σχολείο που φοιτούσε, λόγω του ότι έβρεχε. Γενικά ήταν ήσυχος άνθρωπος».

«Το βράδυ της  Τρίτης 27 Μαρτίου 1990, άκουσα ένα δυνατό θόρυβο, κάτι σαν πυροβολισμούς, δεν είμαι σίγουρη, που έμοιαζαν με τον γνωστό θόρυβο ενός σπασμένου εξώστ. Δεν έδωσα σημασία στην άσχημη μυρωδιά που αναδυόταν, γιατί πίστευα ότι προερχόταν από τα σκουπίδια του γείτονα μας και τα λερωμένα πανάκια των μωρών που έχει…

Να σημειώσω όμως κάτι. Τη Δευτέρα το απόγευμα (σ.σ.26 Μαρτίου) επισκέφθηκε το σπίτι μια άγνωστη κοπέλα που έψαχνε τους ενοίκους, χωρίς όμως να πάρει καμία απάντηση».

Σε δηλώσεις για τον 16χρονο Τόνη Γκάμπερ, που έπεσε νεκρός από τα χέρια της θείας του, είχαν προβεί συμμαθητές του, οι οποίοι αποκάλυψαν ότι ο Τόνη τους είχε πει εμπιστευτικά, πως κάποιος ιερέας στην Αυστραλία έκανε μάγια στην οικογένεια του, τα οποία τους καταδίωκαν συνεχώς. Ο ανήλικος τους είχε αποκαλύψει ακόμα, ότι σκόπευε σύντομα να μετακομίσει στον Καναδά.

Τάφηκαν στο κοιμητήριο Σφαλαγγιώτισσας

Η ταφή των θυμάτων τελέστηκε στο Κοιμητήριο Σφαλαγγιώτισσας στη Λεμεσό, χωρίς να τελεστεί κηδεία, μετά από απόφαση των Υγειονομικών Υπηρεσιών, για λόγους υγείας.

Στην ταφή παρέστησαν τριάντα περίπου άτομα, ωστόσο κανείς δεν ήταν στενό συγγενικό πρόσωπο των θυμάτων.

Πρώτος τάφηκε ο 16χρονος Τόνη, ενώ ακολούθησαν η ταφή της μητέρας του, της εξαδέλφης του και τελευταίας της 47χρονης Ζωής.     

Τα έξοδα της ταφής, ανέλαβε ο αδελφός του αρραβωνιαστικού της Άννας. Όταν κλήθηκε να απαντήσει γιατί προέβη σε αυτή την κίνηση, ανέφερε πως, «θεώρησα πρέπον, αφού οι τέσσερις δεν είχαν κανένα συγγενή στην Κύπρο, να πληρώσω για την ταφή τους. Περισσότερο το έκανα για την Άννα, την αρραβωνιαστικιά του αδελφού μου και τον μικρό Τόνη που αγαπούσαμε όλοι».

Περιγράφοντας τον Τόνη, ανέφερε ότι «ήταν ένα αθώο πλάσμα, ένα καλοσυνάτο αγόρι. Εργαζόταν κοντά μας (σ.σ. στο εστιατόριο που διατηρούσαν) τα Σαββατοκύριακα και τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι αδελφές Ζωή και Ιωάννα, ήταν ιδιόρρυθμοι άνθρωποι. Λιγομίλητες, πάντα αποφεύγοντας να συνάψουν φιλίες με τον καθένα».

Είχε επισημάνει επίσης, ότι «δεκαπέντε μέρες από την εξαφάνιση τους, είχαν ρωτήσει τον αδελφό μου αν ήθελε να του αγοράσουν κυνηγετικό όπλο, για να γίνει κυνηγός και για πρώτη φορά η Άννα ξεστόμισε τους φόβους της, ότι δήθεν κάποιοι έκαναν στην οικογένεια της μάγια. Μάλιστα σε κάποια άτομα η ίδια έλεγε: “Κοιτάξετε τα μάγια τι με έκαναν… Χόντρυνα πολύ… Τα μάγια φταίνε για το πάχος μου…”»

Αφού πέρασαν κάποιες μέρες από την ταφή των τριών γυναικών και του ανήλικου Τόνη, έγινε ο καθαρισμός του διαμερίσματος όπου διαπράχθηκε το άγριο φονικό, στην παρουσία του αρραβωνιαστικού της Άννας.

Ο χαροκαμένος σύντροφος, παρακολούθησε από μακριά τη μεταφορά των αιματομένων κρεβατιών κι άλλων αντικειμένων.

«Δεν πίστευα ποτέ μου ότι η Άννα θα αυτοκτονούσε. Περνούσαμε πολύ αγαπημένα. Ήταν ωραίος τύπος, ανοιχτόκαρδη και χαμογελαστή. Για όλα όσα έγιναν φταίει η Ζωή», ήταν τα πρώτα του λόγια όταν κλήθηκε να μιλήσει για πρώτη φορά μετά την τραγωδία.

«Όταν αναζητούσα επίμονα την Άννα και δεν την έβρισκα, λίγο μετά που έφυγαν δήθεν για τη Λευκωσία, και δεν είχα κανένα μήνυμα της, ανησύχησα. Έψαξα στο διαμέρισμα και βρήκα ένα τηλέφωνο του αδελφού της Ζωής και Ιωάννας στη Μελβούρνη και επικοινώνησα για να ρωτήσω να μάθω ποιοι ήταν οι συγγενείς που είχαν στη Λευκωσία. Από τον αδελφό της Ζωής,  πληροφορήθηκα με έκπληξη μου ότι δεν ήξερε αν υπήρχαν συγγενείς και ότι δεν είχαν επικοινωνία με τις αδελφές τους, παρά μόνο πολύ αραιά. Διαπίστωσα πια, ότι μου έλεγαν όλοι πολλά ψέματα. Ο αδελφός, μεταξύ άλλων, δεν γνώριζε ότι εγώ αρραβωνιάστηκα με την Άννα, ενώ σ’ εμένα άλλα έλεγαν οι τρεις γυναίκες».

Αναφερόμενος στην πεθερά του Ζωή, την χαρακτήρισε παράξενο και ιδιόρρυθμο άνθρωπο. «Ήθελε να είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων. Ήθελε όλοι να της δείχνουν την απαιτούμενη προσοχή. Κι η αδελφή της η Ιωάννα είχε τη “λόξα” της. Φαίνονταν τρομαγμένες και φοβισμένες κάποτε. Οι δύο αδελφές αναφέρονταν κάποτε σε μάγια, μα εγώ δεν έδινα σημασία, νόμιζα ότι αστειεύονταν. Η Ζωή κι η Ιωάννα πάντοτε κυκλοφορούσαν μαζί, όπου πήγαινε η μια, δίπλα βρισκόταν η άλλη. Μόνο μια φορά θυμάμαι, που η Ζωή είπε “δεν αξίζει κόπο να ζω, θα πεθάνω”. Τότε η Άννα είχε πει “Kι εγώ θα πεθάνω μαζί σου”. Δεν έδωσα σημασία γιατί υπέθεσα πως ήταν αστεία όλα αυτά».

Σκότωσαν το γιο τους, τον έθαψαν σε λάκκο και πήγαν για ύπνο

Έξι χρόνια αργότερα, η Λεμεσός βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο... Ένα από τα πρωτοφανή για την Κύπρο εγκλήματα, διαπράχθηκε στα μέσα του 1996 και πιο συγκεκριμένα στις 7 Μαΐου.

Τότε, ο Χ.Σ. εκτέλεσε εν ψυχρώ τον 23χρονο υιό του Σ.Σ. στο σπίτι τους στη Λεμεσό, αλλά δεν έμεινε μέχρι εκεί… Στη συνέχεια με τη βοήθεια της συζύγου του και μητέρας του 23χρονου, τον έθαψε στην αυλή της οικίας, δίπλα στα πρόβατα που διατηρούσε ο θύτης.

Σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, το θύμα, το οποίο είχε συχνά προστριβές με την οικογένεια και τη σύζυγο του, είχε λογομαχήσει το βράδυ της 7ης Μαΐου με τους γονείς του και ιδιαίτερα με τον πατέρα του.

Μετά τη λογομαχία, ο 23χρονος τότε Σ.Σ., αφού είπε στους γονείς του «πόψε εν η τελευταία σας», αποχώρησε από το πατρικό του, στο οποίο διέμενε με τη σύζυγο και τα δύο παιδιά του, ηλικίας δύο χρόνων και έξι μηνών αντίστοιχα.

Θορυβημένοι από την απειλή, οι γονείς του 23χρονου, ειδοποίησαν τις Αρχές, οι οποίες τους είπαν, όπως ισχυρίστηκαν αργότερα, να τηλεφωνήσουν ξανά αν παραστεί ανάγκη.

Λίγο αργότερα, ο 23χρονος επέστρεψε στο σπίτι, κρατώντας ένα μπιτόνι βενζίνη και αποπειράθηκε να εισέλθει στην οικία παραβιάζοντας πόρτα του σπιτιού.

Μόλις έγινε αντιληπτός από τους γονείς του, η μητέρα του προσπάθησε να καλέσει την Αστυνομία, ωστόσο το θύμα, τους είπε ότι είχε κόψει το καλώδιο του τηλεφώνου για να μην μπορέσουν να καλέσουν τις Αρχές. Τότε, ο πατέρας του άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε το θύμα εξ’ επαφής στο στήθος.

Ο Σ.Σ., αφού σωριάστηκε στο έδαφος, άρχισε να φωνάζει «παπά, παπά, φέρτε γιατρό» και στη συνέχεια ξεψύχησε.

Ακολούθως, οι γονείς του αποφάσισαν να τον θάψουν στην αυλή του σπιτιού, σε απόσταση περίπου εκατό μέτρων από τη σκηνή που διαπράχθηκε το έγκλημα.

Στη συνέχεια, απείλησαν τη σύζυγο του θύματος (νύφη τους), που ήταν παρούσα κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, πως αν μιλούσε στην Αστυνομία θα σκότωναν και την ίδια.

Παρότι η νύφη τους κράτησε για μια ολόκληρη εβδομάδα κλειστό το στόμα της, τελικά στις 14 Μαΐου, μετέβη στην Αστυνομία όπου και εξιστόρησε τα όσα φρικτά είδε το βράδυ της 7ης Μαΐου, να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια της.

Στο άκουσμα του ειδεχθές εγκλήματος, τα μέλη της Αστυνομίας, ενημέρωσαν τους ανώτερους τους και αμέσως εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης τόσο για τον πατέρα, όσο και για τη μητέρα, αλλά και τη σύζυγο του θύματος.

Αφού συνελήφθησαν τα τρία πρόσωπα, ο πατέρας ομολόγησε τα πάντα στην Αστυνομία και την ίδια μέρα (σ.σ. 14 Μαΐου), οδήγησε τα μέλη της δύναμης στο λάκκο, όπου τάφηκε το θύμα.

Εκεί, άρχισαν οι διαδικασίες εκταφής, ωστόσο λόγω της προχωρημένης αποσύνθεσης στην οποία βρισκόταν το θύμα, χρειάστηκε η χρήση ειδικών μασκών.

Παρόντες στο σημείο, ήταν ο πατέρας και η μητέρα του θύματος, οι οποίοι παρακολούθησαν με απάθεια τη μακάβρια διαδικασία.

Όσον αφορά τη σύζυγο του 23χρονου, αφέθηκε στη συνέχεια ελεύθερη, αφού εναντίον της δεν προέκυψε οποιοδήποτε στοιχείο, ενώ οι γονείς προφυλακίστηκαν για τα αδικήματα του φόνου εκ προμελέτης, της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος και της συνέργειας μετά το έγκλημα.

«Κάποτε θα τους σκότωνε και τους δύο»

Οι σχέσεις του θύματος δεν ήταν οι χείριστες μόνο με τους γονείς του, αλλά και με τον αδελφό και την αδελφή του, με τους οποίους είχε επίσης συνεχώς προστριβές.

Μετά τις συλλήψεις, ο 30χρονος αδελφός του θύματος επέρριψε ευθύνες για το έγκλημα στην Αστυνομία, η οποία δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του πατέρα και της μητέρα του 23χρονου.

«Εύχομαι καμιά οικογένεια να μην ζήσει όσα ζήσαμε εμείς. Ο μακαρίτης ο αδελφός μου, πάντα δημιουργούσε προβλήματα, ήταν ατίθασος, κτυπούσε τη μάνα μας, τον πατέρα μας, έμπλεξε στη φυλακή, έδερνε τη γυναίκα και τα παιδιά του. Πάντα προκαλούσε κακά και περιμέναμε πως κάποια μέρα θα έκανε ένα μεγάλο κακό, ότι κάποτε θα τους σκότωνε και τους δύο. Και τη μάνα μας και τον πατέρα μας», ανέφερε μεταξύ άλλων ο αδελφός του θύματος.

Όσον αφορά τον πατέρα του, ο 30χρονος υποστήριξε ότι «ήταν θολωμένο το μυαλό του. Ήταν λάθος που τον έθαψαν, ήταν λάθος. Οι γονείς μου υπέφεραν από τον μακαρίτη. Όλοι υποφέραμε. Η μάνα μου, ο πατέρας μου, η αδελφή μου, η σύζυγος του, όλοι μας. Ο πατέρας μου είναι χρυσός άνθρωπος. Ρωτήστε γι’ αυτόν και θα μάθετε. Το ίδιο και η μάνα μου».

Ο αδελφός είπε επίσης, ότι δεν γνώριζε οτιδήποτε για το έγκλημα και δεν του κίνησε την περιέργεια το γεγονός ότι απουσίαζε ο αδελφός του για μέρες, αφού πήγαινε συχνά με φίλους του στην Αγία Νάπα και σε άλλα μέρη.

Κηδεύτηκε εν τη απουσία των γονιών

Το απόγευμα της Τρίτης 15 Μαΐου, τελέστηκε η κηδεία του θύματος από τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου και τάφηκε στο κοιμητήριο Σφαλαγγιώτισσας.

Εκείνοι που έδωσαν το παρόν τους ήταν ελάχιστοι. Τα δύο του αδέλφια, η σύζυγος του και μερικοί άλλοι συγγενείς.

Οι γονείς του, ζήτησαν από την Αστυνομία άδεια για να παραστούν στην κηδεία, ωστόσο δεν τους επετράπη για λόγους ασφαλείας, αφού είχαν απειλήσει μετά το φόνο ότι θα σκότωναν τη σύζυγο του γιου τους, εάν αποκάλυπτε το έγκλημα.

Ποινή χάδι στον παιδοκτόνο

Τον Ιούλιο του 1996, μόλις δύο μήνες μετά το στυγερό έγκλημα, ο παιδοκτόνος οδηγήθηκε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού, το οποίο του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών ετών.

Στην απόφαση του, το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι «δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος έχει ζήσει το δικό του Γολγοθά». Μέρος της τιμωρίας του είναι ότι στο μέλλον θα είναι υποχρεωμένος να φροντίζει τα παιδιά του γιου του».

Στο άκουσμα της ποινής, ο Χ.Σ. ήταν συντετριμμένος και συνάμα ψύχραιμος, δεχόμενος με πραότητα την απόφαση του Κακουργιοδικείου.  

Δειτε Επισης

Τα πρώτα λόγια της 12χρονης μετά την ενοχή του Μίχου-«Η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου»
Συνελήφθη 33χρονος για κλοπή καλωδίων της ΑΗΚ αξίας 2.800 ευρώ
Συνελήφθησαν εννέα άτομα στο Τατζικιστάν ως ύποπτα για την πολύνεκρη επίθεση στη Μόσχα
Κάθειρξη 10 ετών σε 67χρονο για βιασμό 61χρονης-Την κτύπησε και την κακοποίησε
Καταγγελία για κακοποίηση ηλικιωμένου από τη σύζυγό του-Ενήμερες και οι ΥΚΕ
Παρουσίασε το σχέδιο με τις 50 δράσεις για την κοινωνική ένταξη των μεταναστών ο ΥΠΕΣ
Ομόφωνα ένοχη η Ρούλα Πισπιρίγκου για το θάνατο της Τζωρτζίνας-Της επιβλήθηκε ισόβια κάθειρξη
Πρόστιμα 80,000 ευρώ σε παροχείς για καταχρήσεις στο ΓεΣΥ-Πέραν των 350 διερευνήσεων
Ένοχος ο Ηλίας Μίχος για το βιασμό της 12χρονης-Αθώα η μητέρα
ΒΙΝΤΕΟ: Επεισόδια κατά τη μεταγωγή του Μίχου και των άλλων κατηγορουμένων στην υπόθεση Κολώνου