Η Λαϊκή Αγορά μέσα από τα μάτια των πρωταγωνιστών… «Με πελάτες γίναμε αδέλφια»

«Έλα κόρη κορού. Έσιει κουτσιά καθαρισμένα», ακούγεται από ένα πάγκο, ενώ περπατάς στη λαϊκή αγορά. Λίγο πάρα δίπλα, μία στεντόρεια φωνή τραγουδά «για την καρκιά τζιαι την αγκάλη σου, μα το Θεό, ούλλα χαλάλι σου». Σε μία άλλη γωνιά, δύο έμποροι, φίλοι χρόνια, ανταλλάζουν απόψεις για τα κακώς έχοντα, που διαδραματίζονται στη χώρα μας τις τελευταίες ημέρες, ενώ από την απέναντι πλευρά, ένας πελάτης γελά με τον έμπορο, κάνοντας αστεία ως δύο παλιοί φίλοι.

Είναι άνθρωποι που βρίσκονται εκεί κάθε εβδομάδα. Κάθε Τετάρτη και Σάββατο, ανελλιπώς βρίσκονται στον χώρο στάθμευσης του ΟΧΙ, όπου στήνεται η Λαϊκή Αγορά. Αξημέρωμα ξεκινούν από τα σπίτια τους, αφού ξυπνούν λίγα λεπτά μόλις γυρίσει η μέρα, για να φτάσουν στο κέντρο της Λευκωσίας, όπου στήνουν τους πάγκους τους και περιμένουν τους πελάτες τους.

Η περιοχή σφύζει από ζωή, αφού κόσμος πηγαίνει και έρχεται. Άλλοι σταματούν σε ένα πάγκο, αφού ξέρουν τι θέλουν να αγοράσουν, άλλοι επισκέπτονται πρώτη φορά το χώρο. Νεαροί, οικογένειες, γιαγιάδες και παππούδες. Αυτός είναι ο θίασος της ιστορίας μας. Αυτούς αντικρίσαμε όταν επισκεφτήκαμε την Λαϊκή Αγορά.

Πρωταγωνιστές δεν θα μπορούσαν να ήταν άλλοι από αυτούς που χειμώνα, καλοκαίρι, καύσωνες και κρύα στέκονται εκεί. Αγέρωχοι, χαμογελαστοί και έτοιμοι να βοηθήσουν τους περαστικούς. Άνθρωποι που τα τελευταία χρόνια, βρίσκονται στις ίδιες θέσεις και μπορεί να λένε τις ίδιες ατάκες καθημερινά, όμως το συναίσθημα πίσω από αυτές, δεν φανερώνει κούραση, αλλά ικανοποίηση.

«Με κάποιους πελάτες γίναμε αδέλφια»

Σε ένα πάγκο, στο κέντρο της Λαϊκής Αγοράς, εντοπίσαμε την κα. Θεοδώρα, η οποία έρχεται κάθε εβδομάδα από τον Μουτουλλά, μαζί με τον άνδρα της, για να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Καθόταν στην καρέκλα της και όταν την πλησιάσαμε, μας υποδέχθηκε με χαμόγελο.

«Έρχομαι στη Λαϊκή γύρω στα εφτά χρόνια, ήταν οικογενειακή υπόθεση, έρχονταν οι γονείς του άντρα μου τζιαι τωρά ερχόμαστε εμείς. Έχουμε χωράφια, βάζουμε τα προϊόντα μας τζιαι φέρνουμε τα να πουλήσουμε. Είναι αρκετά δύσκολο να είμαστε δαμέ κάθε χειμώνα, καλοκαίρι τζιαι γιορτές, αλλά κάθε δουλειά έχει τη δυσκολία της. Το καλοκαίρι, είμαστε μέσα στον ήλιο τζιαι εν πιο πολλή η κούραση, λόγω της ζέστης, όμως με καλή θέληση όλα γίνονται. Τζείνο που μας δυσκολεύει είναι ότι όλα παν πάνω τζιαι για μας τους παραγωγούς το κόστος είναι πολύ, για να έχουμε τα φρούτα εδώ».

Περιγράφοντάς μας μία κανονική μέρα στη Λαϊκή Αγορά, μας εξήγησε ότι ξυπνούν στη 1:00 το πρωί και μέχρι τις 3:00 είναι στη Λευκωσία. Εκεί μπορούν να μείνουν μέχρι τις 3:00 το απόγευμα, ωστόσο επιλέγουν να φύγουν λίγο πιο νωρίς. «Έρχεσαι εδώ κατεβάζεις τους πάγκους σου, στήνεις τα προϊόντα σου, μέχρι να ξεκινήσει ο κόσμος να έρκεται για να αγοράσει. Ο κάθε ένας έμπορος έχει το δικό του τόπο, που του υπέδειξαν οι υπάλληλοι του δήμου. Πριν τον κορωνοϊό είχαμε άλλο στέκι, μετά αλλάξαμε τζιαι εδείξαν μας που να έρτουμε. Δεν το αποφασίζουμε εμείς που θα πηγαίνουμε. Έχουμε αναπτύξει φιλίες με τους πελάτες μας τζιαι με κάποιους πλέον είμαστε σαν τα αδέλφια. Ο κόσμος μας έμαθε τζιαι όταν του φέρεσαι του άλλου με καλοσύνη, θα σου συμπεριφέρεται το ίδιο».

Όσον αφορά στην πανδημία του κορωνοϊού, η κα. Θεοδώρα μας υπέδειξε πως ήταν μία δύσκολη γι’ αυτούς περίοδος, αφού αναγκάστηκαν να πετάξουν όσα προϊόντα είχαν, καθώς δεν μπορούσαν να τα πουλήσουν.

«Στην πανδημία του κορωνοϊού ήταν αρκετά δύσκολα, επειδή μας έκλεισαν τζιαι έμειναν τα προϊόντα μας τζιαι τα επετάξαμε στο τέλος, αλλά τζιαι ο κόσμος έπρεπε να πηέννει μόνο σε κλειστές δομές. Εντάξει μετά που εξεκινήσαμε έπρεπε να υπάρχουν αποστάσεις, όπως είναι και σήμερα».

Όταν την ρωτήσαμε αν τα παιδιά της θα αναλάβουν τον πάγκο, όταν αυτή και ο άνδρας της θα αποχωρήσουν, χαμογελαστή μας είπε «διάδοχος για να αναλάβει τη δουλειά αυτή δεν υπάρχει επειδή τα παιδιά μας εσπουδάσαν, εν να ακολουθήσουν τις σπουδές τους τζιαι νομίζω εν καλύτερη, επειδή εν πολλά δύσκολη η ζωή του γεωργού. Εν μας στεναχωρά ότι εν θα αναλάβει κάποιος τον πάγκο μας. Κάποιοι άλλοι εν να βρεθούν να το κάμνουν».

Η κα. Θεοδώρα

«Είμαι ευχαριστημένος με τη Λαϊκή»

Σε ένα πάγκο, ο οποίος είχε σχεδόν ξεπουλήσει όταν φτάσαμε εμείς εκεί, καθόταν ο κ. Γιώργος από τη Λάρνακα, ο οποίος βρίσκεται εκεί εδώ και 30 χρόνια.

«Την δουλειά τούτη ανέλαβε την ο πατέρας μου τζιαι μαζί με τη γυναίκα μου ήμασταν οι πρώτοι εργάτες που είχε. Ήταν οικογενειακή υπόθεση τζιαι μετά εφέραμε άλλο κόσμο να δουλέψει. Τα κύρια μας προϊόντα είναι ντομάτες, αγγουράκι, φασολάκια, κολοκούθκια, βαζάνια, πιπεριές χρωματιστές, καρπούζια τζιαι πεπόνια. Πιο παλιά είχαμε τζιαι λουβιά τζιαι μπάμιες. Είμαι ευχαριστημένος που τη Λαϊκή εγώ. Πουλάς ο ίδιος τα πράματα σου, βάλλεις τα λεφτά μέσα στην τσέπη σου, εν έχεις άγχος αν δεν πουληθούν. Κάθε Σάββατο και Τετάρτη είμαστε εδώ. Επειδή εμένα αρέσκει μου η δουλειά τούτη, ξεπερνώ τα προβλήματα. Υπάρχουν και το χειμώνα και το καλοκαίρι τζιαι σίγουρα εν δύσκολα, ειδικά στην ηλικία που είμαι».

Στην ερώτησή μας για τις δυσκολίες κατά την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού, ο κ. Γιώργος μας εξήγησε πως βρήκαν εναλλακτικούς τρόπους, για να πωλήσουν τα προϊόντα τους και να μην αναγκαστούν να τα πετάξουν.

«Στην πανδημία του κορωνοϊού, επηένναμε σε φρουταρίες τζιαι εδιούσαμε τα, εκάμναμε τζιαι παραδώσεις. Ήβραμε εναλλακτικούς τρόπους. Εν εχρειάστηκε να πετάξουμε προϊόντα. Τωρα το πρόβλημα είναι ότι έφυε μια γενιά που τις λαϊκές. Εν έρκουνται τζείνοι που ήταν να ψωνίσουν για τους ίδιους τζιαι τα παιθκιά τους. Υπάρχει μία πτωτική τάση. Όσον περνά ο καιρός, αλλάζουν τα πράματα».

Ο κ. Γιώργος

«Τέσσερις φορές την εβδομάδα είμαστε στις λαϊκές»

Στην άλλη γωνιά της Λαϊκής, βρισκόταν ο πάγκος του κ. Κύπρου και της γυναίκας του, της κας. Άννας, οι οποίοι κατάγονται από το Μένοικο. Πατάτες, ντομάτες, καρότα, αγγουράκια ήταν μπροστά από τον πάγκο που καθόταν ο κ. Κύπρος. Τους πλησιάσαμε και αρχίσαμε την κουβέντα μας.

«Είμαι εδώ δέκα χρόνια. Αποφασίσαμε να φκάλλουμε τα προϊόντα μας τζιαι να ερκούμαστε απευθείας δαμέ να τα πουλούμε, επειδή είχαμε άσχημη εμπειρία με ένα έμπορο. Όσα πουλούμε εν δικά μας. Εξεκινήσαμε να το κάμνουμε που παλιά. Ήταν η δουλειά μας. Επαίρναμε τα στους εμπόρους τζιαι επουλούσαν τα. Αλλά μετά αποφασίσαμε να έρτουμε στο παζάρι για πουλούμε κατευθείαν στον καταναλωτή, χωρίς μεσάζοντες. Δέκα χρόνια ερκούμαστε δαμέ, είμαστε γεμάτοι εμπειρίες. Τούτο που εμάθαμε, τόσα χρόνια, είναι να ότι υπάρχει κόσμος που θέλει να σε κλέψει. Εν να σε κλέψει μία, δυο, τρεις, πέντε. Εν να τον καταλάβεις μετά. Πλέον ερκούμαστε εμείς μόνοι μας, πουλούμε τα προϊόντα μας στις τιμές τους».

Όπως μας εξήγησε η κα. Μαρία, τόσα χρόνια βρίσκονται μέσα στις λαϊκές, είτε είναι στο κέντρο της Λευκωσίας, είτε είναι σε άλλο σημείο. Αυτό που αποκόμισαν, ήταν φιλίες με τους πελάτες τους. «Δέκα χρόνια, τέσσερις φορές την εβδομάδα είμαστε στις λαϊκές. Τετάρτη τζιαι Σάββατο είμαστε δαμέ στο Όχι, κάθε Παρασκευή πάμε στο Στρόβολο τζιαι Κυριακή στην Ανθούπολη. . Τόσα χρόνια έχουμε τακτικούς πελάτες, εγίναμε φίλοι, έρκουνται δαμέ μιλούμε, γελούμε. Τζιαι με τους άλλους εμπόρους το ίδιο. Έχουμε πολλά καλές σχέσεις. Μπορεί μια μέρα να μεν έχω κάτι να πουλήσω τζιαι να τους ζητήσω τζιαι αντίστροφα. Έχουμε έτσι συνεργασία».

Ο κ. Κύπρος και η κα. Μαρία ήταν ανάμεσα σε αυτούς που επηρεάστηκαν αρκετά κατά τη διάρκεια της πανδημίας. «Μέσα στην πανδημία του κορωνοϊού, που μας εκλείσαν, αναγκαστήκαμε τζιαι πετάξαμε τα πράματα μας. Δεν ηξέραμε τι να τα κάμουμε. Εν είχαμε τρόπο να τα πουλήσουμε. Εν εμπορούσαμε να φκάλουμε ούτε τα έξοδα μας. Πολλά εκαταστάφηκαν μέσα στα χωράφια, άλλα εδώσαμε τα ποτζί τζιαι ποδά, αλλά εχάσαμε πολλά. Η στήριξη ήταν ψευτοπράματα».

«Όποιος με αγαπά, ξέρει που είμαι»

Απέναντι από τον πάγκο τους, κάτω από την τέντα, υπήρχαν διάφορες γλάστρες με λουλούδια. Εκεί βρισκόταν ο κ. Βασίλης Κυπριανού, ο οποίος την τελευταία δεκαετία πηγαίνει στη Λαϊκή Αγορά όχι για να βγάλει λεφτά, αλλά για να περνά την ώρα του δημιουργικά.

«Έρκουμαι στη Λαϊκή τα τελευταία δέκα-δώδεκα χρόνια. Είμαι συνταξιούχος τζιαι παρά να μεινίσκω σπίτι τζιαι να μεν περνά η ώρα, αποφάσισα να έρτω δαμέ, να έβρω τζιαι κανένα φίλο, να κάμω τζιαι κανένα φίλο φρέσκο. Πουλώ λουλούδια. Πάντα ήμουν εργατικός τζιαι επειδή ασχολούμουν με κάκτους που πριν, έχω και κάποια δαμέ τζιαι αρέσκει μου τζιαι φέρνω τα δαμέ τζιαι πουλώ. Άλλα εν δικά μου, άλλα αγοράζω τα τζιαι φέρνω τα δαμέ τζιαι πουλώ τα. Έχω τόσες πολλές εμπειρίες τόσα χρόνια».

Ο χώρος του βρισκόταν στην μία άκρια της αγοράς. Όπως εξήγησε, το έκανε επειδή εκεί του υπέδειξαν, αλλά και για προστασία από τον κορωνοϊό. «Είμαι ξωμακρισμένος, τζείνος που με αγαπά εν να έρτει δαμέ. Η λαϊκή έχει αλλάξει αρκετά, ύστερα τζιαι που την ακρίβεια που υπάρχει, οι εμπόροι εβάλαν πάνω στις τιμές τους. Είμαι που τους λλίους που δεν είχε βάλει πάνω, επειδή τα λουλούδια δεν είναι τζιαι πρώτης ανάγκης προϊόν. Άμαν τους πω επήε πάνω η τιμή, εν να το αφήκουν τζιαμέ τζιαι εν να φύουν. Εν έρκουμαι δαμέ, όμως, για να κερδοσκοπήσω. Εν θα πλουτήσω που δαμέ τζιαι να πάει. Έρκουμαι δαμέ τζιαι είμαι ευχαριστημένος. Τζιαι τίποτε να μεν κάμω, βάλλω τον σταυρό μου τζιαι λαλώ “δόξα σοι ο Θεός”. Εν ρουτίνα η υπόθεση, έχει κόσμο που σε αγαπά, έχει κόσμο που ζηλέφκει. Εν με ενδιαφέρει, όμως, εγώ θωρώ τη δουλειά μου. Έχω τζιαι φίλους, έχω τζιαι γνώσεις, έχω τζιαι παρέες. Θωρώ τι θέλει ο κόσμος, παραγγέλλουν μου τζιόλας, οπότε είμαι ικανοποιημένος. Όποτε εν ανοιχτή η αγορά είμαι δαμέ».

«Ο κόσμος δαμέ έχει επιλογές»

Δεν προλάβαμε να τελειώσουμε την κουβέντα μας και στο χώρο του κ. Βασίλη ήρθε ο «γείτονάς» του, ο κ. Ανδρέας Γεωργίου από το Παλιομέτοχο. Μας εξήγησε πώς άρχισε να πηγαίνει στη Λαϊκή Αγορά, αλλά και την διαφορά ανάμεσα στο παζάρι και τις υπεραγορές.  

«Από το 2013 έρχομαι δαμέ, πουλώ πατάτες, κουτσιά, αγγουράκια, ντομάτες. Είναι δικά μου προϊόντα τζιαι έρκουμαι δαμέ τζιαι πουλώ τα. Εδούλευα στις κυπριακές αερογραμμές, ήμουν μηχανικός αεροπλάνων. Εσταματήσαν μας το 2013 τζιαι έρκετουν δαμά η μάνα μου με τον πατέρα μου, για 40 χρόνια, είχαν τα πράματα φυτεμένα τζιαι για να μεν τα πετάξουμε, εσυνέχισα να έρκουμαι δαμέ εγώ. Επειδή εν είχα τζιαι δουλειά, εσυνέχισα με τούτα τζιαι έφυε η μάνα μου που το παζάρι, για να συνεχίσω. Τόσα χρόνια είμαστε καλά, είχαμε καλούς γειτόνους, αποκτήσαμε τζιαι μία καλή φιλία με τον κόσμο. Οι παραπάνω εν να έρτουν δαμέ να κάμουμε αστεία, να περάσουμε την ώρα παρέα τζιαι περνούμε όμορφα. Τζιαι οι πελάτες εν να έρτουν να μας πουν αστεία τζιαι εμείς με τη σειρά μας εν να τους αστειέψουμε. Οι παραπάνω εμπειρίες εν με πελάτες. Είδαμε κόσμο που εν να έρτει δαμέ τζιαι εν να είναι τσιγκούνης, έχει κόσμο που εν να έρτει, εν να δει το εμπόρευμα μου τζιαι εν να του αρέσει τζιαι όσα θέλεις πε του. Ο κόσμος δαμέ έχει επιλογές. Μπαίνεις σε μία υπεραγορά, όσα γράφει η ταπέλα εν να το πληρώσεις. Δαμέ εν να δει διάφορα περίπτερα, εν να διαλέξει το καλύτερο τζιαι τζείνο που του αρέσκει. Στην υπεραγορά εν θα κόψει κανένας κάτι, δαμέ μπορεί να πέσει η τιμή».

Φυσικά η δουλειά στη Λαϊκή συνοδεύεται με διάφορες δυσκολίες. Καύσωνας, κρύο, πανδημία. Όλα αυτά τους κτύπησαν τα τελευταία χρόνια, όμως δεν τους λύγησαν. «Η δουλειά μέσα στον καύσωνα τζιαι τις κρυάδες εν πολλά δύσκολο. Οι μουσιαμμάες που έχουν πάνω οι τέντες, μέσα στο καλοκαίρι φκάλλουν πολλή βράστη τζιαι πρέπει συνέχεια να φορούμε καπέλο τζιαι τα πράματα μαρανίσκουν. Τούτα έπρεπε ο Δήμος να τα προβλέψει, να τα δει τζιαι να λάβει μέτρα. Το χειμώνα εν κρυάδα, φυσά που τη μια, φυσά που την άλλη, φορείς σάκκους, αλλά εν πολλές οι ώρες. Εγώ έρκουμαι δαμέ η ώρα 4 το πρωί τζιαι φέφκω η ώρα 2, εν δέκα ώρες. Εν δύσκολο μέσα σε περίεργες καιρικές συνθήκες. Φέτος, για παράδειγμα, ο χειμώνας ήταν πολλά βαρύς. Αν ο Δήμος έκαμνε κάτι να μας στηρίξει, ένα στέγαστρο, μπορεί να ήταν καλύτερα τα πράματα.

Μέσα στην πανδημία, τον πρώτο καιρό που ήταν ούλλα δύσκολα, επετάξαμε τα πράματα. Είχα κουτσιά, κραμπιά, κουνουπίθκια και επέταξα τα. Σιγά-σιγά ο κόσμος άρχισε να έρκεται, αλλά εν ήταν η ίδια που ήταν πριν. Ο κόσμος εφοάτουν να έρτει τζιαι εμείς δαμέ δουλεύκουμε με τους ηλικιωμένους τζιαι τους συνταξιούχους, που εφκαίναν που το σπίτι τους για να δκιανευτούν. Οι νέοι, όμως, για να τους προστατεύσουν, είπαν τους μείνετε τζιαι εν να σας φέρουμε, αλλά επιλέγουν τις υπεραγορές. Τωρά σιγά-σιγά πάλε άρκεψαν να φκαίνουν έξω».

Ο κ. Ανδρέας και ο κ. Βασίλης

«Δουλειά που δεν έχει τη φασαρία της, δεν υπάρχει»

Απέναντι από τον πάγκο του κ. Βασίλη και του κ. Ανδρέα, ήταν ο πάγκος του κ. Ηλία, ο οποίος κάθε εβδομάδα φτάνει στην Λευκωσία από τον Μουτουλλά.

«Είμαι δαμέ είκοσι χρόνια. Έρκουνταν οι γονιοί μου, έφερναν τα πράματα τους, επουλούσαν τα τζιαι μετά ήρτα εγώ. Ήταν οικογενειακή υπόθεση. Πουλώ φρούτα, τωρά για την εποχή έχω μήλα, μετά εν να αρχίσουμε με τα κεράσια, τα νεκταρίνια. Έχω και ξηρούς καρπούς και ζιβανία και λάδι. Είναι δικά μου προϊόντα, βγάζω τα από τα χωράφια μου τζιαι τα φέρνω εδώ για να τα πουλήσω. Δουλειά που δεν έχει τη φασαρία της, δεν υπάρχει, αλλά αναγκαστικά τζιαι χειμώνα τζιαι καλοκαίρι είμαστε δαμέ. Εν πολλά δύσκολο να δουλεύκεις μέσα στον καύσωνα και τον χιονιά, αλλά εν η ζήση μας. Έχουμε παιθκιά, πρέπει να τα μεγαλώσουμε, να πάρουμε χρήμα στο σπίτι».

Όταν τον ρωτήσαμε για τις εμπειρίες που έχει, τόσα χρόνια μέσα στη Λαϊκή, χαμογέλασε και μας είπε «εν πολλές οι εμπειρίες μας, τόσα χρόνια. Το μόνο μας πρόβλημα είναι οι έμποροι, που έρκουνται δαμέ, πουλούν τα προϊόντα σε τιμές που θέλουν, ρίφκουν τα και κάτω. Εμείς ξέρουμε τον κόπο που χρειάζεται για να τα φέρουμε δαμέ. Τις βενζίνες, τα πετρέλαια. Παλιά επήεννα τζιαι σε άλλες αγορές, αλλά πλέον έρχομαι μόνο Τετάρτη και Σάββατο».

Όταν τον ρωτήσαμε και για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, μέσα από τα λεγόμενά του καταλάβαμε ότι δεν ήταν από τους τυχερούς. «Στην πανδημία του κορωνοϊού, εμείναν μας πράματα πολλά τζιαι επετάξαμε πολλά. Εν είχε δουλειά, ο κόσμος εν είχε λεφτά. Το ίδιο και με τον πόλεμο. Πολλές φορές έτυχε να μας κλέψουν. Μπορεί να είμαι γυρισμένος πλάτη τζιαι να μου πιάσει κάποιος λεφτά, που έχω δαμέ το χρηματοκηβώτιο τζιαι να φύει. Κάποιου άλλου έτυχε που επιάσαν το χρηματοκιβώτιο τζιαι εφύαν. Εν πολλά τέθκια περιστατικά».

Ο κ. Ηλίας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Δειτε Επισης

Διεξάγεται για 49η συνεχή χρονιά η πορεία Χριστοδούλας
Πρόστιμα 80,000 ευρώ σε παροχείς για καταχρήσεις στο ΓεΣΥ-Πέραν των 350 διερευνήσεων
Την Κυριακή η αλλαγή της ώρας-Πάνε τα ρολόγια μία ώρα μπροστά
Δίωρη στάση εργασίας από τους χαμηλόμισθους της ΙΣΟΤΗΤΑΣ-Φωνές για στασιμότητα στην ανέλιξη
Δεν υποχωρεί η σκόνη, παραμένει η θερμή αέρια μάζα-Στους 26 βαθμούς Κελσίου η θερμοκρασία
Ακούει εισηγήσεις και καθορίζει τα επόμενα βήματα για την κοινωνική ένταξη μεταναστών ο ΥΠΕΣ
Διφορούμενες οι αντιδράσεις για τα μέτρα-Φόβοι για νέα φυγή στα κατεχόμενα για καύσιμα
Υπουργός Υγείας: Προσδοκία στήριξης από διεθνή κοινότητα για λύση στο Κυπριακό
Kατάργηση φορολόγησης εισοδήματος στο φιλοδώρημα υπαλλήλων με σύμβαση στη Δημόσια Υπηρεσία
Ενέκρινε τον προϋπολογισμό της Αρχής Ψηφιακής Ασφάλειας η Ολομέλεια