«Βρήκα τα παπούτσια 47 χρόνια μετά, μας είπαν πάρτε τα πίσω να μη συλληφθείτε»

«Είμαι ο Σωτήρης ο κλαμούρης, έτσι με φωνάζουν όταν μιλώ για την Αμμόχωστο, γιατί δεν μπορώ να συγκρατηθώ». Κάπως έτσι ξεκίνησε η συζήτησή μας. Οι συστάσεις και οι τετριμμένες αναφορές τύπου "πώς μας βρήκες" και "ποιο θα είναι το πλαίσιο της συζήτησής μας", λύθηκαν με απλό τρόπο. «Κύριε Σωτήρη, είμαι τζαι 'γω Βαρωσιώτης».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Εστράφηκα ξανά σπίτι μου και ετράβησα ένα κομμάτι σουβά, κρυφά του Τούρκου…»

Ξέρετε, όταν πεις σε Βαρωσιώτη ότι είσαι κι εσύ απ’ την Αμμόχωστο, είναι λες και τους λες πως είσαι παιδί του ή συγγενής του. Αισθάνονται πως αυτός ο δεσμός που σας ενώνει, είναι ιερός και δεν μπορεί να τον σπάσει τίποτα και κανένας.

Ο κ. Σωτήρης Παρλάς, δεν αποτελεί εξαίρεση αυτού του κανόνα. Δεν γνωριζόμασταν, αλλά μιλούσαμε λες και γνωριζόμασταν χρόνια. Το ίδιο και με τη σύζυγό του, την κ. Ανθούλα Κυθρεώτου, η οποία είναι γέννημα θρέμμα Λευκωσίας, αλλά μετά από 33 χρόνια που είναι μαζί, αισθάνεται και η ίδια Βαρωσιώτισα.

Οι δύο τους, άνοιξαν την καρδιά τους στον REPORTER, με αφορμή την επιστροφή τους στην περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου, εκεί όπου ο κ. Σωτήρης κατάφερε να δει το σπίτι του για πρώτη φορά μετά από 47 χρόνια, κατάφερε να πάρει τα παπούτσια που φορούσε το 1974, αλλά τελικά γλύτωσε από τύχη τη σύλληψη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Φωτογραφίες από την Αμμόχωστο αναζητούν τους ιδιοκτήτες τους

«Μας μάθαινε τους δρόμους αν φύγει από τη ζωή να πάμε εμείς»

«Είμαστε 32 με 33 χρόνια μαζί με τον Σωτήρη και πάντα άκουγα τόσο από τον ίδιο όσο και από τα πεθερικά μου την έκφραση "εμείς στο Βαρώσι…". Είχαν μια αξιοπρέπεια και μια κουλτούρα πολύ διαφορετική αυτοί οι άνθρωποι. Τους έλεγα πάντα καλά ρε, "εσείς που το Βαρώσι, τζαι εσείς που το Βαρώσι. Τι είχε τούντο Βαρώσι τελικά;" Είχαν μια περηφάνια για το Βαρώσι που δεν μπορούσα να εξηγήσω. Όταν παντρευτήκαμε πήγαμε σε μια εκδήλωση στη Λεμεσό και εκεί τραγούδησε ο Χιώτης το “χώμα που περπάτησα”. Σηκώθηκαν όσοι Βαρωσιώτες ήταν μέσα στο κέντρο και ήταν λες και άκουγαν τον Εθνικό Ύμνο. Το θυμάμαι μέχρι σήμερα και σηκώνεται η τρίχα μου. Ήταν σοκαριστικό. Έχουν ένα πόνο, ένα καημό.

Ο Σωτήρης μας μάθαινε όλα αυτά τα χρόνια κι εμένα και τον γιο μας όλους τους δρόμους που οδηγούν στο σπίτι του. Καθόταν ώρες ολόκληρες στο Google για να μας εξηγήσει πως, αν φύγει αυτός από τη ζωή, να πάμε να δούμε το σπίτι του.

Τελικά, η πρώτη φορά που πήγαμε στο Βαρώσι ήταν στις 13 Ιουνίου. Μου έλεγε ότι από την οδό Ρούσβελτ και μέσα, είναι το σπίτι του. Την πρώτη φορά παρακαλούσε τους φρουρούς να τον αφήσουν να πάει στο οίκημα της Ανόρθωσης και απ’ εκεί να πάει στο σπίτι του, αλλά δεν τον άφηναν. Έκλαιγε και τους παρακαλούσε. Του έλεγα, Σωτήρη μου το θέμα είναι να δεις το οίκημα της Ανόρθωσης ή το σπίτι σου; Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί επέμενε να μπει από εκεί», λέει η κ. Ανθούλα.

Παίρνοντας τον λόγο, ο κ. Σωτήρης συμπλήρωσε πως, «οι λόγοι που ήθελα να μπούμε από την οδό Ευαγόρου, ήταν ώστε πλησιάζοντας να δούμε πρώτα το οίκημα της Ανόρθωσης και μετά να προχωρήσουμε να πάμε προς το σπίτι μας. Για μένα είναι πολύ σημαντικό το οίκημα. Εκεί μέσα παίζαμε όταν ήμασταν μωρά. Ήταν το οίκημα που ένωνε όλους τους Βαρωσιώτες. Τελικά την πρώτη φορά βγάλαμε κάποιες φωτογραφίες και μετά φύγαμε».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Μείνε δαμέ, εγώ θα μπω σπίτι μου… Αν με πιάσουν τουλάχιστον να γλιτώσεις εσύ»

«Έτρεχα μέσα στο δρόμο πάνω κάτω, όπως ένα ζώο που το απελευθερώνεις»

Εκείνη η πρώτη φορά, ήταν αρκετή για να τους πείσει ότι έπρεπε να επιστρέψουν ξανά, μια εβδομάδα αργότερα, με μοναδικό στόχο, να πλησιάσουν το σπίτι του κ. Σωτήρη, που ήταν σε απαγορευμένη περιοχή. Στις 20 Ιουνίου, πήραν τους συμπεθέρους τους και μετέβησαν στην περίκλειστη πόλη.

«Φτάσαμε σε κάποια στιγμή στην Τράπεζα Κύπρου και με ρώτησε η συμπεθερά που είναι το σπίτι μου. Της είπα ότι από το σημείο που βρισκόμασταν, ούτε σε εξήντα δευτερόλεπτα θα βρισκόμασταν σπίτι μου. Τέλος πάντων, προχωρήσαμε προς τη λεωφόρο Δημοκρατίας. Γύρισα πίσω μου και είδα ότι η Ανθούλα και η συμπεθερά είχαν περάσει στην απαγορευμένη περιοχή και πήγαιναν προς το σπίτι.

Μετά από είκοσι λεπτά βγήκαν έξω κλαίγοντας και μου είπε η Ανθούλα βρήκα το σπίτι σου και έβγαλα φωτογραφίες. Τόση ήταν η σύγχυσή μου που δεν έβλεπα καθαρές τις φωτογραφίες. Εκείνη την ώρα μου είπαν ξαναμπαίνουμε. Δεν σκέφτηκα ούτε τους αστυνομικούς, ούτε τις κάμερες, ούτε τα drone, απλά πήγα προς το σπίτι.

Έφθασα μπροστά στο σπίτι μου και στάθηκα εκεί και το έβλεπα για δέκα δευτερόλεπτα. Είχα στο μυαλό μου δύο εικόνες. Τη σημερινή και εκείνη του 1974. Προσπαθούσα να τις συγκρίνω για να ταυτοποιήσω αν ήταν αυτό. Ήταν αγνώριστο.

Μετά την ταυτοποίηση, πήγα στην αυλή και μετά κινήθηκα προς τη βεράντα της κουζίνας. Έβαλα το χέρι μου μέσα από το σπασμένο παράθυρο και έβγαλα φωτογραφίες.

Στη συνέχεια πήγαμε γύρω από το σπίτι για να πάμε στην κύρια είσοδο. Όταν πήγα εκεί έσβησα. Δεν ήξερα τι έπαθα. Έτρεχα μέσα στο δρόμο πάνω κάτω, όπως ένα ζώο που το απελευθερώνεις και δεν ξέρει που να πάει. Αυτό έπαθα. Πήγαινα συνέχεια πέρα δώθε. Σε κάποια στιγμή υποσυνείδητα, πήγα και στάθηκα κάτω από το οίκημα της Ανόρθωσης, πήρα το κινητό μου και άρχισα να περπατώ και να καταγράφω με το κινητό μου, μια διαδρομή που είχα στο μυαλό μου τα τελευταία 47 χρόνια.

Από τη μια είχα το φόβο να μην μας δουν, αλλά από την άλλη ήταν τόσο μεγάλη η ταχυπαλμία μου, είχα πόνο στο στομάχι και τα πόδια μου λύγιζαν. Ανάπνεα βαθιά για να μην λιποθυμήσω και έλεγα από μέσα μου κρατήσου, κρατήσου. Μετά από αυτό βγήκαμε έξω και φύγαμε».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Το Βαρώσι το χαρίσαμε, δεν πολεμήσαμε, δεν μας άφησαν να πολεμήσουμε»

«Aποφασίσαμε πως ο κύκλος θα έκλεινε…»

Με τις πληγές τους να αιμορραγούν, έφυγαν από την οδό Σίλλερ, αριθμός 1, για να επιστρέψουν στη Λευκωσία, όπου κατοικούν από την ημέρα της εισβολής.

Το σοκ και ο πόνος από τις εικόνες που αντίκρισαν, έδωσαν τη θέση τους στη λογική. Ρίχθηκαν αμέσως στη μελέτη των φωτογραφιών που τράβηξαν και τότε διαπίστωσαν ότι υπήρχε τρόπος να μπουν στο σπίτι, από μια ανοιχτή μπαλκονόπορτα.

«Από εκεί θα είχαμε πρόσβαση να μπούμε μέσα στο σπίτι και αποφασίσαμε ότι ο κύκλος θα έκλεινε, όταν τα καταφέρναμε να μπούμε μέσα.

Πέρασε καιρός και τελικά αποφασίσαμε την 1η Οκτωβρίου να πραγματοποιήσουμε το σχέδιο μας. Ήμασταν εγώ, η Ανθούλα και οι συμπέθεροι μας. Είπαμε ότι θα μπουν πρώτα οι γυναίκες και μετά όταν βγουν να μπούμε εμείς.

Όταν μπήκαμε στην περίκλειστη πόλη, είδαμε ότι υπήρχαν πολλοί αστυνομικοί, κάμερες και λοιπά και αποφασίσαμε ότι δεν θα τα καταφέρουμε. Έτσι, ξεκινήσαμε να επιστρέφουμε στο αυτοκίνητο. Μόλις γύρισα πίσω μου, συνέβη το ίδιο, είχαν απομακρυνθεί η συμπεθερά με την Ανθούλα και πήγαιναν προς το σπίτι. Τότε εμείς είπαμε ότι δεν έπρεπε να τους φωνάξουμε, γιατί υπήρχε πολλής κόσμος και ίσως τις έβλεπε.

Έτσι, κάτσαμε με τον συμπέθερό μου στον δημοτικό κήπο, για περίπου μια ώρα. Αρχίσαμε να ανησυχούμε για το τι συνέβη», είπε ο κ. Σωτήρης.

Η σύλληψη και η επιστροφή των παπουτσιών

Η κ. Ανθούλα θέλησε με τη σειρά της να περιγράψει πώς έφθασαν στο σπίτι, αλλά και πώς ανακάλυψαν τα παιδικά παπούτσια του κ. Σωτήρη.

«Εμείς βρήκαμε το σπίτι μέσα από πυκνή βλάστηση και μπήκε μέσα από ένα μπαλκόνι η συμπεθερά μου. Βρήκαμε  μέσα στο σπίτι ένα βιβλίο αγγλικών και διάφορα άλλα αντικείμενα. Πήραμε ένα μπρίκι από την κουζίνα και μετά πήγαμε και βρήκαμε το δωμάτιο του Σωτήρη. Άνοιξε ένα συρτάρι και ήταν μέσα τα παπουτσάκια του και ένα φορτηγό.

Πήραμε αυτά τα τρία πράγματα, αλλά δεν είχαμε ούτε τσάντα μαζί μας, ούτε τίποτα. Τέλος πάντων, ξεκινήσαμε να επιστρέφουμε. Προσπαθήσαμε να τα καλύψουμε για να μην τα δουν, αλλά εκεί στο Edelweiss μας είδε ο “αστυνομικός” και μας σταμάτησε. Ήρθε ο Σωτήρης και ο συμπέθερος εκεί και έφθασαν εκεί άλλοι δύο αστυνομικοί που τους ενημέρωσε εκείνος που μας σταμάτησε. Τους είπαμε την αλήθεια, ότι τα βρήκαμε στο σπίτι του Σωτήρη».

Όπως εξήγησε ο σύζυγός της, «και οι τρεις "αστυνομικοί" ήταν Τουρκοκύπριοι. Ο ένας από τους τρεις μιλούσε στο τηλέφωνο και μου έλεγε "don’t worry I help you".

Μετά από διαπραγματεύσεις που έκανε στο τηλέφωνο, μας ανακοίνωσε ότι έπρεπε να επιστρέψουμε τα πράγματα στο σπίτι. Μας είπε θα τα πάρετε στο σπίτι που τα πήρατε. Μια ολόκληρη πόλη ήταν λεηλατημένη και αυτοί ήθελαν να πάρουμε τρία πράγματα πίσω στο σπίτι που τα βρήκαμε.

Ξεκίνησα με τον “αστυνομικό” και πήγαμε στο σπίτι. Μου λέει πέταξέ τα μέσα. Του είπα όχι, θα μπούμε μέσα. Έτσι κι έγινε. Μπήκαμε μέσα, δώσαμε ένα γύρο του σπιτιού. Εκεί είπαμε πολλά, δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά ήθελε να βοηθήσει.

Μου είπε ότι αν με έπιανε Τούρκος “αξιωματικός” θα μας έβαζαν υπό κράτηση και για να βγούμε θα έπρεπε να πληρώναμε 3-4 χιλιάδες ευρώ για να αφεθούμε ελεύθεροι.

Ο "αστυνομικός" μου είπε επίσης ξέρω ότι έχεις φωτογραφίες και βίντεο. Το ξέρω, αλλά σε παρακαλώ μην τα δημοσιεύσεις γιατί θα μου δημιουργήσεις πρόβλημα. Επιστρέψαμε, μας πήραν τα στοιχεία μας και φύγαμε από την περίκλειστη πόλη».

«Ήταν πιο σημαντικό να μπω στο σπίτι, παρά να πάρω τα παπούτσια»

Τα συναισθήματά τους, από εκείνη την ημέρα, ανάμικτα, όπως και κάθε Βαρωσιώτη που γύρισε στο σπίτι του ως «φιλοξενούμενος». Από τη μια, η χαρά που μπόρεσαν μετά από 47 χρόνια να πατήσουν στο πατρικό του κ. Σωτήρη ήταν απερίγραπτη. Από την άλλη, ο πόνος για όσα αντίκρισαν, θα τους συντροφεύει για το υπόλοιπο της ζωής τους.

«Δεν σκέφτεσαι εκείνη τη στιγμή. Βλέπεις τα δεδομένα που έχεις ενώπιον σου και αποφασίζεις. Κινδυνεύσαμε να μας συλλάβουν και να την πληρώσουν και οι συμπέθεροί μας, που ήταν μαζί μας. Δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε εκείνη την ώρα. Όταν μετά από ώρες συνειδητοποιείς τι συνέβη, σε πιάνει το παράπονο, αλλά μεταξύ των παπουτσιών και να μπω εγώ μέσα στο σπίτι μου, προτιμούσα το δεύτερο. Ήταν πιο σημαντικό να μπω στο σπίτι μου, να αγγίξω στους τοίχους, στα πράγματα, παρά να φέρω μαζί μου τα παπούτσια.

Μετά από όσα έγιναν, δεν σκέφτομαι να ξαναπάω να δω τη γειτονιά μου. Μου είπαν κι άλλοι ότι από τη στιγμή που είδα το σπίτι και τη γειτονιά μας, δεν χρειάζεται να το διακινδυνεύσω και να ξαναπάω. Πλέον δεν υπάρχει κάτι άλλο να δω».

«Δεν μου αρέσει το ποδόσφαιρο, πήγαινα για να βλέπω φίλους»

Για το τέλος, κρατήσαμε ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής του κ. Σωτήρη, το οποίο δεν σχετίζεται με την επιστροφή στο σπίτι του, αλλά δίνει το στίγμα για το πως νιώθει κάθε Βαρωσιώτης, για το μοναδικό πράγμα που έφεραν από την Αμμόχωστο.

Άλλοι κουβαλούν μαζί τους την ιδέα της Νέα Σαλαμίνας και άλλοι της Ανόρθωσης. Ο κ. Σωτήρης επέλεξε την δεύτερη, αφού το σπίτι του ήταν πίσω από το οίκημα των κυανόλευκων της Αμμοχώστου.

«Για μας η Ανόρθωση δεν είναι ομάδα, είναι ιδέα. Οι άνθρωποι της Ανόρθωσης προσπάθησαν να κάνουν το παν για να κρατήσουν τους ανθρώπους ενωμένους. Όταν μπήκα μέσα στην πόλη και στάθηκα μπροστά στο οίκημα της Ανόρθωσης ήταν πολύ συγκλονιστικά.

Εγώ δεν ήμουν φίλος του ποδοσφαίρου. Όταν γεννήσαμε το γιο μας, τον έπαιρνα στο Αντώνης Παπαδόπουλος, γιατί μόνο εκεί ενώνονταν οι Βαρωσιώτες. Πηγαίναμε στο γήπεδο για να βλέπουμε συγγενείς και φίλους. Πήγαινα για την ιδέα της Ανόρθωσης. Δεν με ένοιαζε να κερδίσουμε ή να χάσουμε. Πηγαίναμε για να βλέπουμε τους φίλους μας. Τα πρωταθλήματα δεν μας ενδιαφέρουν, η Ανόρθωση είναι ιδέα».

*Την ώρα που οι Τούρκοι συνεχίζουν να παραβιάζουν το στάτους-κβο, αλλοιώνοντας τα τελευταία κομμάτια της και είναι έτοιμοι να ανοίξουν άλλο ένα σημείο εισόδου, κάποιοι ψευδοαστυνομικοί έκριναν ότι το να πάρει ένας Βαρωσιώτης τα παπούτσια από το σπίτι του, αποτελεί αδίκημα και τον ανάγκασαν να τα επιστρέψει.

Το ποιος αλλοιώνει και ποιος όχι το χαρακτήρα της περιοχής, είναι ξεκάθαρο. Ξεκάθαρο είναι και το ποιος δικαιούται να πάρει πράγματα από ένα σπίτι και ποιος όχι. Η τρίτη εισβολή, έστω και αναίμακτη, συνεχίζεται για ένα και πλέον χρόνο στην πόλη φάντασμα.

 

 

 

 

 

 

Δειτε Επισης

Απαντά στα περί ξηλώματος των δημοσίων νοσοκομείων το Υπ. Υγείας-«Προωθούμε την αναβάθμιση τους»
Με τη συμμετοχή 400 ποδηαλτών/τριών αρχίζει την Παρασκευή το Cyprus Gran Fondo
Έκκληση ΟΣΑΚ για ενεργοποίηση ιατρικού προφίλ στο λογισμικό ΓεΣΥ
Στους 27 βαθμούς η θερμοκρασία-Σκόνη στην ατμόσφαιρα κατά διαστήματα
Το Υπουργείο Γεωργίας καλεί το κοινό να προστατεύσει την κυπριακή τουλίπα
Πλάνο για κοινό «ευρωπαϊκό πτυχίο» προωθεί η Κομισιόν
Εργασίες συντήρησης του Δικτύου Υψηλής Τάσης στην Επαρχία Πάφου
Για τις δράσεις του Συνδέσμου «Προμηθέας» ενημερώθηκε ο Υπουργός Υγείας
Πόρισμα διοικητικής έρευνας Ακάμα και χρονοδιάγραμμα ζητά η Επιτροπή Περιβάλλοντος
Σε άλλη χώρα γεννήθηκε το 22,7% των κατοίκων της Κύπρου