«Ξέρεις τι θα πει να γυρνάς στους δρόμους με το πάπλωμα; Εκεί ξεσπάσαμε»

«Τα Χριστούγεννα του 1974 μας βρήκαν στη Θεσσαλονίκη, φιλοξενούμενους από φίλους, αλλά μακριά από τους συγγενείς μας. Άρχισε ένας αγώνας επιβίωσης. Όσο καλό και να ήταν το κλίμα, η σκέψη μας βρισκόταν στους δικούς μας και το νησί μας. […] Ξέρεις τι θα πει να γυρνάς στους δρόμους με το πάπλωμα στην πλάτη; Εκεί ξεσπάσαμε», ήταν η περιγραφή του κ. Κουδουνά και ο πόνος ήταν εμφανής στη φωνή του. «Τα Χριστούγεννα, ο αδελφός μου πήρε μία βαρέλα που βρήκε στο περβόλι, τη γέμισε και την μετατρέψαμε σε φουρνούι. Αγοράσαμε ένα σινί και βάλαμε το αρνί στον φούρνο. Τρώγαμε και κλαίγαμε, επειδή νοσταλγούσαμε τα Χριστούγεννα στη Λύση»,  ήταν η περιγραφή της κας. Μαρίας Κοντού, όταν θυμήθηκε τα Χριστούγεννα του 1974. «Τα Χριστούγεννα ήμασταν οι κατατρεγμένοι, οι δυστυχισμένοι, οι πρόσφυγες με ένα σωρό νεκρούς και αγνοούμενους και εγκλωβισμένους. Παρακαλούσαμε το Θεό να μας δώσει δύναμη να ζήσουμε», εξιστορεί ο κ. Κώστας Λαφαζάνης.

Τρεις περιγραφές από τις χιλιάδες, που μαρτυρούν τον πόνο, τον οδυρμό, τη θλίψη της ξενιτιάς. Μίας ξενιτιάς μέσα στην ίδια τους την πατρίδα. Ο πόνος που από το 1974 και έπειτα είναι συνεχώς παρών, σε όλες τις γιορτές, τις χαρές, αλλά και τις λύπες, αφού πλέον όσοι έχουν ξεριζωθεί από τα σπίτια τους φεύγουν ο ένας μετά τον άλλο, με τον καημό της επιστροφής να καίει τα σωθικά τους.

Ο Κυριάκος Κουδουνάς, η Μαρία Κοντού, ο Κώστας Λαφαζάνης είναι τρεις από τους χιλιάδες πρόσφυγες που έζησαν στο πετσί τους τι σημαίνει να γιορτάζεις μακριά από τον τόπο σου τις γιορτές των Χριστουγέννων. Κάποιοι έμειναν στην Κύπρο, κάποιοι έφυγαν στο εξωτερικό, όμως όλους τους συνέδεε το τραγικό συμβάν της 20ης Ιουλίου 1974. Η Μόρφου, η Λύση, η Κερύνεια παραδόθηκαν στους Τούρκους εισβολείς και μέχρι και σήμερα βρίσκονται υπό την κατοχή τους.

Οι τρεις τους μιλούν στον REPORTER και θυμούνται τα τελευταία Χριστούγεννα στο σπίτι τους, τις τραγικές ημέρες μετά τον ξεριζωμό και καταλήγουν στα πρώτα Χριστούγεννα από τα 49 που ζουν μακριά από τα σπίτια τους.

«Ξέρεις τι θα πει να γυρνάς στους δρόμους με το πάπλωμα στην πλάτη;»

Ο κ. Κυριάκος Κουδουνάς, που σήμερα είναι αντιδήμαρχος του κατεχόμενου Δήμου Μόρφου, όταν έγινε η τουρκική εισβολή ήταν μόλις 26 ετών και έτοιμος να ξεκινήσει τη ζωή του. Ετοιμαζόταν για το γάμο του, όμως τα βίαια σχέδια του Αττίλα τα ανέτρεψαν όλα.

«Τα Χριστούγεννα του 1973 ήμουν ασκούμενος δικηγόρος στη Μόρφου. Μόλις είχα τελειώσει τις σπουδές μου, αρραβωνιάστηκα και τέλος του 1973, αρχές του 1974 άνοιξα εκεί το δικηγορικό μου γραφείο. Ήμουν ανήσυχο πνεύμα και βλέποντας τις πολιτικές καταστάσεις και κάποιους που υπέσκαπταν τη δημοκρατία και τον Πρόεδρο, ανησυχούσα πολύ για το μέλλον του τόπου. Άρχισα τις πρώτες μου απόπειρες να πιαστώ σαν δικηγόρος στη Μόρφου και το 1974, μερικοί με τις πράξεις τους φρόντισαν να φέρουν τους Τούρκους.

Από εδώ άρχισε ο μεγάλος αγώνας για επιβίωση. Χάσαμε τα πάντα. Ετοιμαζόμουν να παντρευτώ στις 25 Αυγούστου 1974, βγάλαμε προσκλητήρια, έγιναν οι ετοιμασίες και έγινε επιστράτευση. Πήγαμε στο στρατό, πολεμήσαμε και μείναμε επί ξύλου κρεμάμενοι. Δεν είχαμε δουλειά, ούτε εγώ ούτε η αρραβωνιαστικιά μου, χάσαμε τις περιουσίες μας και πήραμε το δρόμο της ξενιτιάς.

Το φθινόπωρο του 1974 εγκατασταθήκαμε στη Θεσσαλονίκη, με εφόδια μερικά πουκάμισα και παντελόνια που είχαμε στις βαλίτσες μας και καμία 25αρια λίρες που είχαμε στη τσέπη. Αρχίσαμε ένα αγώνα επιβίωσης. Επειδή είχα σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη, είχα κάποιες επαφές και κάποιους φίλους, που μου στάθηκαν λες και ήταν δικοί μου άνθρωποι. Έχω τρομερές εμπειρίες από τους φίλους που μας φιλοξενούσαν, μέχρι που έβγαιναν από το δωμάτιο τους για να μπω εγώ και η αρραβωνιαστικιά μου.

Τα Χριστούγεννα μας βρήκαν φιλοξενούμενους σε ένα θερμό περιβάλλον με φίλους, στη Θεσσαλονίκη, αλλά μακριά από τους δικούς μου και τους συγγενείς της συζύγου μου. Άρχισε ο αγώνας για επιβίωση. Τα Χριστούγεννα εκείνα, όσο καλά και να ήταν, όσο και αν οι άνθρωποι που μας φιλοξενήσουν να άνοιξαν την καρδιά τους και τους ευχαριστούμε γι’ αυτό, βρισκόμασταν σε αγωνία για το τι θα γίνει αυτός ο τόπος. Η σκέψη μας ήταν στους δικούς μας και το νησί μας. Ήταν μία στιγμή που θέλαμε να είμαστε γελαστοί για τους φίλους μας, αλλά οι σκέψεις μας ήταν στους γονείς μας, που ήταν πρόσφυγες και εγκατέλειψαν τα σπίτια και τα επαγγέλματά τους. Όσο καλά και να ήταν τα Χριστούγεννα, δεν συγκρίνονταν με τα Χριστούγεννα που ζούσαμε στη Μόρφου.

Νιώθαμε μία απογοήτευση, ένα προβληματισμό που ήμασταν στην ξενιτιά, όμως δεν τα παράτησα, δεν το έβαλα κάτω και συνέχισα να ψάχνω για δουλειά. Βρήκα δουλειά σε ένα δικηγορικό και στη συνέχεια διορίστηκα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Τα συναισθήματά μου ήταν πώς θα αντιμετωπίσω το μέλλον εγώ και η αρραβωνιαστικιά μου, παρά το πώς θα ζήσουμε τα Χριστούγεννα».

Όταν κλήθηκε να θυμηθεί ποια ήταν τα συναισθήματα που ένιωθε εκείνα τα πρώτα Χριστούγεννα μακριά από την πατρίδα, η φωνή του άρχισε να σπάει, να γίνεται πιο μπάσα αφού είχε γεμίσει με πόνο και χρειάστηκε κάποια δευτερόλεπτα, μέχρι να μπορέσει να ανακτήσει τον έλεγχο και να συνεχίσει.  

«Ξέρεις τι θα πει να έχεις τα πάντα στο σπίτι σου και να τα χάσεις; Να τρέχεις από τον ένα φίλο σου στον άλλο, με το πάπλωμα στον ώμο; Αναγκαστήκαμε να φύγουμε από ένα φίλο μας, επειδή ήρθαν οι γονείς του επίσκεψη και πήγαμε σε άλλο φίλο μας και έλειπε. Εκεί ξεσπάσαμε και εγώ και η γυναίκα μου. Κρατούσαμε το κρεβάτι και γυρνούσαμε στη Θεσσαλονίκη για να βρούμε ανθρώπους να μας φιλοξενήσουν».

Αν και ο κ. Κουδουνάς και η σύζυγός του αναζήτησαν στη Θεσσαλονίκη ένα καλύτερο μέλλον, ο δρόμος τους ήταν στρωμένος με εμπόδια.

«Ακόμη και στη Θεσσαλονίκη που πήγαμε, βιώσαμε την ταλαιπωρία. Δώσαμε  εξετάσεις 500 άτομα για 12 θέσεις στο Πανεπιστήμιο και ήρθα πρώτος, αλλά δεν με προσλάμβαναν επειδή έπρεπε να αποδείξω ότι είχα ελληνική συνείδηση. Οι έντεκα διορίστηκαν, αλλά εμένα με καθυστέρησαν τρεις μήνες. Δούλεψα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο 3,5 χρόνια.

Μετά έγιναν οι μεγάλοι σεισμοί στη Θεσσαλονίκη και η πολυκατοικία που μέναμε κρίθηκε ακατάλληλη. Είχαμε και την κόρη μας τότε, ενός χρόνου και πηγαίναμε από πάρκο σε πάρκο για να κοιμηθούμε, μέχρι να βρούμε στέγη. Τότε είπαμε ότι το κλίμα στην Ελλάδα δεν ήταν ιδανικό και τέλος του 1979 επιστρέψαμε στην Κύπρο. Επιστρέψαμε σε μία Κύπρο μισή, που αιμοσταγούσε και αντιμετώπιζε χιλιάδες προβλήματα προσφυγιάς, αγνοουμένων και νεκρών. Ριχθήκαμε με τα μούτρα στη δουλειά, για να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε κάτι για μας. Αρχίσαμε να δουλεύουμε υπερωρίες, για να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε κάτι. Η ζωή μας, στα καλύτερα μας χρόνια ήταν γεμάτη προβλήματα, λόγω του ότι χάσαμε την πατρίδα και ακόμη ζούμε τις επιπτώσεις της εισβολής».

«Τρώγαμε το αρνί και κλαίγαμε»

Η κα. Μαρία Κοντού ήταν μόλις 30 ετών όταν μπήκαν στην Κύπρο οι Αττίλες. Δεν είχε καταφέρει να ξεκινήσει τη ζωή της και έπρεπε να τα αφήσει όλα πίσω και να κάνει μία νέα αρχή, γεμάτη πόνο και πικρία μακριά από το σπίτι της. Τα τελευταία Χριστούγεννα που έζησε στη Λύση δεν προμήνυαν αυτή την καταστροφή.

«Τα Χριστούγεννα του 1973 ήταν πολύ ωραία. Ήμασταν πολυμελής οικογένεια, με οκτώ αδέλφια και δύο γονείς, σύνολο δέκα άτομα. Δεν μπορώ να πω ότι ήμασταν ευκατάστατοι, αλλά περνούσαμε καλά. Είχαμε κοπάδι και περβόλι. Ήμασταν πέντε αγόρια και τρεις κοπέλες. Εκείνες τις ημέρες, ο αδελφός μου θα έσφαζε το αρνί για να το έχουμε για τα Χριστούγεννα και μετά θα ετοιμάζαμε το φούρνο. Ήταν πολύ καλά Χριστούγεννα. Οι αυλές ήταν ασπρισμένες όλες. Όσο τα θυμούμαι είναι λες και τα βλέπω μπροστά μου.

Στη Λύση, είχαμε ένα έθιμο να σταυρώνουμε τα μάρμαρα. Βάλαμε ασβέστη και με ένα πινέλο μικρό, σχηματίζαμε το σταυρό κάθε που τέλειωνε το μάρμαρο και φαινόταν ως ένα πλουμιστό δάπεδο. Στολίζαμε το καλό μας κρεβάτι, ζυμώναμε κουλούρια και ψωμιά για να φάνε όλοι τα Χριστούγεννα. Πηγαίναμε το πρωί στην εκκλησία και ανατριχιάζαμε όταν πηγαίναμε εκεί, από τις ομορφιές της. Έτσι εκκλησία ακόμη δεν έχουμε συναντήσει πουθενά.

Ήταν ένας κόσμος αγαπημένος στη Λύση. Βγαίναμε από το σπίτι στις 5:00 το πρωί και βρίσκαμε τους γειτόνους που περνούσαν από το σπίτι μας για να πάμε στην εκκλησία. Ήταν πάρα πολύ όμορφο πράγμα.

Μετά την εισβολή πήγαμε στο Δασάκι της Άχνας. Ο πατέρας μου είχε φέρει το κοπάδι μας από τη Λύση πριν την εισβολή και βρήκε ένα σπίτι έξω από το χωριό, που άνηκε σε ένα άνθρωπο από την Ξυλοτύμπου. Μέχρι τα Χριστούγεννα όλοι τελικά μέναμε σε εκείνο το σπίτι στο περβόλι. Τα πρώτα Χριστούγεννα, ο αδελφός μου πήρε μία βαρέλα που βρήκε στο περβόλι, τη γέμισε και την μετατρέψαμε σε φουρνούι. Αγοράσαμε ένα σινί και βάλαμε το αρνί στον φούρνο. Έγινε πολύ ωραίο, αλλά το τρώγαμε και κλαίγαμε, επειδή νοσταλγούσαμε τα Χριστούγεννα στη Λύση. Καταφέραμε να κάνουμε Χριστούγεννα μέσα στα χώματα και στα περβόλια, αλλά δεν είχαμε τα ήθη και τα έθιμα της Λύσης. Ζυμώσαμε ένα κομμάτι ψωμί για να έχουμε να φάμε τα Χριστούγεννα, αλλά ήταν με πόνο ψυχής. Μέχρι και σήμερα κάνω αυτά τα έθιμα. Ζυμώνω κουλλούρια, φτιάχνω ζαλατίνα και λουκάνικα, αλλά είναι πικρό το παράπονό μου. Είναι λες και είμαι μέσα στο μαειρκό στη Λύση κάθε φορά που το κάνω. Είναι αυτό που μας κρατά ζωντανούς».

Παρά το γεγονός ότι η κα. Μαρία και η οικογένειά της έπρεπε να ζήσουν γιορτές σε ένα ξένο περιβάλλον, αυτό δεν ήταν ικανό να τους διασπάσει. Αντίθετα, η τραγωδία τους ένωσε ακόμη περισσότερο.

«Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ήμασταν όλα τα αδέλφια μαζί. Ήμασταν οκτώ αδέλφια και οι δύο ήταν παντρεμένοι και είχαν και μωρά και ζούσαμε όλοι μαζί. Ήταν παράξενο, αλλά και ωραίο επειδή με αυτό τον τρόπο δεθήκαμε περισσότερο ως οικογένεια. Μέσα σε ένα σπίτι, χωρίς παράθυρα και όμως ήμασταν ενωμένοι. Συχνά λέω ότι μπορεί να πληγώθηκα, όμως η μάνα μου έπρεπε να μαγειρέψει για τόσα άτομα, δεν παρεξηγήθηκε κανένας. Ήμασταν πολύ στενά συνδεδεμένοι όλοι, παρόλο που ζούσαμε μέσα στο χωράφι.

Τόσα χρόνια μετά υπάρχει ο καμός για επιστροφή. Ό,τι και να μας κάνει κάποιος και χρυσό να μας δώσουν, το μόνο που θέλουμε είναι να επιστρέψουμε στη Λύση. Έχει 47 χρόνια που δεν είδαμε τους γειτόνους μας, αλλά αν επιστρέψουμε θα είναι λες και ήμασταν μαζί κάθε μέρα όλα αυτά τα χρόνια. Εμείς κάνουμε και μία συνάντηση όλες οι κοπέλες της γειτονιάς. Μαζευόμαστε όλες οι φίλες, μία φορά τον χρόνο και περνούμε ωραία, ήμασταν αγαπημένες. Κάθε χρόνο μέσα στις γιορτές, θα μιλήσουμε στο τηλέφωνο, όμως όλα είναι διαφορετικά δεν είναι το ίδιο».

Πριν κλείσουμε τη συνέντευξη, η κα. Μαρία θέλησε να μας διαβάσει και ένα ποίημα που έγραψε για τη Λύση ο σύζυγός της, με τίτλο «Η Λύση μετά την εισβολή».

«Λύση που ήρτα να σε δω, ξανά πριν να πεθάνω

Μα γίνικες ερείπιο και κάτι παραπάνω

Τα πιο πολλά τα σπίθκια σου φαίνονται γερασμένα

Κάτι λλία δθκιαβένουσιν τζιαι τα άλλα εν χαλασμένα

Εθώρουν τζιαι δεν επίστεφκα στο φως των αμμαθκιών μου

Μα ήσουν εσού που χούμιζα εγιώνι των παιθκιών μου;

Δεν ήσουν τζείνη που ξέρα, που ‘πιαννες τα πρωτία

Εις την καθαριότητα, στα σπίθκια, στα σχολεία.

Πρώτη με χόρτο, γήπεδο σε ούλλη την επαρχία

Είσιες ομάδα που ‘παιζε πρώτη κατηγορία.

Τζιαι είσιες και το ΣΥΚΑΛΙ που έγραψε ιστορία.

Που είναι οι συλλόγοι σου τζείνα τα καφενεία

Του Αυξεντίου η προτομή που είσιες μες την πλατεία;

Τζείνο το κενοτάφιο τζιαι τ’ άλλα τα μνημεία

Που είναι οι ψαλτάες σου με τζειν’ την χορωδία,

Που ερκόντουσαν π’ άλλα χωρκά, να ακούσουν λειτουργία;

Θέλεις που μένα άποψη, να πω προχτές που ‘πήα,

Πρώτα ήσουν αρκόντισσα, τωρά είσαι μια γερόντισσα του 903.

Τζιαι ‘κόμα το σιειρόττερο, τζείνο που με πειράζει

Που έμπηκα μες την εκκλησιά τζιαι μετά λύπης άκουσα τον Χότζια να φωνάζει

Ίσια έμπηκε μια μασιαιρκά μες την δική μου την καρκιά

Τζιαι έμεινε μου μαράζι».

«Παρακαλούσαμε το Θεό να μας δώσει δύναμη»

Σε ηλικία 32 ετών, ο κ. Κώστας Λαφαζάνης έπρεπε να αντιμετωπίσει τους εισβολείς, που έφτασαν στην Κύπρο μέσω της θάλασσας της γενέτειράς του, της Κερύνειας. Ήταν αξιωματικός στον στρατό και είχε την ευθύνη για την τύχη στρατιωτών που βρίσκονταν στα στρατόπεδα της Κερύνειας. Ο ίδιος, όταν μίλησε στον REPORTER θυμήθηκε πώς ήταν τα τελευταία Χριστούγεννα στην Κερύνεια, την πόλη που καταλήφθηκε πρώτη από τους εισβολείς, αλλά και τι κλήθηκε να κάνει κατά την διάρκεια της εισβολής, εκείνο το μαύρο καλοκαίρι.

«Τα Χριστούγεννα όταν ήμασταν στους τόπους μας είχε μία μεγαλοπρέπεια, ένα πολύ εκκλησιαστικό κλίμα. Ο κόσμος έτρεχε στις εκκλησίες, που ήταν κατάφωτες και στολισμένες για να γιορτάσουν την γέννηση του Ιησού. Ήταν κάτι που απολάμβανε ο καθένας. Οι ψάλτες και οι ιερείς έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό, για να αφήσουν τις καλύτερες εντυπώσεις στον κόσμο. Ήταν εκείνη η διακόσμηση, ο φωτισμός των δέντρων, των εισόδων των σπιτιών, που έκαναν την Κερύνεια να είναι ολόφωτη από τη μία άκρη στην άλλη. Δεν το ξέραμε ότι θα ήταν τα τελευταία Χριστούγεννα στην Κερύνεια. Κανένας δεν μπορούσε να περιμένει αυτή την εξέλιξη, ήταν κάτι που μας έθλιψε πολύ, επειδή άρχισαν τα πράγματα να δυσχεραίνουν.

Όταν έγινε η Εισβολή, ήμουν αξιωματικός και μου έφερε φύλλο πορείας στο σπίτι μου ένας μαθητής μου, επειδή είμαι δάσκαλος. Πήγα εκεί που με έστειλαν και είδαμε τα τουρκικά πλοία που σεργιάνιζαν στην θάλασσα της Κερύνειας και με το πρώτο φως της ημέρας είδαμε και τις οβίδες να πέφτουν από τα τουρκικά αεροπλάνα που έπεφταν στα δικά μας στρατόπεδα. Βγήκα πάνω σε μία πέτρα και είπα στους στρατιώτες “είμαι αξιωματικός, αν δέχεστε να σας οργανώσω να αντιμετωπίσουμε τους Τούρκους, να μην μας κρούσουν” και μου είπαν να κάνω ό,τι νομίζω. Το κάναμε και διαπιστώσαμε ότι είχαν χαθεί οι μόνιμοι αξιωματικοί και έβαλα τους αστυνομικούς μέσα στα φυλάκια. Ακούσαμε τα τανκς των Τούρκων εναντίον μας και τότε είπα την φράση “ο σώζον εαυτό σωθήτω” και άρχισαν να φεύγουν οι στρατιώτες.

Εγώ πέρασα περπατητός με καμία δεκαπενταριά στρατιώτες έξω από το σπίτι μου και ήταν κλειστό. Βρήκα το αυτοκίνητό μου κλειδωμένο και δεν είχα κλειδιά για να το ξεκινήσω και ανεβήκαμε στον Πενταδάκτυλο, όπου ο παππούς μου είχε ένα χωράφι με πόσιμο νερό. Ήπιαμε νερό, ξεκουραστήκαμε και μετά τους ρώτησα τι ήθελαν να κάνουμε και αν ήθελαν να πάμε πίσω στην Κερύνεια, που την βλέπαμε να βγάζει καπνούς. Μου είπαν να μην επιστρέψουμε και να φύγουμε να πάμε προς Κυθρέα. Εκεί, διαπίστωσα ότι η οικογένειά μου ήταν άφαντη.

Κατέβηκα προς τη Λευκωσία, διάβασα ότι η οικογένειά μου ήταν στους εγκλωβισμένους στο Μπελαπάις, στο σπίτι του κουνιάδου μου. Τότε πήρα ένα αυτοκίνητο, έγραψα πάνω με πράσινη τέλα PRESS, φόρεσα πολιτικά ρούχα αντί τα στρατιωτικά και μαζί μου ήρθε και ένας στρατιώτης μου, που δεν με άφησε να πάω μόνη. Πήγαμε εκεί και βρήκαμε καμία δεκαριά γέρους, που κάθονταν μαγκούφηδες εκεί. Τους έδωσα τσιγάρα και τους ρώτησα αν είχε Τούρκους στο σχολείο. Μου είπαν ότι είχε και να μην πάμε. Τότε γύρισα στον στρατιώτη και του είπα να μείνει εκεί και να πάω μόνος μου, επειδή εγώ έπρεπε να πάω στην οικογένειά μου, αλλά ο στρατιώτης δεν ήθελε να μείνει. Πήγαμε στο σπίτι, έβγαναν σιγά-σιγά από το σπίτι, τους πήραμε και πήγαμε στην Κυθρέα.

Στην Κυθρέα, που έχει επτά ενορίες, μπήκαμε τυχαία σε ένα σπίτι και η γυναίκα μου είπε “δεν μου είπες ποιος είσαι και πώς λέγεσαι;” Της είπα το όνομά μου και όταν το άκουσε με ρώτησε αν ο πατέρας μου ήταν ο Σάββας Λαφαζάνης. Της απάντησα ναι και ρώτησα γιατί και μου είπε “γιε μου αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκες; Είσαστε δίδυμοι και η μητέρα σου είχε μία αμαξούα για δύο παιδιά και σας έβαζε μέσα”. Η τύχη μας οδήγησε να μπούμε στο σπίτι που γεννήθηκα.

Μετά από εκεί, έπρεπε να πάμε στη Λεμεσό, επειδή πλησίαζε και Σεπτέμβριος και θα διοριζόμουν. Τα πρώτα Χριστούγεννα μετά την εισβολή μας βρήκαν στη Λεμεσό. Στις εκκλησίες που πήγαμε, οι οποίες ήταν στολισμένες και βλέπαμε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, εμείς ήμασταν οι κατατρεγμένοι, οι δυστυχισμένοι, οι πρόσφυγες με ένα σωρό νεκρούς και αγνοούμενους και εγκλωβισμένους. Παρακαλούσαμε το Θεό να μας δώσει δύναμη να ζήσουμε, τον παρακαλούσαμε να ειρηνεύσει με τους νεκρούς μας, να βοηθά τους εγκλωβισμένους μας και να μας βοηθήσει να βρούμε τους αγνοούμενούς μας. Τον παρακαλούσαμε και να μας βοηθήσει να επιστρέψουμε στην πατρώα γη, στα σπίτια μας».

Και ο κ. Λαφαζάνης από πλευράς του θέλησε να κλείσει την αφήγησή του με ένα ποίημα που έγραψε για την αγαπημένη του Κερύνεια.

«Τζερύνεια μου, Τζερύνεια μου πολύκλαφτη, πολυβασανισμένη

Τζερύνεια κατεχόμενη, Τζερύνεια σκλαβωμένη

Μεν μαραζώνεις μάνα μου, μεν είσαι λυπημένη

Γιατί έσιεις τον Αρχάγγελο στη θάλασσα πουκάτω

Που είναι παντοδύναμος τζιαι λαμπαδυφοράτος.

Τον Αη Γιώρκη πιο πάνω, που είναι τροπαιοφόρος

Τζιαι σ’ όλους τους αγώνες του εξέβην νικηφόρος.

Τούτοι σε έχουν στην έγνοια τους, στη σκέψη τη δική τους

Γιατί κανένας δεν εσκέφτηκες να βλάψεις στη ζωή σου.

Τζιαι η Παναγιά η Γλυτζιότισσα, τέλεια πάνω το τζύμα

Εν να σου δώσει λευτεριά γιατί είσαι κρίμα

Τζιαι οι Τζερυνιώτες που πονούν τζιαι κλαίσιν μακριά σου

Προσεύχονται με κλάματα να έρτουσιν κοντά σου.

Τζιαι όπου τζιαι να σαι εν να γενεί Τζερύνεια μου το θαύμα

Να σταματήσουν οι λυγμοί, το πένθος τζιαι το κλάμα.

Εν να βρεθούν στα αγκάλια σου, οι πεύκοι με την μάνα.

Τα κάλλη σου τζιαι τα βούνα, το κάστρο, το λιμάνι,

Θα τους δεχτούσιν με χαρά, με δάφνες, με στεφάνι.

Θα τους παρηγορήσουσιν με λόγια χαρωπά,

Τζιαι με αγκαλιές ολόθερμες τζιαι με φιλιά γλυκά».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Δειτε Επισης

Κυπριακό, ελληνοτουρκικά, ευρωεκλογές, συζήτησαν Καρογιάν-Κουτσούμπας
Δύο ύποπτοι για την επίθεση στο Crocus κατέθεσαν έφεση κατά της προφυλάκισής τους
Αναμένει ανακοινώσεις από Υπουργεία για τα ενοίκια σε βιοτεχνικές ζώνες η Επ. Εσωτερικών
Τα F-16 στο επίκεντρο της συνάντησης Αμερικανών με τον Τούρκο υπουργό Άμυνας στην Άγκυρα
Η Πολωνία κατηγορεί τη Ρωσία για κατασκοπεία και προσπάθειες αποσταθεροποίησης
Κέντρο Καταναλωτή: Οι πολίτες μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις της ΕΕ
Aσφαλιστικές αποζημιώσεις ρεκόρ από την κατάρρευση της γέφυρας στη Βαλτιμόρη-Στα $3 δισ. οι πρώτοι υπολογισμοί
Aύξηση κατά 5,5% των υπό κυπριακή σημαία πλοίων ανακοίνωσε η Υφ. Ναυτιλίας
Έκθεση-κόλαφος του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων-«H Τουρκία προχωρά σε παράνομες απελάσεις Σύρων»
Η Βουλή της Σκωτίας εξετάζει σχέδιο νόμου για την ευθανασία σε άτομα που πάσχουν από καταληκτική νόσο