«Ακόμα και με το μπαστούνι θα έρχομαι στη σχολή, δεν μπορώ να σταματήσω»

«Ακόμα και με το μπαστούνι θα έρχομαι στη σχολή. Μου αρέσει τόσο πολύ το επάγγελμά μου που δεν μπορώ να σκεφτώ, ότι θα το σταματήσω», ήταν τα λόγια της κας Χλόης Μίτλεττον, της εδώ και δεκαετίες δασκάλας χορού, που μεγάλωσε γενιές παιδιών της πρωτεύουσας, που διδάχθηκαν δίπλα της και αγάπησαν το μπαλέτο.

Γεννημένη στο Καϊμακλί, η κα Μίτλεττον, από μικρό παιδί ξεχώριζε από τα άλλα παιδιά στις αθλητικές επιδείξεις του σχολείου και έδειξε από νωρίς την τάση της προς τον αθλητισμό. Μπορεί η μητέρα της να μην σπούδασε, ωστόσο είχε κάθετη άποψη πως η ίδια θα έπρεπε να ακολουθήσει το επάγγελμα που ήθελε. Έτσι όταν τελείωσε το σχολείο, πήρε την απόφαση να μετακομίσει στην Αθήνα, εκεί όπου σπούδασε κα μυήθηκε στο μπαλέτο από τη δασκάλα χορού, Ραλού Μάνου. Στη συνέχεια ήρθαν οι σπουδές στην Αγγλία, όμως ο δρόμος και η αγάπη της για τον τόπο της, την έφερε πίσω στο νησί, έφτιαξε την οικογένειά της και άνοιξε την πρώτη της σχολή.

Η αρχή, όπως κάθε αρχή, ήταν πολύ δύσκολη. Το γεγονός, πως ήταν από τις πρώτες δασκάλες χορού στην Κύπρο, την καθιέρωσε στους γνωστούς κύκλους. Από τις αίθουσες της σχολής πέρασαν χιλιάδες παιδιά, τα οποία μέχρι σήμερα την αναγνωρίζουν στο δρόμο. «Από εδώ πέρασαν πολλά παιδιά και όταν με αναγνωρίζουν μετά από τόσα χρόνια, πραγματικά συγκινούμαι. Ξέρετε, το μπαλέτο είναι τέχνη. Μια τέχνη που προσφέρει διαύγεια στα παιδιά», είπε η κα Μίτλεττον εξιστορώντας στον REPORTER, την αρχή της καριέρα της και τις φιλανθρωπικές παραστάσεις που διοργάνωσε, μέχρι σήμερα, που με ζωντάνια συνεχίζει να διδάσκει.

Θυμάται, πως όταν ήταν παιδί, πόσο υπερήφανη ένιωσε η μητέρα της που ήρθε πρώτη στις γυμναστικές επιδείξεις του σχολείου και πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε η επιμονή της μητέρας της να σπουδάσει, παρόλο που τότε το επάγγελμα του χορού δεν είχε ανταπόκριση. Όπως εξιστόρησε η κα Μίτλεττον, πάντα ήταν καλή στις γυμναστικές επιδείξεις. «Ξεχώριζα πάντα και μου άρεσε να ασχολούμαι με τη γυμναστική. Μια φορά όταν κάναμε επίδειξη στο Γυμνάσιο, ήμουν πάλι πρώτη, η μητέρα μου καθόταν στις κερκίδες και άκουγε τον κόσμο να σχολιάζει πόσο καλό ήταν το κορίτσι με την αλογοουρά».

 Η κα Μίτλεττον μοιράστηκε διάφορες ιστορίες από την παιδική της ηλικία. Θυμήθηκε, πως έκαναν μαθήματα κυπριακών χορών για τη γιορτή του σχολείου και πως θα έπρεπε να βρει κυπριακή στολή, κάτι που την δυσκόλεψε πολύ. Τότε, αποφάσισε να ενημερώσει τη Διευθύντρια του σχολείου ότι δεν θα κατάφερνε να χορέψει, αλλά στο γραφείο για καλή της τύχη, βρισκόταν και η Επιθεωρήτρια του σχολείου, η οποία επέμενε πως δεν θα μπορούσε να λείπει από τη γιορτή μια από τις καλύτερες μαθήτριες χορού και αποφάσισε να της βρει η ίδια μια στολή. Ήταν μια ιστορία που τη συγκίνησε και πλέον ήταν ξεκάθαρος ο δρόμος που θα έπρεπε να ακολουθήσει. «Όταν τελείωσα το σχολείο ήθελα να ακολουθήσω κάτι σχετικό, δηλαδή κάτι σχετικό με κίνηση όπως ήταν ο χορός. Η μητέρα μου, με στήριξε στην απόφαση μου. Έτσι, όταν ολοκλήρωσα το σχολείο, πήγα στην Αθήνα για σπουδές, είδα διάφορες σχολές και αποφάσισα να πάω σε αυτή την κας Ραλού Μάνου. Φοίτησα εκεί τρία χρόνια και μετά ειδικεύθηκα στο Royal Academy στην Αγγλία. Ακολούθησα την τεχνική του αγγλικού μπαλέτου».

 

Όταν ολοκλήρωσε στις σπουδές της, επέστρεψε πίσω στην Κύπρο. Η αγάπη της για το νησί δεν θα μπορούσε να την κρατήσει άλλα χρόνια μακριά και αποφάσισε να γίνει μια από τις πρώτες δασκάλες χορού. Άνοιξε την πρώτη της σχολή στο κέντρο της Λευκωσίας, ωστόσο λόγω του μεγάλου αριθμού μαθητών άνοιξε σχολή στην περιοχή της Δασούπολης την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα. «Η αρχή ήταν δύσκολη», όπως αναφέρει η ίδια, «αλλά με τη διαφώτιση του κόσμου, σιγά-σιγά τα κατάφερα. Ο κόσμος παλαιότερα, δεν γνώριζε πολλά για το μπαλέτο, ούτε ήταν τόσο διαδεδομένο. Ξεπεράστηκαν οι δυσκολίες. Να σκεφτείτε πως παρόλο που η σχολή που ανοίξαμε εδώ θεωρείτο πως βρισκόταν σε μακρινή περιοχή, ο κόσμος ερχόταν γιατί γνώριζε την καλή δουλειά που κάναμε. Περίπου από το 1977 και μετά, απέκτησε περισσότερους μαθητές, αφού οι εξετάσεις τους διαρκούσαν έξι μέρες».

Αυτό για το οποίο περηφανεύεται είναι η διοργάνωση μεγάλων παραστάσεων, με δικά τους σενάρια, κουστούμια που έφτιαχνε η κόρη της Μαλβίνα και τις ιδέες που είχε τόσο η ίδια όσο και η κόρη της Στάλα. Ο κόσμος είχε αλλάξει και αντιλήφθηκε πόσο σημαντικό είναι τα παιδιά να ασκούνται αλλά και πόσο σημαντικά είναι τα εφόδια που προσφέρει το μπαλέτο. Όπως αναφέρει η κα Μιντλεττον, στην αρχή διοργάνωναν παραστάσεις κάθε χρόνο, αλλά λόγω του μεγάλου όγκου μαθητών διοργανώνονται παραστάσεις κάθε τρία χρόνια.

Οι παραστάσεις είναι πάντα φιλανθρωπικές και τις χαρακτηρίζουν οι όμορφες μουσικές επιλογές, τα περίεργα κουστούμια και τα πολλά χρώματα. Παρόλα αυτά, κάθε χρόνο γίνονται μικρές γιορτές εντός της σχολής για να βλέπουν οι γονείς την πορεία των παιδιών τους. Όπως είπε, «οι πρώτες παραστάσεις γίνονταν στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας, μετά που έπρεπε να ανακοινωθεί πραγματοποιούνται στο θέατρο του Δήμου Στροβόλου. Από όλες τις παραστάσεις, η αγαπημένη μου είναι οι γλυκολυχουδιές, με γλυκά και ζαχαροπλάστες αλλά και η πρόσφατη μέσα από την οποία δείξαμε την διαφορετικότητα των ατόμων. Νιώθω περήφανη για τις παραστάσεις μας γιατί δημιουργούνται όλα από την αρχή από εμάς. Δεν παίρνουμε παλιά σενάρια αλλά προτιμάμε να δημιουργούμε το περιχεόμενο γιατί θέλουμε ο κόσμος να βλέπει κάτι ασυνήθιστο και διαφορετικό». Επίσης πιστεύει πως το μυστικό κάθε παράστασης είναι το να είναι καλύτερη από την προηγούμενη, να βλέπει δηλαδή ο κόσμος πως εξελίσσεσαι.

Η ίδια πιστεύει, πως ο κόσμος πλέον έχει αλλάξει την άποψή του για το μπαλέτο γιατί αντιλήφθηκε πόσο σημαντικό είναι για τα παιδιά. «Διαμορφώνει από νωρίς το σώμα τους, τους προσφέρει την ανάγκη για δημιουργία, προάγει την ομαδικότητα, τη δημιουργικότητα, διαμορφώνει τον χαρακτήρα, μαθαίνει το παιδί πώς να πειθαρχεί, να συγκεντρώνεται, να σέβεται. Ο χορός είναι μορφή τέχνης. Σού δίνει εφόδια για όλη σου τη ζωή».

Μέχρι και σήμερα δεν σταμάτησε ποτέ να διδάσκει και όταν την ρωτά εάν θα αποσυρθεί ποτέ, επιμένει πως ακόμη και με το μπαστούνι θα πηγαίνει στη σχολή της, γιατί όπως διαμηνύει  μια δασκάλα δεν έχει την ανάγκη να βγαίνει στη σκηνή, αλλά να διδάσκει. «Ακόμη διδάσκω σε μεγαλύτερα παιδιά που ήταν μαθήτριες μου από πριν… Το μυστικό είναι να είσαι ένας καλός δάσκαλος. Το ότι είμαι καλή δασκάλα, το καταλαβαίνω όταν ο μαθητές μου, φέρνουν πλέον τα παιδιά τους στη σχολή μου για να γυμνάζονται».

Η συμβουλή της προς του γονείς είναι να επιλέγουν σε ποια σχολή θα παίρνουν τα παιδιά τους και να αρχίζουν τα μαθήματά τους από το κλασικό μπαλέτο και μετά να αρχίζουν νέα είδη χορού, γιατί μέσα από την εκμάθηση του μπαλέτου γίνονται πιο έξυπνα, αφού συναντιέται η σκέψη με το σώμα.

Η σχολή της κας Χλόης και της κόρης της Στάλας βρίσκεται στο στενό της οδού Αλέκου Κωνσταντίνου 60, στη Δασούπολη και παραδίδονται μαθήματα για παιδιά από τριών ετών μέχρι και ενήλικες.     

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Δειτε Επισης

BINTEO: Συγκίνησαν οι ολυμπιονίκες ζωής-Αγωνίστηκαν και αποθεώθηκαν στο ψηλότερο σκαλοπάτι του βάθρου
Η Λούλλα έκανε Κόσμο της το κυπριακό φαγητό και το μοιράζεται με όλο τον κόσμο
Το Mall με τις αντίκες που πηγαίνει από γενιά σε γενιά από το 1978 και κρατά ζωντανή την ιστορία
«Δεν μιλούσα, δεν περπατούσα, με έκαναν μπάνιο… Πλέον είμαι συνεχώς στο σπίτι»
«Ίσως το πρωί να μην μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι, να έχει πόνους σε όλο το σώμα»
«Δεν χρειάζονται πολεμικά ανακοινωθέν, ''έχασε ή νίκησε'' τη μάχη ένα παιδί… Γιατί κατάφεραν να αγωνιστούν»
Αυτός ήταν 28 και εκείνη 17... «Ερωτευμένοι για 62 χρόνια, η αγάπη μας δεν φθάρηκε ποτέ»
Η σοπράνο που τραγουδά για σαράντα χρόνια στη Σχολή Τυφλών-«Εάν δεν ήμουν εδώ, δεν ξέρω τι θα έκανα»
Ποιος είναι ο twenty three; Ο Κύπριος καλλιτέχνης του δρόμου που συνδυάζει το παλιό με το σύγχρονο
Ο ράφτης στην παλιά Λευκωσία που επιμένει παραδοσιακά-Η τέχνη του κουστουμιού και η γνωστή πελατεία