Έλληνες ναυτικοί έζησαν την κόλαση στα χέρια Νιγηριανών πειρατών

Ο Eλληνας δικηγόρος διαπραγματευτής, η ιταλική φρεγάτα με το ελικόπτερο, το στίγμα του δορυφορικού τηλεφώνου στα βάθη της ζούγκλας και τα λύτρα στους Nιγηριανούς πειρατές συνθέτουν το μωσαϊκό μιας απίστευτης υπόθεσης που πήρε διαστάσεις χολιγουντιανής περιπέτειας. Για 18 ολόκληρες ημέρες, τρεις Ελληνες ναυτικοί, όμηροι Αφρικανών απαγωγέων, έζησαν τον απόλυτο εφιάλτη μέχρι το βράδυ της περασμένης Παρασκευής όταν με κουκούλες και φορώντας βερμούδες διέσχισαν μέσα στο πυκνό σκοτάδι τον ποταμό στο Γουόρι για να φτάσουν ελεύθεροι στην πόλη.

«Τρέφονταν με νουντλς, έπιναν ελάχιστο νερό και πολλές φορές οι πειρατές τούς κόλλαγαν το πιστόλι στον κρόταφο και το μαχαίρι στον λαιμό. Τους πήραν μέχρι και τα ρούχα που φορούσαν. Ο άνδρας μου έχασε πολλά κιλά και έχει παντού τσιμπήματα και πληγές από τα κουνούπια. Εχει υποστεί σοκ», εξομολογείται στο «ΘΕΜΑ» η κυρία Ηλιάννα Πούλου, η σύζυγος του ενός εκ των τριών απαχθέντων ναυτικών, του Σταύρου Πετσάκου, ενώ ο δικηγόρος Σπύρος Βλάσσης που ανέλαβε τον ρόλο του διαπραγματευτή με τους Νιγηριανούς πειρατές περιγράφει: «Εχουμε αρχικά μια πειρατεία, καθώς Νιγηριανοί καταλαμβάνουν το πλοίο με τους πέντε Ελληνες ναυτικούς. Επειδή δεν είχε εμπόρευμα, είχε μόνο 30 τόνους πετρέλαιο για να ταξιδέψει, δεν είχε αξία για τους πειρατές. Μας πήραν τηλέφωνο λέγοντας ότι έχουμε το πλοίο και τους ανθρώπους σας και θέλουμε λύτρα».
Από τον Πειραιά στο Λάγκος
Ηταν 9 Οκτωβρίου όταν το μικρό δεξαμενόπλοιο των 700 τόνων «Stelios K.» αναχώρησε από τον Πειραιά για το Λάγκος της Νιγηρίας. Είχε ναυλωθεί προκειμένου να χρησιμοποιείται ως εφοδιαστικό κέντρο και να τροφοδοτεί με καύσιμα άλλα πλοία που περνούσαν από το σημείο. Στο πλοίο επιβαίνουν πέντε Ελληνες μέλη του πληρώματος και είναι επιφορτισμένοι να οδηγήσουν δεξαμενόπλοιο στα παράλια της δυτικής Αφρικής και να επιστρέψουν αεροπορικώς στην Ελλάδα. Μετά από ταξίδι 40 ημερών μέσω Γιβραλτάρ, φτάνουν στον τελικό προορισμό τους, στον κόλπο που περικλείεται από το Τόγκο, το Μπενίν και τη Νιγηρία. Ο καπετάνιος Δημήτρης Ρούστας έχει ένα δορυφορικό τηλέφωνο με το οποίο επικοινωνεί με την εταιρεία δύο και τρεις φορές την ημέρα. Κάποια στιγμή, στις 16 Νοεμβρίου, σταματά κάθε επικοινωνία. Στις κλήσεις δεν απαντούσε κανείς και έτσι η πλοιοκτήτρια εταιρεία ενημερώνει το ΥΕΝ, τις αρμόδιες αρχές του Τόγκο και της Γκάνας.

«Οταν ανέβηκαν οι πειρατές στο πλοίο το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να σβήσουν το AIS. Είναι το σύστημα που δίνει το στίγμα του πλοίου. Αυτό το απενεργοποίησαν και χάθηκε από το οπτικό πεδίο. Ομως επικοινωνούσαν μέσω του δορυφορικού τηλεφώνου που υπήρχε στο πλοίο. Και τότε εμείς τι κάναμε; Παρότι που στην αρχή μας είπαν δεν μπορούμε να βρούμε στίγμα, επέμεινα και επικοινώνησα με την τηλεπικοινωνιακή εταιρεία του ΟΤΕ, μέσω της οποίας γίνονται οι δορυφορικές κλήσεις, και αυτή έκανε δύο γρήγορες κινήσεις. Μας βρήκε τις εξερχόμενες κλήσεις των πειρατών και μέσω αυτών είχαμε το στίγμα του πλοίου. Ολες οι κλήσεις που γίνονταν σε εμένα έδιναν αυτομάτως το στίγμα. Αν εξαιρέσετε την πρώτη μέρα που δεν είχαμε χρονική εγγύτητα, από τη δεύτερη μέρα και μετά έδινα στίγμα στον θάλαμο επιχειρήσεων του ΥΕΝ και αυτό το έστελνε στις νατοϊκές δυνάμεις της περιοχής και στο Ναυτικό της Νιγηρίας και της Γκάνας σχεδόν ανά δίωρο», περιγράφει ο κ. Βλάσσης.

Η πρώτη επικοινωνία των πειρατών απαγωγέων έγινε στις 18 Νοεμβρίου. Εκτοτε επικοινωνούσαν συχνά ζητώντας λύτρα για να τους αφήσουν ελεύθερους. Το «Stelios K.» το πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής μια ιταλική νατοϊκή φρεγάτα και αρχίζει να το παρακολουθεί. Μαζί και πλοία από το Ναυτικό της Νιγηρίας και στις 22 Νοεμβρίου ένα ελικόπτερο από την ιταλική φρεγάτα πετάει πάνω από το δεξαμενόπλοιο με τους πειρατές, χωρίς όμως να κάνουν ρεσάλτο για να απελευθερώσουν τους πέντε Ελληνες ναυτικούς.

Από πειρατεία, απαγωγή
Οι Νιγηριανοί πειρατές αντιλαμβάνονται ότι είναι πλέον σε στενό κλοιό και αποφασίζουν να αλλάξουν τακτική. Φοβούνται ότι θα επέμβουν οι Ειδικές Δυνάμεις και έτσι ειδοποιούν τους συνεργούς τους στη στεριά και ένα θηριώδες ταχύπλοο με δύο τεράστιες μηχανές πλευρίζει το ελληνικό πλοίο. Με γρήγορες κινήσεις οι Αφρικανοί πειρατές αρπάζουν τον καπετάνιο και δύο ναύτες, τους πετάνε στο μικρό γρήγορο σκάφος και εγκαταλείπουν το δεξαμενόπλοιο. Πάνω μένουν ελεύθεροι ο μηχανικός και ο ναύτης.

Οι νατοϊκές δυνάμεις και το Ναυτικό της Νιγηρίας παρακολουθούν το σκηνικό, όμως δεν κάνουν καμία επέμβαση. Αν και είχαν το πλοίο σε στενή παρακολούθηση και θα μπορούσαν να κάνουν ρεσάλτο και να βγάλουν off τους πειρατές, παραμένουν απλοί θεατές των πραγμάτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σημείο υπήρχε τριπλή δύναμη από Στρατό, Αεροπορία και Ναυτικό, τα μέλη της οποίας έχουν λάβει ειδική εκπαίδευση για να ενεργούν σε τέτοιες περιπτώσεις. Μια κίνηση που προκαλεί εύλογα ερωτήματα, ενώ απορία δημιουργεί και το γεγονός ότι οι αξιωματικοί της ιταλικής φρεγάτας παίρνουν τηλέφωνο στην Ελλάδα για να ρωτήσουν πού έχουν πάει οι πειρατές με τους ναυτικούς.
«Τους λέμε ότι πλέον έχουν πάει μέσα στο ποτάμι στην περιοχή του Γουόρι, μέσα στη ζούγκλα όπου υπάρχουν τα λεγόμενα communities, οι κοινότητες. Παρότι παρακολουθούνταν και είχαμε κάνει πολύ καλή δουλειά έχοντας βρει τα στίγματα και τις κλήσεις, δεν έκαναν τίποτα οι δυνάμεις και οι πειρατές πήραν τους τρεις και φύγανε μέσα στη ζούγκλα. Είχαμε στίγμα ακόμη και μέσα στη ζούγκλα γιατί πήραν από το πλοίο το δορυφορικό τηλέφωνο και το βγάλανε στη στεριά. Από τη στιγμή που τους πήραν με το ταχύπλοο και τους πήγαν στη ζούγκλα, άλλαξε πλέον η διαπραγμάτευση, άρχισαν να γίνονται πιο πιεστικοί. Ξεκίνησαν να ζητούν κάποια εκατομμύρια, ενα υπέρογκο ποσό, το οποίο μετά από διαπραγματεύσεις έπεσε. Αυτή ήταν και η δουλειά μας. Να καταβάλλουμε ένα ποσό που να είναι εφικτό για να πάρουμε πίσω τους ανθρώπους», αναφέρει ο κ. Βλάσσης.

Ηταν 23 Νοεμβρίου όταν οι πειρατές άρπαξαν τους τρεις Ελληνες ναυτικούς και τους οδήγησαν στη ζούγκλα του Γουόρι. Καθημερινά καλούσαν από το δορυφορικό τηλέφωνο στην Ελλάδα και συνομιλούσαν με τον δικηγόρο ο οποίος έκανε τις δραματικές διαπραγματεύσεις. Το στίγμα υπήρχε. Ομως, όταν πέρασαν τέσσερις ημέρες χωρίς καμία ανταπόκριση από την πλευρά των νατοϊκών δυνάμεων, η πλοιοκτήτρια εταιρεία, σε μια προσπάθεια να μη χαθεί άλλο πολύτιμος χρόνος, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και να λειτουργήσει μόνη της. Καθημερινά υπήρχε επαφή και διαπραγμάτευση για το ακριβές ποσό που έπρεπε να παραδώσουν.

«Στο πρώτο τηλεφώνημα μας ενημέρωσαν ότι έγινε η πειρατεία λέγοντας έχουμε τους ανθρώπους και τίποτε άλλο. Στα επόμενα άρχισαν να ζητούν χρήματα. Στο Γουόρι τούς πήγαν και πέρασαν δώδεκα ημέρες μέχρι να τους ελευθερώσουμε, γιατί χάσαμε περίπου 7 ημέρες με τη λογική των Αρχών. Κάναμε διαπραγματεύσεις μεν, αλλά τις κάναμε στη λογική του ότι κερδίζουμε χρόνο. Στην επικοινωνία ήταν πολύ ελεύθεροι. Οι μοναδικές αντιρρήσεις ήταν όταν κάποιες φορές μιλούσαμε ελληνικά. Ηθελαν να μιλάμε μόνο αγγλικά με τους τρεις ανθρώπους. Είναι αυτονόητο ότι κάθε φορά ζητούσαμε και τους τρεις για να βεβαιωθούμε ότι είναι όλοι τους καλά, γιατί στην αρχή ήθελαν να μας δώσουν μόνο τον πλοίαρχο», εξηγεί ο δικηγόρος και προσθέτει: «Οταν φτάσαμε στο τελικό στάδιο για το πώς θα γίνει η παράδοση-παραλαβή, ως εταιρεία είχαμε ήδη διορίσει τρεις αντιπροσώπους στο Λάγκος της Νιγηρίας, όπου στο τελικό στάδιο πλέον ο ένας από τους τρεις έκανε την επικοινωνία. Δηλαδή μιλούσα αρχικά εγώ και μετά τους παρέπεμπα στον Νιγηριανό αντιπρόσωπο που μιλούσε με νιγηριανό τηλέφωνο, στη γλώσσα τους, για να συνεννοηθούν για τη διαδικασία της παράδοσης-παραλαβής. Η παράδοση-παραλαβή ήταν σαν ταινία...».
Φόρεσαν κουκούλα στον σύνδεσμο
Σε πρώτη φάση κατάφεραν από την Ελλάδα να βρουν έναν αντιπρόσωπο στο Λάγκος, ο οποίος πήγε στο Γουόρι και σε μια μικρή προβλήτα στον ποταμό τον περίμενε το ταχύπλοο με το οποίο οι Νιγηριανοί έκαναν την πειρατεία. Στη συνέχεια φόρεσαν κουκούλα στον σύνδεσμο και μετά από διαδρομή μιας ώρας φτάσανε στο σημείο όπου θα γινόταν η ανταλλαγή. Αφού ο σύνδεσμος κατέβαλε τα λύτρα, παρέλαβε τους τρεις Ελληνες ναυτικούς. Περίμεναν να πέσει το σκοτάδι για να μην πέσουν σε ενέδρα άλλων νιγηριανών συμμοριών, ξεκίνησαν και κατάφεραν να φτάσουν στην πόλη. Από εκεί και πέρα η διαδικασία ήταν συγκεκριμένη. Εγινε η ταυτοποίηση των στοιχείων, υποβλήθηκαν σε τεστ για κορωνοϊό και το απόγευμα της Πέμπτης επιβιβάστηκαν στην πτήση της Qatar και μέσω Ντόχα έφτασαν την Παρασκευή το πρωί στο «Ελευθέριος Βενιζέλος».

Οι νομικοί εκπρόσωποι της πλοιοκτήτριας εταιρείας Σπύρος Βλάσσης και Μαργαρίτα Βλάσση, που ανέλαβαν και έφεραν επιτυχώς εις πέρας το δύσκολο έργο της διαπραγμάτευσης, επισημαίνουν στο «ΘΕΜΑ» ότι «η εντολή που λάβαμε από την πλοιοκτήτρια ήταν σαφής, συγκεκριμένη και προσανατολισμένη στην ασφαλή απελευθέρωση των μελών του πληρώματος. Μετά από επίπονες και επίμονες προσπάθειες φτάσαμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα και μάλιστα σε ταχύτατο χρόνο για τα δεδομένα ανάλογων περιστατικών στην περιοχή.
 
Αυτό, κατά τη γνώμη μας, οφείλεται στην ισχυρή βούληση και απόφαση των πλοιοκτητών, να επικεντρωθούν μόνο στην ασφαλή απελευθέρωση των ανθρώπων, χωρίς να υπολογίσουν το οποιοδήποτε κόστος. Είμαστε βαθιά ικανοποιημένοι, διότι συμβάλλαμε στην ασφαλή απελευθέρωση των τριών μελών του πληρώματος. Η αξία της ανθρώπινης ζωής είναι ανεκτίμητη και η οποιαδήποτε ενέργεια που τη διασφαλίζει προσφέρει τεράστια ηθική ανταμοιβή, την οποία και εμείς εισπράξαμε στην υπόθεση αυτή».
 

Δειτε Επισης

Δύο σεισμοί 5,6 και 5,7 Ρίχτερ ανοιχτά της Ηλείας-Αισθητοί και στην Αττική
Τραγικό το τέλος της 85χρονης στην Καρδίτσα-Την κατασπάραξε ζώο
Σοκ στην Καρδίτσα-Εντοπίστηκε ακέφαλο πτώμα 85χρονης σε οικία
Εντός της ημέρας η απόφαση για το βιασμό της 12χρονης στον Κολωνό
Η ώρα της κρίσης για την Ρούλα Πισπιρίγκου-Αποφασίζει το Δικαστήριο για το θάνατο της Τζωρτζίνας
Καταψηφίστηκε η πρόταση δυσπιστίας για τα Τέμπη από 159 βουλευτές-Μητσοτάκης κατά πάντων
Πυροβολισμοί στα ΚΤΕΛ Κηφισού-Ένας τραυματίας
Υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους Σταύρος Παπασταύρου και Γιάννης Μπρατάκος
Βίντεο ντοκουμέντα με τη συμμορία που ξάφριζε σπίτια στα Βόρεια Προάστια
Μάγδα Φύσσα για τη 12χρονη στον Κολωνό-«Δεν φταίει το παιδί, φταίμε εμείς»