Η θλιβερή σύγκριση της Κύπρου με την Ισλανδία

Η αυλαία μιας ακόμα προκριματικής φάσης έπεσε το βράδυ της Τρίτης (10/10) για την Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, μακριά από τους προβολείς της επικαιρότητας. Ελάχιστοι ασχολήθηκαν με το ματς στις Βρυξέλλες. Κανένας δεν δήλωσε στήριξη στην ομάδα, η αξιοπρέπεια και η Εθνική που πρέπει πάντα να κερδίζει πήγαν περίπατο  μετά το παιχνίδι με την Ελλάδα, ουδείς έγραψε τους λόγους που πρέπει να στηρίζουμε και να αγαπάμε αυτή την ομάδα.


Το επιφανειακό ενδιαφέρον και η απουσία αληθινών φίλων της Εθνικής δεν είναι το σοβαρότερό της πρόβλημα, αλλά είναι ένα ζήτημα.


Ελάχιστη πρόοδος
Η Εθνική Κύπρου ουσιαστικά έχει προοδεύσει ελάχιστα τα τελευταία 35 χρόνια. Από το «Χ» με τους Ιταλούς Παγκόσμιους Πρωταθλητές το 1982, στη νίκη επί της Ισπανίας το 1998, το «Χ» με τους Γερμανούς το 2006, η Κύπρος πάντα έβρισκε τον  τρόπο ένα μεγάλο αποτέλεσμα. Αυτό που δεν βρήκε ποτέ τον τρόπο να κάνει – με εξαίρεση τα μέσα των 90s - είναι να πετύχει μια σειρά από καλά αποτελέσματα να κερδίσει αγώνες όταν έχει την πίεση του αποτελέσματος – τη νίκη επί των Ισπανών είχε ακολουθήσει το 0-3 από την Αυστρία .


Θα ήταν άδικο εάν λέγαμε πως η Εθνική έμεινε για τρεις δεκαετίες στάσιμη. Τα τελευταία 15 χρόνια είναι λίγο πιο ανταγωνιστική. Το αποτέλεσμα είναι όμως το ίδιο. Κρίνοντας εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε ότι τα καλύτερα χρόνια της Εθνικής ήταν στα 90s.

Αέρα κοπανιστό
Πολλοί αρέσκονται να πουλάνε κούφιες υποσχέσεις και ελπίδα, στηριζόμενοι σε αβάσιμα επιχειρήματα του στυλ υπάρχει ταλέντο, έχουμε θέληση, κάναμε πλάνο κοκ. Αέρα κοπανιστό.


Κυκλοφόρησε την Τρίτη (10/10) μια έρευνα από το Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Ερευνών (CIES) που δίνει στο κυπριακό ποδόσφαιρο μια θλιβερή πρωτιά: μεταξύ 31 πρωταθλημάτων και 466 ομάδων, οι κυπριακές είναι αυτές που χρησιμοποιούν τους πιο πολλούς ξένους στην Ευρώπη. Από τις δέκα πρώτες, μεταξύ 466, οι πέντε είναι από την Κύπρο (Απόλλων, Ανόρθωση, ΑΕΚ, ΑΠΟΕΛ και Πάφος κατά σειρά).


Εάν υπάρχει ταλέντο, γιατί δεν αξιοποιείται; Φιλολογικό το ερώτημα.


Ποια Ισλανδία;
Εσχάτως πολλοί λένε πως πρέπει να παραδειγματιστούμε από την Ισλανδία, η οποία με πληθυσμό το 1/3 αυτού της Κύπρου, ήταν η μικρότερη πληθυσμιακά χώρα που έπαιξε σε EURO και είναι και η πιο μικρή που θα παίξει στο Μουντιάλ – παρ’ ολίγο να πάει και στο Μουντιάλ της Βραζιλίας, αλλά αποκλείστηκε για μια ήττα.


Άλλη μια επιφανειακή προσέγγιση. Αθλητικά οι ομοιότητες των δύο χωρών εξαντλούνται στην… πληθυσμιακή σύγκριση. Οι Ισλανδοί είναι μια χώρα με τα σπορ στο DNA των ανθρώπων της. Εμείς είμαστε απλά για το ποδόσφαιρο – συγκεκριμένα μόνο για 7-8 ομάδες Α’ Κατηγορίας. Με όλο τον υπόλοιπο αθλητισμό ουδείς ασχολείται.


Η Ισλανδία έχει τέσσερα Ολυμπιακά μετάλλια: δύο στον Στίβο (1956, 2000), ένα στο Τζούντο (1980) και ένα στο Χάντμπολ (2008). Στο  Χάντμπολ είναι υπολογίσιμη δύναμη παγκόσμια. Στο Μπάσκετ έχουν προκριθεί στα δύο τελευταία Ευρωμπάσκετ – ειρήσθω εν παρόδω η Εθνική Ισλανδίας που κερδίζουμε στους ΑΜΚΕ δεν έχει πολλές ομοιότητες με την πραγματική Εθνική ανδρών της Ισλανδίας. Καλή Εθνική, στις πρώτες 30-35 του κόσμου, έχουν και στο Χόκεϊ επί Πάγου.


Ας τους δούμε και ποδοσφαιρικά. Έχουν βγάλει παίκτη, τον Γκουντγιόνσεν, που έπαιξε σε 3-4 ομάδες της Premier League, στην Μπαρτσελόνα, στην Αϊντχόβεν και αλλού.


Στην Εθνική τους σήμερα έχουν τρεις παίκτες από την Premier League, έναν από το Campionato, έναν από τη Bundesliga. Και οι υπόλοιποι παίζουν σε Σκανδιναβικές ομάδες, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία κοκ. Στη χώρα τους, όπου το  ποδόσφαιρο είναι ερασιτεχνικό, δεν παίζει κανένας.


Καταρτισμένοι προπονητές
Έχουν όμως ένα σύστημα παραγωγής ταλέντων, το οποίο προνοεί άρτιες γηπεδικές εγκαταστάσεις και καταρτισμένους, επαγγελματίες προπονητές ακόμα και για τα παιδάκια 4-5 χρόνων. Οι πλείστες προπονητές έχουν τουλάχιστον το UEFA B και ο μέσος όρος ηλικίας τους είναι τα 36 χρόνια.


Οι ενήλικες ποδοσφαιριστές προπονούνται 6-8 φορές τη βδομάδα και φυσικά παίζουν, αφού οι ομάδες έχουν 5-6 ξένους στο ρόστερ.
 

Η θλιβερή σύγκριση
Στην Κύπρο έχουμε δύο παίκτες στο Βέλγιο – ο ένας παίζει, έναν στη Δανία και έναν στην Πορτογαλία (σπανίως παίζει). Όλοι οι άλλοι είναι στην Κύπρο ή στον Ελλάδα.


Στην Κύπρο οι παίκτες δεν παίζουν. Όχι τόσο οι διεθνείς, όσο αυτοί που πρέπει να παίξουν για να γίνουν διεθνείς τα επόμενα χρόνια, εξ ου και η θλιβερή πρωτιά στην έρευνα του CIES.


Επίσης, ορισμένοι δεν προπονούνται καν. Ποδοσφαιριστής ομάδας Α’ Κατηγορίας, στρατιώτης, κάνει μόνο  δύο προπονήσεις τη βδομάδα, διότι δεν μπορεί να εξασφαλίζει άδεια τριών ωρών  από τα μονάδα του. Το περιστατικό είναι αληθινό.


Δεν υπάρχει κανένα νόημα να συνεχίσουμε τις συγκρίσεις. Ακόμα και αν όλα γίνουν σωστά, εάν δεν διασφαλίσουμε ότι οι ποδοσφαιριστές θα παίζουν, δεν υπάρχει μέλλον. Πρέπει άμεσα η Ομοσπονδία να επιβάλει συγκεκριμένο αριθμό Κύπριων στην ενδεκάδα – οι δύο ίσως είναι λίγοι.


Πρέπει  οι παίκτες να φύγουν
Εν κατακλείδι, για να γίνει ανταγωνιστική η Εθνική πρέπει οι παίκτες να μάθουν να παίζουν σε ψηλότερες εντάσεις, σε πιο γρήγορο ρυθμό. Για να συμβεί αυτό, η αποχώρηση από το αργό και μη ανταγωνιστικό κυπριακό πρωτάθλημα (και η απομάκρυνση από την κυπριακή νωχελική νοοτροπία) είναι ο μόνος δρόμος.


Ακόμα και την Ελλάδα αν δούμε ως παράδειγμα, θα διαπιστώσουμε πως αυτό ήταν ένα από τα μυστικά της επιτυχίας της. Δεν ήταν τυχαίο που ο Ρεχάγκελ έβρισκε ομάδες για τους  διεθνείς του στη Γερμανία. Δεν είναι τυχαίο που από τους 19 παίκτες που χρησιμοποίησε ο Σκίμπε με Κύπρο και Γιβραλτάρ, μόνο οι τέσσερις παίζουν στην προβληματική Super League.