Πρώην παίκτης Παραλιμνίου: «Στήνουν κόρνερ γιατί δεν έχουν να φάνε»

Σε σοβαρές καταγγελίες προχώρησε ο Φελίπε Ντα Κόστα (ο οποίος αγωνίστηκε την περίοδο 2012-13 στην ομάδα του Παραλιμνίου), κάνοντας ανοιχτά λόγο για στημένα παιχνίδια και προσπάθεια χειραγώγησης μέσω και του ίδιου.
 
O Πορτογάλος μεσοεπιθετικός αποφάσισε να "κρεμάσει" τα παπούτσια του λόγω των σοβαρών τραυματισμών του, με την ομάδα της ΑΕΕΚ ΙΝΚΑ Χανίων να είναι ο τελευταίος σταθμός της καριέρας του. Μιλώντας στην ιστοσελίδα της κρητικού συλλόγου, ο Ντα Κόστα αναφέρθηκε μεταξύ άλλων και στο θέμα των στημένων αγώνων, θεωρώντας το ως κάτι το φυσιολογικό από τη στιγμή που υπάρχουν ποδοσφαιριστές οι οποίοι δεν έχουν να φάνε!
 
Αναλυτικά όσα δήλωσε ο 32χρονος άσος: 
 
Για την απόφαση του να σταματήσει το ποδόσφαιρο:
«Δυστυχώς, όλα έχουν μια αρχή και ένα τέλος. Να σου πω την αλήθεια δεν περίμενα να φτάσει τόσο γρήγορα, αλλά θέλω να σκεφτώ πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Πριν μια-δυο βδομάδες τραυματίστηκα για τρίτη φορά στα γόνατα, είναι η αδυναμία μου, στον χιαστό και θέλει χειρουργείο. Επειδή έχω περάσει ήδη δύο φορές από αυτό το σημείο, ξέρω τι ταλαιπωρία έχει και το πόσο χρόνο θέλει, σκέφτομαι να μην το κάνω. Κάποιες μέρες μετά από αυτό που έπαθα, έμαθα πως κι ο μπαμπάς μου έχει καρκίνο, άρα αυτό με βοήθησε στην απόφαση μου να σταματήσω το ποδόσφαιρο. Πρέπει να πάω εκεί μαζί του, να τον στηρίζω, δεν περνάει καλά εννοείται».
 
Για το αν όλα γίνονται για κάποιο λόγο: 
«Άμα το σκεφτόμαστε έτσι, ναι, μας βοηθάει ψυχολογικά, αν θέλουμε να βλέπουμε τα πράγματα θετικά. Έτσι θέλω να το σκεφτώ κι εγώ, πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Δεν μπορώ να κάτσω να πάθω κατάθλιψη τώρα. Ποτέ στη ζωή μου δεν ήμουν ο πιο τυχερός άντρας. Πάντα μου τύχαινε κάτι είτε στο ποδόσφαιρο είτε στη ζωή μου. Συνέχεια προσπαθούσα να βλέπω το θετικό σε κάθε κατάσταση. Γι αυτό και προσπαθώ να χαμογελώ συνέχεια, να κάνω τις «βλακείες» με τους φίλους μου, τις «πλακίτσες». Άλλωστε η ζωή είναι πολύ δύσκολη, αλλά και πολύ όμορφη…».
 
Για τα πράγματα που τον έχω στενοχωρήσει στο ποδόσφαιρο:
«Για εμένα δε υπάρχει καλύτερο από το να παίζεις ποδόσφαιρο και να βλέπεις ωραίο θέαμα. Δεν είναι για όλους, είναι για όσους μπορούν. Όπου υπάρχουν λεφτά όμως, υπάρχουν και οι κακοί άνθρωποι, οι «μαφιόζοι», που χαλάνε τα πράγματα. Δεν σκέφτονται πως χαλάνε την ομορφιά του. Κοιτάζουν την πάρτη τους. Δεν είναι όμως μόνο εδώ, αλλά και παντού. Στο ποδόσφαιρο το βλέπεις περισσότερο τώρα που υπάρχει οικονομική κρίση. Να στήνουν ματς. Εμένα μόνο μου έχουν προσφέρει πολλές φορές λεφτά, να μην παίξω καλά, να μην αγωνιστώ καν. Αυτό συμβαίνει εδώ και χρόνια».
 
Για το πώς νιώθει για αυτό: 
«Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το πράγμα. Στο ποδόσφαιρο παίζουν 11 εναντίον 11 και ο καθένας προσπαθεί για το καλύτερο για τη νίκη της ομάδας του. Δεν υπάρχει καλύτερο συναίσθημα από το να βάλεις ένα γκολ. Δικαιώνεις μέσα από αυτό πολύ κόσμο. Δεν είναι εύκολο να είσαι ποδοσφαιριστής. Πρέπει να τρως υγιεινά, να ζεις καλά, να κόψεις τα ωραία πράγματα, τα γλυκά, την κόκα κόλα, που μου αρέσει πολύ. Ακόμη το ποτό, τους φίλους σου να περνούν καλά στις διακοπές και εσύ να κάνεις προετοιμασία. Γι αυτό, όταν βάζεις ένα γκολ, δίνεις μια χαρά σε αυτούς τους ανθρώπους που αγωνίζεστε μαζί, τα «αδέρφια» σου. Δε σημαίνει πως τους γουστάρεις όλους, αλλά μέσα στο γήπεδο είναι τα «αδέρφια» σου».
 
Για το τι απάντησε σε αυτούς που τον προσέγγισαν «ύποπτα»: 
«Όχι ευχαριστώ, δεν ενδιαφέρομαι. Μη με ξαναενοχλήσεις. Όλοι ξέρουμε πως υπάρχουν «στημένα» ματς. Αφού δεν υπάρχουν χορηγοί, ο κόσμος δεν έρχεται τόσο πολύ, από πού θα πάρουν τα λεφτά οι ομάδες για το μπάτζετ; Πρέπει να κάνουν κάποια παράνομα πράγματα. Δυστυχώς έχει φτάσει εδώ το ποδόσφαιρο. Καταλαβαίνω συμπαίκτες μου να στήνουν, όχι το αποτέλεσμα, αλλά π.χ. τα κόρνερ, γιατί δεν έχουν να φάνε. Αφού τους ξεγελάνε οι παράγοντες, πώς να βγάλουν λεφτά; Έχω συμπαίκτες μου που τρώνε κρουασάν, γιατί δεν έχουν. Δεν γίνονται αυτά. Να σου λένε έλα για 30 χιλιάδες και να σου δίνουν 10 και να μην σου πληρώνουν το σπίτι ή κάτι τέτοιο. Τέτοιοι άνθρωποι δεν έχουν θέση στο ποδόσφαιρο. Δεν γίνεται να μη σέβονται τους παίκτες. Δεν έπρεπε να είναι έτσι».
 
Για το που θα έβαζε την Ελλάδα, καθαρά ποδοσφαιρικά, με τις εμπειρίες που έχει: 
«Δεν ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει και στις άλλες χώρες. Αυτό που γνωρίζω είναι πως και στην Πορτογαλία γίνονται αυτά, όπως και παντού. Και στην Αγγλία γίνονται αυτά. Δυστυχώς όλοι θέλουν να βγάζουν λεφτά. Κάποιοι άνθρωποι που δεν είναι τίμιοι, βλέπουν μια ευκαιρία, δεν σκέφτονται τους άλλους και τα κάνουν αυτά. Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που γίνονται αυτά. Δεν θα άλλαζα όμως πότε την Ελλάδα, για καμία άλλη χώρα. Με όλα αυτά που ξέρω, μου αρέσουν τα πάντα εδώ, δεν θα ήθελα να φύγω ποτέ από εδώ».
 
Για το πώς ξεκίνησε την καριέρα του: 
«Ξεκίνησα στα επτά μου. Ο μπαμπάς μου έβλεπε πως ήμουν καλός στο ποδόσφαιρο και με πήγε για δοκιμαστικά στην Μπενφίκα. Πήγα έκανα δυο προπονήσεις και έμεινα στην ομάδα. Πήγε πολύ καλά, πάντα έπαιρνα βραβεία, συμμετείχα στην Εθνική, βγήκα στην καλύτερη 11άδα σε ένα τουρνουά στη Γαλλία, που χάσαμε στον τελικό από την Παρί Σεν Ζερμέν. Εκεί πήρα και το βραβείου του καλύτερου νέου της Ευρώπης. Δεν ξέρω αν μετρά, αλλά το έχω σπίτι και είμαι περήφανος για αυτό. Ήταν ωραίες στιγμές, ήμουν 10 χρόνια στην Μπενφίκα. Μετά πήγα Σπόρτινγκ, μετά στην Ιταλία, στα 18-19, έπειτα ήρθα στον Ιωνικό».
 
Για την παρουσία του στην Ελλάδα:
«Όταν ήρθα στην Ελλάδα την ερωτεύτηκα αμέσως. Έχετε κάτι σαν χώρα, κάτι το ξεχωριστό. Για εμένα είναι η πιο όμορφη χώρα. Είστε πολύ τυχεροί που ζείτε εδώ. Δεν ήθελα να φύγω ποτέ εδώ από Ελλάδα. Έχω τόσους γνωστούς, τόσους φίλους εδώ. Θέλω να πιστεύω πως θα φύγω προσωρινά και θα γυρίσω ξανά πίσω. Κάτι θα κάνω, δεν ξέρω τι, δεν έχω σκεφτεί ακόμα, αλλά θα επιστρέψω. Δεν θέλω να πω πως νιώθω Έλληνας, αλλά είμαι κάτι σαν μισός Πορτογάλος, μισός Έλληνας».
 
Για τον Ιωνικό και τη μετέπειτα προσωπική πορεία του: 
«Το πρώτο μου παιχνίδι με τον Ιωνικό ήταν με τον Παναθηναϊκό και έληξε 0-0. Πήγα πολύ καλά, πήρα και το MVP. Από εκεί και πέρα οι οπαδοί με αγαπήσανε, πάντα με στηρίζανε. Πέρασα πολύ ωραία στη Νίκαια. Ωραίες στιγμές. Είχαμε καλή ομάδα, θυμάμαι τα ματς με Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό. Έπειτα, πήγα Λάρισα και πήραμε το Κύπελλο, απέναντι στον Παναθηναϊκό. Και εκεί ο κόσμος ήταν πολύ καλός, αλλά δυστυχώς τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα περίμενα. Όπως είπα και πριν, όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά, πάντα κάτι συμβαίνει. Δεν μπορώ να κάθομαι να σκέφτομαι τι θα γινόταν «αν αυτό» ή «αν εκείνο».
 
Μετά έφυγα για Αγγλία στη Λιντς. Θυμάμαι πως σε κάθε παιχνίδι είχαμε 40 με 45 χιλιάδες κόσμο. Σε ένα ματς χάναμε 2-0 στο ημίχρονο από τους τελευταίους και οι οπαδοί, αντί να μας αποδοκιμάζουν, δεν σταμάτησαν στιγμή να τραγουδάνε και να μας υποστηρίζουν. Πάντα μετά από κάθε ματς υπήρχαν 500 άτομα για αυτόγραφα και φωτογραφίες. Σε εκείνο το παιχνίδι ήταν 3000! Όχι να μας βρίζουνε, να μας χειροκροτούν. Ήταν απίστευτο.
 
Ύστερα από εκεί πήγα ΤΣΣΚΑ. Λέφσκι Σόφιας με πρωτάθλημα και προκριματικά Champions League. Μετά Νασιονάλ Μαδέιρα, όπου και χτύπησα σε ένα ματς με την Μπενφίκα, παθαίνοντας ρήξη χιαστών. Ακόμη κι όταν ήμουν στο Ιωνικό και είχα μιλήσει με μάνατζερ για ενδιαφέρον της ΑΕΚ και του Ολυμπιακού, καθώς και με ανθρώπους των «ερυθρόλευκων» που με είχαν πάρει τηλέφωνο, πάντα κάτι συνέβαινε και δεν προχωρούσε. Μετά Εστορίλ και επιστροφή στην Ελλάδα και τον Πανσερραϊκό για τρία χρόνια».
 
Για την Παναχαϊκή και τη δεύτερη ρήξη χιαστών:
«Η Πάτρα είναι μια ξεχωριστή πόλη. Την αγαπώ πολύ και πέρασα δύο υπέροχα χρόνια εκεί. Από την πρώτη στιγμή με αγκαλιάσανε, ένιωθα λες και ήμουν σπίτι μου. Ήταν πολύ ωραία, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο, αλλά γενικά. Ακόμη και τώρα μου στέλνουν μηνύματα να γυρίσω πίσω στην Παναχαϊκή. Δεν είχα σκοπό να φύγω από εκεί, αλλά είδα κάποια πράγματα που δεν μου άρεσαν και αποφάσισα να αποχωρήσω και να επιστρέψω στις Σέρρες. Στις 30 Αυγούστου στα γενέθλια μου, παίζουμε ένα φιλικό στην Καλαμαριά, με εμένα αρχηγό. Όταν μπήκα μέσα στον αγωνιστικό χώρο, τον είδα και τους είπα πως ήταν χάλια και κάποιος θα τραυματιστεί. Μιλήσανε, αλλά δεν γινότανε να μη διεξαχθεί το ματς εντέλει, καθώς είχαν διατεθεί εισιτήρια. Θυμάμαι γύρω στο 30' πάω να γυρίσω με την μπάλα και νιώθω το πόδι μου να μένει σε μία τρύπα και το κορμί μου να γυρίζει. Εκείνη τη στιγμή ακούω «κρακ κρακ κρακ» και έτσι έπαθα τη δεύτερη ρήξη χιαστών, στο άλλο γόνατο. Ήταν μια αποτυχημένη χρονιά».
 
Για το αν θεώρησε εκείνη την στιγμή πως τελείωσαν όλα:
«Όχι, δεν το σκέφτηκα. Είχα θετική σκέψη. Είπα πως δεν τα παρατάω. Πρόλαβα να κάνω 4-5 παιχνίδια εκείνη τη περίοδο και μετά έφυγα για Ολυμπιακό Βόλου. Κι εκεί έφυγα, γιατί είδα πάλι πράγματα που δεν μου αρέσανε. Ύστερα από εκεί έλαβα ένα τηλεφώνημα από το ΙΝΚΑ, συγκεκριμένα από τον πρόεδρο. Απάντησα ειλικρινά πως δεν ήξερα την ομάδα και ξεκίνησα να μαθαίνω γι αυτή. Με όσους μίλησα μου είπαν τα καλύτερα. Μετά είχα συνομιλία και με τον κ. Κατσούλη. Πρόκειται για δύο πάρα πολύ τίμιους, «καθαρούς» ανθρώπους, που τους συναντάς σπάνια στο ποδόσφαιρο».
 
Για το αν τον κέρδισε αυτή τους η προσέγγιση: 
«Όσο κι αν αγαπάω την Ελλάδα, έχω κουραστεί με όλα αυτά που υπάρχουν στο χώρο. Μέχρι και σήμερα είναι η ομάδα που ότι είπε το έκανε. Έδωσα τρία παιχνίδια εδώ. Είμαι χαλαρός άνθρωπος, αλλά μέσα στο γήπεδο είμαι… άλλος άνθρωπος. Γι αυτό ίσως να δέθηκε μαζί μου ο κόσμος. Γιατί παίζω με νεύρο, με τσαμπουκά, με το… αίμα στο κεφάλι. Σε κάποιους τους αρέσει, σε άλλους όχι. Δεν με ενδιαφέρει τι λένε για εμένα. Όπως και στον κόσμο υπάρχουν και καλοί και κακοί οπαδοί».
 
Για το μέλλον του:
«Δεν το σκέφτομαι αυτό τώρα. Αυτό που με ενδιαφέρει αυτή την στιγμή είναι ο πατέρας μου, που δεν περνά καλά και θέλω να είμαι δίπλα του. Θα πάω να δω το παιδί μου και την οικογένεια μου».
 
Ένα μήνυμα για τον κόσμο: 
«Στο ποδόσφαιρο γνωρίζεις πολλά άτομα. Είμαι τυχερός που έκανα πολύ καλού φίλους μέσα από αυτό. Έζησα μαγικά πράγματα όλα αυτά τα χρόνια. Δεν θέλω να σκεφτώ τι θα μπορούσα να γίνω. Έκανα την καριέρα μου και είμαι ευλογημένος που ήμουν επαγγελματίας 15 χρόνια. Θα μου λείψει πάρα πολύ. Θα είναι πολύ δύσκολο το να μην μπορώ να παίζω. Δεν περίμενα να φτάσει τόσο γρήγορα. Πάντα ένιωθα πως είχα πολλά να δώσω ακόμη. Δεν περίμενα να σταματήσω από τα 32 μου. Έτσι είναι η ζωή. Τίποτα δεν πάει όπως θες. Αυτό που θα μου λείψει περισσότερο, είναι τα αποδυτήρια. Όλα αυτά που ζεις μαζί με τους συμπαίκτες σου. Δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από ένα παιδί που σε βλέπει σαν θεό του, ενώ δεν είσαι. Άλλωστε δεν είμαι ο… Κριστιάνο Ρονάλντο, είμαι κανονικός παίκτης. Όταν βλέπεις πιτσιρίκια να ντρέπονται να σου ζητήσουν ένα αυτόγραφο ή μια φωτογραφία είναι ωραίο και εσύ θες να το ανταποδώσεις αυτό μέσα στο γήπεδο. Είναι ό,τι χειρότερο να μην μπορώ να ξαναπαίξω ποδόσφαιρο».
 
Για την αδυναμία που έχει στα παιδιά και την προπονητική: 
«Μου αρέσουν τα παιδιά. Όταν ήμουν στον Πανσερραϊκό και είχα τραυματιστεί, πήγαινα στη δεύτερη ομάδα και βοηθούσα, έχοντας και το δίπλωμα προπονητικής από την ΟΥΕΦΑ. Είναι ωραίο να μεταφέρεις τις γνώσεις σου και τα βιώματά σου και να βλέπεις τη χαρά τους. Μπορεί να γίνω προπονητής. Δεν ξέρω όμως τι θα γίνει στο μέλλον».