«Βρήκα τη μητέρα μου σε λίμνη αίματος, ο πατέρας μου στεκόταν από πάνω και γελούσε»

Ήταν 15 χρονών όταν εκείνος, στα 25 του, την είδε σε μια στάση λεωφορείου στη Λεμεσό και του άρεσε. Η ίδια είχε χάσει τον πατέρα της και βγήκε νωρίς στη βιοπάλη, πιάνοντας δουλειά σε ένα εργοστάσιο που παρασκεύαζε καραμέλες. Εκείνος, αφού απασχολήθηκε σε διάφορα επαγγέλματα όπως πωλητής παγωτών, φθαρτών, πατατών μέχρι ψυγείων, κατάφερε να περάσει τις εξετάσεις της Αστυνομίας και πλέον βρισκόταν στην υπηρεσία του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας ως υπασπιστής.
 
Πήγε, λοιπόν, στους γονείς της με ένα φίλο του που γνώριζε την οικογένεια και την ζήτησε. Δέχθηκε η μητέρα της, δέχθηκε και η ίδια. Προχωρούν σε αρραβώνα και νωρίς μένει έγκυος. Δεν ήξερε ακόμα ότι ο πρασινομάτης γόης ήταν ένας αρρωστημένος γυναικάς, αλλά και αδίστακτα βίαιος. Σχεδόν αναίτια έρχεται η πρώτη χειροδικία και από το πολύ ξύλο, αποβάλλει το παιδί. Ακολούθως την παρατά και φεύγει στο Λονδίνο με μια άλλη γυναίκα. Όμως σύντομα βαριέται, επιστρέφει και την καταφέρνει να ξανασμίξουν.
 
Στα 17 της μένει ξανά έγκυος και έρχεται στον κόσμο η Μαρία. Είναι η γυναίκα που μας μιλά σήμερα και που οι θύμησες, αρκετά χρόνια μετά, της προκαλούν την ίδια ανατριχίλα, την ίδια αναστάτωση, τον ίδιο πόνο. Λίγο αργότερα η μητέρα της μαθαίνει ότι ο άντρας της ήταν ήδη παντρεμένος και είχε μάλιστα και τρία παιδιά. Εκείνος καταφέρνει να την πείσει ότι βρίσκεται σε διάσταση, η ίδια υποτάσσεται και την ίδια στιγμή η βία αυξάνεται.
 
*****
 
Η Μαρία αρχικά είναι απλός θεατής. Κρύβεται κάτω από το κρεβάτι και κλαίει σιωπηρά κάθε φορά που ο πατέρας της κτυπά τη μητέρα της. «Δεν μιλούμε για απλά κτυπήματα αλλά την έριχνε κάτω και της έδινε μπουνιές και κλοτσιές», λέει η Μαρία. Η αιτία; Ο πατέρας της είχε επιστρέψει για άλλη μια φορά με κοκκινάδια στο πουκάμισο και μυρίζοντας γυναικεία αρώματα. Δεν σήκωνε παρατηρήσεις. Η απάντηση στις αντιδράσεις της μητέρας της που πλέον δεν είχε καμιά οικονομική ανεξαρτησία αφού εκείνος δεν της επέτρεπε να εργαστεί, ήταν το ξύλο.
 
Μεγαλώνοντας η Μαρία φοβάται ακόμα και να πάει σχολείο. Δεν θέλει να αφήνει τη μητέρα της μόνη της, ανησυχεί μήπως πάλι της επιτεθεί. Στο σχολείο ντρεπόταν να μιλήσει σε κάποιον, στο σπίτι απέφευγε να καλέσει φίλες της γιατί ο πατέρας της δεν είχε κανέναν δισταγμό να γίνει βίαιος ή και χυδαίος ακόμα και μπροστά τους. Ούτε όμως η ίδια μπορούσε να βγει από το σπίτι, δεν την άφηνε ο πατέρας της. Η Μαρία κλείνεται στον εαυτό της όλο και περισσότερο, γίνεται αντικοινωνική. Μαζί όμως και αντιδραστική.
 
Αρχίζει να παρεμβαίνει κάθε φορά που ο πατέρας της ξεσπά στη μητέρα της, ποτέ δεν θα ξεχάσει την ημέρα εκείνη που άρπαξε και την ίδια για ακόμα μια φορά από τον λαιμό και την κτύπησε σε μια ντουλάπα επειδή είχε τολμήσει να τον κατηγορήσει για το ότι η μητέρα της βρισκόταν για ακόμα μια φορά κτυπημένη στο νοσοκομείο.
 
*****
 
Σιγά σιγά η μητέρα της αρρωσταίνει ψυχολογικά. Αποφεύγει να μιλήσει στους συγγενείς της, φοβάται τις αντιδράσεις του άντρα της. Στο σπίτι υπήρχαν όπλα και δεν ήταν λίγες οι φορές που της τα έβαζε στον κρόταφο απειλώντας να την σκοτώσει.
 
Η Μαρία μεγαλώνει όλο και πιο γρήγορα, χάνει την παιδική της αθωότητα, αναλαμβάνει ρόλους που δεν ανήκουν στα παιδιά. Οι αντιδράσεις της γίνονται εντονότερες, την ίδια στιγμή που η μητέρα της βυθίζεται ψυχολογικά όλο και περισσότερο. Η Μαρία αρχίζει να τρέχει από την Αστυνομία στα γραφεία ευημερίας και να κάνει παράπονα, να ζητά βοήθεια. Εκείνος είχε την ικανότητα να πείθει ότι όλα βρίσκονταν στο μυαλό της γυναίκας του, ζητά να της χορηγούν όλο και περισσότερα φάρμακα.
 
«Θυμάμαι μια ζωή να μπαινοβγαίνουμε στα αστυνομικά τμήματα, να έρχεται το γραφείο ευημερίας στο σπίτι μας. Κανένας όμως δεν μας προστάτευσε πραγματικά. Ο πατέρας μου είχε τα μέσα παντού, πάντα η Αστυνομία έλεγε στη μητέρα μου ‘πάρε κυρία μου το παιδί σου και πήγαινε σπίτι σου να τα βρείτε με τον άντρα σου’», εξιστορεί στον REPORTER με την ίδια πάντα ταραχή η Μαρία.
 
Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούν και η Μαρία είναι θεατής στο ίδιο πάντα έργο. Ο πατέρας της ερωτοτροπεί δεξιά και αριστερά, πότε φεύγει πότε έρχεται, κάθε φορά πέφτει στα πόδια και ζητά συγγνώμη και ταυτόχρονα η βία αγριεύει. Και η μητέρα της όλο και πιο άρρωστη, χρειάζεται πια περισσότερα φάρμακα. Και μαζί έχει υποταχθεί παθητικά στη μοίρα της, έβρισκε πια τον τρόπο να τον δικαιολογεί.
 
*****
 
Στα 15 της χρόνια η Μαρία θα γίνει μάρτυρας ενός ακόμα ξυλοδαρμού, από αυτούς που στριφογυρνούν ακόμα και σήμερα στους εφιάλτες της. Οι γονείς της για άλλη μια φορά τα είχαν ξαναβρεί και πήγαν οι δυο τους στο εξοχικό τους για να ποτίσουν τα λουλούδια. Εκεί, κάποια ξεχασμένα εσώρουχα μαρτυρούσαν το πέρασμα μιας άλλης γυναίκας. Η μητέρα της αντέδρασε. Και ο πατέρας της την κτύπησε με ένα γυάλινο βάζο στο κεφάλι.
 
Θυμάται η Μαρία: «Με πήραν τηλέφωνο να πάω στο εξοχικό. Βρήκα τη μητέρα μου σε λίμνη αίματος και εκείνον να στέκεται από πάνω της και να γελά. Μου έλεγε ‘νομίζω πως την σκότωσα’. Εγώ την τραβούσα από τα μαλλιά γιατί νόμιζα πως έτσι θα την βοηθούσα να συνέλθει. Ήρθε ασθενοφόρο, κλήθηκε και η Αστυνομία. Η μητέρα μου χρειάστηκε 17 ραφές, είχε ανοίξει το κεφάλι της. Τελικά στην Αστυνομία είπε ψέματα ότι έπεσε από τις σκάλες, ο πατέρας μου την είχε απειλήσει για ακόμα μια φορά πως θα την έστελνε στο ψυχιατρείο. Κανένας πάλι δεν έκανε οτιδήποτε για να μας προστατεύσει…».
 
Η Μαρία γίνεται 18 χρονών και ο πατέρας της αποφασίζει να την παντρέψει. «Ήθελε να με πουλήσει σαν αρνί, μου φάνηκε κάτι σαν αγοραπωλησία. Αρνήθηκα. Και αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Λέω στη μητέρα μου απόψε θα φύγουμε, εκείνος είχε και πάλι φιλενάδα και απ’ ό,τι μάθαμε, βρισκόταν μαζί της διακοπές σε κάποιο χωριό. Ήταν λοιπόν η ευκαιρία μας.
 
Όλη τη νύχτα μάζευα τα πράγματά μας σε κούτες, το πρωί κάλεσα ταξί και φύγαμε όσο πιο αθόρυβα μπορούσαμε από την πίσω πόρτα της πολυκατοικίας για να μην μας δουν οι γείτονες. Βρήκαμε ένα σπίτι, εγκατασταθήκαμε, ενώ σε μερικές ημέρες κατάφερα να βρω δουλειά σε μια ναυτιλιακή εταιρεία. Κάποια στιγμή του στέλνω ένα γράμμα, ‘μην μας ψάξεις, τώρα πια δεν μπορείς να μας πειράξεις’, του έγραψα.
 
Η Αστυνομία αρχίζει να ψάχνει κι αυτή, ο πατέρας μου είχε δηλώσει την εξαφάνισή μας. Με συμβουλεύει ο δικηγόρος μας να στείλω ένα φαξ στον Αρχηγό Αστυνομίας και στον Υπουργό Εσωτερικών αφού στους αστυνομικούς σταθμούς δεν μας βοηθούσαν. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τι ακολούθησε. Ο πατέρας μου κατάφερε να εντοπίσει ότι το φαξ έφυγε από τη δουλειά μου, μέχρι το βράδυ είχε ανακαλύψει και πού μέναμε….».
 
*****
 
Το βράδυ εκείνο η Μαρία και η μητέρα της έβλεπαν τηλεσκόπια να βγαίνουν από διπλανά παράθυρα και αυτοκίνητα τύπου πατρόλ να πηγαινοέρχονται γύρω από το σπίτι. Κατάλαβε πως ο  πατέρας της είχε βάλει ντετέκτιβ για να τις βρουν. Κλειδαμπαρώθηκαν στο σπίτι, τράβηξαν κουρτίνες, έσβησαν φώτα και κουλουριάστηκαν σε μια γωνιά.
 
Κάποια στιγμή άρχισαν να βαράνε οι πόρτες και η Μαρία κατάλαβε από τις ομιλίες ότι ήταν ο πατέρας της με τους δύο γιους του από τον πρώτο του γάμο. Κτυπούσαν για ώρες και οι ίδιες εκεί, στο ίδιο σημείο, να παρακαλούν να μην σπάσει η πόρτα. Κάποια στιγμή είδαν τα αυτοκίνητα να φεύγουν. Βγήκαν από την κρυψώνα τους, έριξαν βιαστικά μερικά ρούχα σε μια σακούλα, κατέβηκαν πρώτα στο υπόγειο και κρύφτηκαν. Όταν σταματούσε ο θόρυβος των αυτοκινήτων κινούνταν και πάλι, ήθελαν να φτάσουν στο ξενοδοχείο όπου στο μεταξύ είχε πιάσει δουλειά η μητέρα της.
 
Βρίσκονται στην υποδοχή και ζητάνε δωμάτιο. Τότε πλησιάζει τη μητέρα της ο γιος, της ζητά να βγει έξω γιατί την θέλει ο άντρα της. Η Μαρία της λέει να μην πάει, η μητέρα της επιλέγει το αντίθετο, θεωρεί ότι μπορεί να σταματήσει το «ρεζιλίκι». «Μόλις την βλέπει ο πατέρας μου, της επιτίθεται, την αρπάζει από τα μαλλιά και κτυπά στο κεφάλι της στο πεζοδρόμιο. Της ρίχνει και ο αδελφός μου μια μπουνιά στο πρόσωπο και με την αντίκα που φορούσε, την τραυματίζει στο μάτι. Από τότε έχει χάσει το φως της…», περιγράφει η Μαρία.
 
Παρακολουθούν τα όσα συμβαίνουν γύρω στα σαράντα άτομα, κανένας δεν τολμά να παρέμβει. Έρχεται ασθενοφόρο, μαζεύονται περιπολικά, η μητέρα της νοσηλεύεται για καιρό.
 
*****
 
Πάλι την πείθει και επιστρέφει, πάλι την κτυπά άσχημα. Μαζϊ και τη Μαρία επειδή μπαίνει στη μέση. Αποφασίζουν ξανά να φύγουν. Η Μαρία ρωτά πού έχει πλοίο, κόβει εισιτήρια με τη Salamis για Ρόδο και καταλήγουν στην Κρήτη. «Μπήκαμε στο καράβι με την καρδιά μας έτοιμη να σπάσει, νόμιζα πως θα έβγαινε η ψυχή μου μέχρι να σηκωθεί η άγκυρα… Η μητέρα μου είναι και πάλι βαριά κτυπημένη…».
 
Στην Κρήτη διαπιστώνουν ότι είναι πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες, στην Κύπρο υποψιάζονται τον πατέρα της ότι μπορεί και να τις σκότωσε. Γίνονται έρευνες και η μητέρα της κάνει το λάθος να επικοινωνήσει με τον πατέρα της, νομίζοντας ότι έτσι θα μπορούσε να σταματήσει την αναστάτωση που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στους συγγενείς. Την πείθει και επιστρέφει ξανά, η Μαρία μένει στην Κρήτη. Τους το είχε ξεκόψει, η ίδια δεν θα επέστρεφε.
 
*****
Δεν περνά πολύς καιρός και η Μαρία μαθαίνει ότι η μητέρα της βρήκε και πάλι τον πατέρα της στο κρεβάτι με κάποια άλλη, ότι είχε πάρει ένα κουτί ηρεμιστικά για να αυτοκτονήσει και ότι βρισκόταν στο νοσοκομείο. Η Μαρία έρχεται Κύπρο και όταν η μητέρα της αναρρώνει, την παίρνει μαζί της στην Κρήτη. Στα 38 της χρόνια έπαιρνε ήδη πολλά ψυχοφάρμακα, χρειαζόταν συνέχεια περίθαλψη.
 
Η Μαρία έχει στο μεταξύ παντρευτεί και έχει αποκτήσει παιδιά. Και ένα πρωί πριν περίπου 3 χρόνια, ενώ βρίσκεται στη δουλειά της, τα παιδιά την ειδοποιούν ότι η γιαγιά τους έχει ανέβει στην ταράτσα και κόβει καλώδια γιατί νομίζει πως την παρακολουθούν. Η Μαρία μιλά με τον γιατρό της, αυτός της λέει ότι πρέπει να νοσηλευτεί στην Αθαλάσσα. Έρχονται Κύπρο και το σχετικό διάταγμα εκδίδεται. Και τότε η Μαρία θα δει έναν διαφορετικό εφιάλτη.
 
«Ήρθαν να την πάρουν, ήταν ακόμα με τις πιτζάμες. Ήταν τρεις και τις πέρασαν χειροπέδες. Κατάφερε να τις σπάσει, τις της έβαλαν ξανά και άρχισαν να την τραβούν όπως το πετσί. Να της λένε ‘ξέρεις πού θα πας, είσαι τρελή’. Δεν έχω δει χειρότερη συμπεριφορά, μας μεταχειρίστηκαν σαν σκουπίδια…».
 
*****
Η μητέρα της Μαρίας νοσηλεύτηκε για ενάμιση μήνα και στη συνέχεια επέστρεψαν στην Κρήτη. «Δόξα τον Θεό, τώρα είναι καλά, παίρνει τα φάρμακά της. Είναι σαν να προσέχουμε ένα μωρό στο σπίτι, τώρα διερωτάται και η ίδια πώς άντεξε», λέει η Μαρία.
 
Ρωτώ αν είναι θυμωμένη με τη μητέρα της και μου απαντά: «Ναι, κάποια στιγμή ήμουν πολύ θυμωμένη και άρχισα να της συμπεριφέρομαι άσχημα. Είχαμε συγκρουστεί πολλές φορές, είχαμε φτάσει οριακά. Όμως από τη μια θυμώνεις και από την άλλη την αγαπάς γιατί είναι η μάνα σου», μου απαντά.
 
Σήμερα, όπως εξιστορεί, νιώθει την ίδια ανατριχίλα όταν έρχεται Κύπρο και περνά έξω από το αστυνομικό τμήμα όπου έκανε τις καταγγελίες. Ούτε η Αστυνομία μάς βοήθησε, ούτε το γραφείο ευημερίας, μου λέει. Και ταυτόχρονα στέλνει το μήνυμα στις γυναίκες που βρίσκονται στη θέση της μητέρα της να φεύγουν στο πρώτο χαστούκι γιατί μπορεί να μην υπάρξει γυρισμός.
 
Σήμερα η Μαρία είναι συγγραφέας. Και το πρώτο βιβλίο που έγραψε, το «Με λένε Νάσια», είναι η ιστορία της.
 
*****

Δειτε Επισης

Συνελήφθη στα κατεχόμενα άτομο για «παραβίαση ιδιωτικής ζωής»
Μεγαλώνει ο κύκλος των συλλήψεων για τις πλαστές άδειες οδήγησης αλλά και διαμονής στην ΚΔ
Ανοικτή επιστολή από τη μητέρα της αδικοχαμένης Μαριλένας-«Έκλαψα περισσότερο από κάθε άλλη μέρα για την κόρη μου»
Στις 18 Απριλίου απαντά η 47χρονη σε κατηγορίες για κλοπές μέσω καρτών paysafe
Συνελήφθη 16χρονος που οδηγούσε κλοπιμαία μοτοσικλέτα υπό την επήρεια ναρκωτικών
Καταζητείται ο 55χρονος Θεόδωρου Θεοδώρου-Δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο (pic)
Ζήτησε πόρισμα με «ανοιχτή αιτία» για Θανάση η Εισαγγελία, δολοφονία πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας έδειξε η οικογένεια
Στροφή Εισαγγελίας στο Εφετείο για 82χρονο παππού-Δεν φέρει ένσταση στο αίτημα για ποινή με αναστολή
Ποινή δύο ετών στον 25χρονο για τον χαμό της 19χρονης Μαριλένα-Ξέσπασε η μητέρα της αδικοχαμένης
Ούτε αυτή την εβδομάδα αναμένεται να παρουσιαστούν ενώπιον της Ανακριτικής Επιτροπής οι μοναχοί