Ο κοσμογυρισμένος πογιατζής με το κινητό μαγαζί-Η ιστορία του κ. Μιλτιάδη

«Αναλαμβάνω πογιατίσματα από ένα δωμάτιο, μέχρι όλο το σπίτι, σήμερα»… Αυτή είναι η επιγραφή, σε μια πρόχειρη ταμπέλα, μπροστά από ένα σταθμευμένο όχημα, στην οδό Νίκου Κρανιδιώτη στην Έγκωμη.
 
Σ' ένα δρόμο, τον οποίο διασχίζουν καθημερινά εκατοντάδες αυτοκίνητα και αν πέρασες έστω και μια φορά απ’ εκεί, είναι δύσκολο να μην την έχεις παρατηρήσει.

Δίπλα σε εκείνο το αυτοκίνητο, το οποίο έχει πάντα ανοιχτές τις πόρτες του για να φαίνονται τα εργαλεία και οι μπογιές, κάθεται ένας άνδρας, με στολή που παραπέμπει σε πογιατζή.
 
Η περιέργεια σε προκαλεί να του μιλήσεις. Να τον ρωτήσεις με ποιο τρόπο δουλεύει, αλλά και γιατί περιμένει στο συγκεκριμένο σημείο τους πελάτες.
 
Μόλις τον πλησιάσεις, το χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό του. Μιλτιάδης Σιακαλλής από την Αμμόχωστο, λέει με περισσή περηφάνια.Ένας άνθρωπος, που έγινε σήμα κατατεθέν της περιοχής, αφού τα τελευταία έντεκα χρόνια, βρίσκεται καθημερινά στο συγκεκριμένο σημείο.
Ο αδελφός του τον έβαλε στο επάγγελμα του πογιατζή
«Το 2000, επέστρεψα στην Κύπρο, από το εξωτερικό, όπου διέμενα για 25 χρόνια και μετά από προτροπή του αδελφού μου, άρχισα να δουλεύω μαζί του ως πογιατζής. 
 
Αφού δούλεψα κάποια χρόνια με τον αδελφό μου, γύρω στο 2002-03, άρχισα μόνος μου δουλειά, όμως επειδή εγώ δεν ήξερα κόσμο στην Κύπρο, αποφάσισα να κάνω ένα κινητό μαγαζί. Έκανα μια έρευνα και διαπίστωσα ότι τον καιρό εκείνο, αν ήθελες να βάψεις ένα τοίχο ή ένα δωμάτιο, οι επαγγελματίες δεν πήγαιναν.
 
Βρήκα το σύνδεσμο των επαγγελματιών και τους είπα, θα κάτσω εγώ σε ένα σημείο και εκείνο που εσύ δεν τον θέλεις, στέλνε μου τον, να τον εξυπηρετώ εγώ».
 
Αρχικά, η ιδέα του ήταν να αλλάζει συνεχώς πόστα, ωστόσο, πολύ γρήγορα διαπίστωσε ότι ήταν καλύτερα να έβρισκε ένα χώρο και να είναι συνεχώς εκεί, για να τον μάθει ο κόσμος.
 
«Έκανα μια έρευνα αγοράς, μελετώντας πόσα άτομα περνούν απ’ αυτό το σημείο. Υπολόγισα ότι ακόμα και το 5% του κόσμου που περνά από αυτό το σημείο, αν σταματήσει μια φορά και του κάνεις μια καλή δουλειά, τότε το 5%, θα γίνει 10%, θα γίνει 20%. Όταν μπεις στο υποσυνείδητο του πελάτη, γίνεται πελάτης σου. Έτσι κατέληξα εδώ στην Έγκωμη».
«Είμαι εδώ και μετά το πογιάτισμα, ξέρουν που θα με βρουν»
Όπως εξήγησε, σταματούν οι πελάτες, του εξηγούν τι θέλουν να πογιατίσουν και την ίδια ώρα, πηγαίνει να δει το χώρο. Τους δίνει τιμή και αρχίζει δουλειά, η οποία ως συνήθως, τελειώνει την ίδια μέρα.
 
«Υπήρξαν φορές, που με έπαιρναν τηλέφωνο ή έρχονταν και μου έλεγαν να έρθεις αύριο. Εγώ πάντα τους έλεγα όχι, γιατί δεν λειτουργώ με κρατήσεις. Αν το έκανα αυτό, σημαίνει ότι οι πελάτες θα περνούσαν από το σημείο που είμαι σταθμευμένος και δεν θα με έβρισκαν ποτέ. Φυσικά, με αυτό τον τρόπο δουλειάς, υπάρχει κι ένα μειονέκτημα. Πρέπει να κουβαλώ συνεχώς τα πράγματα από σπίτι σε σπίτι καθημερινά.
 
Εγώ όμως, κάνω κάτι που κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει. Είμαι εδώ και μετά το πογιάτισμα. Να περάσει ο πελάτης να με δει. Και αύριο και μεθαύριο και κάθε μέρα. Αυτό ποιος μπορεί να το κάνει; Κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει. Ξέρουν που θα με βρουν και με αυτό τον τρόπο τους βγάζω το αίσθημα της εμπιστοσύνης, ότι αν δεν είναι καλή η δουλειά μου, θα έρθουν να με βρουν».
Τα παιδικά του χρόνια και η ξενιτιά
Τελειώνοντας την κουβέντα του, σηκώθηκε και πήγε στο αυτοκίνητο. Επέστρεψε, μ’ ένα φάκελο, γεμάτο χαρτιά και σημειώσεις. Ήταν οι αποδείξεις απ’ τις δουλειές που έκανε και τους πελάτες που εξυπηρέτησε στα έντεκα χρόνια που βρίσκεται στην Έγκωμη. Ανάμεσα στα χαρτιά και ένα παλιό βιβλιάριο, από την Αμμόχωστο. Μέσα σ’ αυτό υπήρχε ένα δισέλιδο αφιέρωμα στον πατέρα του Αντώνη Σιακαλλή, ιδρυτή του εμπορικού λυκείου Αμμοχώστου.

Το μυαλό του, γύρισε πίσω στο 1974, όταν υπηρετούσε την πατρίδα από τις ειδικές δυνάμεις, ως ΟΥΚας που ήταν, αλλά και λίγο αργότερα, όταν έγινε πρόσφυγας και αποφάσισε να φύγει από την Κύπρο.

«Στις 12 Ιανουαρίου 1975, μετανάστευσα λόγω της κατάστασης που επικρατούσε στην Κύπρο. Έφυγα με τα στρατιωτικά άρβυλα, με μια οδοντόβουρτσα και ένα ζευγάρι κάλτσες. Δεν είχα άλλα ρούχα. Αυτά είχα μαζί μου και ένα πεντόλιρο που μου έδωσε μια θεία μου. Με εκείνο το πεντόλιρο, έζησα 40 χρόνια στο εξωτερικό.
 
Ανέβηκα στο πλοίο, για να πάω από τη Λεμεσό στον Πειραιά. Βρισκόμουν πάνω στο κατάστρωμα και δίπλα μου καθόταν ένα μωρό πέντε χρονών, μόνο του. Για 36 ώρες καθόταν δίπλα μου και ήταν μόνο του. Σε κάποια στιγμή μετά τις πρώτες πέντε με έξι ώρες του ταξιδιού, από τα μεγάφωνα του πλοίου ακούστηκε μια ανακοίνωση, ότι όσοι κρατούν κυπριακά χρήματα, πρέπει να τα εξαργυρώσουν, γιατί δεν περνούν στο εξωτερικό. Εκείνη την ώρα, είπα θα αγοράσω ένα κουτί τσιγάρα, ένα κουτί σπίρτα και με τα υπόλοιπα θα αγόραζα σοκολάτες και μπισκότα στο μωρό. Έτσι και έγινε. Τα έδωσα στο μωρό και άρχισε να τρώει.
 
Όταν πλησιάσαμε στον Πειραιά, άκουσα τακούνια να μας πλησιάζουν. Έρχεται μια γυναίκα και είδε το μωρό. Της λέει, κόρη μου ποιος σου αγόρασε όλα αυτά τα πράγματα; Το μωρό της απάντησε ο κύριος εδώ δίπλα μου. Γύρισε η γυναίκα και μου είπε, δηλαδή κύριε σπατάλησες τα χρήματά σου για την κόρη μου; Με ρώτησε αν έχω άλλα χρήματα και της είπα, όχι. Μετά μου λέει που πας; Και της απάντησα, στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα».

Μόλις έφθασαν στον Πειραιά, η μητέρα του παιδιού, του πρότεινε να κουβαλήσει τις αποσκευές τους, μέχρι το σημείο όπου θα τις παραλάμβανε ο σύζυγός της, ο οποίος ήταν καπετάνιος.
 
«Μου είπε ότι θα με πλήρωναν που θα κουβαλούσα τις αποσκευές. Εγώ έμεινα και την έβλεπα. Της λέω, δεν θέλω χρήματα για να κουβαλήσω τις βαλίτσες σας. Κατεβήκαμε από το πλοίο, συναντηθήκαμε με τον καπετάνιο και τότε η γυναίκα, κάτι του ψιθύρισε στο αυτί.
 
Με βλέπει ο καπετάνιος και μου λέει, ποιος είσαι εσύ, που με τα τελευταία σου χρήματα ευεργέτησες την κόρη μου; Τότε έβγαλε δύο πεντοχίλιαρα, μου τα έβαλε στην τσέπη μου, μαζί με την κάρτα του και μου είπε ότι χρειαστείς έλα. Αν χρειαστείς χρήματα, δουλειά, ότι χρειαστείς έλα, γιατί οι πράξεις στη ζωή μετριούνται.
 
Μετά έφυγα, πήρα το λεωφορείο, πήγα στην Αθήνα, βρήκα ένα ξενοδοχείο και έμεινα. Σιγά σιγά, βρήκα δουλειά σε εστιατόριο, έπλενα τις κατσαρόλες και έτρωγα εκεί. Σε ένα άλλο εστιατόριο πιο μετά δούλεψα ως σερβιτόρος. Μάζεψα λίγα χρήματα και πήγα στον Καναδά, στην Αυστραλία και στην Αμερική. Δούλευα, μάζευα χρήματα και ταξίδευα ξανά».
Οι διακοπές που τον έφεραν στην Ελλάδα, η οικογένεια και οι επιχειρήσεις
Λίγο πριν το 1990, ο κ. Μιλτιάδης βρισκόταν στον Καναδά και αποφάσισε να πάει με τη μέλλουσα σύζυγό του, που ήταν Σκωτσέζα, διακοπές στην Κέρκυρα και τελικά αποφάσισαν να μείνουν μόνιμα στο νησί.
 
«Κάναμε τρία μωρά. Άνοιξα στην αρχή μια επιχείρηση ενοικίασης αυτοκινήτων, μετά ένα εστιατόριο και μετά ένα σουβενίρ. Ήρθε η κρίση λίγο πριν το 2000 και δεν μπόρεσα να αντεπεξέλθω. Έκλεισα την επιχείρηση με τα αυτοκίνητα, μετά το εστιατόριο και έμεινα με το σουβενίρ. Το 2000, δεν πήγαινε παρακάτω. Στο μεταξύ έχασα και τη γυναίκα μου από καρκίνο του μαστού και έτσι πήρα την απόφαση να τα αφήσω όλα και να επιστρέψω στην Κύπρο, όπου ασχολήθηκα με τη δουλειά που σας περιέγραψα προηγουμένως, ενώ τα παιδιά μου πήγαν στη Σκωτία».
«Στη ζωή επιλέγουμε, σημασία έχει να αγαπάς τη δουλειά»
Πέρασε δύσκολα, αλλά και όμορφα χρόνια, για τα οποία δεν μετανιώνει,  όπως δεν μετανιώνει και για την επιλογή του να εργαστεί ως πογιατζής.
 
«Στην ζωή επιλέγουμε. Δεν έχει σημασία αν έχεις μόρφωση πανεπιστημίου. Σε κάποιο μπορεί να αρέσει να χτίζει. Σε άλλο να πογιατίζει ή να είναι υδραυλικός. Σημασία έχει να σου αρέσει αυτό που κάνεις και εγώ αγαπώ τη δουλειά μου.
 
Κι όταν αγαπάς τη δουλειά σου, δεν γίνεται να την κάνεις στραβά. Υπήρχε φορά που ήρθε πελάτης και μου είπε να του κάνω κατώτερης ποιότητας δουλειά, για να του έρθει πιο φτηνά. Του είπα να πάει αλλού. Αν μάθεις να κάνεις σωστά τη δουλειά, δεν γίνεται μετά να την κάνεις στραβά».
Η απογοήτευση του για την Κύπρο και το παράπονο
Παρόλα αυτά, αισθάνεται ένα μεγάλο παράπονο για τη χώρα του και τον τρόπο που λειτουργεί, σε σύγκριση με τις χώρες όπου έζησε για είκοσι και πλέον χρόνια.
 
«Η Κύπρος νομίζει ότι είναι ο ομφαλός της γης και οι Κύπριοι οι πιο έξυπνοι της Ευρώπης. Πιστεύουμε ότι πρέπει η Ευρώπη πρέπει να ακολουθήσει την κυπριακή νοοτροπία, αντί εμείς την ευρωπαϊκή. Αντί να παραδειγματιζόμαστε από τους καλύτερους μας, θέλουμε να κάνουμε τους Ευρωπαίους σαν εμάς».
 
Την ίδια απογοήτευση, αισθάνεται και για το γεγονός, πώς παρότι έπρεπε να πάρει σύνταξη, εντούτοις μέχρι στιγμής, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί.
 
«Θα κάνω αυτή τη δουλειά, μέχρι το κυπριακό κράτος να μου δώσει σύνταξη, γιατί δεν μου δίνουν και αυτό είναι το παράπονο μου. Όταν επέστρεψα από την Ελλάδα, τους έδωσα όλα τα χαρτιά με τα ένσημα που είχα. Δούλεψα επίσης, δώδεκα χρόνια στην Κύπρο, έβαζα κανονικά τα ένσημά μου, αλλά σύνταξη ακόμα δεν πήρα. Τους ρώτησα πότε θα πάρω σύνταξη και η απάντηση που πήρα ήταν "δεν ξέρω".
 
Δεν ξέρουν, αλλά εγώ δουλεύω πάνω στο πεζοδρόμιο για να επιβιώσω. Δεν μπορείς να γίνεις κλέφτης. Αν δεν σου δίνουν σύνταξη, θα δουλεύεις μέχρι να ζεις».

Δειτε Επισης

Δέσμευση Βουλής για προώθηση υγειονομικής περίθαλψης με επίκεντρο τον ασθενή
Δύσκολη συζήτηση των 27 στις Βρυξέλλες για ανταγωνιστικότητα λόγω κεφαλαιαγορών
Εκπέμπει SOS ο Διευθυντής του Νοσοκομείο Τροόδους-«Τριτοκοσμικές οι συνθήκες, αναγκαία η ανακαίνιση του»
Κλείδωσε για τις 13 Μαΐου η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στην Άγκυρα
Εξουσιοδότησαν ΣΕΚ-ΠΕΟ να προσπαθήσουν για σύμβαση οι απεργοί στις εταιρείες ηλεκτρολογικών
Πώς απαντά η Υπ. Ασθενοφόρων για το περιστατικό με τη λιπόθυμη μαθήτρια-«Δεν ήταν επείγον»
Έως και τις 29 Απριλίου οι εγγραφές για επιστολική ψήφο στην Ελλάδα
Πειθαρχική έρευνα κατά Εισαγγελέως στην υπόθεση των Τεμπών
Καταβολή επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας σε μητέρα ζητά η Λοττίδη-Απέρριπταν αιτήσεις της για 2,5 χρόνια
Στις 22 Απριλίου η συνάντηση για ΜΟΕ Ελλάδα-Τουρκίας