Ο κοσμογυρισμένος πογιατζής με το κινητό μαγαζί-Η ιστορία του κ. Μιλτιάδη
15:53 - 05 Σεπτεμβρίου 2020
Δίπλα σε εκείνο το αυτοκίνητο, το οποίο έχει πάντα ανοιχτές τις πόρτες του για να φαίνονται τα εργαλεία και οι μπογιές, κάθεται ένας άνδρας, με στολή που παραπέμπει σε πογιατζή.
«Το 2000, επέστρεψα στην Κύπρο, από το εξωτερικό, όπου διέμενα για 25 χρόνια και μετά από προτροπή του αδελφού μου, άρχισα να δουλεύω μαζί του ως πογιατζής.
Όπως εξήγησε, σταματούν οι πελάτες, του εξηγούν τι θέλουν να πογιατίσουν και την ίδια ώρα, πηγαίνει να δει το χώρο. Τους δίνει τιμή και αρχίζει δουλειά, η οποία ως συνήθως, τελειώνει την ίδια μέρα.
«Υπήρξαν φορές, που με έπαιρναν τηλέφωνο ή έρχονταν και μου έλεγαν να έρθεις αύριο. Εγώ πάντα τους έλεγα όχι, γιατί δεν λειτουργώ με κρατήσεις. Αν το έκανα αυτό, σημαίνει ότι οι πελάτες θα περνούσαν από το σημείο που είμαι σταθμευμένος και δεν θα με έβρισκαν ποτέ. Φυσικά, με αυτό τον τρόπο δουλειάς, υπάρχει κι ένα μειονέκτημα. Πρέπει να κουβαλώ συνεχώς τα πράγματα από σπίτι σε σπίτι καθημερινά.
Εγώ όμως, κάνω κάτι που κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει. Είμαι εδώ και μετά το πογιάτισμα. Να περάσει ο πελάτης να με δει. Και αύριο και μεθαύριο και κάθε μέρα. Αυτό ποιος μπορεί να το κάνει; Κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει. Ξέρουν που θα με βρουν και με αυτό τον τρόπο τους βγάζω το αίσθημα της εμπιστοσύνης, ότι αν δεν είναι καλή η δουλειά μου, θα έρθουν να με βρουν».
Τελειώνοντας την κουβέντα του, σηκώθηκε και πήγε στο αυτοκίνητο. Επέστρεψε, μ’ ένα φάκελο, γεμάτο χαρτιά και σημειώσεις. Ήταν οι αποδείξεις απ’ τις δουλειές που έκανε και τους πελάτες που εξυπηρέτησε στα έντεκα χρόνια που βρίσκεται στην Έγκωμη. Ανάμεσα στα χαρτιά και ένα παλιό βιβλιάριο, από την Αμμόχωστο. Μέσα σ’ αυτό υπήρχε ένα δισέλιδο αφιέρωμα στον πατέρα του Αντώνη Σιακαλλή, ιδρυτή του εμπορικού λυκείου Αμμοχώστου.
Το μυαλό του, γύρισε πίσω στο 1974, όταν υπηρετούσε την πατρίδα από τις ειδικές δυνάμεις, ως ΟΥΚας που ήταν, αλλά και λίγο αργότερα, όταν έγινε πρόσφυγας και αποφάσισε να φύγει από την Κύπρο.
«Στις 12 Ιανουαρίου 1975, μετανάστευσα λόγω της κατάστασης που επικρατούσε στην Κύπρο. Έφυγα με τα στρατιωτικά άρβυλα, με μια οδοντόβουρτσα και ένα ζευγάρι κάλτσες. Δεν είχα άλλα ρούχα. Αυτά είχα μαζί μου και ένα πεντόλιρο που μου έδωσε μια θεία μου. Με εκείνο το πεντόλιρο, έζησα 40 χρόνια στο εξωτερικό.
Ανέβηκα στο πλοίο, για να πάω από τη Λεμεσό στον Πειραιά. Βρισκόμουν πάνω στο κατάστρωμα και δίπλα μου καθόταν ένα μωρό πέντε χρονών, μόνο του. Για 36 ώρες καθόταν δίπλα μου και ήταν μόνο του. Σε κάποια στιγμή μετά τις πρώτες πέντε με έξι ώρες του ταξιδιού, από τα μεγάφωνα του πλοίου ακούστηκε μια ανακοίνωση, ότι όσοι κρατούν κυπριακά χρήματα, πρέπει να τα εξαργυρώσουν, γιατί δεν περνούν στο εξωτερικό. Εκείνη την ώρα, είπα θα αγοράσω ένα κουτί τσιγάρα, ένα κουτί σπίρτα και με τα υπόλοιπα θα αγόραζα σοκολάτες και μπισκότα στο μωρό. Έτσι και έγινε. Τα έδωσα στο μωρό και άρχισε να τρώει.
Όταν πλησιάσαμε στον Πειραιά, άκουσα τακούνια να μας πλησιάζουν. Έρχεται μια γυναίκα και είδε το μωρό. Της λέει, κόρη μου ποιος σου αγόρασε όλα αυτά τα πράγματα; Το μωρό της απάντησε ο κύριος εδώ δίπλα μου. Γύρισε η γυναίκα και μου είπε, δηλαδή κύριε σπατάλησες τα χρήματά σου για την κόρη μου; Με ρώτησε αν έχω άλλα χρήματα και της είπα, όχι. Μετά μου λέει που πας; Και της απάντησα, στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα».
«Μου είπε ότι θα με πλήρωναν που θα κουβαλούσα τις αποσκευές. Εγώ έμεινα και την έβλεπα. Της λέω, δεν θέλω χρήματα για να κουβαλήσω τις βαλίτσες σας. Κατεβήκαμε από το πλοίο, συναντηθήκαμε με τον καπετάνιο και τότε η γυναίκα, κάτι του ψιθύρισε στο αυτί.
Με βλέπει ο καπετάνιος και μου λέει, ποιος είσαι εσύ, που με τα τελευταία σου χρήματα ευεργέτησες την κόρη μου; Τότε έβγαλε δύο πεντοχίλιαρα, μου τα έβαλε στην τσέπη μου, μαζί με την κάρτα του και μου είπε ότι χρειαστείς έλα. Αν χρειαστείς χρήματα, δουλειά, ότι χρειαστείς έλα, γιατί οι πράξεις στη ζωή μετριούνται.
Μετά έφυγα, πήρα το λεωφορείο, πήγα στην Αθήνα, βρήκα ένα ξενοδοχείο και έμεινα. Σιγά σιγά, βρήκα δουλειά σε εστιατόριο, έπλενα τις κατσαρόλες και έτρωγα εκεί. Σε ένα άλλο εστιατόριο πιο μετά δούλεψα ως σερβιτόρος. Μάζεψα λίγα χρήματα και πήγα στον Καναδά, στην Αυστραλία και στην Αμερική. Δούλευα, μάζευα χρήματα και ταξίδευα ξανά».
Λίγο πριν το 1990, ο κ. Μιλτιάδης βρισκόταν στον Καναδά και αποφάσισε να πάει με τη μέλλουσα σύζυγό του, που ήταν Σκωτσέζα, διακοπές στην Κέρκυρα και τελικά αποφάσισαν να μείνουν μόνιμα στο νησί.
«Κάναμε τρία μωρά. Άνοιξα στην αρχή μια επιχείρηση ενοικίασης αυτοκινήτων, μετά ένα εστιατόριο και μετά ένα σουβενίρ. Ήρθε η κρίση λίγο πριν το 2000 και δεν μπόρεσα να αντεπεξέλθω. Έκλεισα την επιχείρηση με τα αυτοκίνητα, μετά το εστιατόριο και έμεινα με το σουβενίρ. Το 2000, δεν πήγαινε παρακάτω. Στο μεταξύ έχασα και τη γυναίκα μου από καρκίνο του μαστού και έτσι πήρα την απόφαση να τα αφήσω όλα και να επιστρέψω στην Κύπρο, όπου ασχολήθηκα με τη δουλειά που σας περιέγραψα προηγουμένως, ενώ τα παιδιά μου πήγαν στη Σκωτία».
Πέρασε δύσκολα, αλλά και όμορφα χρόνια, για τα οποία δεν μετανιώνει, όπως δεν μετανιώνει και για την επιλογή του να εργαστεί ως πογιατζής.
Κι όταν αγαπάς τη δουλειά σου, δεν γίνεται να την κάνεις στραβά. Υπήρχε φορά που ήρθε πελάτης και μου είπε να του κάνω κατώτερης ποιότητας δουλειά, για να του έρθει πιο φτηνά. Του είπα να πάει αλλού. Αν μάθεις να κάνεις σωστά τη δουλειά, δεν γίνεται μετά να την κάνεις στραβά».
Παρόλα αυτά, αισθάνεται ένα μεγάλο παράπονο για τη χώρα του και τον τρόπο που λειτουργεί, σε σύγκριση με τις χώρες όπου έζησε για είκοσι και πλέον χρόνια.
«Η Κύπρος νομίζει ότι είναι ο ομφαλός της γης και οι Κύπριοι οι πιο έξυπνοι της Ευρώπης. Πιστεύουμε ότι πρέπει η Ευρώπη πρέπει να ακολουθήσει την κυπριακή νοοτροπία, αντί εμείς την ευρωπαϊκή. Αντί να παραδειγματιζόμαστε από τους καλύτερους μας, θέλουμε να κάνουμε τους Ευρωπαίους σαν εμάς».
«Θα κάνω αυτή τη δουλειά, μέχρι το κυπριακό κράτος να μου δώσει σύνταξη, γιατί δεν μου δίνουν και αυτό είναι το παράπονο μου. Όταν επέστρεψα από την Ελλάδα, τους έδωσα όλα τα χαρτιά με τα ένσημα που είχα. Δούλεψα επίσης, δώδεκα χρόνια στην Κύπρο, έβαζα κανονικά τα ένσημά μου, αλλά σύνταξη ακόμα δεν πήρα. Τους ρώτησα πότε θα πάρω σύνταξη και η απάντηση που πήρα ήταν "δεν ξέρω".
Δεν ξέρουν, αλλά εγώ δουλεύω πάνω στο πεζοδρόμιο για να επιβιώσω. Δεν μπορείς να γίνεις κλέφτης. Αν δεν σου δίνουν σύνταξη, θα δουλεύεις μέχρι να ζεις».
- Οι φίλοι από τη Λευκωσία που έγιναν ήρωες για 16 οικογένειες εν μέσω πανδημίας
- «Δεν σταμάτησα λεπτό... Τελείωνα τις θεραπείες και πήγαινα και έπαιζα μπουζούκι»
- Η μάχη και οι ήρωες του μικρού Σταύρου-«Εκείνη τη μέρα, εκλαίαν τζαι οι πέτρες»
- «Έπιανα τζαι εν απαντούσε… Είπα τους μόνο νεκρός εν θα μου απαντήσει ο γιος μου»