Η γιαγιά Έλλη, η πρώτη που πήγε γυμνάσιο και η γιαγιά Μαρία, η άριστη μαθήτρια

Η μια γεννήθηκε σε φτωχή οικογένεια. Από μικρή ηλικία, βγήκε από το σχολείο και έμαθε να παλεύει για να ζήσει. Η άλλη, γεννήθηκε σε μια εύπορη οικογένεια. Έγινε η πρώτη κοπέλα του χωριού της που πήγε στο Γυμνάσιο.

Η πρώτη παντρεύτηκε στη Λύση, έφερε στον κόσμο έξι παιδιά και συνέχισε να παλεύει μαζί με τον σύζυγό της για να τα αναθρέψουν σωστά. Η δεύτερη, παντρεύτηκε στην Αμμόχωστο και έγινε μητέρα τριών παιδιών, ωστόσο έχασε τον σύζυγο της πολύ νωρίς και έπρεπε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της για να μεγαλώσει τα παιδιά της.

Ο όλεθρος του πολέμου, τις ανάγκασε να γίνουν φτωχότερες. Τις έστειλε στην εξορία της προσφυγιάς. Μα ούτε τότε δεν σταμάτησαν να πολεμούν για τη ζωή τους και για τα παιδιά τους. Και τα κατάφεραν.

Η πρώτη είναι η 88χρονη γιαγιά Μαρία Παπαγιάννη και η δεύτερη, η 83χρονη γιαγιά Έλλη Βασιλείου.

Δύο γυναίκες δυναμικές, που όσες κακουχίες και αντιξοότητες κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τις ξεπέρασαν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο.

Η γιαγιά Μαρία από την κατεχόμενη Λύση
Βρήκαμε την 88χρονη γιαγιά Μαρία Παπαγιάννη από την κατεχόμενη Λύση να πλέκει, στο προσωρινό της σπίτι, στον προσφυγικό συνοικισμό Τσακκιλερού στη Λάρνακα. Μας υποδέχθηκε ζεστά.. 

Αρχίζει να μιλά και να αναφέρεται στα φτωχικά χρόνια που έζησε στη Λύση, αλλά και στις δυσκολίες της προσφυγιάς, στον αγώνα να μεγαλώσει μαζί με το σύζυγό της, τον οποίο έχασε πριν από τέσσερα χρόνια, τα έξι τους παιδιά.

«Γεννήθηκα στις 23 του Δεκέμβρη το 1931 στη Λύση. Ο παπάς μου ήταν ο Κωνσταντής Ηρακλείου. Ζούσαμε πολλά φτωχικά. Εγώ ήμουν η μιτσιά της μάμας μου. Ήμασταν έξι παιδκιά. Αναγιώθηκα πάνω στο γαϊδούρι. Είχαμε περβόλια και πήαιννα συνέχεια από 12 χρονών. Επότιζα τις ελιές».

Η γιαγιά Μαρία, φέρνει στη μνήμη της τα φτωχικά χρόνια της παιδικής της ηλικίας.

«Οι γονιοί μου είχαν χωράφια. Εσπέρναν και εθερίζαν. Είχαμεν σιτάρι αλέθαμέν το και εκάμναμεν ψωμί. Παλιά εν ετρώαμεν συχνά κρέας. Εσφάζαμε χοίρο και εκάμναμεν τον παστόν. Με το λίπος του, τηγανίζαμε τα άλλα φαγιά».

Τη δεκαετία του 1940-1950 πολύ λίγα παιδιά τέλειωναν το σχολείο. Οι  γονείς χρειάζονταν χέρια για τα χωράφια. Μοναδικός στόχος, άλλωστε, ήταν η επιβίωση της οικογένειάς τους. Ένα κομμάτι ψωμί, ήθελε πολύ κόπο για να αποκτηθεί.

«Επήα σχολείο ως την Πέμπτη Δημοτικού. Εφκάλλαν μας γλήορα, τότε που το σχολείο. Η μεγάλη μου η αδερφή εφκήκεν που το σχολείο στην τρίτη τάξη. Η άλλη μου η αδερφή, η Βαρβαρού ήθελε να συνεχίσει το σχολείο αλλά εν την αφήναν. Εγώ εφκήκα επειδή έτσι εθέλαν οι γονιοί μου. Ήμουν καλή. Έπιασα 9 που τα 10.  Είπεν μου μπράβο ο δάσκαλος»

.

Θυμάται ότι στο σχολείο, έκαναν και μάθημα Αγγλικών, ένα μάθημα που απ’ ότι φαίνεται είχε έφεση αφού θυμάται λέξεις, 77 χρόνια μετά.

«Wall είναι o τοίχος, window το παραθύρι, chair η καρέκλα, door η πόρτα. Ακόμα θυμούμαι τες. Ήμουν 11 χρονών που εκάμαμεν Αγγλικά, ήμουν Πέμπτη τάξη. Άρεσκεν μου και η αριθμητική».

Έφυγαν με τα ρούχα που φορούσαν
«Επαντρέυτηκα όταν ήμουν 22 χρονών, τον Μιχαήλ Παπαγιάννη, από τη Λύση. Ο άντρας μου πέθανε πριν τέσσερα χρόνια. Έκαμαμεν έξι παιδιά. Έχω 17 εγγόνια και 19 δισέγγονα».

Θυμάται τη μαύρη εκείνη ημέρα που εγκατέλειψαν άρον, άρον την πανέμορφη κωμόπολη της Μεσαορίας, για να γλιτώσουν από τους Τούρκους εισβολείς.

«Όταν έγινε η εισβολή εφύαμεν που τη Λύση με τα ρούχα που εφορούσαμεν. Ζήσαμε στα τσιατίρκα στην Ορμήδεια ενάμιση χρόνο. Ήταν πολλά δύσκολα.  Μετά μας έδωσαν σπίτι στο Τσιακκιλερό, που εν ήταν σουβάτισμένο. Πριν λίγα χρόνια μας έδωσαν το σπίτι που μηνίσκω τωρά». 

Κρατά άσβεστο τον πόθο της επιστροφής.

«Θέλω να πάω, αλλά όταν φύουν οι Τούρκοι. Ήταν γεμάτα ρούχα και πράματα τα σπίθκια μας και αφήκαμέν τα και εφύαμεν. Εφύαμεν πας το τράκτορ με τα ρούχα που φορούσαμεν. Εμείς και τα έξι μας μωρά. Ο μιτσής ήταν επτά χρονών που εφύαμεν. Ήταν να πλύνω τζιήντην μέρα. Εν επιάσαμεν τίποτε μαζί μας. Εστραφήκαμε ένα Σάββατο με τον άντρα μου κρυφά και πιάσαμε ρούχα, χρυσαφικά και λίγα λεφτά που είχαμε σπίτι. Οι Τούρκοι εμπήκαν μες το χωρκόν. Ήταν επικίνδυνα».

Η γιαγιά Μαρία, δούλεψε στα χωράφια για να βοηθήσει οικονομικά τον εργολάβο σύζυγό της. Πάλεψαν σκληρά έτσι ώστε να μην λείψει τίποτα στα παιδιά τους.

«Στη Λύση εδούλευκα στα χωράφια μας. Όταν ήρταμεν ποδά δούλεψα λίον στα πορτοκάλια και στην αποθήκη με τις πατάτες. Είχαμε και ποδά ένα χωράφι και βοηθούσα».

Έπλεξε πάνω από 150 πουλόβερ 
Η γιαγιά Μαρία, περνά τις περισσότερες ώρες της ημέρας της πλέκοντας πουλόβερ, κάλτσες και καπέλα για νεογέννητα. Κεντά, ακόμη, παπλώματα και σεμεδάκια.

«Αρέσκει μου να κάνω τρικά για μωρά που μόλις γεννιούνται. Μόνο φέτος έκαμα εννιά. Από τον καιρό που άρχισα, έκανα πάνω από 150. Έστειλα στην Ελλάδα τρικά, στην Αγγλία, τζιαι στη Γερμανία. Τώρα κάμνω σιάρπα, για τον φίλο της αγγόνισσάς μου. Είμαι 88 χρονών και ακόμα εν έβαλα γυαλιά. Βλέπω και κάμνω και τρικούθκια και κεντήματα. Ακόμα τζιαι πάνω στην καρότσα που επήαιννα στο χωράφι που ήμουν μιτσιά, έκαμνα τρικά.


Τα βρήκε σκούρα με την τεχνολογία
Με την τεχνολογία η γιαγιά Μαρία, όπως και οι περισσότερες γιαγιάδες δυσκολεύονται. Έχει την τηλεόραση συντονισμένη σε ένα κανάλι, επειδή δεν «τα βρίσκει, να τα σάσει», όπως λέει.

«Βλέπω τηλεόραση. Βλέπω το Σπύρο Παπαδόπουλο και πέφτω να κοιμηθώ. Εν ταράσσω τα κανάλια, γιατί εν μπορώ να τα σάσω. Έβλεπα τζιαι τη Γαλάτεια».

Η σχέση της με τα κινητά τηλέφωνα η ίδια…

«Εφέραν μου μια φορά και εν τα έβρισκα και άλλαξε το ο γιος μου ο Κώστας. Στο χωρκόν εν είχαμε με ράδιο με τηλεόραση. Φτώχεια…. Τωρά ότι έχει ο κόσμος ούλος έχουμε το τζιαι μεις».

Σε μια άλλη εποχή, οι νέοι ήταν στις αλάνες. Σήμερα όλοι είναι μ' ένα κινητό στο χέρι.

«Ποσκολιούνται. Αφού τους αρέσκει… Εμείς που είμαστε μικροί επαίζαμεν λιγκρίν με ξύλο, τζιαι πέτρες, τζιαι κάρκα».

Τι είναι το κάρκα;

Εβάλλαμεν έναν πιννίν και εκτυπούσαμεν το.

Το πιννίν τι είναι;

Μια πετρούα. Εκλωτσούσαμεν την και επήεννεν γυρόν που τα μαρμαράκια. Όταν τελιώσαμε και εχάνναμεν ελέαμεν εφκάλλαμεν γιούνι». 

Η γιαγιά Έλλη από τον Πύργο Τηλλυρίας

Η ζωή της, ένα συνεχόμενο ταξίδι. Από τον Πύργο στη Μόρφου, απ’ εκεί στη Λευκωσία και τελικά στην Αμμόχωστο. Ούτε εκεί όμως, έμελλε να βρει την Ιθάκη της. Δεν την άφησε να την βρει η τουρκική εισβολή. Προσφυγιά... Μετά Λεμεσός, Λευκωσία και τελικά Λάρνακα στην οποία διαμένει τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. 

Είναι η 83χρονη γιαγιά Έλλη Βασιλείου από τον Πύργο Τυλληρίας, την οποία συνατήσαμε, στο διαμέρισμά της στη Λάρνακα.

Στα νιάτα της ήταν από τις τυχερές. Γεννήθηκε το 1936 σε μια εύπορη, για την εποχή, οικογένεια . Ο πατέρας αυστηρός. Ήθελε να μορφώσει τα παιδιά του. Στα 12 της, την έστειλε στο γυμνάσιο. Ήταν, λέει με καμάρι, η πρώτη κοπέλα του χωριού που πήγε γυμνάσιο.

«Παλιά δεν έστελναν γυναίκες στο γυμνάσιο. Πήγα δύο χρόνια στο Γυμνάσιο Μόρφου και έμενα οικότροφος στο σπίτι μιας χήρας, που είχε τρία παιδιά. Μετά, έκανε ο Λούκας Νεοκλέους το Εμπορικό Λύκειο στη Λευκωσία. Με έβγαλε από το γυμνάσιο ο πατέρας μου και με πήρε στο λύκειο του Νεοκλέους, απ’ όπου και αποφοίτησα. Έμενα αρχικά στο οικοτροφείο του σχολείου και όταν τέλειωσε ένα από τα αδέλφια μου ήρθε κι αυτός στη Λευκωσία και ενοικίασε μας μια κάμαρη σε ένα σπίτι».

Τέλειωσε το σχολείο και της προξένεψαν τον μελλοντικό της σύζυγο. Τον Παναγιώτη από τη Λύση.

«Ήταν μόνο με προξένια παλιά, σε αντίθεση με σήμερα που είναι πολύ καλύτερα. Παλιά ήταν πολύ αυστηρά, ενώ σήμερα οι νέοι έχουν ελευθερία κινήσεως. Είχα μια θεία, αδελφή της μάμας μου, που ήταν παντρεμένη με ένα θείο του άντρα μου. Η θεία μου τον προξένεψε σε μένα. Παντρεύτηκα και έκανα τρία παιδιά. Δόξα τω Θεώ».

Ο άντρας της ήταν οδηγός λεωφορείων και είχαν δέκα χρόνια διαφορά. Πολύ νέος κτυπήθηκε από καρκίνο και έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή, μόλις στα 35 του χρόνια ενόσω διέμεναν στο Βαρώσι.

Η τουρκική εισβολή την εκδίωξε από το σπίτι τους. Ήταν τότε που η γιαγιά Έλλη πήρε την κατάσταση στα χέρια της για να μεγαλώσει τα παιδιά της.

«Πήγαμε στη Λεμεσό για έξι μήνες και μετά στη Λευκωσία. Ο μεγάλος μου γιος, ήταν στο στρατό. Ο δεύτερος πήγαινε γυμνάσιο και ο τρίτος δημοτικό. Βρήκα δουλειά στη Λάρνακα και επειδή εν ήθελα να τους αλλάξω σχολείο πηγαινοέρχουμουν Λευκωσία-Λάρνακα, μέχρι που τέλειωσε η σχολική χρονιά και μετακομίσαμε στη Λάρνακα».

«Παλιά ήταν αυστηροί οι γονιοί μας»

«Είναι καλύτερα τώρα, παρά τότε. Τότε ήταν πολλά αυστηρά που μας είχαν οι γονείς μας. Ειδικά ο πατέρας μου ήταν πάρα πολύ αυστηρός. Όταν ήμουν μικρή δεν είχαμε μέσα να κινούμαστε, όπως τωρά. Όπου θέλαμε να πάμε, πηγαίναμε με το ποδήλατο ή με το λεωφορείο. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα όπως σήμερα. Παλιά με τα λίγα που είχαμε ήμασταν ευχαριστημένοι, αλλά δεν μας έδινε κανείς πρωτοβουλίες. Ότι ήθελαν οι γονείς κάναμε».

Αγκαλιά με ένα βιβλίο

Στα 83 της χρόνια, βρίσκει την ηρεμία στο διάβασμα και την τηλεόραση…

«Διαβάζω και βλέπω τηλεόραση. Όλη τη μέρα τούτα κάμνω. Έρχεται και ο γιος μου, που μένει κοντά κάθε μέρα και με βλέπει. Και τα άλλα μου παιδιά έρχονται συχνά».

Με την τεχνολογία, δεν έχει καμία σχέση, όπως λέει.

«Με την τεχνολογία δεν ασχολούμαι. Έχω απλά ένα παλιό κινητό για να με βρίσκουν τα παιδιά μου όταν βγαίνω έξω. Είναι δύσκολα αυτά τα πράματα για μένα».

Η γιαγιά Μαρία και η γιαγιά Έλλη δεν έχουν καμία διαφορά από τις υπόλοιπες γιαγιάδες. Είναι γυναίκες μιας άλλη εποχής, που δεν τα έβαλαν ποτέ κάτω. Πάλεψαν με όλες τους τις δυνάμεις, παρά το ότι βίωσαν τον πόλεμο και μεγάλωσαν τα παιδιά τους με στόχο να μην τους λείψει τίποτα. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

 

Δειτε Επισης

Υπ. Παιδείας: Επιβάλλεται η αξιοποίηση γνώσεων από Ευρωπαϊκό Ετος Δεξιοτήτων
«Ο δρόμος ενίσχυσης των δικαιωμάτων των ασθενών παραμένει μακρύς»
Αυξήθηκαν κατά 2,5% οι λογαριασμοί της ΑΗΚ-Δύο περιπτώσεις παρανομίας με φωτοβολταϊκά
Εκστρατεία ελέγχου και ενημέρωσης για ασφάλιση φορτίου οχημάτων από Αρχή Λιμένων
Πνίγεται στη σκόνη η Κύπρος-Οι συστάσεις των αρμοδίων στο κοινό
Συννεφιασμένος ο καιρός, στους 28 βαθμούς Κελσίου η θερμοκρασία
Το ΕΕΕ στα θύματα βίας δεν είναι βάρος για το κράτος, είναι αφαίρεση δύναμης από τους θύτες
Φωλιές ανθρωποπουλιών για καταπολέμηση τρωκτικών δίνει το Υπ. Γεωργίας
Ανάγκη βελτίωσης νομοθεσίας για Nέο Σύστημα Διορισίμων-Αναμένεται συνάντηση ΟΛΤΕΚ με ΥΠΑΝ
Απεργούν οι μηχανολόγοι και ηλεκτρολόγοι-Ζητούν αυξήσεις μισθών, ωφελήματα και Συλλογική Σύμβαση