44 χρόνια, 44 φρικιαστικές ιστορίες της Εισβολής

Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.
Και η μνήμη του λαού μας μπορεί να ξεθωριάζει, αλλά μπροστά στις ιστορίες που ακολουθούν μόνο να πονέσει μπορεί.

Άνθρωποι από όλα τα μήκη και τα πλάτη της Κύπρου που ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Αττίλα από τον Παχύαμμο, μέχρι το Βαρώσι, με τεράστια ψυχικά αποθέματα, λίγες μόνο ώρες μετά από τα όσα τραγικά έζησαν στα χέρια των κατακτητών, περιέγραφαν στους δημοσιογράφους της εποχής τι σημαίνει πόλεμος.

Πόνος, θλίψη, δυστυχία, είναι φτωχά επίθετα για να περιγράψουν τις εκατοντάδες προσωπικές μαρτυρίες που γέμιζαν τις εφημερίδες του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου του 1974.

Ιστορίες, που δεν θα μπορούσαν να γραφτούν με κανένα γλωσσάρι, γροθιά στο στομάχι όσων επιδιώκουν τη λήθη του ελληνισμού της Κύπρου.

Ιστορίες που επιβεβαιώνουν πλήρως τον Γιώργο Σεφέρη, αφού 44 χρόνια μετά προκαλούν αβάσταχτο πόνο, όχι μόνο σε αυτούς που έζησαν την εισβολή, αλλά και στις επόμενες γενιές.

Με αφορμή τη σημερινή μέρα της συμπλήρωσης 44 χρόνων από τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, ο REPORTER προσέτρεξε σε εφημερίδες εκείνης της εποχής, όπου μέσα από ρεπορτάζ με ζωντανές μαρτυρίες, αποτυπώνεται το μέγεθος της θηριωδίας που επιτελέστηκε τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974.

Όταν μπήκαν στο Παλαίκυθρο

Ο ιερέας του Παλαίκυθρου Παπαγεώργιος Αθανασίου ήταν ένα από τα θύματα της τουρκικής θηριωδίας. Για μέρες βρισκόταν στα χέρια του Αττίλα όπου τον κακομεταχειρίστηκαν και τον βασάνισαν. Οι Τούρκοι του απέκοψαν δημοσίως τη γενειάδα και τα μαλλιά.

Διηγείται ο ίδιος: Όταν οι Τούρκοι στρατιώτες εισήλθαν με τα τανκς εις το χωριό μας, συγκέντρωσαν τους παραμείναντες εκεί χωρικούς και διαχώρισαν τους άνδρες από τας γυναίκας και τα παιδιά. Τρεις έως τέσσερις νέοι που δεν κατόρθωσαν να διαφύγουν από το χωριό επυροβολήθησαν και εφονεύθησαν εν ψυχρώ. Εμένα με διεχώρισαν από τους άλλους και κατόπιν ενός χυδαίου υβρεολόγιου μου εψαλλίδησαν την γενειάδα και τα μαλλιά λέγοντας μου ότι έπρεπε να γίνω χοίρος. Μετά την εξευτελιστικήν αυτήν ενέργεια με έρριψαν εις το έδαφος με κλωτσοκοπούσαν και με εκτυπούσαν με τους υποκοπάνους των όπλων τους. Εις το τέλος αφού με κατέστησαν ανίκανο να σηκωθώ με έδεσαν χειροπόδαρα όπως έκαναν και σε πολλούς άλλους γέροντες.

Ο Παπαγεώργιος Αθανασίου την επόμενη ημέρα της μαρτυρίας υπέκυψε στα τραύματα του και απεβίωσε.

Βίαζαν γυναίκες μέσα στο ιερό της εκκλησίας

«Σήμερα θάψαμε 80 δικούς σας. Για να φαντασθείτε μόνον μέσα στην τζάμην του Ν. Χωριού Κυθραίας βρήκαμεν 30 σκοτωμένους». Αυτά έλεγαν με χαιρέκακο χαμόγελο Τούρκοι σε γυναικούλες που κρατούσαν ως ομήρους στη Βώνη. Την κουβέντα αυτή την επαναλάμβαναν συνέχεια σαν απειλή και προειδοποίηση.

Αυτούσια η μαρτυρία της Ελένης Πεπέ: Είδα τουφεκισμένους στα σπίτια τους στο Ν. Χωριό Κυθρέας. Σε ένα μόνο σπίτι είδα σκοτωμένους 8 συγγενείς. Άλλες γυναίκες από τη Βώνη μου είπαν ότι οι εισβολείς βίασαν τις γυναίκες που βρίσκονταν στο χωριό. Μερικές τις βίασαν μέσα στο Ιερό της εκκλησίας.

Τον δολοφόνησαν μπροστά στη γυναίκα του και τον ανήλικο γιο του

Διηγείται ο Δημήτρης Κούμας από την Αχερίτου: Εκατόν ένοπλοι Τούρκοι μόλις μας αντελήφθησαν μας περικύκλωσαν με στραμμένα τα όπλα εναντίον μας. Μαζί τους ήταν και ένας Τούρκος βοσκός από το χωριό Λάπαθος ονόματι Ταϊσης τον οποίον γνωρίζαμε.

Ο Ταϊσης μας ερωτούσε να του πούμε που πήγε ο στρατός διότι μέσα στα σπήλαια βρήκαν στρατιωτικές χλαίνες οι οποίες άνηκαν σε εμάς. Εμείς τους λέγαμε πως οι χλαίνες ήσαν δικές μας και ότι στρατός δεν υπήρχε στην περιοχή.

Στη συνέχεια ένας Τούρκος άρχισε να κτυπά τον Γιακουμήν Καουρήν. Ο 15χρονος γιος τους Ανδρέας και η σύζυγος του Ελένη προσπάθησαν να τον αποσπάσουν από τα χέρια του Τούρκου όμως ένας άλλους Τούρκος τους απομάκρυνε απειλώντας ότι θα τους πυροβολήσει. Ενώ ο άτυχος Γιακουμής τους έλεγε ότι δεν είχε στρατό στην περιοχή ο Τούρκος τράβηξε το πιστόλι και τον πυροβόλησε στο κεφάλι αφήνοντας τον νεκρό στον τόπον εν μέσω γοερών κραυγών του υιού του και της συζύγου του.

Βίασαν γριούλες μέσα στην εκκλησία

Διηγείται ο Κυριάκος Αλεξάνδρου από τη Φτεριχά: Το χωριό μου Φτεριχά το κατέστρεψαν εντελώς οι Τούρκοι και άρπαξαν τα πάντα. Αλλά εκείνο που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι οι βιασμοί. Ποτέ δεν θα μπορούσα να πιστέψω τέτοια πράγματα αν δεν το έβλεπα με τα μάτια μου. Τούρκοι στρατιώτες άρπαξαν μια γριά 70 χρονών, την πήγαν στην εκκλησία και την βίασαν. Όσοι βρισκόμασταν εκεί κοντά ακούαμε τις κατάρες και τις απελπισμένες κραυγές της. Μιαν άλλη που φαίνεται ότι μπορούσε να αντισταθεί περισσότερο την κτύπησαν φοβερά επειδή φώναζε με όλες της τις δυνάμεις.

Άλλος ένας στρατιώτης οδήγησε μια γριούλα 82 χρόνων σε κάποιο χωράφι και τη βίασε αφού προηγουμένως την απείλησε με όπλο. Η δύστυχη έκλαιε παρακαλούσε και καταριόταν συνεχώς. Σε άλλη περίπτωση ο βιασμός έγινε σε σπίτι. Επρόκειτο για γριά 78 χρόνων όσοι είμαστε εκεί κοντά την ακούσαμε που φώναζε απελπισμένα.

Δολοφονούσαν τους ηλικιωμένους, βίαζαν τις γριές

Διηγείται ο Ξένιος Προδρόμου από τον Άγιο Επίκτητο: Ήταν φοβερό για εμένα να βλέπω γέροντες γνωστούς μου να τους σκοτώνουν σαν τα σκυλιά χωρίς λόγο. Στις 30 Ιουλίου σκότωσαν τέσσερις. Έναν στον ποταμό, δύο μέσα στο σπίτι και ένα στο χωράφι. Είδα επίσης να βιάζουν αρκετές γυναίκες, νέες και γριές. Ουδέποτε θα ξεχάσω εκείνη τη γριούλα, θα ήταν 80 με 85 χρόνων που την πήρε κάποιος στρατιώτης κάπου παράμερα και προσπαθούσε να τη βιάσει. Την άκουγα που φώναζε ΄΄να με σκοτώσεις καλύτερα παρά έτσι πράμα΄΄.

Άρχισαν να με πασπατεύκουν, εκάμαν κι άλλα, αλλά αντρέπουμαι να τα πω

Διηγείται η Ευφροσύνη Πουλή από την Πέτρα: Οι χωριανοί μου έφυγαν και μείναμε μόνο μερικοί γέροι. Όταν μπήκαν οι Τούρκοι με πλησίασε κάποιος και με ρώτησεν άγρια γιατί δεν έφυγα. Έμεινα να βλέπω τα σπίθκια του γιου μου του είπα. Τωρά εν ούλλα δικά μας, μου απάντησε.

Ερχόνταν κάθε μέρα 5-6 Τούρκοι τζι εζητούσαν να τους δώκω τα ριάλια μου. Εφοβερίζαμε αλλά επειδή εν ήβραν τίποτε αρκέψαν να με πασπατεύκουν σε όλο μου το κορμί ως και … επειδή ενομίζαν ότι τα έχωσα τζιαμέ. Εκαμαν τζιαι πολλά άλλα εττεψιλλίκια γιε μου αλλά αντρέπομαι να τα πω.

Εφωνάζαν ππαρά ππαρά, εδέραν με, επιάσαν ότι είχα τζαι εφύαν

Διηγείται ο Κώστας Βασίλη από τη Γαληνή: Οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό στις 16 νομίζω του Αυγούστου. Εγώ καθόμουν σπίτι μου στην παράγκαν μου όταν ήρθαν. Μου έβαλαν το όπλον στον λαιμόν και με απειλούσαν. Ύστερα άρχισαν τάκκα τούκκου να με χτυπούν. Κοιτάξετε τα χέρια μου που τα χτυπήματα. Μετά οι στρατιώτες άρχισαν να ερευνούν το σπίτι. Και εφώναζαν ππαρά ρε ππαρά. Άνοιξαν το συρτάρι και πήραν 72 λίρες που είχα. Μου πήραν και το ρολόι μου που άξιζε 15 και εξαφανίστηκαν.

Εκορέσαν τα ένστικτα τους με τις δολοφονίες, ακολουθήσαν οι βιασμοί

Διηγείται η Ελένη Ανδρέα: Την Τετάρτη, δύο μέρες μετά την εισβολή οι Τούρκοι κατόρθωσαν λόγω της κατάπαυσης του πυρός να εισέλθουν στο χωρίο. Πήγαμε με τον άντρα μου έξω από το χωρίο για να περιποιηθούμε το κοπάδι. Τη νύχτα ήλθαν οι Τούρκοι στρατιώτες στη μάνδρα και επήραν τον άνδρα και τον πατέρα μου σε ένα ξεροπόταμο. Ακούσαμε τους πυροβολισμούς. Το άλλο πρωί βρήκαμε και τους δύο νεκρούς κάτω από μια ελιά μαζί με άλλους τρεις. Αφού εκόρεσαν τα ένστικτά ους με τις δολοφονίες ως να ήσαν άτακτα στίφη και όχι μέλη στρατού επιδοθήκαν εις νέα όργιο βιασμών…

Σκότωσαν τον λεβέντη μου, τον Γιώργο

Με σπασμένη φωνή που την διέκοπταν λυγμοί διηγείται ο Δημήτρης Γεωργίου από την Αφάνεια: Κλαίω γιατί σκότωσαν τον λεβέντη μου, τον Γιώργο μου. Ήταν 18 χρονών φέτος θα πήγαινε στην έκτη τάξη του Παγκυπρίου.

Όταν νιώσαμε πως θα πλησίαζαν οι Τούρκοι στην Άσσια με τη γυναίκα μου τα οκτώ παιδιά μας και δύο άλλους συγγενείς φύγαμε από το χωριό. Σε έναν ποταμό κοντά στην Άσσια πέσαμε πάνω στους Τούρκους. Ξέρω λίγα τούρκικα και σαν είδα ότι δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε φώναξα στην γλώσσα τους πως παραδιδόμαστε. Θα ήσαν γύρω στους 250 και δεν έδωσαν καμία σημασία στα λόγια μου. Άρχισαν όλοι να μας πυροβολούν. Φώναξα προφυλαχθείτε αλλά μια σφαίρα που πέρασε από δίπλα μου βρήκε τον Γιώργο μου στο κεφάλι. Πέθανε δίπλα μου. Τον έβλεπα να πεθαίνει και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.

Την ανάγκασαν να τους κάνει μπάνιο

Τις τελευταίες ημέρες στο χωρίο μου οι στρατιώτες ξεχώρισαν τις κοπέλες λες και ήσαν πρόβατα. Πήγαν στα σπίτια τους και τις έδεσαν διαδοχικά. Ακούγαμε κραυγές και τις φωνές που συγκλόνιζαν όλο το χωρίο και μας έπιανε σύγκρυο. Τι μπορούσαμε να κάνουμε. Είμασταν όλο γυναίκες μπροστά σε αυτά τα απαίσια κτήνη.

Σε μια συγκεκριμένη περίπτωση δύο Τούρκοι κτηνάνθρωποι πήγαν σε ένα σπίτι όπου βρισκόταν μια κοπέλα. Την υποχρέωσαν να τους κάνει μπάνιο και ύστερα την εβίασαν διαδοχικά. Οι κραυγές της για βοήθεια ακουγόντουσαν σε όλο το χωρίο.

Είδα τους Τούρκους να σκοτώνουν τους γονείς και τα τρία αδέλφια μου

Δύο αδελφάκια από το Παλαίκυθρο, ο Πετράκης και ο Κωστάκης Σιππουρής 11 και 8 χρόνων αντιστοίχως αφέθησαν ελεύθερα από την κόλαση των Τούρκων και μετέφεραν μαζί τους άλλη μια συγκλονιστική ιστορία, βουτηγμένη στο αίμα.

Διηγείται ο Πετράκης: Στις 14 Αυγούστου είμαστε μαζεμένοι στο σπίτι μας πολλοί, καμιά 15αρια. Είχαμε ακούσει ότι έρχονταν οι Τούρκοι και πράγματι ήρθαν. Οπλισμένοι Τούρκοι έσπασαν την πόρτα του σπιτιού μας και μπήκαν μέσα. Μετά μας έβγαλαν όλους στον δρόμο και μας πήραν στο σχολείο. Την ίδια μέρα μας έφεραν όλους πίσω στο σπίτι. Μείναμε εκεί δύο ημέρες. Την Παρασκευή ήρθαν και πήραν τις 60 αγελάδες μας.

Το μεγάλο κακό έγινε το Σάββατο στις 11 το πρωί. Εφτά Τούρκοι με πολιτικά ρούχα ήρθαν και μπήκαν σπίτι. Οι τέσσερις από αυτούς κρατούσαν όπλα. Μερικοί τους αναγνώρισαν. Ήταν Τουρκοκύπριοι από την Επηχώ. Μας είπαν να βγούμε έξω. Βγήκαν έξω ο πατέρας μου Ανδρεάς, η μητέρα μου Αρετή, εγώ και τα αδελφάκια μου και όλοι οι υπόλοιποι που ήταν στο σπίτι μας περίπου 14 άτομα ανάμεσα τους και ένα βρέφος.

Μόλις βγήκαμε έξω στην αυλή οι Τούρκοι με πήραν εμένα και τον αδερφό μου και μας είπαν να πάμε παρά πέρα. Τότε μόλις εμείς πήγαμε εκεί που μας έδειξαν οι Τούρκοι χωρίς να πουν τίποτε άρχισαν να πυροβολούν απάνω σε όλους τους άλλους από απόσταση πέντε μέτρων. Όλοι έπεφταν κάτω φωνάζοντας δυνατά. Ο τόπος γέμισε αίματα. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν. Άλλοι ήσαν πληγωμένοι με πολλές σφαίρες πάνω τους. Το βρέφος είχε μια σφαίρα στην κοιλία.

Κάναμε την ανάγκη μας εκεί που τρώγαμε

Διηγείται ο Δημητράκης Μαλλούπας από το Ριζοκάρπασο. Την επόμενη ημέρα μας μετέφεραν μέσω Καντάρας στην Κερύνεια. Ήταν ένδεκα αυτοκίνητα γεμάτα κόσμο. Στο καθένα είμαστε στοιβαγμένοι 50 και περισσότερα πρόσωπα. Από εκεί μας πήραν στο Γκαράζ Παυλίδη στη Λευκωσία. Επειδή όμως εδώ βρισκόταν ένας μεγάλος αριθμός αιχμαλώτων μας μετέφεραν σε άλλο σημείο. Μείναμε περίπου δύο εβδομάδες. Για τροφή μας έδιναν το πρωί ένα ψωμί για κάθε οκτώ πρόσωπα και 4 ελιές.

Το ίδιο και το μεσημέρι και το βράδυ. Μετά άρχισαν να μας δίνουν λίγο ρύζι ή ρεβίθια που τα τρώγαμε με τα χέρια.

Μετά μας μετέφεραν στις αποθήκες της ΚΕΟ. Μας έδωσαν μια κουβέρτα για κάθε τρία άτομα. Οι φρουροί ήταν Τουρκοκύπριοι αστυνομικοί. Παρόλο που εδώ τρώγαμε με κουτάλι τα πράγματα ήταν χειρότερα γιατί κάναμε τη φυσική μας ανάγκη σχεδόν στον ίδιο τόπο που τρώγαμε.

Την έσωσε από ομαδικό βιασμό Τούρκος αξιωματικός

Διηγείται η Ελένη Ευθυμιου από την Κερύνεια: Εργαζόμουν στο ξενοδοχείο Γοργόνα στην Κερύνεια με τον σύζυγο μου που ήταν και διευθυντής. Μαζί μας ήταν και οι δύο μου κόρες τεσσάρων και δύο χρονών καθώς και ο αδελφός μου και ο πατέρας μου. Η οικογένεια μας έφυγε όταν εισέβαλαν οι Τούρκοι και βρήκαμε καταφύγιο με μια ομάδα άλλων ατόμων. Οι Τούρκοι όμως μας βρήκαν. Χώρισαν τους άνδρες και τις γυναίκες. Πυροβόλησαν τους 12 άνδρες μεταξύ αυτών τον αδερφό μου και τον πατέρα μου. Είδα την 19χρονη αρραβωνιαστικιά του αδερφού μου να προσπαθούν να τη βιάσουν. Ευτυχώς βρέθηκε ένας αξιωματικός Τούρκος και τους σταμάτησε υπό την απειλή του όπλου. Ο αξιωματικός προστάτευσε την νεαρή από νέες υποθέσεις πάντα απειλώντας τους Τούρκος στρατιώτες. Στη συνέχεια την έβαψε με κάρβουνο για να φαίνεται άσχημη και γριά.

Διψούσαν τους έδιναν ζεστή μπύρα

Διηγείται ο Γεώργιος Γιακουμής από την Αγκαστίνα: Έτσι ξύλον κι έτσι κοντακκιές δεν έφαα ποτέ μου. Μετά την υποδοχή στα Άδανα όλοι στις φυλακές περνούσαν σχετικά καλά. Όταν είπαμε ότι διψούσαμε μας διέταξαν να πιούμε ζεστές μπύρες. Ένας συγχωριανός μου αρνήθηκε και οι Τούρκοι τον άρπαξαν από την μπαρμπέττα και του την έβγαλαν. Μετά τον έπιασαν από τα μαλλιά πίσω και του τα ξερίζωσαν σε σημείο να φαίνεται το κρανίο του. Εγώ είπα να την πιω για να γλιτώσω. Αλλά ενώ έπινα τη ζεστή μπύρα με λόγχισαν στη κοιλιά. Τον συγχωριανό μου τον Σταύρον τον έκρουσαν με τσιγάρο στο πρόσωπο και στο στήθος.

Μια νύχτα ένας φρουρός χωρίς λόγο με άρπαξε από τα μαλλιά και με χτύπησε σε μια σιδερόπορτα. Χτύπησα πολύ, έτρεχε αίμα από τον λαιμό μου. Αυτό το αίμα όμως έγινε η αιτία για να απελευθερωθώ.

Του έδωσαν και τη χαριστική βολή αλλά έζησε

Διηγείται ο Κώστας Παναγή από την Κλήρου:  Στις 22 Ιουλίου μπήκαν στην Κερύνεια. Τα τάνκς κυριολεκτικά θέριζαν. Το τμήμα μας αποτελείτο από 200 άνδρες. Δεν μπορούσε όμως με τα όπλα που διέθετε να αντισταθεί και ξανοιχθήκαμε για να γλιτώσουμε. Εγώ και 14 άλλοι κρυφθήκαμε σε μια πολυκατοικία. Μείναμε εκεί τρεις μέρες χωρίς τρόφιμα. Την 25ην Ιουλίου οι Τούρκοι στρατιώτες μας αντελήφθησαν και αφού περικύκλωσαν την πολυκατοικία μας συνέλαβαν.

Μας έβαλαν σε ένα φορτηγό και μας οδήγησαν σε ένα απομονωμένο μέρος κοντά στη θάλασσα. Αφού μας αφαίρεσαν τα προσωπικά μας αντικείμενα μας έδεσαν και μας έβαλαν σε μια ευθεία. Καταλάβαμε τι μας περίμενε. Σε λίγο ο Τούρκος διοικητής διέταξε πυρ. Εγώ αμέσως έπεσα καταγής και προσποιήθηκα τον νεκρό. Πολλές ριπές ακούσθηκνα και όλοι οι συνάδελφοι μου σκοτώθηκαν. Ακολούθησαν και άλλοι πυροβολισμοί. Η χαριστική βολή. Πληγώθηκα στο πόδι. Οι Τούρκοι στρατιώτες μετά αποχώρησαν. Εγώ προσποιήθηκα τον πεθαμένο και κράτησα την αναπνοή μου. Και οι 14 άλλοι ήταν νεκροί. Τους φώναζα τους έσπρωχνα. Κανένας δεν απαντούσε.

Διψούσαμε, μας έδεναν ακόμη περισσότερο

Διηγείται ο Γιαννάκης Μελισσής από τη Νήσου: Είμαι έφεδρος στρατιώτης. Στις 14 Αυγούστου ήμασταν στις θέσεις μας στον Κουτσοβέντη. Μέχρι της ώρας εκείνης δεν μας ειδοποίησε κανένας ότι οι γραμμές μας είχαν σπάσει. Ο λοχαγός μας είπε πως πρέπει να υποχωρήσουμε. Πήγαμε στην Κυθραία. Τη νύχτα κρυφτήκαμε στο σπίτι μιας οικογένειας. Την επόμενη ημέρα αποφασίσαμε να παραδοθούμε για να μην μπλέξουμε την οικογένεια. Πήραμε ένα άσπρο σεντόνι και βγήκαμε έξω. Οι Τούρκοι μας πήραν και αφού μας έβγαλαν ότι κρατούσαμε, ρολόγια, λεφτά, αναπτήρες μας πήγαν σε ένα σχολείο. Μείναμε πεινασμένοι και διψασμένοι. Ζητούσαμε νερό και μας έσφιγγαν ακόμη πιο πολύ τα χέρια.

Γλίτωσα από τη σφαίρα, έσπασαν τα κόκκαλα μου απο κλωτσιά

Διηγείται ο Ανδρέας Ανδρέου εθνοφρουρός από την Αγλαντζιά. Μετά τις μάχες στο Αγριδάκι πήγαμε στην Πανάγρα. Εγώ πληγώθηκα στο πόδι και έτσι αναγκάστηκα να μείνω εκεί κατά την υποχώρηση.  Μας συνέλαβαν οι Τούρκοι και μεταφερθήκαμε στο Μπογάζι και τέλος στα Άδανα. Το μεγάλο κακό το έπαθα εκεί κατά την υποδοχή. Έφαγα σφαίρα αλλά το πόδι μου δεν είχε σπασμένο κόκκαλο. Κι εκεί όταν με κλώτσησε ένας Τούρκος φρουρός και με έριξε κάτω από τα σκαλοπάτια μου έσπασε τα κόκκαλα.

Πήραν και μερικές κοπέλες…

Διηγείται ο Μιχάλης Βιολάρης από το Καζάφανι: Ήμουν στο χωριό μου μαζί με άλλους πολλούς περίπου 125 μέχρι της 13ης Σεπτεμβρίου που ήρθαν οι Τούρκοι και μας συνέλαβαν. Τις πρώτες μέρες μείναμε στο χωρίο και μετά μας μετέφεραν στο Σεράγιο. Στο χωριό ήταν σχετικά καλά. Λεηλάτησαν βέβαια και έκλεψαν από πολλά σπίτια. Πήραν στην αρχή και μερικές κοπέλες. Μια χωριανή μας στράφηκε πίσω με γρατζουνιές στον λαιμό. Μια άλλη μας είπε ότι κλώτσησε τον Τούρκο που την πήρε και γλίτωσε.

Μετά ακούσαμε ριπές

Διηγείται ο Κώστας Σκαλιώτης από το Καϊμακλί: Κατέληξα με τους δικούς μου στις μάντρες στο Καϊμακλί την 14ην Αυγούστου. Ήμασταν 60 άντρες και πολλά γυναικόπαιδα. Την ίδια μέρα ήρθαν οι Τούρκοι με τανκς και σταμάτησαν μπροστά στις μάντρες. Μας φώναξαν να παραδοθούμε και εμείς βγήκαμε έξω. Οι Τούρκοι πήραν αμέσως δύο έφεδρους στρατιώτες  που φορούσαν στρατιωτικά ρούχα και τους κατέβασαν στον ποταμό. Μετά ακούσαμε ριπές.

Οι πόνοι από το κάψιμο των τσιγάρων

Διηγείται ο Νικόδημος Χριστοφή από την Ορούντα: Με συνέλαβαν μονάχο μου μέσα στα χωράφια κοντά στην Τύμπου και αμέσως μου άρχισαν ξύλο. Δεν θυμάμαι πόσες έφαγα στο κεφάλι, στη ράχη και στο στομάχι αλλά πάντως πρώτη φορά είδα τόσο ξύλο. Με μετέφεραν στα Άδανα. Επίσης ξύλο έφαγα μόλις μπήκα στις φυλακές και μέσα στο πλοίο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου τους φρικτούς πόνους από το κάψιμο των τσιγάρων.

Οι μαύροι με τα ξυρισμένα κεφάλια

Διηγείται η Ελένη Φιλήτα από τη Μόρφου: Ήμουν κρατούμενη στο Δημοτικό σχολείο Μόρφου όπου έβλεπα καθημερινώς εκείνους τους μαύρους με τα ξυρισμένα κεφάλια και τα μεγάλα δόντια να ψάχνουν στην αρχή για χρήματα και μετά να μεταφέρουν όλα τα πράγματα μας με αυτοκίνητα. Από τη Μόρφου οι Τούρκοι πήραν όλα τα ζώα με αποτέλεσμα η κωμόπολης να ερημωθεί τελείως.

Εν είδα ποττέ μου έτσι κκιλίντζιηρους

Διηγείται ο Ιωάννης Καραγιώργης: Με συνέλαβαν την 5ην Σεπτεμβρίου. Ήμουν πολλά τυχερός που έζησα. Στο χωρίο μας έπεσαν καμιά 15αρια βόμβες. Μια κατέστρεψε το σπίτι της κόρης μου. Αφήστε που το αεροπλάνο που επολυβόλησε το σπιτάκι μου δύο φορές και οι σφαίρες έπεσαν δίπλα μου.

Εν είδα ποττέ μου έτσι κκιλίντζιηρους. Μια μηχανή του σινεμά επροσπαθούσαν να την ξεβιδώσουν ολόκληρην ημέρα. Όσο για τα σπίτια δεν άφησαν με πατάτες με ζώα με κρεβάτια. Τώρα που τα εκλέψαν όλα έμεινε μόνο η φρουρά στο χωριό.

Σκότωσαν μπροστά μου τη γυναίκα μου

Διηγείται ο Χαμπής Κέης από τη Μόρφου 89 ετών: Έχασα τη γυναίκα μου Παναγιώτα όταν οι Τούρκοι την δολοφόνησαν εν ψυχρώ μπροστά στα μάτια μου με κτυπήματα μέσα στο δρόμο. Μετά την έθαψαν πρόχειρα μες τον Φραμό.

Ετρώγαν σούπα οι Τούρκοι στρατιώτες και ότι έμενε το ερίχναν μέσα σε ένα καζάνι για να μας το φέρουν να φάμε τα αποφάγια τους να τα μοιραστούμε. Δεν υπάρχει χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο από τον Τούρκο. 

Με ρωτούσαν αν είμαι παπάς και με ξαναχτυπούσαν

Διηγείται ο διάκονος της Μιας Μηλιάς Θεόκλητος Κυριάκου: Μας περίμεναν γραμμή όλοι οι αξιωματικοί και φρουροί και μας χτυπούσαν με ρόπαλα και αγκαθωτά τεμάχια συρματοπλέγματος. Στα Άδανα μου έβγαλαν το ράσο, το ποδοπάτησαν το ξέσχισαν και με κτυπούσαν πολύ. Με ρωτούσαν είσαι παπάς; Και μόλις έλεγα ναι με ξαναχτυπούσαν.

Μια μέρα ήρθε η τηλεόραση και ο διοικητής μας μάζεψε όλους και χωρίς ντροπή ρώτησε: Ποιος είναι ο παπάς που πέταξε το ράσο του γιατί φοβόταν; Μου το έδωσαν στη συνέχεια το ράσο κουρέλι και με έβαλαν να το φορέσω. Μετά με έβγαλαν πάνω στο τραπέζι για να μιλήσω στους άλλους. Έτσι η τηλεόραση έκαμε τη δουλειά της και εμάς μας έδωσαν μπροστά στο φακό φυσικά από ένα πακέτο τσιγάρα.

22 μέρες στο δάσος

Διηγείται ο Αιμίλιος Φυσέντζου από την Αγία Τριάδα: Όταν εισήλθαν οι Τούρκοι στο χωριό προσπάθησα με τρεις συγχωριανούς μου να αποφύγουμε την αιχμαλωσία. Πήγαμε στο δάσος όπου μείναμε για 22 ημέρες. Οι δύο από τους φίλους μου εκατέβηκαν σε ένα λάκκο για να πιάσουνε νερό. Μας περικύκλωσαν οι Τούρκοι και μας κάλεσαν να παραδοθούμε. Ο Κόκος κατέβηκε μέσα στον λάκκο και εγέμισε το παγούρι. Μόλις εβγήκεν οι Τούρκοι ήρχισαν να φωνάζουν σταματάτε ρε γκιαούρηδες. Εγώ εσταμάτησα ενώ οι άλλοι άρχισαν να τρέχουν. Οι Τούρκοι επυροβόλησαν και ετραυμάτισαν τον ένα και έτρεχαν να τους συλλάβουν. Εγώ τους ξέφυγα και εκρύφτηκα. Μας έδωσαν προθεσμία για να παραδοθούμε. Μας συνέλαβεν αξιωματικός και μας μετέφερε εις την Γαληνόπορνην και μετά στις αποθήκες της ΚΕΟ.

Μας κακοποίησαν, δεν θέλω να πω παραπάνω

Διηγείται ο Ιωάννης Βοσκαρίδης από τη Μόρφου: Αυτό το χώμα είναι δικό μας. Είναι Ελληνικό δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει. Ήμουν στον Παχύαμμο και υπηρετούσα στην μονάδα μου. Έγινεν η οπισθοχώρησης και επήγαμε στο Δαυλόν. Εκεί μας συνέλαβαν. Μας μετέφεραν στην Καντάρα, από εκεί μας πήγαν στο Λευκόνοικο, μετά στο Τρίκωμο και μετά εις τα γκαράζ Παυλίδη. Την 31ην Αυγούστου μας μετέφεραν στην Τουρκία. Εκεί μας κακοποίησαν. Δεν θέλω να πω παραπάνω.

Μας είπαν πως θα μας ελευθερώσουν, αλλά

Διηγείται ο Γιώργος Τίκκος από τη Γιαλούσα 17 ετών: Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στο χωριό μας συνέλαβαν όλους και μας πήραν στο σχολείο. Μας είπαν ότι θα μας άφηναν ελεύθερους αλλά μας μετέφεραν στο χωρόν Ακράδες. Εκεί άρχισαν να μας κτυπούν και να μας βασανίζουν. Μας έβαλαν σε ένα χώρο που χωρούσε 100 άτομα αλλά εμείς είμασταν γύρω στους 300. Ούτε τα πόδια μας δεν μπορούσαμε να απλώσουμε. Μετά από τρεις μέρες μας έφεραν στα γκαράζ Παυλίδη.

Στο πουκάμισό μου έγραψαν τη λέξη πασς τσιαους και με πήγαν στα Άδανα.

Ο λοχίας της Εθνικής Φρουράς Ερωτόκριτου Γεώργιος ήταν συγκλονιστικός στην αφήγησή του  και τα μάτια του άστραφταν από αγωνιστικότητα και θάρρος. Υπηρετούσα στο 281 Τάγμα Πεζικού. Στο ύψωμα παρά το Αγριδάκι μας χτύπησαν οι Τούρκοι με όλμους. Την επόμενη μέρα έσπασε η γραμμή και οπισθοχωρήσαμε. Μείναμε τρεις μέρες στα περβόλια και την 17η Αυγούστου μας συνέλαβαν και μας οδήγησαν σε έναν Τούρκο ταγματάρχη που είχε την έδρα του σε ένα άλλο χωριό και οποίος προσπάθησε να πάρει πληροφορίες για το Τάγμα. Δεν κατόρθωσε να πάρει οτιδήποτε από εμάς αφού του είπαμε οτι είμαστε λιποτάκτες. Μας έδεσαν τα χέρια και τα πόδια τόσο σφιχτά που μας έκαναν ουλές.  Οι Τούρκοι ζητούσαν περισσότερες πληροφορίες για ναρκοπέδια. Οι ανακρίσεις διήρκησαν περίπου 10 ώρες ήμουν αιμόφυρτος  τις τρείς. Με χτυπούσαν αλλά δεν απέσπασαν τίποτα πράγμα που τους εξόργισε πάρα πολύ. Ο Ταγματάρχης πήρε το πιστόλι του και το έβαλε στον κρόταφο μου για να με σκοτώσει. Μετά με μετέφεραν πάλι στο Γκαράζ Παυλίδη. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τους πόνους, είχαν σπάσει τα κόκαλα με μία καρέκλα και με χτυπούσαν  με σκουπόξυλο στα γόνατα. Μετά μας πήραν στην Κερύνεια αλλά αργότερα μας έφεραν πάλι πίσω. Τούρκοι της  στρατιωτικής αστυνομίας μας χτυπούσαν με ρόπαλα με πρόκες. Στο πουκάμισό μου έγραψαν τη λέξη πας τσιαους και με πήγαν στα Άδανα.

Ο Διοικητής των φυλακών προσπάθησε να δικαιολογήσει την κακομεταχείριση και μας είπε ότι οι Τούρκοι στρατιώτες μας κακοποίησαν γιατί οι Έλληνες σκότωσαν Τούρκους εν ψυχρώ στην Άσσια.

Το ταξίδι στην Αμασεία

Διηγείται ο Γιάννης Φυλακτή από το Κάρμι:  Την 30η Ιουλίου με συνέλαβαν οι Τούρκοι μαζί με άλλους στο χωριό μας.  Παραμείναμε στα σπίτια μας διότι τα Ηνωμένα Έθνη επισκέφτηκαν το χωριό και μας είπαν ότι δεν κινδυνεύουμε. Μετά από δύο ημέρες όμως οι Τούρκοι μας μάζεψαν όλους στην εκκλησία και μπροστά στα παιδιά και τις γυναίκες μας  συνέλαβαν όλους τους άντρες.  Ενώ μας έβαζαν στα αυτοκίνητα οι γυναίκες και τα μωρά εκλιπαρούσαν με κλάματα να μας αφήσουν.  Οι Τούρκοι όμως μας οδήγησαν στην Αγύρτα, μας πήραν τα χρήματα, ρολόγια και τους αναπτήρες και αφού μας έδεσαν τα χέρια και τα μάτια φόρτωσαν και πάλι στα αυτοκίνητα.  Μας πήγαν στο Πέντε Μίλι και εκεί ένας φρουρός με έσπρωξε και έπεσα κάτω από το αυτοκίνητο. Δύο άλλοι άρχισαν να με χτυπούν. Ο ένας μου έβγαλε το παντελόνι και με ανέβασε στο πλοίο με το σώβρακο.  Στο πλοίο είδα έναν αξιωματικό και του είπα στα τουρκικά ότι είναι ντροπή να παραμείνω με τα εσώρουχα.  Αυτός διέταξε και μου έδωσαν ένα παντελόνι.  Μας πήγαν στη Μερσίνα και από εκεί με αυτοκίνητα στα Άδανα. Λόγω της κατάστασης μου πέρασα κάποιες μέρες σε ένα νοσοκομείο.  Ακόμα και ο γιατρός όταν ερχόταν με εξετάσει με έβριζε.  Ένα βράδυ γύρω στις 7:00 μας φόρτωσαν σε ένα τρένο. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής  περάσαμε μέσα από πολλά χωριά και το τρένο σταματούσε και οι κάτοικοι μας έβριζαν και μας φώναζαν ότι θα μας κόψουν το λαιμό.  Από την υπερβολική ζέστη πολλοί έπιναν τον ιδρώτα τους. Μέχρι το μεσημέρι ήμασταν στοιβαγμένοι σας σαρδέλες στα βαγόνια στοιβαγμένοι. Το πρωί μας είχανε δώσει ψωμί, αναρή αλμυρή και ένα αυγό το μοναδικό που φάγαμε σε δύο μήνες. Φτάσαμε σε ένα χωριό που μας κατέβασαν.  Οι κάτοικοι του χωριού μας περικύκλωσαν και μας έφτυναν, μας απειλούσαν κάνοντας νεύμα με τα χέρια τους ότι θα μας κόψουν τα κεφάλια.  Εδώ φοβηθήκαμε περισσότερο από κάθε άλλη φορά ότι θα μας έδιναν οι στον όχλο.  Ευτυχώς όμως είδαμε να έρχονται πολλά λεωφορεία και αισθανθήκαμε ανακούφιση διότι καταλάβαμε ότι κάπου αλλού θα μας μετέφεραν.  Ήμασταν 450 πρόσωπα και μας έβαλαν μέσα στα αυτοκίνητα τον ένα πάνω στον άλλο. Μετά μπήκαμε σε μία πόλη όπου μας περιμένει πλήθος από πολίτες. Η πόλη ήταν η Τοπάκ. Εγώ καθόμουν μπροστά μαζί με τον κοινοτάρχη του Καρμιού. Το πλήθος χοροπηδούσε και ούρλιαζε ενώ περικύκλωναν τα αυτοκίνητα.  Όταν άρχισαν να σπάζουν τα τζάμια του αυτοκινήτου εμείς πέσαμε όλοι κάτω για να μη μας χτυπούν. Ενώ ήμουν ξαπλωμένος ένας από τους φρουρούς μου έδωσε μία κλοτσιά στο μέρος όπου είχα πληγές. Περάσαμε και από δω με τη ψυχή στο στόμα και τη νύχτα η ώρα 11:00 φθάσαμε στην Αμάσεια.  Στην Αμάσεια μείναμε περίπου ένα μήνα. Η διαμονή μας ήταν υποφερτή, μας έδιναν για φαγητό φασόλια, ρεβίθια και κάποτε φακή. Βέβαια όχι σε μεγάλη ποσότητα αλλά τόση όση για να μας κρατήσει στη ζωή. Από πλευράς συμπεριφοράς εδώ τρώγαμε ξύλο μόνο όταν πηγαίναμε στα αποχωρητήρια. Βέβαια όταν μας χτυπούσαν, μας χτυπούσαν όλοι.

Ακόμα και ένας πολίτης που πουλούσε τομάτες και φθαρτά άρχισε να χτυπά ότι έβρισκε μπροστά του.

Οι Τουρκάλες φώναζαν σφάξε τε τους

Διηγείται ο Γεώργιος Κουσπή από το Δάλι: Μας συνέλαβαν στη Κυθραία την 15ην Αυγούστου. Από εκεί περπάτητους μας πήραν στο Τζιάος. Μας έβαλαν σε μια γραμμή και πας πήραν τα ρολόγια, τους σταυρούς τα χρήματα και μας απειλούσαν ότι θα μας έσφαζαν.

Από τα τουρκικά χωριά που περνούσαμε οι Τουρκάλλες φώναζαν σφάξετέ τους, σφάξετέ τους.

Μετά μας πήγαν στο Μπογάζι και στον δρόμο μας χτυπούσαν συνέχεια. Ένας γέρος 70 χρονών κτυπήθηκε στο κεφάλι και έτρεχε αίμα. Έκλαιε συνεχώς και λιποθύμησε. Δεν ξέρω το όνομα του αλλά είναι από τη Κυθραία.

Μετά μας πήγαν στο γκαράζ Παυλίδη. Σε μια κάμαρη 700 άτομα χωρίς κουβέρτες. Κάτσαμε μια εβδομάδα. Μετά μας πήγαν στα Άδανα. Στον διάδρομο μας περίμεναν στρατιώτες και μας έδωσαν το ξύλο της ζωής μας.

Μας χτυπούσαν με την πρώτη ευκαιρία

Διηγείται ο Γεώργιος Μένοικος από το Κάρμι. Με μετέφεραν στην Τουρκία την 30ην Ιουλίου. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μέχρι τα Άδανα οι Τούρκοι φρουροί μας χτυπούσαν με την πρώτη ευκαιρία. Εις τα Άδανα παραμείναμε για ένα μήνα περίπου και μετά μας μετέφεραν εις την Αμάσειαν. Μας πρόσφεραν τροφή πολύ λίγη. Φασόλια, ρεβίθια φακή. Το ψωμί ήταν και αυτό πολύ λίγο αλλά η διατροφή δεν ήταν το πρόβλημα που μας απασχολούσε. Αυτό που μας απασχολούσε ήταν το μέλλον.

Μου έδωσαν φτυάρι να σκάψω τον τάφο μου

Διηγείται ο Αντωνάκης Καλογήρου από τη Βατυλή:  Με συνέλαβαν στον Άγιο Μέμνωνα. Με έβαλαν να περπατώ ξυπόλυτος πάνω στα αγκάθια. Στο Γκαράζ Παυλίδη επέμεναν επί τρεις ώρες να τους πω ότι είμαι κατάσκοπος. Με είχαν ένα πιστόλι στον ώμο και μου έδωσαν φτυάρι και κούσπο για να σκάψω τον τάφο μου. Άρχισα το σκάψιμο αλλά επενέβη ένας Τουρκοκύπριος και τους διέταξε να σταματήσουν.

Χωρίς παπούτσια για μήνες

Διηγείται ο Δημήτρης Γεωργίου από τη Λάπηθο: Με συνέλαβαν στις 15 Αυγούστου. Έμεινα 11 ημέρες κρατούμενος στη Λάπηθο και μετά μας μετέφεραν στη Γύψου. Είδα λεηλατημένα σπίτια εκεί κυρίως όσα βρίσκονται στον κύριο δρόμο. Είχε πάρα πολλούς κρατούμενους μέσα στα σπίτια και μας έβαλαν και εμάς. Μετά στις 11 Σεπτεμβρίου μας μετέφεραν στα Άδανα. Τα παπούτσια μου χάλασαν εκεί και τους ζήτησα άλλα. Μου απάντησαν πως δεν είναι φάμπρικα και με άφησαν ξυπόλυτο.

Λίγο ρύζι και πολλή ξύλο

Διηγείται ο Σωτήρης Γεωργίου από την Ορκάν: Μας ξυπνούσαν στις 6 το πρωί και μας έδιναν λίγο ρύζι. Ύστερα μας έκλειναν στον θάλαμο μέχρι τις 11 και μας ξανάδιναν φαί. Μετά πάλι στην απομόνωση μέχρι τις 6 το απόγευμα. Κάθε τρεις μέρες μας έβγαζαν έξω από τις παράγκες για πολύ μικρό διάστημα. Μας κτυπούσαν συνεχώς και μας έβριζαν.

Πολεμούσαν υπό την επήρεια ναρκωτικών

Σύμφωνα με εκτενές ρεπορτάζ της εφημερίδας Ασύρματος οι Τούρκοι στρατιώτες πολεμούσαν υπό την επήρεια ναρκωτικών. Αυτούσιο το δημοσίευμα της 4ης Αυγούστου 1974: Σύμφωνα με πληροφορίες που περισυνέλεξαν συντάκτες μας από άνδρες του ΟΗΕ και ξένους ανταποκριτές διαπιστώνεται ότι οι Τούρκοι πολεμούσαν υπό την επήρεια ναρκωτικών και αυτό λόγω ελλείψεως θάρρους ή ακόμη του γεγονός ότι πολλοί Τουρκοκύπριοι δεν ήθελαν να πολεμήσουν. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες σε πολλές περιπτώσεις στα ενδύματα των νεκρών Τουρκοκυπρίων ευρέθησαν ποσότητες ναρκωτικών ενώ πολλοί τραυματίες οι οποίοι μεταφέροντο προς νοσηλείαν εζητούσαν επιμόνως όπως τους παραχωρηθούν ναρκωτικά, γεγονός που ενέβαλε σε σκέψεις τους ιατρούς και τους άνδρες του ΟΗΕ. Χαρακτηριστικό εν προκειμένω είναι το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις μπουλούκια Τουρκοκυπρίων έπιπταν επί των φυλακίων των εθνοφρουρών μας δίχως συναίσθηση του κινδύνου που διέτρεχαν με αποτέλεσμα φυσικά να αποδεκατιστούν. Εξ άλλου το απλανές και βλακώδες βλέμμα πολλών αιχμαλώτων οι οποίοι έδειχναν ότι ευρίσκοντο σε άλλους κόσμους είναι ενδεικτικό ότι πράγματι οι Τουρκοκύπριοι εστάλησαν στον πόλεμο αφού προηγουμένως είχαν ντοπαριστεί.

Βίαζαν ακόμα και Τουρκάλες

Σύμφωνα με ξένους ανταποκριτές που βρέθηκαν στην Κύπρο τις ημέρες της Εισβολής ξέσπασε εμφύλιος μεταξύ Τούρκων και Τουρκοκυπρίων.  Συγκεκριμένα Τούρκοι εισβολείς προέβησαν σε κτηνωδίες και βιασμούς όχι μόνο εναντίον Ελλήνων αλλά και Τουρκοκύπριων με αποτέλεσμα την δημιουργία εκρηκτικής κατάστασης στην τουρκική συνοικία της Λευκωσίας. Συγκεκριμένα καταγγέλθηκαν δύο περιπτώσεις βιασμών δύο 16χρονων Τουρκάλων στην περιοχή Ομορφίτας και Τράχωνα. Στην πρώτη περίπτωση στην Ομορφίτα εβιάσθη η 16χρονη Εμινέ η οποία αμέσως μετά τον κτηνώδη βιασμό της υπέστη καρδιακή προσβολή και υπέκυψε. Η πράξης του εν λόγω κτηνανθρώπου και ο θάνατος τους προκάλεσε το μένος των οικείων της.

Χωρίς ψωμί για οκτώ μέρες

Διηγείται ο Νίκος Ιωάννου από το Τριμίθι. Οι Τούρκοι μας άφησαν χωρίς ψωμί για 8 ημέρες. Ευτυχώς νερό παίρναμε από την κεντρική βρύση. Ψωμί μας ξαναέφεραν οι Καναδοί του ΟΗΕ. Τις νύχτες ακούαμε πυροβολισμούς και βολές. Στις αρχές είμαστε θεατές της επιδρομής. Μέτα θύματά της. Γενική ήταν η λεηλασία που επακολούθησε στα σπίτια μας. Ιδίως όταν δύο φορές μας πήρανε και μας φέρανε στην Αγύρτα. Ήσαν ελεεινοί στην συμπεριφορά. Μια κοπέλα 18 ετών έγκυος τριών μηνών έκανε αποβολή…

Από το Ντόουμ στο Σεράι κι από εκεί στα Αδανα

Διηγείται ο Σάββας Κωνσταντίνου από τη Λευκωσία: Αφού μας πήραν οι Τούρκοι μας έστησαν στη σειρά σε ένα χωράφι και πιστέψαμε πως θα μας εκτελούσαν. Αλλά μας ρώτησαν που θέλαμε να πάμε και τους είπαμε στο Ντόουμ. Μεταφερθήκαμε εκεί. Μετά μας είπαν πως θα μας έφεραν στο Σεράγιο και θα μας αντάλλαζαν με Τούρκους. Κανείς δεν υποψιαζόταν πως η περιπέτειά μας μόλις ξεκινούσε

Όταν φθάσαμε στο Σεράγιο μας χώρισαν από τα γυναικόπαιδα. Μας έβαλαν στα κελιά και μας υπέβαλαν σε εξαντλητικά βασανιστήρια. Η τροφή μας ήταν ικανοποιητική και το ξύλο όμως δεν μας έλειπε.

Στις 13 Αυγούστου άπλυτοι και αξύριστοι βρεθήκαμε με δεμένα τα χέρια πισθάγκωνα και τα μάτια δεμένα με μαντήλι σε λεωφορείο. Κι αυτή τη φορά μας είπαν πως θα μας απελευθέρωναν. Αντί για αυτό βρεθήκαμε στο αμπάρι του πλοίου που μας μετέφερε στη Μερσίνα. Στο δρόμο μας πότισαν νερό της θάλασσας για να… ξεδιψάσουμε. Ο σπάγγος με τον οποίο μας είχαν δέσει τα χέρια βράχηκε από τον ιδρώτα και έγινε κοφτερός σαν λεπίδα.

Μεταφερθήκαμε από τη Μερσίνα στα Άδανα. Όταν μπαίναμε στα λεωφορεία όταν βγαίναμε και όταν μας πήγαιναν στους θαλάμους οι σκοποί μας χτυπούσαν με τους υποκοπάνους με τα χέρια και μας κλοτσούσαν.

Τον σκότωσαν και βίασαν τη γυναίκα του

Μαρτυρία στην εφημερίδα Εθνική από το Τρεμίθι. Οι Τούρκοι ήρθαν στο Τριμίθι γύρω στο μεσημέρι. ήσαν πάνω από 100. Πριν μπουν στο χωρίο βρήκαν τον Ο.Μ και τον γαμπρό του οι οποίοι ήταν άοπλοι και ετοιμάζονταν να πάρουν το κοπάδι τους πίσω στη μάντρα. Μαζί τους ήταν και η γυναίκα του Μ. Χωρίς κανένα λόγο μόλις τους είδαν οι Τούρκοι πήραν τους δύο άνδρες μέσα σε ένα ρυάκι και τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Ύστερα εβίασαν επανειλημμένα την γυναίκα του Μ. ενώπιον της μητέρας της.

Έκαναν την εκκλησία γραφείο

Οι Τούρκοι δεν σταμάτησαν εδώ. Ύβριζαν,  απειλούσαν και λεηλατούσαν. το παρεκκλήσι της Παναγίας της Χρυσοτριμιθώτισσης αφού εσυληθη και ελεηλατήθη έγινε γραφείο των Τούρκων βανδάλων. Έσπασαν τις εικόνες εποδοπάτησαν τα καντήλια, εμαγάρησαν την Αγία Τράπεζα.

Τα σπίτια του χωριού έχουν όλα λεηλατηθεί. Τούρκοι στρατιώται εθεάθησαν με πλήρη σακίδια από περιδέραια βραχιόλια δακτυλίδια ρολόγια ραδιόφωνα και ότιδηποτε άλλο μπορούσαν να κλέψουν.

32 ημέρες μεταξύ ζωής και θανάτου

Διηγείται ο Ζαχαρίας Λεβέντης από το Ριζοκάρπασο: Μας έδιναν τόση τροφή όση για να μη πεθάνομε. Για 21 ημέρες βρισκόμασταν μεταξύ ζωής και θανάτου. Το διάστημα αυτό μας φάνηκε αιώνας. Στις 19 Αυγούστου στις 8 το πρωί οι Τούρκοι μας μάζεψαν όλους στην πλατεία του χωριού και μας είπαν ότι δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Την επόμενη μέρα μας ξαναμάζεψαν και συνέλαβαν πέντε άτομα που αναζητούσαν ονομαστικώς. Στις 26 Αυγούστου ήλθαν στο χωριό 30 περίπου τανκς και άλλα οχήματα με στρατιώτες από την Τουρκία. Συγκέντρωσαν όλους τους άνδρες μέχρι 55 ετών και μας μετέφεραν σε ένα στρατόπεδο. Εκεί βρήκαμε Έλληνες και από άλλα χωριά. Όταν φτάσαμε εκεί οι Τούρκοι μας ανάγκασαν να παραδώσουμε ότι είχαμε μαζί μας. Χρήματα, ρολόγια, δακτυλίδια και χρυσαφικά.

Το πείσμα το ρωμαίικο

Διηγείται η Κυπρούλα την ιστορία του Κωστή Γιαννή: Αφού έβαλε τα παιδιά του στο αυτοκίνητο ο γέρο Κωστής μαζί με τη γυναίκα του πήραν το κοπάδι τους, κάπου 200 κατσίκες και ξεκίνησαν περπατητοί. Κι ενώ τα αεροπλάνα χτυπούσαν το χωρίο αυτός με τη γυναίκα του και το κοπάδι προχωρούσαν δια μέσου των βουνών, πέρασαν τον Κουτσοβέντη και έφτασαν στο Παλαίκυρθρο μέσω Κύθρέας. Το ρωμαίικο πείσμα ίσχυσε και ο γέρο Κωστής χαίρεται διπλά αφού έσωσε το κοπάδι και το βιος τους δεν έπεσε στα χέρια των Τούρκων.

Από εκατομμυριούχος εργάτης

Ιδιοκτήτης μεγάλης βιομηχανίας σχεδόν εκατομμυριούχος, ο οποίος απώλεσε τα πάντα κατά τη δεύτερην τουρκικήν επιδρομή της 14ης παρελθόντος Αυγούστου εργάζεται τώρα ως εργάτης εις μιαν οικοδομήν δια να ζήσει την πολυμελή οικογένεια του.

Πρόκειται δια τον Σολωμόν Πέτσαν από τη μια μηλιάν ιδιοκτήτην της κυπριακής κεραμουργίας.

Ο κ. Πέτσας, ο οποίος διέφυγεν από τη Μια Μηλιάν με τη σύζυγόν και τα έξι του παιδιά εγκαταστάθη ως πρόσφυγας εις την Λεμεσόν έχοντας ελάχιστα χρήματα. Εργαζόμενος από ηλικίας 13 ετών εις τα γνωστά καμίνια κεραμιδιών και τούβλων δημιούργησε την Κυπριακήν Κεραμουργιάν εις την οποίαν συνέχιζε να εργάζεται ως κοινός εργάτης τόσο ο ίδιος όσο και οι δύο του υιοί. Εργολάβος οικοδομών ο οποίος επρομηθεύετο από το εργοστάσιον του τούβλα τον προσέλαβε τώρα ως εργάτην και επιστάτην εις μιαν οικοδομήν του εις την Λεμεσόν.

Μας έδωσαν ξύλο και άψαμεν

Διηγείται ο Πέτρος Νικολάου από την Αφάνεια: Δεν μπόρεσαν να φύγω από το χωριό μου γιατί δεν είχα αυτοκίνητο. Μας συνέλαβαν και μας πήγαν στο Σεράγιο. Δεν μείναμε ήσυχοι. Μας έπαιρναν νυχτερινό περίπατο στην Κερύνεια. Μια νύχτα που πήγαμε μας είπαν πως θα πάμε στην Τουρκία. Το πλοίο όμως γέμισε και δεν χωρούσε άλλους. Μας έδωσαν ξύλο και άψαμεν. Μας κτυπούσαν με τα κοντάκια των όπλων κυρίως πάνω στο κεφάλι. Μια νύχτα βρήκαμε θέση σε ένα πλοίο. Στην αρχήν μέχρι να ξανοιχτεί το πλοίο μείναμε μπρούμυτα. Όσοι ζήτησαν να πάνε αποχωρητήριο έφαγαν το ξύλο της ζωής τους. Η υποδοχή όμως στα Άδανα ήταν τρομερή. Μας φώναζαν ελάτε κάτω ελάτε κάτω. Και ενώ εμείς κατεβαίναμε μας χτυπούσαν δυνατά με γροθιές και με λαστιχένια μαστίγια πάνω στο κεφάλι και απού έπεφτε.

Δειτε Επισης

Τις πανευρωπαϊκές κάρτες αναπηρίας και στάθμευσης ενέκρινε το ΕΚ
Άρον-άρον στην Ολομέλεια ο προϋπολογισμός του ΤΕΠΑΚ-«Παράνομα οι πληρωμές Μαρτίου»
Ανάθεση βελτίωσης οδού Τσερίου ύψους €9,8 εκ. από Δήμο Στροβόλου
Την Πολιτιστική Πρωτεύουσα Ευρώπης 2023 διεκδικεί ο νέος Δήμος Κουρίου
Αποφυγή κυκλοφορίας σε ανοικτούς χώρους λόγω σκόνης συνιστoύν οι αρμόδιοι
Αίτηση από τέταρτη εταιρεία στα κατεχόμενα για χαλλούμι ΠΟΠ
Σύσκεψη για την «επιτροπή ακίνητης περιουσίας» υπό τον Τατάρ στα κατεχόμενα
Άναψε το πράσινο φως το Υπουργικό για παράταση στη χρηματοδότηση ελλειμμάτων του ΟΚΥπΥ
Καταβάλλονται αρχές Μαϊου αποζημιώσεις σε αγρότες που υπέστησαν ζημιές
Έρευνα του Υπουργείου Παιδείας για διασύνδεση ανώτερης εκπαίδευσης με αγορά εργασίας